Σελίδες

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

Δώσ' μου τα χέρια σου/ να κρατήσω τη ζωή μου..

LA MEMORIA EN LAS MANOS
Hoy son las manos la memoria.
El alma no se acuerda, está dolida
de tanto recordar. Pero en las manos
queda el recuerdo de lo que han tenido.
(Pedro Salinas)


(Pedro Salinas)

Μνήμη στα χέρια
Σήμερα είναι τα χέρια μνήμη.
Η ψυχή δεν θυμάται, πονάει
απ' την τόση ανάμνηση. Αλλά στα χέρια
μένει η ενθύμηση εκείνου που κράτησαν.

Τάσος Λειβαδίτης, [Δως μου το χέρι σου]
«Αλλά τα βράδυα τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Καθώς μένω στο δωμάτιο μου,
μου ‘ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες
Φοράω το σακάκι του πατέρα
κι έτσι είμαστε δυο,
κι αν κάποτε μ’ άκουσαν να γαβγίζω
ήταν για να δώσω
έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο
Αλλά τα βράδυα τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών
Αλλά τα βράδυα τι όμορφα
που μυρίζει η γη!
Δως μου το χέρι σου…
Δως μου το χέρι σου»

Οδυσσέας Ελύτης-ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ(1971)-Απόσπασμα.
Τα δυο μικρά ζώα
 τα χέρια μας
Που γύρευαν ν' ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο

Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες
Και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ' τις ξερολιθιές, πίσω απ' τους φράχτες
Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου
Κι έτρεμε τρεις φορές το μωβ τρεις μέρες πάνω από
        τους καταρράχτες.

Οδυσσέας Ελύτης, Ελένη-(απόσπασμα)

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίριΜουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιέςΌλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρόςΚι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι μαςΚι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σουΤο φως στον άσπιλο ουρανόΚι η μουσική αθέατη μέσα μας ω! μελαγχολική
Στον έρωτα συμμετέχουν όλες οι αισθήσειςΛυτρωτική όμως είναι μόνον η αίσθηση της αφής. Με τις άλλες πίνεις αλλά δεν ξεδιψάς.
 (Μιχάλης Γκανάς)



Μιχάλης Γκανάς

Όταν η νύχτα κυοφορεί τις μνήμες...


Μα πώς να πλάσω μέλη που ποθώ
που βλέπω μα δεν άγγιξα ποτέ μου.
Τυφλός κι από τα δυο μου χέρια.
Σε πλάθω λίγο λίγο κάθε νύχτα.

Έρχεται η μέρα και γκρεμίζομαι μαζί σου.
Ολόκληρη δεν θα σε δω ποτέ.

Ούτε θα σ' έχω. Κάθε φορά

πρωτόπλαστα τα μέλη σου και σκόρπια.

Έγινα παντοδύναμος για χάρη σου

δεν έγινα θεός.

Τι να την κάνω τόση παντοδυναμία

όταν απαγορεύεται το θαύμα.


Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της ήταν αλλού, όχι στα χέρια της: μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το παρακάνει το βράδυ με τον άντρα της –όποτε τύχαινε, μια στις τόσες– κι ακούσει πάλι τα λόγια του, καρφί στην καρδιά της “πού τα ‘μαθες αυτά μω γυναίκα;” Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα της φαίνονται, καθώς κάθονται άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν προσφυγάκια. Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει.
Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και στα σκατά. Πέντε χρόνια κατάκοιτη η πεθερά της, αλύχτησε ώσπου να της βγει η ψυχή.
Κοιτάζει πάλι τα χέρια της. Τι θα τα κάνει; Να τα κρύψει κάτω από την ποδιά της να μην τα βλέπει, να τα χώσει στην περούκα της διπλανής, που κοιμάται με το κεφάλι γουλί, να τα βάλει στις μάλλινες κάλτσες που της έφερε ο γιος της μόλις του ‘πε ότι κρυώνει εδώ στο γηροκομείο που την έριξε η μοίρα της; Τόσα χρόνια δεν γύρισε να τα κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω τους. Κι όταν δεν τα κοιτάει ή κάνει πως δεν τα κοιτάει, την κοιτάνε αυτά.
Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουν δουλειά κάθονται και κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε, άσ’ τα να κοιτάνε, είναι που κοιτάνε σαν να θέλουνε κάτι. Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει.
Δεν θα τους κάνει τη χάρη. Ντρέπεται, γριά γυναίκα, να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα.
Τα κοιτάζει κλεφτά και βλέπει μια σκουριά από καφέ στο δεξί. Σηκώνεται και πάει στο μπάνιο, πιάνει το μοσχοσάπουνο και πλένει τα χέρια της. Τα πλένει, τα ξαναπλένει, δεν λέει ν’ αφήσει το σαπούνι, της αρέσει έτσι που γλιστρούν απαλά, το ένα μέσα στο άλλο, “κοίτα”, λέει, “που μ’ έβαλαν να τα χαϊδέψω θέλοντας και μη, τα σκασμένα” και γελάει από μέσα της που δεν την κοιτάνε τώρα όπως πριν, χαμένα μέσα στους αφρούς και τα χάδια, σαν να ‘χουν κλείσει τα μάτια, μην τους πάει σαπούνι και τα πάρουν τα δάκρυα.


-Οκτάβιο Παζ, «Ψηλαφώντας»

“Τα χέρια μου
το τέμπλο του είναι σου ανοίγουν
μ’ άλλην γυμνότητα σε ντύνουν
ανακαλύπτουνε τα δώματα του σώματός σου
τα χέρια μου
άλλο κορμί σκαρώνουν στο κορμί σου.”
(Οκτάβιο Παζ, Η πέτρα του ήλιου, Ίκαρος)


Ἑνὸς λεπτοῦ σιγή (Ντίνος Χριστιανόπουλος)
Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,

κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;

Από τη συλλογή Ανυπεράσπιστος καημός (1960)

Χέρια (Αργύρης Χιόνης)

“Οι άνθρωποι το πιο συχνά
δεν ξέρουν τι να κάνουνε τα χέρια τους

Τα δίνουν – τάχα χαιρετώντας – σ’ άλλους
Τ’ αφήνουνε να κρέμονται σαν αποφύσεις άνευρες
Ή – το χειρότερο – τα ρίχνουνε στις τσέπες τους
και τα ξεχνούνε
Στο μεταξύ ένα σωρό κορμιά μένουν αχάιδευτα
Ένα σωρό ποιήματα άγραφα”
(Από τη συλλογή Λεκτικά τοπία, 1983)




Τα τρύπια χέρια-Νικηφόρος Βρεττάκος 
Εγώ δεν έχω να σου δώσω τίποτα , είπες.
Τίποτα,
είναι τρύπια τα χέρια μου.
Ενώ
τον ουρανό που ήταν πάνω μου εσύ μου τον έφερνες.

Κι η πολιτεία ήταν όμορφη εκείνο το βράδυ.
Κι όλα είχαν όψη τρυφερή και ήρεμη....
Κι η πολιτεία ήταν όμορφη εκείνο το βράδυ. 
Κι όλα είχαν όψη τρυφερή και ήρεμη......
.....................
Βαθιά στην καρδιά μου 
σιγοψιχάλιζε ένα φως σαν στριμμένο μετάξι.
Μα περπατούσαμε σιγά στο δρόμο, γιατί εσύ, 
κρατούσες κάτι σαν γρανίτη ή βαρύ φως. 
Γιατ' είχες
εσύ τα χέρια σου γιομάτα.

Τόσο, που
μόλις εσήκωνες το βάρος.
Μόλις που μπορούσες 
να ορίζεις το βήμα σου.
Γιατ' είχες τα χέρια σου
φορτωμένα με πέτρες
κομμένες

απ' το
λατομείο του ήλιου.
Απ' αύριο
θ' αρχίζω να χτίζω.


ΑΘΩΣ ΔΗΜΟΥΛΑΣ
Και φοβᾶμαι ἀκόμη τῶν χεριῶν μου
τὸ ἄγγιγμα στὶς πέτρες τοῦτες
μὴν ἐπιτείνει τὴ φθορά, μὴν ἐπισπεύδει
τῶν ἐρειπίων τὴν ἐρείπωση.


Μαρία Πολυδούρη (1902-1930)
Μόνο γιατί μ' ἀγάπησες*(απόσπασμα)
Μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου 
μιά νύχτα καί μέ φίλησες στό στόμα,
μόνο γι' αὐτό εἶμαι ὡραία σάν κρίνο ὁλάνοιχτο
κι ἔχω ἕνα ρῖγος στήν ψυχή μου ἀκόμα,
μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου.
-Μαρία Πολυδούρη, «ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ»
Ἀκούω τὴ γλώσσα ποὺ λαλοῦν τὰ δυό σου χέρια-ὦ χέρια!
καθὼς σιγοσαλεύουνε λευκά,
στὸν Πύργο τῆς ἀπελπισιᾶς κρυμμένα περιστέρια
ἀπὸ μακριὰ τὰ ξαγναντῶ, σύμβολα εἰρηνικά.
Μιλοῦνε, δὲ μιλοῦν; Ἀχεῖ βαθιὰ μέσ᾿ στὴν καρδιά μου
χαιρέτισμα ἑνὸς ρόδου στοὺς γκρεμούς.
Λάμπουν, δὲ λάμπουνε; Τραβάει μαγνήτης τὴ ματιά μου,
ἀνατολὴ τοῦ αὐγερινοῦ στοὺς σκοτεινοὺς χαμούς.
Ξανοίγω τὴν ἀγνώριστην ἀγάπη μου κλεισμένη
στὸ κρίνο τῶν μπλεγμένων σου χεριῶν
καὶ πλέκω τὄνειρο γλυκό. Μὴ μὲ κοιτᾶς, πληθαίνει
στὴ σκοτεινιὰ τὸ χρυσὸ φῶς τῶν πλάνων ἀστεριῶν.
(Μαρία Πολυδούρη, Άπαντα, Γράμματα)


Ρωτούσε για την ποιότητα-Κ-Π-Καβάφης (απόσπασμα)
Όλο και κάτι έλεγαν για την πραγμάτεια — αλλά

μόνος σκοπός: τα χέρια των ν’ αγγίζουν
επάνω απ’ τα μαντήλια· να πλησιάζουν
τα πρόσωπα, τα χείλη σαν τυχαίως·
μια στιγμιαία στα μέλη επαφή.
Γρήγορα και κρυφά, για να μη νοιώσει
ο καταστηματάρχης που στο βάθος κάθονταν.
Επέστρεφε-Κ-Π-Καβάφης
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με—
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται...
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
ΜΑΡΙΟ ΜΠΕΝΕΝΤΕΤΤΙ (Mario Benedetti) 

Ακόμη
Εξακολουθώ να μην πιστεύω
έρχεσαι δίπλα μου
και η νύχτα είναι μια χούφτα
αστεριών και ευθυμίας
δακτύλων γεύσεις ακούω και βλέπω
το πρόσωπό σου το μεγάλο σου διασκελισμό
τα χέρια σου, και ακόμα
ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω
ότι η επιστροφή σου έχει πολλά
να κάνει με σένα και με μένα
και για ξόρκι το λέω
και για τις αμφιβολίες το τραγουδώ
κανείς ποτέ δεν θα σε αντικαταστήσει
και τα πιο ασήμαντα πράγματα
αλλάζουν σε θεμελιώδεις
επειδή γυρνάς στο σπίτι
ωστόσο εξακολουθώ να
αμφιβάλλω σε αυτήν την τύχη
γιατί ο ουρανός σε έχει
μου φαίνεται φαντασία
Αλλά έρχεσαι και είναι σίγουρο
και έρχεσαι με το βλέμμα σου
και γι’ αυτό η άφιξή σου
κάνει μαγικό το μέλλον
ακόμη και αν δεν είναι πάντα κατανοητές
οι ενοχές μου και οι καταστροφές μου
αλλά ξέρω ότι στα χέρια σου
ο κόσμος έχει νόημα
και αν φιλήσω με τόλμη
και το μυστήριο των χειλιών σου
δεν θα υπάρχουν αμφιβολίες ή άσχημες γεύσεις
θα σ 'αγαπώ περισσότερο
ακόμη.
μετάφραση: Κοκολογιάννης Κωνσταντίνος

-«Πάρε τη λέξη μου, δώσε μου το χέρι σου» 

(Ανδρέας Εμπειρίκος)