Τι μπορεί να λέει μια κυριακάτικη ιστορία; Με τις καμπάνες να χτυπούν από το ξημέρωμα, τα παρατεταμένα χασμουρητά, τις σκόρπιες εφημερίδες, τις ευωδιές από την κουζίνα και τη Δευτέρα να περιμένει έξω από το σπίτι μέχρι νά 'ρθει η σειρά της – τι μπορεί να λέει; Αν ήθελε να μιλήσει για τον εαυτό της ειλικρινά και ανυστερόβουλα, θα έπρεπε να το κάνει λέγοντας την ιστορία του Σαββάτου. Έτσι είναι αυτά τα πράγματα. Όπως όταν ήμασταν παιδιά και γράφαμε δευτεριάτικα στο σχολείο πώς περάσαμε την Κυριακή. Γράφαμε αναπολώντας την και προσμένοντάς την, επειδή πιστεύαμε πως η Κυριακή ήταν γεμάτη παιχνίδι για μας και γεμάτη γέλιο για τους μεγάλους. Το μικρό μας μπόι μάς εμπόδιζε να δούμε μέχρι τον πάτο της ημέρας. Όταν γίναμε κι εμείς μεγάλοι, διαπιστώσαμε ότι οι Κυριακές δεν είναι γεμάτες από χαρά, όπως νομίζαμε, αλλά μισογεμάτες, γιατί από τα μισά και κάτω είναι φορτωμένες μελαγχολία.
Αυτές οι Κυριακάτικες ιστορίες γράφτηκαν σχεδόν όλες για την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία και τη Μακεδονία της Κυριακής. Και γράφτηκαν όλες Δευτέρα πρωί – τελευταία μέρα παράδοσης του κειμένου. Λες και ήμουν πάλι στο σχολείο. Ίσως γι' αυτό πολλές μιλάνε για παιχνίδι, όπως τότε που ήμουν μικρός, και άλλες είναι γεμάτες με γέλιο και μελαγχολία, αφού σήμερα είμαι πια μεγάλος.
ΠΗΓΗ
Κυριακάτικες ιστορίες (απόσπασμα)
Ξεφύλλιζα το ημερολόγιο στον τοίχο κι όταν έδειχνε 26, Δημητρίου μεγαλομάρτυρος του Μυροβλήτου, η Θεσσαλονίκη σημαιοστολιζόταν, οι καμπάνες χτυπούσαν και το μισό μου σόι γιόρταζε. Τη μέρα αυτή έτρωγα όλο γλυκά και άκουγα τους μεγάλους να δίνουν ευχές ο ένας στον άλλο. Ούτε μάλωναν ούτε βρίζονταν μεταξύ τους. Ο Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλήτης τους ένωνε όλους και τους συσπείρωνε μέσα από το υπόγειο της μεγάλης εκκλησίας, εκεί όπου υπήρχε το λείψανό του και περιμέναμε στην ουρά να το προσκυνήσουμε.
«Τα μάτια σου στα κάστρα», μου ’λεγε η γιαγιά μου πρωί πρωί. «Τέτοια μέρα φέρνει βόλτες καβάλα στ’ άλογό του. Αν είσαι καλό παιδί, θα τον δεις».
Προσπαθούσα να ’μαι όσο καλύτερο παιδί μπορούσα εκείνη την ημέρα και κάθε τόσο κοιτούσα στα κάστρα της πόλης, μήπως και τον δω να τα περιδιαβάζει καβάλα στ’ άλογό του, εξακολουθώντας να προστατεύει εμάς και την πόλη του από τους εχθρούς μας. Σήμερα είμαι βέβαιος ότι τον είχα δει. Αν αυτό έγινε στην πραγματικότητα ή στην παιδική μου φαντασία, ελάχιστη σημασία έχει. Άλλωστε ξέρω και πολλούς άλλους από την εποχή εκείνη που επίσης τον είδανε όπως κι εγώ.
Προτού τελειώσει αυτή η γιορτή, άρχιζε η άλλη. Το έδαφος της πόλης
ταρακουνιόταν από τα τανκς και ο ουρανός βούιζε από τ’ αεροπλάνα. Οι
σημαίες εξακολουθούσαν να κυματίζουν σε αυλές και μπαλκόνια. Ψηλά από το
Γεντί Κουλέ το κανόνι βροντούσε, για να θυμίζει στους καλούς το καλό
και να προειδοποιεί τους κακούς για το κακό. Ο πατέρας μου έκλαιγε
χαϊδεύοντας το πόδι του, που χάλασε στο αλβανικό μέτωπο. Ο στρατός έκανε
παρέλαση, τα σχολεία έκαναν παρέλαση, τα κορίτσια το ίδιο, οι κάτοικοι
της πόλης, εγώ έκανα παρέλαση. Μια φορά μάλιστα με πηλήκιο Γυμνασίου και
μια άλλη με κράνος και τουφέκι.
ΟΧΙ. Η λέξη ΟΧΙ επικρατούσε και
βασίλευε αυτή τη μέρα. Την άκουγες από τα στόματα των μαθητριών, των
δασκάλων, των στρατηγών, των πολιτικών. ΟΧΙ λοιπόν. ΟΧΙ στον εχθρό μας,
ΟΧΙ στον κατακτητή μας, ΟΧΙ στον επιβολέα μας, ΟΧΙ σ’ αυτόν που στήνει
σκαλωσιά γύρω απ’ τα κάστρα μας. Ήταν μια μέρα που οι μεγάλοι γίνονταν
γίγαντες κι εγώ μεγάλος. Πώς μπορεί, αναρωτιόμουν, μια τόσο μικρή
λεξούλα ν’ αλλάζει τόσο πολύ τους ανθρώπους και να τους μονοιάζει; Και
γιατί δεν την έλεγαν κάθε μέρα, ώστε να είναι πάντα έτσι περήφανοι; Τι
έλεγαν όλες τις άλλες μέρες, ΝΑΙ έλεγαν; Και καλά, ας πούμε ότι δεν
υπάρχουν πια εξωτερικοί εχθροί, εσωτερικοί δεν υπάρχουν; Τη λέξη ΟΧΙ την
άκουγες ολημερίς από το ραδιόφωνο, την έβλεπες γραμμένη στους τοίχους,
ακόμα και στον ουρανό την έβλεπες γραμμένη, καθώς την έσερναν πίσω τους
μικρά αεροπλάνα.
Την έσερνα κι εγώ χρόνια ολόκληρα παντού όπου πήγαινα,
πότε πίσω μου, πότε μπρος μου. Μπορεί να πονάει το ΟΧΙ, μπορεί να σε
απομονώνει και να σε αποξενώνει, αλλά είναι το πετραδάκι που θα χτίσει
σιγά σιγά την αξιοπρέπειά σου. Και θα ετοιμάσει το δρόμο για το ΝΑΙ, που
όταν το λες πια, ίσως βλέπεις και τον καβαλάρη να περιδιαβάζει τα
κάστρα της πόλης σου, που μπορεί να είσαι κι εσύ ο ίδιος αυτός.
O Aντώνης Σουρούνης (1942-2016) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Όταν τελείωσε το γυμνάσιο, έφυγε για τη Γερμανία, όπου είχαν ήδη μεταναστεύσει όλοι του οι συγγενείς. Mετά από μερικά εξάμηνα σε γερμανικά και αυστριακά πανεπιστήμια, διέκοψε τη φοίτησή του και ταξίδεψε δουλεύοντας. Εργάστηκε από τραπεζικός υπάλληλος μέχρι ναυτικός και από hotel boy μέχρι επαγγελματίας παίκτης ρουλέτας.