Βράχος στη μέση του γιαλού
τα πέλαγα αγναντεύει
βλέπει καράβια να περνούν
γλάρους να φτερουγίζουν
δελφίνια να σκίζουν τα νερά
ψάρια να παιχνιδίζουν
Κι εκείνος στέκει ακίνητος
Χειμώνες- Καλοκαίρια
να τον νε δέρνουν οι βροχές
ο ήλιος να το καίει
τα αφρισμένα κύματα
πάνω του να χτυπούνε
Να τανε λέει μπορετό
κι αυτός να ταξιδέψει
να δει καινούργιες θάλασσες
να μάθει για άλλος τόπους
Τον πιάνει το παράπονο
κι αρχινά να κλαίει
Το κύμα που τον άκουσε
να κλαίει λυπημένα
πάει κοντά του
κι άρχισε να τον παρηγορεί
Πονώ κι εγώ όταν χτυπώ
πάνω σου μανιασμένα
σαν ανταριάζει ο καιρός
κι η θάλασσα φουσκώνει
όμως ποτέ δεν έκανα
παράπονο κανένα
Πολλές φορές ευχήθηκα
την αντοχή σου να 'χω
Γιατί άμα δεν άντεχες
πως θα σε λέγαν βράχο...
Μαρία Λαμπράκη
άνθρωποι που ναι βράχοι
όρθιοι στέκουν στη ζωή
όσες φουρτούνες να χει''