«Τώρα είναι Μάης κι Άνοιξη, τώρα είναι Καλοκαίρι, / τώρα φουντώνουν τα κλαδιά κι ανθίζουν τα λουλούδια, / τώρα κι ο ξένος βούλεται στον τόπο του να πάγει…»
painter, Emile Vernon
Το τριαντάφυλλο του Μάη (Δημοτική ποίηση)
Το τριαντάφυλλο, ο δυόσμος κι ο βασιλικός κι η δόλια μαντζουράνα, κείνα μαλώνουν μοναχά, κείνα τα τρίατ’ άνθια το ποιο είναι τ’ ομορφότερο το ποιο μυρίζει κάλλιο. Πετάχτη το τριαντάφυλλο, το μοσκομυρισμένο, τους είπε νασωπάσουνε, τους λέει να μημαλώνουν:– Σωπάτε βρωμολούλουδα και βρωμοχορταράκια, τι εγώ είμαι το τριαντάφυλλο, το μοσκομυρισμένο, π’ ούλοντον χρόνον κρύβουμαι στης αγκαθιάς τη ρίζα, το Μάη μήνα φαίνουμαι, την άνοιξη στολίζω, στολίζω και τις όμορφες κιούλες τις μαυρομάτες, κιούλες με πλέχουν στα μαλλιά για να μοσκοβολούνε.
Το τριαντάφυλλο του Μάη (Δημοτική ποίηση)
Το τριαντάφυλλο, ο δυόσμος κι ο βασιλικός κι η δόλια μαντζουράνα, κείνα μαλώνουν μοναχά, κείνα τα τρίατ’ άνθια το ποιο είναι τ’ ομορφότερο το ποιο μυρίζει κάλλιο. Πετάχτη το τριαντάφυλλο, το μοσκομυρισμένο, τους είπε νασωπάσουνε, τους λέει να μημαλώνουν:– Σωπάτε βρωμολούλουδα και βρωμοχορταράκια, τι εγώ είμαι το τριαντάφυλλο, το μοσκομυρισμένο, π’ ούλοντον χρόνον κρύβουμαι στης αγκαθιάς τη ρίζα, το Μάη μήνα φαίνουμαι, την άνοιξη στολίζω, στολίζω και τις όμορφες κιούλες τις μαυρομάτες, κιούλες με πλέχουν στα μαλλιά για να μοσκοβολούνε.
Φύσ᾿, ἀγεράκι δροσερό,
μὲς στῶν δενδρῶν τὰ φύλλα.
Πάρ᾿ ἀπ᾿ τὰ ρόδα τὸν ἀνθὸ
ἀπ᾿ τὴ μηλιὰ τὰ μῆλα
καὶ φέρ᾿ τα στὸ παιδάκι μου.
Εἶναι καλὸ καὶ κάνει,
ἥσυχο, νάνι, νάνι.
Παίζει τ᾿ ἀγέρι τοῦ Μαγιοῦ
μέσα στὸν καλαμιῶνα,
γελοῦνε τ᾿ ἄνθη, τὰ νερά,
λαλεῖ ἡ νεροχελώνα.
Εὐτυχισμένη εἶμαι κι ἐγὼ
στὰ στήθια μου σὰν κάνει,
τὸ μαῦρο, νάνι, νάνι.
Η ΝΕΦΕΛΗ-Νικηφόρος Βρεττάκος
Δεν είναι η Νεφέλη που
σήμερα,
πέντε του Μάη, έξι το απόγευμα,
χρύσωσε τον ορίζοντα.
Η αγάπη μου είναι
που ξεπέρασε τα όρια
της καρδιάς μου και τύλιξε
όλο τον κόσμο
σαν διάφανο στέφανο.
πέντε του Μάη, έξι το απόγευμα,
χρύσωσε τον ορίζοντα.
Η αγάπη μου είναι
που ξεπέρασε τα όρια
της καρδιάς μου και τύλιξε
όλο τον κόσμο
σαν διάφανο στέφανο.
Θλιμμένη μπαλάντα-Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα
[Μικρό ποίημα]
Μια πεταλούδα είναι η καρδιά μου,
καλά παιδιά του λιβαδιού,
που πιάστηκε στου χρόνου την αράχνη
και της μοιραίας άρνησης έχει τη μαύρη γύρη.
Από παιδί τραγούδαγα όπως κι εσείς,
καλά παιδιά του λιβαδιού,
στον ουρανό αμολούσα το σαίνι μου
με τα φριχτά σαν του αγριόγατου τα νύχια.
Στης Καρταχένας τα περβόλια
ξόρκιζα της βερβένας το βοτάνι
και σαν περνούσα της φαντασίας το ποταμάκι
το δαχτυλίδι έχασα που 'χα για φυλαχτό.
Άι, καβαλάρης μια φορά γυρνούσα
μες στου Μαγιού το δροσερό το δείλι.
Ήταν εκείνη τότε το αίνιγμά μου,
άστρο γαλάζιο στο στέρνο μου τ' ανέγγιχτο.
Ανέβαινα αργά μέχρι τα ουράνια.
Ήτανε Κυριακή των ανθισμένων τριφυλλιών.
Την είδα τότε αντί για ρόδα και γαρύφαλλα
να κόβει με τα δυο της χέρια κρίνους.
Ήμουνα πάντα ανήσυχος,
παιδιά καλά του λιβαδιού,
το εκείνη του έρωτα με τύλιγε
σε ονείρατα όλο φως:
Ποια θα μαζέψει τα γαρύφαλλα
και του Μαγιού τα ρόδα;
Γιατί θε να τη δούνε μόνο τα παιδιά
στου Πήγασου τις πλάτες;
Η ίδια θα 'ναι τάχα που στα γιορτάσια
με θλίψη τη φωνάζαμε
άστρο, καλώντας την να βγει
στους κάμπους να χορέψει...;
Απρίλη μήνα εγώ τραγούδαγα παιδί,
καλά παιδιά του λιβαδιού,
εκείνη που η αγάπη μου δεν άγγιζε
εκεί που ξεπροβάλλει ο Πήγασος.
Τις νύχτες μιλούσα για τη θλίψη
και τη σελήνη την τρελή,
ω τι χαμόγελο που φόραγε στα χείλη!
Ποια θε να κόψει τα γαρύφαλλα
και του Μαγιού τα ρόδα;
Αχ, η κοπελίτσα η τόσον όμορφη,
η μικροπαντρεμένη από τη μάνα της,
σε ποιόνα τάφο μυστικό
τον χαλασμό της να κοιμίζει;
Μόνος εγώ κι η αγάπη μου η κρυφή
δίχως καρδιά και δίχως δάκρυ
ως τ' ουρανού τ΄αδύνατο το τέρμα
με παρηγόρια μου έναν ήλιο μέγα.
Θλίψη βαριά με σκιάζει!
Καλά παιδιά του λιβαδιού,
με πόση γλύκα η καρδιά θυμάται
τις μέρες τις ήδη μακρινές...
Ποια θε να κόψει τα γαρύφαλλα
και του Μαγιού τα ρόδα;
[Μετάφραση: Παναγιώτης Αλεξανδρίδης]
ΠΗΓΗ
Ιωάννη Πολέμη
ΚΑΙ ΠΑΛΙ
Και πάλι, να, ο Μάιος για νάλθει ξεκινά
Και διασκελίζει θάλασσες και κάμπους και βουνά.
Κρατεί ανθούς στα χέρια του και γύρω τους σκορπά
Κι όπου περάσει και διαβεί παντού μοσχομυρίζει.
Αχ, Μάη αν σ’ αγάπησα κι αν σ’ αγαπώ ακόμα
Ρίξε δροσάτα λούλουδα και στόλισε το χώμα
Που θα διαβεί η αγάπη μου – Δεν θέλω όπου πατήσει
Άλλο από ρόδα και μυρτιές το πόδι της ν’ αγγίξει.
Χῶμα ἑλληνικό-Γεώργιος Δροσύνης
Χῶμα δροσισμένο μὲ νυχτιᾶς ἀγέρι,
χῶμα βαφτισμένο μὲ βροχὴ τοῦ Μάη,
χῶμα μυρισμένο ἀπ᾿ τὸ καλοκαίρι,
χῶμα εὐλογημένο, χῶμα ποὺ γεννάει
μόνο μὲ τῆς Πούλιας τὴν οὐράνια χάρη,
μόνο μὲ τοῦ ἥλιου τὰ θερμὰ φιλιά,
τὸ μοσχάτο κλῆμα τὸ ξανθὸ σιτάρι,
τὴ χλωρὴ τὴ δάφνη, τὴν πικρὴν ἐλιά.
Μπόρα Του Μάη-Ρώμος Φιλύρας
Μέσα στον Μάη αλάλαζεν ο θρίαμβος του χειμώνακαι της βροχής το σύθαμπον εβρόντα ο κεραυνός
και το χαλάζι μάραινε τη τροφαντή ανεμώνα
και τα μπουμπούκια π' άνοιγαν ματάκια προς το φως.
Και μέσα στο τρισκόταδο δεν έλαμψεν η μέρα
και δεν ακούσαμε γλυκό τραγούδημα πουλιών,
μα να βογγά απόκοσμα τον καταλύτη αγέρα
στα τρίστρατα των λιβαδιών και των περιβολιών.
Και τ' όνειρο μας που 'λεγε να λουλουδίσει τώρα
προσμένοντας τόσο καιρό του Μάη το λαύρο φως,
αλίμονο! η απάντεχη το πρόφτασεν η μπόρα
και σα μπουμπούκι το 'καψεν ο μέγας κεραυνός...