Σελίδες

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

Άντον Τσέχωφ, O Βάνκας


 Το διήγημα “Ο Βάνκας” ανήκει στη συλλογή των διηγημάτων που εξέδωσε ο `Αντον Τσέχοφ το 1886 με τον τίτλο “Ποικίλα διηγήματα”.

Άντον Τσέχωφ, O Βάνκας

Στο διήγημα που ακολουθεί ο μεγάλος Pώσος συγγραφέας Άντον Τσέχωφ προβάλλει με ρεαλισμό και ευαισθησία το θέμα της παιδικής βιοπάλης. O Βάνκας είναι ένα εννιάχρονο, ορφανό παιδί που οι συνθήκες της ζωής το αναγκάζουν να στερηθεί το πιο αγαπημένο του πρόσωπο, τον παππού του, και να βιώσει μακριά του τη σκληρότητα των ανθρώπων. Τραγικό και χιουμοριστικό στοιχείο συμπλέκονται στο διήγημα μέσα από την αθώα ματιά του μικρού αφηγητή-ήρωα.


O Βάνκας Ζούκοφ, ένα παιδάκι εννιά χρονών, δουλεύει εδώ και τρεις μήνες κάλφας στο τσαγκαράδικο του Αλιάχιν. Τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων δεν πλάγιασε. Περίμενε να φύγει το αφεντικό με τους μαστόρους για τον όρθρο. Και μόλις απόμεινε μονάχος στο μαγαζί, πήρε από το ντουλάπι του αφεντικού το καλαμάρι με το μελάνι, έναν κοντυλοφόρο με σκουριασμένη πένα, άπλωσε το χαρτί στο παλιοτράπεζο με τα εργαλεία και ετοιμάστηκε να γράψει. Προτού ζωγραφίσει το πρώτο γράμμα, γύρισε πολλές φορές το κεφαλάκι του κατά την πόρτα και το παραθύρι, ρίχνοντας κλεφτές, φοβισμένες ματιές, λοξοκοίταξε το μαυρισμένο εικόνισμα που ήταν σφηνωμένο ανάμεσα στα ράφια με τα καλαπόδια και αναστέναξε προσπαθώντας να λευτερώσει το λαιμό του από έναν κόμπο που τον έπνιγε. Ύστερα γονάτισε μπροστά στον τσαγκαράδικο πάγκο και άρχισε να γράφει:


Πολυαγαπημένε μου παππού Κωσταντή Μακάριτς.

Σου γράφω γράμμα. Σου εύχομαι καλά Χριστούγεννα και

ο Θεός να σου δίνει όλα τα καλά. Δεν έχω πια ούτε

πατέρα ούτε μάνα, μονάχα εσύ μου απόμεινες.

O Βάνκας κοίταξε κατά το σκοτεινό παραθύρι και κει πάνω στο σκοτεινό τελάρο που τρεμούλιαζε το φως του κεριού ζωντάνεψε τη μορφή του παππού του, του Κωσταντή Μακάριτς, νυχτοφύλακα στο σπίτι του κυρίου και της κυρίας Ζιβάρεφ. Ήταν ένα γεροντάκι κοντό και ξερακιανό, μα πολύ σβέλτο και ζωηρό κάπου εξηνταπέντε χρονών. Η όψη του ήταν πάντοτε γελαστή και τα μάτια του μπιρμπίλιζαν. Την ημέρα κοιμόταν στην κουζίνα ή έπιανε κουβεντολόι με τις μαγείρισσες και τη νύχτα τυλιγμένος σε μια φαρδιά προβατόγουνα έφερνε γυροβολιά το χτήμα χτυπώντας τη ροκάνα του.

Τον ακολουθούσαν τα σκυλιά του, η γριά Καστάνκα και ο Χέλης, έτσι τον έλεγαν, γιατί είχε μαύρη τρίχα και το κορμί του ήταν μακρουλό. Αυτός ο Χέλης ήταν ένα πολύ υπάκουο και παιγνιδιάρικο σκυλί. Γλυκοκοιτούσε όλο τον κόσμο, ξένους και δικούς, μα μπέσα δεν είχε. Κάτω απ’ αυτά τα παγνιδιάρικα βλέμματα και την ταπεινοφροσύνη έκρυβε μια φαρμακερή κακία Ιησουίτη! Ήταν μοναδικός να ζυγώνει κρυφά και να κόβει δαγκωνιά στο πόδι του διαβάτη, να τρυπώνει στο κελάρι ή να αρπάζει από το λαιμό την κότα του χωριάτη. Πολλές φορές του είχαν λιώσει με τις μπαστουνιές τα πισινά του πόδια. Δυο φορές τον κρέμασαν στο δέντρο, κάθε βδομάδα τον σάπιζαν στο ξύλο και τον πετούσαν ψόφιο στο χαντάκι. Και όμως πάντα ζωντάνευε! Εφτάψυχος!

Αυτήν τη στιγμή, χωρίς άλλο, ο παππούς θα στέκεται μπροστά στην αυλόπορτα. Θα μισοκλείνει τα μάτια και θα αγναντεύει τα βαθυκόκκινα παράθυρα της εκκλησιάς του χωριού. Χτυπάει τα ποδήματά του στο κατώφλι να ζεσταθεί και ψιλοκουβεντιάζει με τις δούλες. Η ροκάνα κρέμεται στο ζουνάρι του. Τρίβει τα χέρια, κουλουριάζεται από το κρύο και με ένα γεροντικό γέλιο πειράζει πότε την καμαριέρα και πότε τη μαγείρισσα.

— Θα πάρετε λίγη πρέζα;, λέει στις γυναίκες και προσφέρει την ταμπακέρα του.

Oι γυναίκες παίρνουν ταμπάκο και φταρνίζονται και ο παππούς καταυχαριστιέται και ξεκαρδίζεται στα γέλια ευτυχισμένος. Δίνει και στα σκυλιά του πρέζα. Η Καστάνκα φταρνίζεται, στραβομουτσουνιάζει και τρυπώνει σε μια γωνιά παραπονεμένη. O Χέλης, σεβαστικός πάντοτε, δε φταρνίζεται, κουνάει μονάχα την ουρά του…

Και ο καιρός είναι θαυμάσιος. Ησυχία, όλα διάφανα και δροσερά. Η νύχτα είναι σκοτεινή, και όμως ξεχωρίζεις όλο το χωριό με τις άσπρες του στέγες και τον καπνό που ανεβαίνει από τις καμινάδες, τα δέντρα ασημωμένα από την πάχνη, τις στοίβες του χιονιού. O ουρανός είναι σπαρμένος με αστέρια που λαμπυρίζουν χαρούμενα και ο γαλαξίας αστράφτει, έτσι που νομίζεις πως τον σφουγγάρισαν και τον έτριψαν με χιόνι για τις γιορτές…

O Βάνκας αναστέναξε, βούτηξε την πένα στο καλαμάρι και εξακολούθησε το γράμμα του:

Σου γράφω τα βάσανά μου, παππού. Χθες το αφεντικό με άρπαξε από τα μαλλιά, με τράβηξε στην αυλή και με ρήμαξε στο ξύλο γιατί εκεί που κουνούσα το μωρό με πήρε ο ύπνος. Την άλλη βδομάδα πάλι η κυρά μού είπε να καθαρίσω μια ρέγγα και ’γω άρχισα από την ουρά. Και τότε μου άρπαξε τη ρέγγα και την έτριβε στα μούτρα μου. Και οι καλφάδες του μαγαζιού όλοι με βασανίζουν. Με στέλνουν στην ταβέρνα να πάρω βότκα και με βάνουν να κλέβω το τουρσί του αφεντικού και κείνος με κοπανάει με ό,τι κρατάει στα χέρια του. Όσο για φαΐ, άσ’ τα! Το πρωί ξεροκόμματο, το μεσημέρι κουρκούτι, το βράδυ πάλι ξεροκόμματο. Oύτε τσάι, ούτε λαχανόσουπα, όλα τα περιδρομιάζουν τα αφεντικά.

Με βάζουν και κοιμάμαι μπροστά στην πόρτα και όταν κλαίει το μωρό, εγώ δεν κλείνω μάτι, γιατί πρέπει να κουνάω την κούνια. Αγαπημένε μου παππού, για όνομα του Θεού, κάνε μου μια χάρη: πάρε με από δω, πάρε με στο σπίτι, στο χωριό, δεν αντέχω άλλο… Τα πόδια θα σου φιλήσω, όλη μου τη ζωή θα παρακαλώ το Θεό για σένα, πάρε με από δω, γιατί θα πεθάνω…

O Βάνκας ζάρωσε τα χείλη του από το παράπονο, σφούγγισε τα μάτια με τη μουτζουρωμένη του γροθίτσα και ένα λυγμός ανέβηκε στο λαιμό του.

Θα σου τρίβω ταμπάκο, θα παρακαλώ το Θεό και αν δε σ’ ακούω, να με δέρνεις όσο βαστούν τα χέρια σου. Και αν δε βρίσκεται δουλειά για μένα, να γυαλίζω παππού τις μπότες του αφεντικού ή να βοηθάω τον τσοπάνη στη Φιέτκα. Παππού, αγαπημένε μου, δε μπορώ πια. Θα πεθάνω, να το ξέρεις! Θα ’ρχόμουνα με τα πόδια στο χωριό, μα δεν έχω παπούτσια και φοβάμαι το κρύο. Και όταν θα μεγαλώσω, εγώ θα σε ταΐζω και δε θα αφήσω κανένα να σου κάνει κακό. Και όταν πεθάνεις, θα παρακαλώ το Θεό ν’ αναπαύσει την ψυχή σου, όπως κάνω και για τη μάνα μου την Πελαγία.

Που λες, παππού, η Μόσχα είναι μεγάλη πολιτεία. Όλο πλουσιόσπιτα και άλογα, άλογα να δουν τα μάτια σου! Πρόβατα όμως δεν είδα και τα σκυλιά δε δαγκώνουν.

Εδώ τα παιδιά δε γυρίζουν στα σπίτια να πουν τα κάλαντα, ούτε ψέλνουν στην εκκλησία και, ξέρεις, μια μέρα είδα σ’ ένα μαγαζί να πουλάνε αγκίστρια με το δόλωμα επάνω και πιάνουν ό,τι ψάρι θέλεις. Είναι πολύ ακριβά και είδα ένα αγκίστρι που μπορεί να σηκώσει ολόκληρο γουλιανό δέκα οκάδες. Είδα και μαγαζιά που πουλάνε ντουφέκια. Ό,τι λογής θέλεις, σαν εκείνα που έχει ο αφέντης. Αυτά θα ’χουνε το λιγότερο εκατό ρούβλια το κομμάτι. Και στα χασάπικα πουλάνε τσαλαπετεινούς και πέρδικες και λαγούς, μα πού τα σκοτώνουν; Oι μαγαζάτορες δε λένε τίποτα.

Αγαπημένε μου παππού, όταν κάνουν το χριστουγεννιάτικο δέντρο στου αφέντη με τα γλυκά, ζήτησε για μένα ένα χρυσό καρύδι και κρύψε το στην πράσινη κασέλα. Παρακάλεσε τη δεσποινίδα Όλγα Ιγκνάτιεβνα και πες της: «είναι για το Βάνκα».


Αναστέναξε βαθιά και στύλωσε ξανά το βλέμμα του στο παραθύρι. Θυμήθηκε πως ο παππούς πήγαινε στο δάσος να κόψει έλατο για τον αφέντη και έπαιρνε πάντοτε μαζί και το εγγονάκι του. Τι όμορφα που ήταν! O παππούς σφύριζε, τριζοβολούσε ο πάγος στο μονοπάτι και ο Βάνκας τα άκουγε όλα και σφύριζε κι αυτός. Πολλές φορές ο παππούς, προτού κόψει το έλατο, κάπνιζε την πίπα του ή έπαιρνε πρέζα και όλο κορόιδευε το εγγονάκι που τουρτούριζε. Τα ελατάκια κουκουλωμένα με χιόνι, παγωμένα, καρτερούσαν ακίνητα: Ποιο έχει σειρά να πεθάνει; Ξαφνικά, ένας λαγός ξεπετιέται πάνω στις στοίβες του χιονιού. O παππούς δεν κρατιέται πια, βάζει τις φωνές:

— Πιασ’ τον, πιάσ’ τον! Άι! Διάολε τρικέρη!

O παππούς έσερνε το κομμένο ελάτι ως το σπίτι του αφέντη και κει άρχιζε το στόλισμα. Και πρώτη και καλύτερη η δεσποινίς Όλγα Ιγκνάτιεβνα, η αγαπημένη του Βάνκα. Όταν ζούσε ακόμα η Πελαγία, η μάνα του Βάνκα, ήταν καμαριέρα της κυράς και η δεσποινίς Όλγα φόρτωνε το Βάνκα γλυκά και για να περάσει την ώρα της τον μάθαινε να διαβάζει, να γράφει και να λογαριάζει ως το εκατό. Και όχι μονάχα αυτά. Τον έμαθε να χορεύει και καντρίλιες. Μα σαν πέθανε η Πελαγία, έστειλαν το ορφανό στον παππού του στην κουζίνα και από κει στη Μόσχα ψυχογιό στον Αλιάχιν, τον τσαγκάρη.

Έλα γρήγορα, αγαπημένε μου παππού, για όνομα του Θεού. Σε παρακαλώ, πάρε με από δω! Λυπήσου με το δύστυχο ορφανό, γιατί όλοι με δέρνουν και πεινάω πολύ. Και έχω τόση στενοχώρια που δεν ξέρω πώς να σου την πω. Όλο κλαίω, παππού. Και μια μέρα το αφεντικό μού 'δωσε μια στο κεφάλι με το καλαπόδι, τόσο δυνατά που έπεσα κάτω και έλεγα πως δε θα σηκωθώ. Δεν είναι ζωή αυτή, χειρότερη και από του σκύλου… Χαιρετίσματα στην Αλιόνα, στον Ιγκόρ το στραβό και στον αμαξά. Και τη φυσαρμόνικά μου να μην την δώσεις σε κανέναν. O εγγονός σου, Ιβάν Ζούκοφ, αγαπημένε μου παππού, έλα.

O Βάνκας δίπλωσε το γράμμα στα τέσσερα και το έβαλε στο φάκελο που είχε αγοράσει την προηγούμενη μέρα ένα καπίκι. Ύστερα, σκέφτηκε λίγο, βούτηξε την πένα στο καλαμάρι και έγραψε τη διεύθυνση:

Για τον παππού. Στο χωριό.

Έξυσε λίγο το κεφάλι του, ξανασκέφτηκε και πρόσθεσε στον φάκελο:

Κωσταντή Μακάριτς.

Ευχαριστημένος που δεν τον ενόχλησε κανείς, έβαλε το κασκέτο του και χωρίς να ρίξει απάνω του την ξεσχισμένη γουνίτσα πετάχτηκε στο δρόμο με το πουκάμισο μονάχα.

Τα παιδιά του χασάπικου που είχε ρωτήσει την προηγούμενη μέρα του είχαν πει πως έριχναν τα γράμματα σ’ ένα κουτί και αποκεί τα κουβαλούσαν σε όλο τον κόσμο με τρόικες που έχουν βροντερά κουδουνάκια και μεθυσμένους αμαξάδες.


Γρήγορα γρήγορα ο Βάνκας έτρεξε στο κοντινότερο κουτί και πέρασε το πολύτιμο μήνυμά του στη χαραμάδα.

Ύστερα από μια ώρα κοιμόταν με σφιγμένες τις γροθίτσες νανουρισμένος από τις γλυκές ελπίδες του. Ονειρευόταν το πατάρι στο χωριό. Ο παππούς κάθεται στο πατάρι και τα πόδια του κρέμονται. Διαβάζει το γράμμα στις δούλες... Και ο Χέλης φέρνει σβούρα το πατάρι κουνώντας την ουρά του...

Ά. Τσέχωφ, Διηγήματα, μτφρ. Κυριάκος Σιμόπουλος, Θεμέλιο

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024

Η σύνθλιψη των σταγόνων: Julio Cortazar ( Χούλιο Κορτάσαρ)

 


Εγώ δεν ξέρω, κοίτα, είναι τρομερό το πώς βρέχει.

Βρέχει όλη την ώρα, έξω πυκνά και γκρίζα, εδώ κόντρα στο μπαλκόνι με σταλαγματιές πηχτές και σκληρές, που κάνουν πλαφ και συνθλίβονται σαν γροθιές μιά μετά την άλλη, τί αηδία.

Τώρα εμφανίζεται μια σταγονίτσα στο πάνω μέρος στο περβάζι του παραθύρου, μένει τρεμάμενη απέναντι στον ουρανό που την κομματιάζει σε χίλιες σβησμένες λάμψεις, μεγαλώνει και ταλαντεύεται, τώρα θα πέσει και δεν πέφτει, ακόμα δεν πέφτει. Είναι κολλημένη με όλα της τα νύχια, δεν θέλει να πέσει και φαίνεται πως γατζώνεται με τα δόντια, ενώ της μεγαλώνει η κοιλιά, πια είναι μια σταγονάρα που κρέμεται μεγαλοπρεπής, και ξαφνικά, ωπ, να την, πλαφ, διαλύεται, τίποτα, ένας λεκές στο μάρμαρο.

Μα υπάρχουν κι αυτές που αυτοκτονούν που παραδίνονται αμέσως, εμφανίζονται στο περβάζι και την ίδια στιγμή πέφτουν, μου φαίνεται ότι βλέπω το τρέμισμα του άλματος, τα ποδαράκια τους ν’ απλώνονται και την κραυγή που τις μεθάει σ’ αυτό το τίποτα της πτώσης και της εξαφάνισης. Θλιβερές σταγόνες, στρογγυλές αθώες σταγόνες.

Αντίο σταγόνες. Αντίο.


Julio Cortázar el aplastamiento de las gotas

I don’t know, look, it’s terrible how it’s raining. It’s raining all the time, dense and gray outside, here drops, dull and hard, come against the balcony with a splat!, squashing themselves like slaps piling one onto another, how tedious. Now a droplet appears just at the top of the window frame; stays there quivering against the sky, shattered into a thousand subdued glints, about to fall down but won’t fall, still won’t fall. It holds on tight, all nails, doesn’t want to fall and it’s clear it grips with its teeth while its belly grows bigger and bigger; it’s now a majestic drop hanging there, and then plonk, there it goes, splat, undone, nothing, only a clammy something on the marble.

But there are those that kill themselves and surrender right away, sprouting in the frame whence they jump off outright; I can even make out the dive’s vibration, their little legs falling off and the inebriating scream in the fleetingness of the fall and their annihilation. Sad, gloomy, despondent drops, plump and gullible drops. Good-bye drops. Good-bye.I don’t know, look, it’s terrible how it’s raining. It’s raining all the time, dense and gray outside, here drops, dull and hard, come against the balcony with a splat!, squashing themselves like slaps piling one onto another, how tedious.

Now a droplet appears just at the top of the window frame; stays there quivering against the sky, shattered into a thousand subdued glints, about to fall down but won’t fall, still won’t fall. It holds on tight, all nails, doesn’t want to fall and it’s clear it grips with its teeth while its belly grows bigger and bigger; it’s now a majestic drop hanging there, and then plonk, there it goes, splat, undone, nothing, only a clammy something on the marble.
But there are those that kill themselves and surrender right away, sprouting in the frame whence they jump off outright; I can even make out the dive’s vibration, their little legs falling off and the inebriating scream in the fleetingness of the fall and their annihilation. Sad, gloomy, despondent drops, plump and gullible drops. Good-bye drops. Good-bye.

 Σε αυτή την κομψή έκδοση, η ιστορία του Χούλιο Κορτάσαρ μας λέει την τύχη των σταγόνων που πέφτουν στο τζάμι, ενώ έξω βρέχει. Σε κανένα σημείο ο εικονογράφος δεν μας δείχνει τις σταγόνες που χορεύουν σε όλη την επιφάνεια. Περιορίζεται στο να δώσει σχήμα στη φωνή που μας προκαλεί στο κείμενο και που δεν είναι άλλη από εκείνη αυτού που παρακολουθεί, παρατηρεί, επιδιώκει και περιγράφει τις γενναίες σταγόνες στα κατορθώματά τους. Ένα βουβό πορτρέτο των δύο θεατών, που με το σώμα και την έκφρασή τους συνοδεύουν τις εμπειρίες των σταγόνων σε αυτή την πλευρά της αυλαίας.

''Μου φαίνεται ότι βλέπω
το τρέμισμα του άλματος, τα ποδαράκια τους
ν' απλώνονται και την κραυγή που τις μεθάει
σ' αυτό το τίποτα της πτώσης
και της εξαφάνισης.
Θλιβερές σταγόνες, στρογγυλές
αθώες σταγόνες. Αντίο σταγόνες. Αντίο.΄'
(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

                    

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2024

Μιχάλης Γκανάς -«κανείς δεν βγαίνει αλώβητος από τις μυλόπετρες της Ιστορίας» -Ποιήματα








Προσωπικό     Γυάλινα Γιάννενα

Επειδή η ζωή μας μοιάζει να φυραίνει

μέρα τη μέρα, δε θα πει πως η ζωή

δεν αξίζει τον κόπο.

 

Επειδή σ’ αγάπησα και σ’ αγαπώ ακόμη

κι ας μην είναι όπως παλιά,

δε θα πει πως πέθανε η αγάπη,

κουράστηκε ίσως σαν καθετί που ανασαίνει.

 

Επειδή περνάς δύσκολες μέρες

σκυμμένη σε χαρτιά και γκρεμούς

που δεν κλείνουν, κι εγώ πηδάω

τις νύχτες επί κοντώ λαχανιάζοντας,

δε θα πει πως δεν έχουμε

μοίρα στον ήλιο, έχουμε

τη δική μας μοίρα.

Επειδή πότε είσαι άνθρωπος

και πότε πουλί, φέρνεις στο σπίτι μας

ψωμάκια μικρά της αποδημίας

κι ελπίζουνε τα παιδιά μας

σε καλύτερες μέρες.

Επειδή λες όχι και ναι κι ύστερα όχι

και δεν παραιτείσαι, ντρέπομαι

για τα ίσως, τα μπορεί τα δικά μου,

μα δεν αλλάζω, όπως δεν αλλάζεις κι εσύ,

αν αλλάζαμε θα ’μαστε πάλι

δυο άγνωστοι και θ’ αρχίζαμε

απ’ το άλφα.

Τώρα ξέρουμε πού πονάς

πού σωπαίνω πότε γίνεται παύση,

διακοπή αίματος και κρυώνουν

τα σώματα, ώσπου μυστικό δυναμό

να φορτίσει πάλι τα μέλη

με δύναμη κι έλξη και δέρμα ζεστό.

 

Επειδή είναι δύσκολο ν’ αγαπάς

και δυσκολότερο ν’ αγαπάς τον ίδιο άνθρωπο

για καιρό, κάνοντας σχέδια και παιδιά

και καβγάδες, εκδρομές, έρωτα, χρέη

κι αρρώστιες, Χριστούγεννα, Κυριακές

και Δευτέρες, νόστιμα φαγητά

και καμένα, θέλοντας ο καθένας

να ’ναι ο άλλος γεφύρι και δέντρο

και πηγή, κατά τις περιστάσεις

ή και όλα μαζί στην ανάγκη,

δε θα πει πως εγώ δεν μπορώ

να γίνω κάτι απ’ αυτά ή και όλα μαζί,

κι αν είναι να περάσω

μια ζωή στη σκλαβιά –έτσι κι αλλιώς–

ας είμαι, λέω, σκλάβος της αγάπης.

Της αγάπης


Σούρουπο      (Μαύρα λιθάρια, 1980)

Σούρουπο, σε γονυκλισία τα χρώματα

και πώς πεθαίνεις χωρίς το πράσινο εκ γενετής

Τα μάτια σου με τον κίτρινο λίβα,

καμένη σοδειά τα χρόνια που έζησα.

Ας φεύγει ο μικρός σκαντζόχοιρος, δε γλιτώνει

τ’ αγκάθια μεγαλώνουν ανάποδα.

 

Ήμερο βράδι

βελάζει σαν το χαμένο πρόβατο,

ζυγώνει στην πόλη κι αλλάζει προβιά,

σκύλος ή γάτα,

με την τρίχα ορθή

κάτω από τόσους τροχούς.

 

Τι γυρεύεις εδώ ψυχή τραυλή,

μακριά από τα βοσκοτόπια της πατρίδας.

Οι φίλοι πέφτουν από ψηλά μπαλκόνια

στο άσπρο μπαμπάκι που τους καταπίνει.


Τα άγρια και τα ήμερα,  [ΙΧ]

Φυσάει ένα άσπρο απ’ το νερόμυλο του πάππου μου. Γύρω κι άλλα δέντρα

ανθισμένα κι άλλο αλεύρι. Χιόνια που πέφτουν μαλακά στην ξυπνημένη γη.

Πάσχα, το μύριζες παντού. Δεν είχα πού να κρύψω τη χαρά μου, δάγκωνα

τρυφερούς κορμούς. Έφτανα κάποτε στη βρώμη λάμνοντας, να δω της

Πασχαλιάς τ’ αρνιά.

Ένα μεγάλο μάτι, το ’νιωθα, με κοίταζε κι ήταν θολό απ’ τα αίματα,

μπορεί απ’ τα σπλάχνα των αρνιών, μπορεί απ’ τα σπλάχνα του χασάπη. Πάντως

από τον ουρανό.

Μετά που έβρεχε βγαίναν βελάσματα σαν ερπετά στους θάμνους, στα

χορτάρια, έφευγε η μέρα η δίκαιη, γινόταν παρελθόν κι ούτε που το ’ξερα με

τι κοτσύφια, τι νερά, τι βόμβο θα με γέμιζε μετά από τόσα χρόνια. Φυσάει

ακόμη απ’ το νερόμυλο του πάππου μου, νομίζω κιόλας πως δυναμώνει τ’

άσπρο, καθώς απλοποιούνται σε οστά οι άνθρωποι που γέμιζαν κείνα τα

χρόνια!

Σε πλάθω λίγο λίγο κάθε νύχτα, Μιχάλης Γκανάς

-Αν είναι να μιλήσει κάποιος ας πει για την αγάπη

-Κλείνομαι μες στο σώμα μου τις νύχτες
κυοφορώντας το δικό σου σώμα.

Μα πώς να πλάσω μέλη που ποθώ
που βλέπω μα δεν άγγιξα ποτέ μου.

Τυφλός κι από τα δυο μου χέρια.

-Σε πλάθω λίγο λίγο κάθε νύχτα.

Έρχεται η μέρα και γκρεμίζομαι μαζί σου.

Ολόκληρη δεν θα σε δω ποτέ.

Ούτε θα σ΄ έχω. Κάθε φορά
πρωτόπλαστα τα μέλη σου και σκόρπια.

Έγινα παντοδύναμος για χάρη σου
δεν έγινα θεός.

Τι να την κάνω τόση παντοδυναμία
όταν απαγορεύεται το θαύμα.

ΑΠΟ ΧΑΔΙ ΣΕ ΧΑΔΙ

Από χάδι σε χάδι
έγινε βότσαλο.
Καμιά παλάμη δεν τη θυμάται.

ΕΤΣΙ ΗΤΑΝ Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΑΝΤΟΤΕ

Έτσι ήταν η Ελλάδα πάντοτε
ένας δίσκος με αντίδωρα.

Κανένας δεν τη χόρτασε.


. . .
Τι να σου κάνω χωρίς άσσο στο μανίκι
μέτριος παίχτης
που δεν μαθαίνει κιόλας απ’ τα λάθη του
όλο θυμάται όσα θα ‘πρεπε να ζει
κι όλο ξεχνάει να ζήσει

Η διάρκεια είναι πάθος.
Ένα πάθος που δεν βλέπεις στο σινεμά
γιατί οι ταινίες διαρκούν το πολύ δυό ώρες
κι όταν πέφτει το τέλος
η ζωή συνεχίζεται.
Ειρήσθω εν παρόδω όχι όπως θέλουμε
αλλά όπως μπορούμε.

. . .

Εγώ τον πόνο τον βαστώ την πίκρα την αντέχω
κλαίω γιατί σε ξέχασα και όχι που δεν σ’ έχω.

Μιχάλης Γκανάς


«Βλέπω το υφαντό του κόσμου να ξηλώνεται/αόρατο το χέρι που ξηλώνει και τρέμω»,

 «Μόνο το φίδι ξέρει τι σημαίνει να αλλάζεις το πετσί σου/γι' αυτό του περισσεύει το φαρμάκι»
  «κανείς δεν βγαίνει αλώβητος από τις μυλόπετρες της Ιστορίας».

ΕΡΓΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ-

Πληροφορίες γέννησης: 17 Ιανουαρίου 1944, Τσαμαντάς
Απεβίωσε: 12 Νοεμβρίου 2024, Αθήνα

Ο Μιχάλης Γκανάς γεννήθηκε στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας το 1944.

Το 1948 βρέθηκε στην Αλβανία και μετά στην Ουγγαρία μαζί με την οικογένειά του.

Επέστρεψε στη Ελλάδα το 1954.

Το χρονικό αυτής της περιπέτειας καταγράφτηκε στο πεζό Μητριά πατρίδα (Κείμενα, Αθήνα 1981).

Το 1962 κατέβηκε στην Αθήνα, για να σπουδάσει Νομικά, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του για λόγους βιοποριστικούς.

Βιβλιοπώλης για μια δεκαπενταετία στη «Δωδώνη», συνεργάστηκε αργότερα με την κρατική τηλεόραση ως επιμελητής λογοτεχνικών εκπομπών και σεναριογράφος.

Από το 1989 ως τη συνταξιοδότησή του το 2005 εργάστηκε ως κειμενογράφος σε διαφημιστική εταιρεία.

Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες, ενώ στίχοι του έχουν μελοποιηθεί από γνωστούς Έλληνες συνθέτες. Μετέφρασε τις Νεφέλες του Αριστοφάνη για το Θέατρο Τέχνης-Κάρολος Κουν (1991), τους Επτά επί Θήβας του Αισχύλου για το ΔΗΠΕΘΕ Πατρών (1994) και το Άσμα ασμάτων (Μελάνι, Αθήνα 2005).

Το 1994 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το βιβλίο του Παραλογή.

Περισσότερες πληροφορίες για το Μιχάλη Γκανά  ΕΔΩ





Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2024

Για ένα ''τίποτα'' του 'Ερωτα


Nύχτα βροχής και αγρύπνιας
Πως να ημερέψεις  το πέλαγος της καρδιάς
όταν μέσα σου ο άνεμος / φυλλορροεί / ψιθύρους
Η μνήμη να κεντρίζει τις αισθήσεις
Πως έγιναν όλα/ τίποτα; 
Κι όμως /αυτή η μνήμη του/ τίποτα
φτιαγμένη απο λυγμό και απόσταση / καίει το κορμί.

-Τι κάνεις ;
-Τίποτα
-Τι είπες; 
 -Τίποτα
-Τι θέλεις;
-Τίποτα 
-Τι σκέφτεσαι;
 -Τί-πο-τα 
Πως να τα συμπυκνώσεις όλα αυτά τα τίποτα
να γίνουν κάτι;
Τι;
Δεν ξέρω...
Εγώ θέλω να βλέπω το αίμα /κόκκινο και ζεστό
 να ρέει στην πληγή και να ξέρω γιατί...
Να μην πονώ/για ένα τίποτα;

Μείνε εδω, (είπες)
Ξάπλωσε κοντά μου και μη φοβάσαι/ τίποτα..
Εδώ κοιμάται ο 'Ερωτας
Αυτό το τίποτα έσπασε τη καρδιά μου
σε χίλια κομμάτια
'Ισως/τελικά/απο ένα τίποτα / γεννιέται /ο 'Ερωτας.
(Μαρία Λαμπράκη)

 

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2024

Αντώνης Σουρούνης- Κυριακάτικες ιστορίες


Τι μπορεί να λέει μια κυριακάτικη ιστορία; Με τις καμπάνες να χτυπούν από το ξημέρωμα, τα παρατεταμένα χασμουρητά, τις σκόρπιες εφημερίδες, τις ευωδιές από την κουζίνα και τη Δευτέρα να περιμένει έξω από το σπίτι μέχρι νά 'ρθει η σειρά της – τι μπορεί να λέει; Αν ήθελε να μιλήσει για τον εαυτό της ειλικρινά και ανυστερόβουλα, θα έπρεπε να το κάνει λέγοντας την ιστορία του Σαββάτου. Έτσι είναι αυτά τα πράγματα. Όπως όταν ήμασταν παιδιά και γράφαμε δευτεριάτικα στο σχολείο πώς περάσαμε την Κυριακή. Γράφαμε αναπολώντας την και προσμένοντάς την, επειδή πιστεύαμε πως η Κυριακή ήταν γεμάτη παιχνίδι για μας και γεμάτη γέλιο για τους μεγάλους. Το μικρό μας μπόι μάς εμπόδιζε να δούμε μέχρι τον πάτο της ημέρας. Όταν γίναμε κι εμείς μεγάλοι, διαπιστώσαμε ότι οι Κυριακές δεν είναι γεμάτες από χαρά, όπως νομίζαμε, αλλά μισογεμάτες, γιατί από τα μισά και κάτω είναι φορτωμένες μελαγχολία.

Αυτές οι Κυριακάτικες ιστορίες γράφτηκαν σχεδόν όλες για την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία και τη Μακεδονία της Κυριακής. Και γράφτηκαν όλες Δευτέρα πρωί – τελευταία μέρα παράδοσης του κειμένου. Λες και ήμουν πάλι στο σχολείο. Ίσως γι' αυτό πολλές μιλάνε για παιχνίδι, όπως τότε που ήμουν μικρός, και άλλες είναι γεμάτες με γέλιο και μελαγχολία, αφού σήμερα είμαι πια μεγάλος.
ΠΗΓΗ
Κυριακάτικες ιστορίες (απόσπασμα)
Ο Οκτώβριος είναι ο μήνας που τοποθετεί τα ορόσημα στη ζωή μου. Οκτώβριο πρωτομπήκα σε τρένο για να πάω στη Γερμανία, Οκτώβριο επέστρεψα, Οκτώβριο πρωτοπαντρεύτηκα, Οκτώβριο χώρισα — όχι τον ίδιο, τον επόμενο. Οκτώβριο πήγα στο στρατό, Οκτώβριο απολύθηκα. Οκτώβριο με συναντάει ο έρωτας συνήθως και Οκτώβριο μ’ εγκαταλείπει. Και όλ’ αυτά το τελευταίο δεκαήμερό του. Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει έτσι, αλλά πολλές φορές έχω την εντύπωση ότι ο μήνας αυτός έχει κηδεμονέψει τη ζωή μου. Η αλήθεια είναι ότι πρώτος εγώ του έδειξα συμπάθεια και αδυναμία. Τον περίμενα πώς και πώς για να δω την πόλη μου να χαίρεται.
Ξεφύλλιζα το ημερολόγιο στον τοίχο κι όταν έδειχνε 26, Δημητρίου μεγαλομάρτυρος του Μυροβλήτου, η Θεσσαλονίκη σημαιοστολιζόταν, οι καμπάνες χτυπούσαν και το μισό μου σόι γιόρταζε. Τη μέρα αυτή έτρωγα όλο γλυκά και άκουγα τους μεγάλους να δίνουν ευχές ο ένας στον άλλο. Ούτε μάλωναν ούτε βρίζονταν μεταξύ τους. Ο Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλήτης τους ένωνε όλους και τους συσπείρωνε μέσα από το υπόγειο της μεγάλης εκκλησίας, εκεί όπου υπήρχε το λείψανό του και περιμέναμε στην ουρά να το προσκυνήσουμε.

«Τα μάτια σου στα κάστρα», μου ’λεγε η γιαγιά μου πρωί πρωί. «Τέτοια μέρα φέρνει βόλτες καβάλα στ’ άλογό του. Αν είσαι καλό παιδί, θα τον δεις».

Προσπαθούσα να ’μαι όσο καλύτερο παιδί μπορούσα εκείνη την ημέρα και κάθε τόσο κοιτούσα στα κάστρα της πόλης, μήπως και τον δω να τα περιδιαβάζει καβάλα στ’ άλογό του, εξακολουθώντας να προστατεύει εμάς και την πόλη του από τους εχθρούς μας. Σήμερα είμαι βέβαιος ότι τον είχα δει. Αν αυτό έγινε στην πραγματικότητα ή στην παιδική μου φαντασία, ελάχιστη σημασία έχει. Άλλωστε ξέρω και πολλούς άλλους από την εποχή εκείνη που επίσης τον είδανε όπως κι εγώ.

Προτού τελειώσει αυτή η γιορτή, άρχιζε η άλλη. Το έδαφος της πόλης ταρακουνιόταν από τα τανκς και ο ουρανός βούιζε από τ’ αεροπλάνα. Οι σημαίες εξακολουθούσαν να κυματίζουν σε αυλές και μπαλκόνια. Ψηλά από το Γεντί Κουλέ το κανόνι βροντούσε, για να θυμίζει στους καλούς το καλό και να προειδοποιεί τους κακούς για το κακό. Ο πατέρας μου έκλαιγε χαϊδεύοντας το πόδι του, που χάλασε στο αλβανικό μέτωπο. Ο στρατός έκανε παρέλαση, τα σχολεία έκαναν παρέλαση, τα κορίτσια το ίδιο, οι κάτοικοι της πόλης, εγώ έκανα παρέλαση. Μια φορά μάλιστα με πηλήκιο Γυμνασίου και μια άλλη με κράνος και τουφέκι.

ΟΧΙ. Η λέξη ΟΧΙ επικρατούσε και βασίλευε αυτή τη μέρα. Την άκουγες από τα στόματα των μαθητριών, των δασκάλων, των στρατηγών, των πολιτικών. ΟΧΙ λοιπόν. ΟΧΙ στον εχθρό μας, ΟΧΙ στον κατακτητή μας, ΟΧΙ στον επιβολέα μας, ΟΧΙ σ’ αυτόν που στήνει σκαλωσιά γύρω απ’ τα κάστρα μας. Ήταν μια μέρα που οι μεγάλοι γίνονταν γίγαντες κι εγώ μεγάλος. Πώς μπορεί, αναρωτιόμουν, μια τόσο μικρή λεξούλα ν’ αλλάζει τόσο πολύ τους ανθρώπους και να τους μονοιάζει; Και γιατί δεν την έλεγαν κάθε μέρα, ώστε να είναι πάντα έτσι περήφανοι; Τι έλεγαν όλες τις άλλες μέρες, ΝΑΙ έλεγαν; Και καλά, ας πούμε ότι δεν υπάρχουν πια εξωτερικοί εχθροί, εσωτερικοί δεν υπάρχουν; Τη λέξη ΟΧΙ την άκουγες ολημερίς από το ραδιόφωνο, την έβλεπες γραμμένη στους τοίχους, ακόμα και στον ουρανό την έβλεπες γραμμένη, καθώς την έσερναν πίσω τους μικρά αεροπλάνα.

Την έσερνα κι εγώ χρόνια ολόκληρα παντού όπου πήγαινα, πότε πίσω μου, πότε μπρος μου. Μπορεί να πονάει το ΟΧΙ, μπορεί να σε απομονώνει και να σε αποξενώνει, αλλά είναι το πετραδάκι που θα χτίσει σιγά σιγά την αξιοπρέπειά σου. Και θα ετοιμάσει το δρόμο για το ΝΑΙ, που όταν το λες πια, ίσως βλέπεις και τον καβαλάρη να περιδιαβάζει τα κάστρα της πόλης σου, που μπορεί να είσαι κι εσύ ο ίδιος αυτός.


O Aντώνης Σουρούνης (1942-2016) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Όταν τελείωσε το γυμνάσιο, έφυγε για τη Γερμανία, όπου είχαν ήδη μεταναστεύσει όλοι του οι συγγενείς. Mετά από μερικά εξάμηνα σε γερμανικά και αυστριακά πανεπιστήμια, διέκοψε τη φοίτησή του και ταξίδεψε δουλεύοντας. Εργάστηκε από τραπεζικός υπάλληλος μέχρι ναυτικός και από ho­tel boy μέχρι επαγγελματίας παίκτης ρουλέτας.

Έγραψε σε όλα τα είδη του πεζού λόγου. Έργα του μεταφράστηκαν σε διάφορες γλώσσες.

Για το μυθιστόρημά του Ο Χορός των Ρόδων (1994) τιμήθηκε με το Κρατι­κό Βραβείο Μυθιστορήματος και για το βιβλίο του Το μονοπάτι στη θάλασσα (2006) με τα Βραβεία Μυθιστορήματος των περιοδικών Διαβάζω και Να ένα μήλο.

Σελίδα συγγραφέα/ εδω

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2024

Xινοπωρινό Σχεδίασμα-- Τέλλος 'Αγρας- Ποιήματα

Ah! nuees accourues des cotes de la Manche,
                    Vous nous avez gate notre dernier dimanche.
                                LAFORGUE


Mε χωρίς φωτοχυσίες, μ' ολίγους ήχους
βρέχει, «επί δικαίους και αδίκους»...
βρέχει στην πλατεία, στη φυλακή,
– οικουμενική βροχή, ευαγγελική.

Bρέχει στα βαγόνια (ώ ευθυμία)
που γυρνάνε απ' τα Nοσοκομεία·
και στις προφητείες του Kαζαμία
(«τροπή του καιρού προς νότον... τρικυμία...»).

Bρέχει στα νερά, βρέχει στα φύτρα,
βρέχει στις γαζίες σου, μαθήτρα!
Bρέχει– τυπικά, και δίχως σημασία...
Bρέχει στις μαθήτρες σου, γαζία!

Στου κενού τον κύκλο κατεβαίνει
της βροχής σου η συνεφαπτομένη...
Στ' ουρανού τη μάταιην αγκαλιά
τρίγωνα, τα εξόριστα πουλιά.

Xινοπωρινές Iσημερίες
(ώ οι βροχές, ώ οι τριγωνομετρίες!).
Kαι να μη μπορώ (με συγχωρείς)
να σου μάθω εκείνα που απορείς.

Bρέχει, Kυριακή... Kανείς, κανείς,
άλλο από «γνωστούς» και «συγγενείς»...
Kρίμας τη χαρά, κρίμας τη σχόλη!
Δεν έχει σεργιάνι στο περβόλι,

που θα παγαινόρχεται, σκυφτός,
στο σταχτί το μουσαμά του A υ τ ό ς !

(από το Eπιλογή απ' τα Ποιήματα, Eρμής 1996)

Πᾶν-Τέλλος Αγρας

Σώπα! Ὧρες-ὧρες, δὲν ἀκοῦς, βαθιὰ ἀπ᾿ τὸ περβόλι;
Θρηνοῦν οἱ ἀγροτικοὶ θεοὶ τὴν πράσινή τους σκόλη,
γιὰ εἶν᾿ οἱ φλογέρες ποῦ γλυκὰ λαλοῦν ἡ μιὰ στὴν ἄλλη;

(Στὶς στέρνες εἶναι ἡ ὄψη σου, Χινόπωρο, καὶ πάλι!)

Ὡστόσο χτὲς -ἡ ξαστεριὰ δὲ μ᾿ εἶχε ξεπλανέσει-
τὸν εἶδα: δρόμο γύρευε στῶν ἀμπελιῶν τὴ μέση:
τὸ μαδημένο του ἔτρεμε στὴ ράχη τὸ τομάρι,
κι ἐστάθη· ἀπάνω χάραζε καλόβουλο φεγγάρι.

Ξάφνω, τ᾿ αὐτὶ ἔστησε μακριά, στὴν αὔρα ποὺ διαβαίνει,
μ᾿ ἀκοὴ καὶ μάτια μίαν ἠχὼ ζητώντας νεκρωμένη.
Ἦταν ἡ ὥρα ποὺ ἡ νυχτιὰ στὴν παγωνιὰ μουδιάζει.

Κι εὐτὺς τὴ σύριγγά του ἁρπάει, στὰ χείλη του τὴ βάζει...

Παράτονος, μὰ γλυκερός, μῖσος πνιχτὸ στὰ γέλια,
ὁ ξωτικὸς σκοπὸς κακὸ φυσοῦσε ἀπὸ τ᾿ ἀμπέλια,
γοερὸς σκοπός, καὶ σκόρπισεν ἄγνωρη ἀνατριχίλα...

Μὰ νὰ χορέψουν σήκωσε τὰ πεθαμένα φύλλα!

Σπιτικό περιβόλι-

Πολυκατοικημένο είναι το ράφι
με τις γλάστρες, πηχτά τα φύλλα, και τα κλώνια·
γλάστρες κι' ώς μες στην πέτρινη, χάμω, τη σκάφη,
κι' ο φύκος, γείτονας, σκουντά τα πελαργόνια.

Το μούσκλο, βελονιά τη βελονιά, και βρίσκει
παντού την κούφια ρίζα να κατασκεπάζη.
Δες, κ' η φραγκοσυκιά που τρέμουν της οι δίσκοι,
ξωτική σάρκα αγκαθερή, πράσινη, μοιάζει.

Κ' έξαφνα, κάπου εδώ στα χόρτα, ή σαν πιο πέρα,
φύσημα ολίγο κίνησε να τα πειράξη:
εσύγχυσε αλαφρά τον άθυμον αέρα.
Χαλάει τα φύλλα, βιάζεται, χαλάει την τάξη,

κ' η σταχτερή, η περπατημένη η πρασινάδα,
το μελαγχολικό κορίτσι που διαβάζει,
τα ημερινά τα μάρμαρα, η περιπλοκάδα,
το σπιτικό περιβολάκι, συννεφιάζει.

Μυριστικά, ποτιστικά γύρω απ' τη βρύση,
παράταιρα, εσυγκλίναν– κ' εξανακαθήσαν·
κάτι ξένο σα νάρθε να συγκατοικήση·
και μια φούχτα σπουργίτια ομόγνωμα εσκορπίσαν...

Μα έλειψε κι' όλας. Μα ήτανε μια απάτη ακόμα,
μούχρωμα–κ' έλυωσε, κ' ίσκιος απλής ημέρας.
Για τη σάρκα πικρός, αχ! πικρός κι' ώς το στόμα,
του πρωτοχινοπώρου πέρασεν ο αγέρας...
Τέλλος 'Αγρας

Τέλλος Ἄγρας (1899-1944): ποιητὴς καὶ κριτικός (φιλολογικὸ ψευδώνυμο τοῦ Εὐαγγέλου Λ. Ἰωάννου)

«Λυρισμὸς εἶναι ὁ δρόμος ποὺ φέρνει ἀπὸ τὸ χειροπιαστὸ στὸ ἄπιαστο, ἀπὸ τὴν ὕλη στὸ μυστήριό της, ἀπὸ τὸ πρᾶγμα στὴν Ἰδέα. Μά... καὶ τὸ ἀντίθετο!»

Ο Τέλλος Άγρας (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ευάγγελου Ιωάννου) γεννήθηκε στην Καλαμπάκα το 1899. Από το 1911 άρχισε να γράφει τακτικά στη στήλη συνεργασίας συνδρομητών της Διάπλασης με το ψευδώνυμο Τέλλος Άγρας. Η πρώτη του ποιητική δημοσίευση ήταν ο Βράχος. Η συνεργασία του με τη Διάπλαση των Παίδων συνεχίστηκε συστηματικά και ο συνολικός όγκος των νεανικών δημοσιευμάτων του υπήρξε πολύ μεγάλος. Η πρώτη επίσημη παρουσία του στις στήλες της Διάπλασης σημειώθηκε τον Μάη του 1916 με το πεζογράφημα Αποχαιρετισμός. Τη μέρα της Απελευθέρωσης της Αθήνας από τους Γερμανούς ναζί χτυπήθηκε από μια αδέσποτη σφαίρα στον αστράγαλο. Μεταφέρθηκε στον Ευαγγελισμό όπου πέθανε τον Νοέμβρη του 1944.

Ο Τέλλος Άγρας τοποθετείται στους Έλληνες ποιητές του μεσοπολέμου, τους λεγόμενους νεορομαντικούς ή παρακμιακούς (Καρυωτάκης, Κλέων Παράσχος, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Κώστας Ουράνης κ.α.). Το ποιητικό του έργο είναι αποτέλεσμα δημιουργικής αφομοίωσης του πνεύματος του γαλλικού συμβολισμού και αισθητισμού αλλά και της ελληνικής ποιητικής παράδοσης από το δημοτικό τραγούδι ως τον Ιωάννη Πολέμη, τον Κωστή Παλαμά, τον Μιλτιάδη Μαλακάση και τον Κωνσταντίνο Καβάφη.
Κινήθηκε στα πλαίσια της εσωτερικότητας, της μελαγχολίας, της νοσηρότητας και της απαισιοδοξίας των συγχρόνων του, υιοθέτησε την ειδυλλιακή ενατένιση του παρελθόντος, ωστόσο παράλληλα χάρη στη βαθιά πνευματική του καλλιέργεια αρνήθηκε να παραδοθεί στην απελπισία και αγωνίστηκε να κρατηθεί από την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Πρέπει τέλος να σημειωθεί η αξία του κριτικού του έργου που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη οξυδέρκεια, ευαισθησία, βαθιά γνώση της φιλοσοφίας και επαρκή ενημέρωση για τις σύγχρονές του ευρωπαϊκές θεωρίες της λογοτεχνίας και τον τοποθετεί στην πρωτοπορία της νεοελληνικής κριτικής σκέψης.

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2024

JULIO CORTÁZAR - BOLERO


JULIO CORTÁZAR-BOLERO

Qué vanidad imaginar
que puedo darte todo, el amor y la dicha,
itinerarios, música, juguetes.
Es cierto que es así:
todo lo mío te lo doy, es cierto,
pero todo lo mío no te basta
como a mí no me basta que me des
todo lo tuyo.

Por eso no seremos nunca
la pareja perfecta, la tarjeta postal,
si no somos capaces de aceptar
que sólo en la aritmética
el dos nace del uno más el uno.

Por ahí un papelito
que solamente dice:

Siempre fuiste mi espejo,
quiero decir que para verme tenía que mirarte.

Y este fragmento:

La lenta máquina del desamor
los engranajes del reflujo
los cuerpos que abandonan las almohadas
las sábanas los besos

y de pie ante el espejo interrogándose
cada uno a sí mismo
ya no mirándose entre ellos
ya no desnudos para el otro
ya no te amo,
mi amor.

«Μπολερό». Από το βιβλίο του Χούλιο Κορτάσαρ, Η σύνθλιψη των σταγώνων

Τι ματαιοδοξία να φανταστείς
ότι μπορώ να σου δώσω τα πάντα, αγάπη και ευτυχία,
δρομολόγια, μουσική, παιχνίδια.
Είναι αλήθεια ότι είναι έτσι:
Σου δίνω όλα τα δικά μου, είναι αλήθεια,
αλλά όλα τα δικά μου δεν σου φτάνουν
αφού δεν μου φτάνει που μου δίνεις
όλα δικά σου.

Γι' αυτό δεν θα είμαστε ποτέ
το τέλειο ζευγάρι, η καρτ ποστάλ,
αν δεν είμαστε σε θέση να δεχτούμε
ότι μόνο στην αριθμητική
δύο γεννιέται από ένα συν ένα.

Εκεί πέρα ​​ένα κομμάτι χαρτί
που λέει μόνο:

ήσουν πάντα ο καθρέφτης μου,
Εννοώ ότι για να δω τον εαυτό μου έπρεπε να σε κοιτάξω.


Και αυτό το απόσπασμα:

Η αργή μηχανή της θλίψης
τα γρανάζια της παλινδρόμησης
τα σώματα που εγκαταλείπουν τα μαξιλάρια
τα σεντόνια τα φιλιά

και στέκεται μπροστά στον καθρέφτη αμφισβητώντας τον εαυτό του
ο καθένας για τον εαυτό του
δεν κοιτάζουν πια ο ένας τον άλλον
δεν είναι πια γυμνοί ο ένας για τον άλλον
Δεν σε αγαπώ πια,
αγάπη μου.

                                               



Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024

Georges Rodenbach, Épilogue (Ζωρζ Ρόντενμπαχ, μετάφραση: Καρυωτάκης)

The Indolent Mist Of Autumn

The indolent mist of autumn at last dispersed…
It hovers between the towers, like the incense full of dreams
That will linger in the naves after the most solemn Mass;
And it sleeps like cloth spread on the dejected, grey ramparts.

It comes unfolded then folds back on itself, like a wing
In imperceptible motion, yet incessant, in the fog;
All is shaded to a blur and turns slightly divine,
As beneath the pallid brushing, all is vague and lost in dreams.

All is a shade of grey, cloaked in the colour of fog:
The sky with its ancient pinions, the water and the poplars,
Old friends, reconciled, so easily, with the haze of the past autumn,
Like all things that will soon be nothing but the faintest memory.

The victorious mist, against the pale depth of air,
Has diluted even the accustomed towers,
Whose grey thoughts are now gone forever,
Like some vague dream, or a geometry of vapour.

Georges Rodenbach

Η νωχελική ομίχλη του φθινοπώρου επιτέλους σκορπίστηκε…
Αιωρείται ανάμεσα στους πύργους, σαν το θυμίαμα γεμάτο όνειρα
που θα μείνει στους ναούς μετά την πιο επίσημη Λειτουργία.
Και κοιμάται σαν ύφασμα απλωμένο στις καταβεβλημένες, γκρίζες επάλξεις.

Ξεδιπλώνεται και διπλώνει πίσω στον εαυτό του, σαν φτερό
Σε ανεπαίσθητη κίνηση, αλλά αδιάκοπη, στην ομίχλη.
Όλα σκιάζονται σε μια θαμπάδα και γίνονται ελαφρώς θεϊκά,
Καθώς κάτω από το χλωμό βούρτσισμα, όλα είναι ασαφή και χαμένα στα όνειρα.

Όλα είναι μια απόχρωση του γκρι, ντυμένη στο χρώμα της ομίχλης:
Ο ουρανός με τα αρχαία πιόνια του, το νερό και τις λεύκες,
παλιοί φίλοι, συμφιλιώθηκαν, τόσο εύκολα, με την ομίχλη του περασμένου φθινοπώρου,
Όπως όλα τα πράγματα που σύντομα θα γίνουν τίποτα άλλο από την πιο αχνή ανάμνηση.

Η νικηφόρα ομίχλη, ενάντια στο χλωμό βάθος του αέρα,
έχει αραιώσει ακόμη και τους συνηθισμένους πύργους,
των οποίων οι γκρίζες σκέψεις έχουν φύγει τώρα για πάντα,
Σαν κάποιο ασαφές όνειρο, ή μια γεωμετρία ατμού.

Ζορζ Ρόντενμπαχ
 

Georges Rodenbach, Épilogue (Ζωρζ Ρόντενμπαχ, μετάφραση: Καρυωτάκης)

C’est l’automne, la pluie et la mort de l’année !
La mort de la jeunesse et du seul noble effort
Auquel nous songerons à l’heure de la mort :
L’effort de se survivre en l’œuvre terminée.

Mais c’est la fin de cet espoir, du grand espoir,
Et c’est la fin d’un rêve aussi vain que les autres :
Le nom du dieu s’efface aux lèvres des apôtres
Et le plus vigilant trahit avant le soir.

Guirlandes de la gloire, ah ! Vaines, toujours vaines !
Mais c’est triste pourtant quand on avait rêvé
De ne pas trop périr et d’être un peu sauvé
Et de laisser de soi dans les barques humaines.

Las ! Le rose de moi je le sens défleurir,
Je le sens qui se fane et je sens qu’on le cueille !
Mon sang ne coule pas ; on dirait qu’il s’effeuille…
Et puisque la nuit vient, — j’ai sommeil de mourir !

   






Φθινόπωρο είναι, βρέχει, να, και ο χρόνος όλο σβήνει!
Η νιότη σβήνει, σβήνεις, ω προσπάθεια ευγενική,
που μόνο εσέ θα σκεφτούμε πεθαίνοντας, σεμνή
προσπάθεια να περάσουμε και το Έργο μας να μείνει.

Αχ! πάει κι αυτή που μ' έθρεφεν ελπίδα η πιο μεγάλη·
μάταιο σαν άλλα ονείρατα, τ' όνειρο πάει κι αυτό.
Όλα περνούν, οι πόθοι μας περνούν, ένα βουητό,
περνούμε, τέλος οι ίδιοι εμείς για να 'ρθουν αύριο
περνούμε τέλος οι ίδιος εμείς για να 'ρθουν αύριον άλλοι.

Γιρλάντα η δόξα εμάδησε κι είναι οι γιορτές φυγάτες.
Μόνο πικρία μένει σ' εκείνον που 'χε ονειρευτεί
πολύ να μην επέθανε και λίγο να σωθεί
και κάπως ναν τον αγαπούν χρόνοι, καιροί διαβάτες!

Αλίμονο! Με ρόδο τον εαυτό μου παρομοιάζω,
με ρόδο που μαραίνεται και γίνεται χλωμό!
Αίμα δεν τρέχει· θα 'λεγε κανείς πως φυλλορροώ...
Κι αφού πια τώρα ενύχτωσε — για θάνατο νυστάζω!