Art by catrin welz stein
Τότε ποὺ σ᾿ εἶδα νά ῾ρχεσαι...Λάμπρος Πορφύρας
τότε καὶ μόλις ἔνιωσα γιὰ ποιὰ χαρὰ μιλοῦσαν
μέσα στὰ φύλλα τὰ πουλιὰ τὰ πνεύματα στὰ κλώνια
κι οἱ πεταλοῦδες ποὺ στὸ φῶς νιογέννητες ξυπνοῦσαν.
Τὸ μονοπάτι διάβαινες κι εἶχες μία λάμψη τόση,
μιὰ τέτοιαν ἄνθινη ὀμορφιὰ στὸ νοτισμένο χῶμα,
ποῦ δίχως ἄλλο ἡ Ἄνοιξη θὰ σ᾿ εἶχεν ἀνταμώσει
καὶ κάτω ἀπ᾿ τὶς ἀμυγδαλιές σὲ φίλησε στὸ στόμα.
Κύριε, όλα από σένα ξεκινούν. Κι όλα σε σένα θα
‘ρθουν να τελειώσουν.
Κι η άνοιξη δεν είναι παρά η νοσταλγία σου για κει-
νες τις λίγες ώρες που έζησες στη γη.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,
τη μάνα σου και τον κόσμο.
Artist, Yuri YaroshΤάσος Λειβαδίτης «Τα μαλλιά σου είναι μαύρα όπως μια νύχτα, στο στόμα σου
ανασαίνει ολάκερη η άνοιξη…».
«Θα ’θελα να φωνάξω τ’ όνομά σου, αγάπη, μ’ όλη μου τη δύναμη.
Να τ’ ακούσουν οι χτίστες απ’ τις σκαλωσιές και να φιλιούνται
με τον ήλιο…
να τ’ ακούσει η άνοιξη και να ’ρχεται πιο γρήγορα…
Να τ’ ακούσει ο χρόνος και να μη σ’ αγγίξει, αγάπη μου,
ποτέ».
Από την συλλογή "Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου", Γ
Ένα παλιό αισθηματικό κερί έκαιγε πάνω στο τραπέζι
τα φθαρμένα έπιπλα μου είχαν διδάξει την υπομονή
μόνο ένα, Θεέ μου - δεν έζησα: έχοντας να μεριμνήσω
για τόσα φύλλα την άνοιξη.
Άνοιξη-Kώστας Καρυωτάκης
Έφτασ’ η ώρια Άνοιξη —το λεν τα χελιδόνια— κι ο σκυθρωπός Χειμώνας εκίνησε να φύγει·
του στέλνει κείνη λούλουδα, αυτός τής ρίχνει χιόνια,
και με τ’ αθώο γέλιο της τα δάκρυά του σμίγει.
Στο γαλανό παλάτι του ο Φοίβος τριγυρίζει
και, χύνοντας, αφόβιστα ολόχρυσες αχτίδες,
σ’ ό,τι στο δρόμο του βρεθεί το χρώμα του χαρίζει
κι αφήνει πίσω του χαρά και άσβεστες ελπίδες.
Τα δέντρα πρασινίσανε και γιόμισαν λουλούδια·
του πιστικού ακούγεται η γέρικη φλογέρα
να σιγολέει άφταστα κάθε πρωί τραγούδια,
και τα πουλιά να κελαηδούν τον ύμνο τους στη μέρα.
Παντού ξεχύνετ’ η χαρά. Μόνον εσύ, μικρή μου,
βλέπεις τις τόσες ομορφιές με μάτια δακρυσμένα.
Έλα να βρεις παρηγοριά στ’ ολόθερμο φιλί μου!
Επρόβαλε η Άνοιξη! Ξέχνα τα περασμένα!
Μιλτιάδη Μαλακάση, «Ανοιξιάτικη μπόρα»
Βαρειές, πλατειές οι στάλες
Πέφτουν οι μεγάλες
Της βροχής,
Κι αριές·
Κλάμα βουβό και πώς αχείς!
Πώς αντηχείς
Μες στις θλιμμένες τις καρδιές!
Αντάμα με σπασμένες δοξαριές·
Και της φτωχής
Απαντοχής
Οι απελπισιές!...
Διες
Ήλιος του Μαρτιού, μαζύ
Με το χαλάζι το σκληρό
Σαν τ᾿ άστρα.
Ώ έννοια! ζη
Μες στ᾿ άλλα,
Πώχ' η μπόρα.
Ζη κι η στάλα
Ακόμα το νερό,
Αφού,
Στάζ' έτσι τώρα
Μες στη φαρφου-
-ρένια
Γλάστρα...
Απόψ', αλλοί!
Απόψ' αλυ-
σοδέθηκε όλη μου η ζωή,
Μ' ό,τι θροεί, φυλλορροεί,
Σπάζει, σπαράζει,
Κι είναι του πόνου μου αδερφός,
Απόψ' ο ήλιος που κρυφός
Ασπρογαλιάζει,
και πνίγετ' έτσι δίχως φως,
Σαν τη χαμένη μου ψυχή,
Μέσα στο βρόχι σου, ω βροχή!
Και στο χαλάζι
Το μαράζι...
[πηγή: Μιλτιάδης Μαλακάσης, Ποιήματα, εισαγ.-φιλ. επιμ. Γιάννης Παπακώστας, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2004, σ. 368-369]
Είναι ορισμένοι στίχοι –κάποτε ολόκληρα ποιήματα–
που μήτε εγώ δεν ξέρω τι σημαίνουν. Αυτό που δεν ξέρω
ακόμη με κρατάει. Κι εσύ έχεις δίκιο να ρωτάς. Μη με ρωτάς.
Δεν ξέρω σου λέω.
Δύο παράλληλα φώτα
απ' το ίδιο κέντρο. Ο ήχος του νερού
που πέφτει, το χειμώνα, απ' το ξεχειλισμένο λούκι
ή ο ήχος μιας σταγόνας καθώς πέφτει
από 'να τριαντάφυλλο στον ποτισμένο κήπο
αργά αργά ένα ανοιξιάτικο απόβραδο
σαν το λυγμό του πουλιού.
Γιώργη Παυλόπουλο "Μαρτυρία για μιαν Άνοιξη":
Την άνοιξη κατέβηκα πάλι στους δρόμους
τα χελιδόνια γύρω στο καπέλο μου
κι εγώ τυφλός που ακούει πηγαίνοντας
φωνές απ' τις μικρές του αγάπες.
Κοντά στους κήπους κάτω απ' τα παράθυρα
βράδυασα και δεν ένιωθα ποιος είμουν.
Τη νύχτα ο ψίθυρος απ' τα πουλιά μ' ανέβαζε
σε ουράνιες αγορές, θέατρα του απείρου.
Λιλή Ιακωβίδη αναπολεί, μιλώντας για την άνοιξη, τα νιάτα και τα πάθη:
Ω, πώς σε χάρηκα Άνοιξη
Με τα γαλάζια κλώνια,
Δεντρί πολυανθισμένο!
Κεντούσες φως ολόχρυσο
Κελαηδισμούς στα χρόνια
Κι εγώ να μην χορταίνω
"Artist -Heide E. Presse"
Ο Γιώργος Σαραντάρης έγραψε το ποίημα "Ο άνεμος και η άνοιξη", από το οποίο παραθέτω την τελευταία στροφή:
Η Άνοιξη είναι μια παρθένα που δεν την ξέρουμε
Κι όλους μας φίλησε με θάρρος προτού το ζητήσουμε
Τώρα αγκαλιάζει τον άνεμο και κάνει σαν τρελή
Κι αναγκάζει κι εμάς να την αγαπήσουμε.
Sandro Botticelli, La Primavera
Νικηφόρος Βρεττάκος-Ανοιξη σ' Αγαπώ
Άνοιξη σ’ αγαπώ
Μοιάζεις με την ειρήνη.
Μοιάζεις με τις μητέρες
που θήλασαν τα βρέφη
στις εικόνες του Ραφαήλ.
Μοιάζεις με το χαμόγελο
μέσα στη μουσική.
Μου θυμίζεις το Θεό
που γράφει για την αγάπη
σε μεγάλα κατεβατά
σελίδων με αστέρια
στροφές ποταμών
και ποιήματα.
Τίς μέρες αὐτές- Νικηφόρος Βρεττάκος
Τίς μέρες αὐτές
γιορτάζει τό χῶμα σου.
Στρατιές λουλουδιῶν
ἀνεβαίνουν νά βγοῦν
στό φῶς ἀπ’ τά βάθη σου.
Κλωστούλα – κλωστούλα
ὑφαίνεις τόν ἥλιο,
σκεπάζεις τή γῆ
μέ μπόλιες πολύχρωμες.
Κόψε μου, Πλούμιτσα,
ἕνα φουστάνι
γιατί ἔρχεται ἡ ἄνοιξη
καί πρέπει στίς εἴκοσι
ἕξι να βγάλω
τό Ρόδο τό Ἀμάραντο
σεργιάνι στό σύμπαν.
[Από το Ο ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ, 1957]
Jan Brueghel the Younger and Hendrick van Balen,
springtime
Προσκλητήριο -Νικηφόρος Βρεττάκος...
Πάνω ἁπ’ τὸ δροσερὸ κι’ ἥσυχο κῦμα
Ξαναγυρίζει ἡ ἄνοιξη! τ’ ἀγέρι
Πηδᾶ ἀπ’ τῆς χαραυγῆς τὴ ρόδινη ἄχνα
Σ' ὅλη τὴ Γῆ! Τὰ μέτωπα ἀναπνέουν
Κι’ ἀνθίζουν τὰ χαμόγελα ποὺ πλέκουν
Τὸ μέλλον τῆς ζωῆς! Ἀγαπηθῆτε…
Γιατί, ἀδελφοί, νὰ κάνουμε τὶς νύχτες
Στοχαστικές, τὶς μέρες νὰ βαραίνουν
Ἀπ’ τὴ μελαγχολία τους, τραβηγμένες
Στῶν θαλασσῶν τὶς ἄκρες; Τὶ στοιχίζει,
Στ’ ἀϊδόνι τὸ τραγούδι κι’ ἡ εὐγένεια
Στὴν πρωϊνὴ βροχή; Ἀγαπηθῆτε…
Ἂς κλείσουμε καὶ μεῖς τὸν προορισμό μας
Καθὼς αὐτὸς ὁ ἥλιος ἐκεῖ πάνω.
Ἂς φύγουμε ἀνεβαίνοντας καὶ τέλος,
Ἂς κάμψουμε τὰ σύνορα τοῦ Κόσμου,
Καθὼς ἐκεῖνος, μ’ ἀναμένα ρόδα… Νεοελληνικά Γράμματα στις 22 Ιουλίου 1939
Ανοιξιάτικο βραδάκι- Γιάννης Ρίτσος
Γράφει το φεγγάρι γράφει
μ’ ασημένια κιμωλία
στο σμαράγδινο χωράφι
την καινούρια μας φιλία.
Γράφει και στις πόρτες πάνω
και στις μάντρες και στους δρόμους
δίπλα σου να γύρω κάνω
και μ’ ασήμωσε τους ώμους.
Τ’ ανοιξιάτικο φεγγάρι
θα με πάρει
κράτα με απ’ το χέρι.
Κοίτα τ’ άλλο το ζευγάρι
είναι ένα αστέρι
( αστέρι γιά μαχαίρι; )
κόψαν τ’ αξεδιάλυτο κουβάρι
και φιλί με το φιλί
σκαλί σκαλί
ανεβαίνουν στο φεγγάρι.
Ρίξε τα κλειδιά στον αέρα
κλείσε το πικρό βιβλίο
το φεγγάρι λάμπει ως πέρα
σαν τζαμένιο ανθοπωλείο,
Μήτε ξέρω τι `ναι δάκρυ
τ’ άστρα σε ραντίζουν ρύζι
τα χρυσά γαλάζια μάκρη
ο διπλός μας ίσκιος σκίζει.
Τ’ ανοιξιάτικο φεγγάρι
θα με πάρει
κράτα με απ’ το χέρι.
Κοίτα τ’ άλλο το ζευγάρι
είναι ένα αστέρι
( αστέρι γιά μαχαίρι; )
κόψαν τ’ αξεδιάλυτο κουβάρι
και φιλί με το φιλί
σκαλί σκαλί
ανεβαίνουν στο φεγγάρι.
Μπόρα ανοιξιάτικη-Παναγιώτης Ζυγούρης
Βροχή στενάχωρη και τοξική
Υγρασία, κουφόβραση
Μία ατμόσφαιρα αποπνικτική
Τα σύννεφα πάνε ασορτί
Με το γκρίζο σκηνικό της πόλης.
– Φαίνεται πως άργησε να ξημερώσει. –
Στο τρένο,
Πρόσωπα θλιμμένα
Κουρασμένα και καταπονημένα
Απ’ τη βάρβαρη καθημερινότητα
Που σφυροκοπάει ανελέητα.
Πόσα χτυπήματα μπορεί να αντέξει ο καθένας;
Μπόρα ανοιξιάτικη
Μα δε βλέπω την Άνοιξη
Θαρρώ πως κρύφτηκε
Δεν άντεξε την τρέλα.
Πόσο λευκό υπάρχει στο γκρι;
ΠΗΓΗ