Αργύρης Χιόνης |
"Πέρασε τη ζωή του
γράφοντας ποιήματα
με τη γομολάστιχα"
Αργύρης Χιόνης
~ Είμ' ένα βιβλίο. Κάποιος με διαβάζει. Δεν ξέρω τι καταλαβαίνει από μένα, δεν ξέρω αν μου βρίσκει κάποιο βάθος. Πάντως δυσκολεύεται στο διάβασμα η βαριέται' συχνά με παρατά, τσακίζοντας τα φύλλα μου, εγκαταλείπει για καιρό και, όταν κάποτε επιστρέφει, έχει πλέον χάσει τη συνέχεια, έχει ξεχάσει ο,τι έχει διαβάσει. Έτσι, με ξαναπιάνει απ΄ την αρχή, για να με παρατήσει πάλι, υστερ΄από λίγο, κουρασμένος.
Δεν ξέρω αν διαβάζει άλλα βιβλία, δεν ξέρω καν πως βρέθηκα στα χέρια του, όμως εδώ είμαι, αυτός είναι η μοίρα μου και, αν αυτός δεν με διαβάσει, άλλον αναγνώστη δεν πρόκειται να βρω.
"Κάθε λέξη είναι μια αχτίδα.
Κάθε ποίημα μια απόπειρα φωτός''
Γράφω τα ποιήματά μου με τον ίδιο τρόπο που στρώνει το κρεβάτι του ο μελλοθάνατος λίγο πριν από την εκτέλεση· μεθοδικά και τακτικά, φροντίζοντας σχολαστικά την κάθε λεπτομέρεια, την ίδια τρέφοντας μ’ αυτόν φρούδη ελπίδα ότι, αν δείξω επιμέλεια, θα μου δοθεί, την τελευταία στιγμή, η χάρη.
[Τότε που η σιωπή τραγούδησε] του Αργύρη Χιόνη
ΣΕ ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ ΕΡΗΜΟ ΚΙ ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟ, ζούσε μια χοντρή, βαριά σιωπή, τόσο χοντρή πού ‘χε ξηλώσει όλα τα κουφώματα, τόσο βαριά που ‘χε βουλιάξει όλα τα πατώματα και τόσο σιωπηλή που όποιος έμπαινε εκεί δεν άκουγε ούτε τη βουή του τρομαγμένου αίματος στις φλέβες του.
Και, ξαφνικά, μια μέρα, η σιωπή τραγούδησε. Ναι, μη σας φαίνεται
παράξενο, ο έρωτας τα πάντα κατορθώνει, και η σιωπή, για την οποία σας
μιλώ, αγάπησε τρελά ένα σαράκι που, λίγο λίγο, από μέσα τρώγοντάς την,
αδιάκοπα αδειάζοντάς την, ανάλαφρο την έκανε του έρωτα δοχείο, του
τραγουδιού του ηχείο.
[Καπνίζοντας αδιάκοπα τσιγάρα] του Αργύρη Χιόνη
Καπνίζοντας αδιάκοπα τσιγάρα, ρουφώντας σπίρτα α-
διάκοπα, σωρεύοντας στα σπλάχνα του νέφη καπνού, φωτιές
από μαράζι, καρφιά από κρατημένες, ανέκφραστες δυνάμεις,
ονειρεύεται μια ποίηση ηφαίστειο, ένα λόγο ρέοντα ως πυρα-
κτωμένη λάβα. Κάποτε, θα την πράξει αυτή την ποίηση, κά-
ποτε… Στο μεταξύ, οι καύτρες των τσιγάρων του καίνε τα
σεντόνια και τα δάχτυλα.
[Εφτά Τάνκα] του Αργύρη Χιόνηα
Ψυχή δεν έχεις
Άλλο καταφύγιο
Στον κόσμο τούτο
Μονάχ’ αυτούς τους τοίχους
Αυτούς τους πέντε στίχους
β
Πέφτει το βράδι
Λουφάζουν στη μονιά τους
Όλα τ’ αγρίμια
Πάψε κι εσύ ψυχή μου
Τη σελήνη ν’ αλυχτάςγ
Όσο κι αν τρέχει
Ο λαγός το βόλι τρέχει
Γρηγορότερα
Κανείς λαγός ωστόσο
Δεν το πίστεψε ακόμα
δ
Βόλι που φεύγει
Απ’ το όπλο δίχως στόχο
Τη βολή του χάνει
Αστόχαστα τελειώνει
Στην καρδιά του μηδενόςε
Ίσια στα μάτια
Το θάνατο κοιτώντας
Τον ημέρεψα
Άτρομα το κεφάλι
Χώνω στα σαγόνια του
στ
Βολίδα ρίχνει
Ο βουτηχτής μετρώντας
Το κουράγιο του
Μαργαριτάρι λάμπει
Στον πυθμένα ο θάνατος
ζ
Θαμπέ καθρέφτη
Στο γυαλί σου φυλακίζεις
Τα είδωλά μας
Μες στα θολά νερά σου
Αμέτρητοι πνιγμένοι
ΠΗΓΗ
ΠΗΓΗ
ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ
ΚΑΛΕΙΔΟΣΚΟΠΙΟ
Όσο περνούν τα χρόνια ανακαλύπτεις
ότι τα σκοινιά που σ’ έδεναν
Δεν ήτανε παρά κλωστές
Κλωστές που δεν μπορείς να σπάσεις πια.
θ’
Βουβό το χώμα του θανάτου
Στρατιές ολόκληρες βαδίζουν πάνω του
Κι ούτ’ ένα σύρσιμο ποδιού
ι’
Η αιωνιότητα είναι φτιαγμένη από στάχτη
Ψυχών αποκαΐδια που την ονειρεύτηκαν
ΜΙΚΡΗ ΦΥΣΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Τα ψηλά βουνά έχουνε πάντοτε γυμνή την κορυφή τους. Κατάφυτα στα πόδια, στην κοιλιά στο στέρνο τους, αλλά το φαλακρό κεφάλι τους ακουμπά κατευθείαν στο γαλάζιο. Σκληρή κι αιχμηρή πέτρα, ερωτευμένη με την τρυφερή σάρκα τ’ ουρανού.
''έχω έναν τέτοιο πονοκέφαλο απόψε
που μόνο η σελήνη , αν ήταν ασπιρίνη
θα μ’ ανακούφιζε.''
ΕΙΚΟΣΙ ΤΕΣΣΕΡΑ ΚΑΡΦΙΑ ΓΙΑ ΜΑΛΑΚΑ ΚΡΕΒΑΤΙΑ
το πρόσωπό σου
και οι ρυτίδες,
που το μέτωπό σου χάραζαν
γρίλλιες μισανοιγμένες.
Έσκυψα τάχα
για να πάρω ένα φιλί
κι είδα το λογισμό σου
έναστρο ουρανό.
ΧVIII
Τα πολλά τα λόγια τα βαριέμαι.Μα και τα λίγα επίσης.
Ακόμα και τα ελάχιστα ναι και όχι με κουράζουν.
ΠροΤιμώ με το κεφάλι μου να νεύω πάνω κάτω.
Ηχεί τουλάχιστον ωραία σαν κουδουνίστρα.
ΧΙΧ
Οι λέξεις είναι βδέλλες που μου πιπιλάνε το μυαλό .
Η ποίηση είν’ η στάχτη που με βοηθάει να τις ξεκολλάω.
ΧΧIV
Οι λέξεις είναι σκαλοπάτια που οδηγούν
από το σκοτεινό υπόγειο στο φως.
Πριν όμως τους εμπιστευθείς το βάρος σου
πρέπει να δοκιμάζεις αν μπορούν να το σηκώσουν.
Αλλιώς αν είναι σάπια ή φαγωμένα
σε ξαναστέλνουν κουτρουβάλα στο σκοτάδι.
ΟΤΑΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΘΑ ΣΤΡΑΓΓΑΛΙΖΟΝΤΑΙ ΜΟΝΑΧΟΙ ΤΟΥΣ
Θα’ ρθει μια μέρα που οι άνθρωποι θα μισήσουν τόσο τον
εαυτό τους, ώστε θα σφίγγουν με τα χέρια το λαιμό τους
και θα στραγγαλίζονται μονάχοι τους.
Λίγο πριν απ’ το τέλος,
θα παραλύουν και θα λύνονται τα χέρια τους. Θα συνέρχονται
και θα ξαναρχίζουν. Αυτό θα γίνεται επ’ άπειρον και θα ‘ναι η
κόλαση που κανείς δεν προφήτεψε ως τώρα.
2006, Αργύρης Χιόνης, “Η φωνή της σιωπής”, Εκδόσεις Νεφέλη.
ΠΕΝΤΕ ΟΝΕΙΡΑ ( ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ ΦΩΤΟΣ 1966)
"Ὤ ναί, ξέρω καλά πώς δέν χρειάζεται καράβι γιά νά ναυαγήσεις,
πώς δέν χρειάζεται ὠκεανός γιά νά πνιγεῖς.
Ὑπάρχουνε πολλοί πού ναυαγῆσαν μέσα στό κοστούμι τους,
μές στή βαθιά τους πολυθρόνα,
πολλοί πού γιά πάντα τούς σκέπασε
τό πουπουλένιο πάπλωμά τους.
Πλῆθος ἀμέτρητο πνίγηκαν μέσα στή σούπα τους,
σ’ ἕνα κουπάκι του καφέ,
σ’ ἕνα κουτάλι του γλυκοῦ...
Ἄς εἶναι γλυκός ὁ ὕπνος τους ἐκεῖ βαθιά πού κοιμοῦνται,
ἅς εἶναι γλυκός κι ἀνόνειρος.
Κι ἅς εἶναι ἐλαφρύ τό νοικοκυριό πού τούς σκεπάζει."
Αργύρης Χιόνης / Εσύ / Τύποι ΉλωνΧρόνια
Χρόνια ολόκληρα γράφω για σένα και δεν έγραψα ποτέ το όνομά σου.
Πολλοί θα πουν πως δεν τόλμησα να το προφέρω, άλλοι πως δεν χρειάστηκε μια κι ήταν φως φανάρι πως έγραφα για σένα, άλλοι πως το ’κανα για λόγους τακτικής ή τεχνικής, για να μην έχουν μόνο μια ερμηνεία τα γραπτά μου. Κανένας δεν θα φανταστεί ότι δεν ξέρω τ’ όνομά σου ούτε καν ποια είσαι... Το ότι για σένα γράφω τίποτα δεν αποδείχνει. Κάνω το ίδιο για τον εαυτό μου κι ούτε αυτό αποδείχνει κάτι…
(Απλώς) είπα να σε γδυθώ να σε πετάξω από πάνω μου, να λυτρωθώ από το βάρος σου που με συνθλίβει. Όμως δεν είσαι ρούχο ούτε δέρμα ούτε σάρκα…
Πηγή : Andro.gr [ http://www.andro.gr/empneusi/top-5-bike/2/
Επιμύθιο: Η Απουσία είναι το μοναδικό θηρίο που ο άνθρωπος όχι μονάχα δεν κατάφερε ποτέ να εξημερώσει, αλλ' ούτε να συλλάβει καν. Βέβαια, πάντα ελπίζει ότι θα τα καταφέρει, γι' αυτό και σ' όλους τους ζωολογικούς κήπους υπάρχει έν' αδειανό κλουβί γι' αυτήν.
Άτιτλο-Αργύρης Χιόνης, Λεκτικά τοπία, «Καστανιώτης», Αθήνα 1982
Όλα είναι μέσα σ’ αυτή τη γυάλαΟ ήλιος κι η θάλασσα
Τα ψάρια κι οι άνθρωποι
Τα σπίτια τα βουνά και τα ποτάμια
Οι αγάπες και τα μίση
Μερικά βογκητά έρωτα
Πολλά πόνου
Όλα εδώ μέσα σ’ αυτή τη γυάλα
Που όταν μένει ακίνητη
Δεν είναι
Παρά μια γυάλα μ’ έναν κόσμο μέσα της
Αλλ’ όταν κάποιο χέρι την κουνήσει
—Και την κουνάει συχνά—
Ένα πικρό πυκνό χιόνι
Σηκώνεται και σκεπάζει τα πάντα
Αργύρης Χιόνης, «Το ποδήλατο» (Από τη συλλογή «Στο υπόγειο», εκδ. Νεφέλη 2004)
Το παιδικό ποδήλατό μου, ο άλλοτε απαστράπτων Πήγασος
που απογειωνόταν μόλις τον καβάλαγα, έχει για πάντα
τώρα υπογειωθεί.
Κι ας λέω ψέματα, αδιάκοπα,
στον εαυτό μου και σ’ εκείνο, πως, κάποια μέρα
θα του αλλάξω λάστιχα, απ’ τη σκουριά του θα το γδύσω,
θα το λαδώσω και θα το γυαλίσω κι όλο τον κόσμο
μαζί του θα γυρίσω· το παιδικό ποδήλατό μου έχει για πάντα
υπογειωθεί· το ξέρω και το ξέρει.
Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/min-mou-xipnas-afta-pou-afino-na-kimounte-william-shakespeare/
Ποίηση: Αργύρης Χιόνης
Μουσική - Μελοποίηση: Χάρης Κατσιμίχας
Ερμηνεία: Χρήστος Θηβαίος
Παραγωγή: Θάνος Μικρούτσικος