Χθες το βράδυ στ' όνειρό μου ήρθες και περπάτησες
Ονειρεύτηκα ό,τι ήμουν στη μέση μιας θάλασσας σμαραγδένιας/ ασημένια νύχτα με φεγγάρι.
Πως να στο εξηγήσω/ ήταν ένα ακαθόριστο θολό τοπίο/ σαν την αναμονή.
Περπατούσαμε μαζί στην άκρη τ' ονείρου/ ως κύματα μιας θάλασσας ταγμένης / στην παλίρροια του 'Ερωτα.
Ωσπου/ το ανέφελο τοπίο συννέφιασε απο την ένταση της παρουσίας σου/ κι άρχισε να βρέχει / αναπάντεχα / κι απο παντού.
Με ανέβασες τότε στη χαίτη τ' ανέμου καλπάζοντας στ' άπειρο. Μέχρι που τα σώματά μας «εξαϋλώθηκαν» σκορπίζοντας στο στερέωμα/ ίχνη φωτός.
Ξύπνησα αλαφροπατώντας σαν ίσκιος/ για να σ' αφήσω ήσυχος να φύγεις.
'Ονειρο ήτανε...