Λυσιμελής πόθος: ο πόθος που παραλύει τα μέλη του σώματος, περίφραση από σπάραγμα του λυρικού Αρχιλόχου, που λέει στον φίλο του: «Ο πόθος, φίλε, που τα μέλη παραλύει με δάμασε».
ΟΠΩΣ Η ΘΑΛΑΣΣΑ
Photo by AdiDekel
XIV
Έγινε ξαφνικά
όπως ξαφνικά έρχεται η άνοιξη.
Μιλούσα γι' αγάπη
κι η αγάπη ήσουν εσύ
μιλούσα για το φιλί
και το φιλί ήσουν εσύ,
με τ' όνομά σου,
τη διεύθυνση του σπιτιού σου,
το δειλινό χαμόγελο
που μόνο εγώ μπορούσα να το βλέπω.
Πώς να υπάρξει τώρα
εκείνο το χαμόγελο
όταν κανείς δεν το καταλαβαίνει ;
(Μα κι αν το καταλάβει
θα πάψει πια να' ναι το ίδιο.)
Πώς να υπάρξει εκείνη η μουσική
που μου ζητούσες να σφυράω ;
Πόσες φορές την εμπιστεύτηκα
στον νυχτερινό άνεμο
στα κουρασμένα ηλεκτρικά.
Την άκουσες ποτέ ;
Ήταν για σένα.
Δεν το παραδεχόμουνα.
Μα ήταν.
Μπορείς να γνωρίσεις ένα πρόσωπο
όταν τα χείλια σου ανακαλύπτουν
τις αλλεπάλληλες επιφάνειες που σώρευσαν
—-οι καιροί.
Μα έπειτα δε σου φτάνει.
Έπειτα θες να βρεις όλες τις μικρές φλέβες
καθώς απλώνονται κάτω απ’ το δέρμα
να βρεις όλα τα τραγούδια που δεν ειπώθηκαν
όλες τις μνήμες που ταξίδεψαν
στα λεπτά μονόξυλα
των στιγμών.
Το γέλιο σου άξαφνα ν’ αρπάζει από το μπράτσο
ένα άλλο γέλιο
και να γυρνάν στους δρόμους ξεκουφαίνοντας
—-τη γειτονιά
σαν μαθητές που σπαν τα καλαμάρια τους
—-στην πόρτα του σχολείου…
Ένα κεφάλι ν’ ακουμπάει στον ώμο σου
κι ο ήλιος να καπνίζει το τελευταίο τσιγάρο
—-και να φεύγει
αφήνοντας τη μέρα μες στα χέρια μας
άδειο πακέτο πυκνογραμμένο πολύτιμες
—-σημειώσεις…
Μα έπειτα
κι αυτό δεν φτάνει.
Θες πιο πολλά.
Κι ετούτο το παρόν που καίει και καίγεται
ετούτος ο πελώριος λιοψημένος ξυλοκόπος
ακολουθεί παντού με το βαρύ του βήμα
κι εύκολα δεν χορταίνει δεν γελιέται
όλο ακονίζοντας το τσεκούρι του στα κόκκαλα
όλο γυρεύοντας.
Και ξέρεις πως η δίψα του
είναι η δική σου δίψα.
Θέλουμε πιο πολλά
τα θέλουμε όλα.
Δεν γινόταν αλλιώς.
Ό,τι μας έφτανε χτες
για σήμερα ήταν λίγο.
Ό,τι μας γέμιζε χτες
ήθελε κι άλλο σήμερα να μη χαθεί.
Ναι, μα ένας άνθρωπος
δεν είναι πορτοκάλι να τον ξεφλουδίζεις
δεν είναι πράγμα
να τον κόβεις στα δύο και στα τέσσερα.
Είχες μια τρυφερή καρδιά κοριτσάκι.
Πίστεψε αν αδέξια την έσφιγγα
δεν το ‘κανα για να πονάς.
Ήθελα να σ’ αγαπώ
μα ήσαν πολλά τα όσα ξέραμε
ήσαν πολλά τα όσα δεν είχαμε μάθει ακόμα.
Κι αν ήμουν άντρας
κι έπρεπε να ‘μαι δυνατός
(έπρεπε…)
να το ξέρεις:
Όπου μ’ άγγιζες πονούσα.
Όπου δεν μ’ άγγιζες
πονούσα.
Και μέσα μου φούσκωναν ολόκλειστα
τα δικά μου τα ποτάμια
που θα μπορούσαν να ποτίσουν
όλα τα λησμονημένα περιβόλια.
ΤΟ ΔΕΣΙΜΟ
Έλεγα πάντα πως πρέπει να μπω
στη θέση του άλλου για να τον καταλάβω.
Έτσι με παγιδέψανε οι άλλοι, μ’ έδεσαν
με κάναν ό,τι θέλαν.
Κι εγώ δεν ξέρω πως κατόρθωσα
να ξαναβγώ από τη θέση τους.
ΤΟ ΔΕΣΙΜΟ
Και σένα, αν με τα τόσα που περάσαμε
τίποτα μέσα σου δε σακατεύτηκε,
μην πολυκαμαρώνεις.
Ίσως
δεν είχες τίποτα να διακινδυνεύσεις.
Ο ΥΠΝΟΣ
Ο ύπνος λύνει τα σώματα
τ’ αλαφρώνει τα μετεωρίζει
λευτερώνει κρυφές δυνάμεις
ανομολόγητες επιθυμίες
αισθήσεις απαγορευμένες
Ο ύπνος δεν μπόρεσε ποτέ
ούτε την πιο επιπόλαια συνουσία
ν’ αντικαταστήσει.
"ΣΥΛΛΑΒΕΣ":
Κι ό,τι μ' απόμεινε απ' το πέρασμά σου
σιγά-σιγά ο χρόνος το λειαίνει
σαν ένα βότσαλο της ποταμιάς.
Μονάχα πια για τ' όνομά σου είμαι σίγουρος.
Κι όλο το λέω, το ξαναλέω μπρος στη θάλασσα
μήπως και κάποια νύχτα,
όταν μας πνιγούνε τα σύρματα κι η πέτρα,
το χρειαστώ σα λέξη σωτηρίας
κι ανακαλύψω αιφνίδια πως κι αυτό έχει σβήσει.(«Η σάρκα», 55)
Η σάρκα μου
πάντα πονάει στα χτυπήματα
πάντοτε χαίρεται στα χάδια.
Ακόμα τίποτα δεν έμαθε.
Τρομερή και θαυμάσια
αυτοτέλεια του σώματος.
Όσο βαθιά κι αν διεισδύσει
ποτέ με το άλλο σώμα δεν συγχέεται
ποτέ δεν γίνεται σάρκα μία.
Αγάπη αγάπη
μόνο η πάχνη του πρώτου άστρου-
άσε να σου μιλήσω.
Αγάπη δεν φοβάμαι πια.
Σ’ αγαπώ.
Aσε ν’ ακουστεί η φωνή μου
πάνω απ’ τις κορφές των δέντρων
πέρα απ’ τους οριζόντιους καπνούς των πλοίων.
(«Μεγάλο γράμμα», XV, 23)
Από κανέναν τίποτα να διώξουμε δεν μπορούμε.
Περνάν οι άνθρωποι και μας αφήνουν
την πρωινή καλήμερα τους
όλοι οι άνθρωποι
τη ζέστα του κορμιού τους
τη σιγουριά για τη δική μας ανθρωπιά.
Μπορείς να γνωρίσεις ένα πρόσωπο
όταν τα χείλια σου ανακαλύπτουν
τις αλλεπάληλες επιφάνειες που σώρευσαν
οι καιροί.
Μα έπειτα δεν σου φτάνει.
Eπειτα θες να βρεις όλες τις μικρές φλέβες
καθώς απλώνονται κάτω απ’ το δέρμα
να βρεις όλα τα τραγούδια που δεν ειπώθηκαν
όλες τις μνήμες που ταξίδεψαν
στα λεπτά μονόξυλα
των στιγμών.
(«Μεγάλο γράμμα», VI, 17)
[…]Θέλουμε πιο πολλά
τα θέλαμε όλα.
Δεν γινόταν αλλιώς.
O,τι μας έφτανε χτες
για σήμερα ήταν λίγο.
O,τι μας γέμιζε χτες
ήθελε κι άλλο σήμερα να μη χαθεί.
VIII
Η απόφασή μου να μη σε συλλογιέμαι
είναι μήπως και σώσω ό,τι μπορώ να σώσω
κρύβοντας λίγες σπαταλημένες μέρες
βαθιά μέσα στη μνήμη, ρίχνοντας
τις άλλες μέρες από πάνω σα λιθάρια.
IX
Άργησα να μαντέψω τη βροχή
το τέλος δέθηκε με την αρχή.
X
Πέφτει η βροχή στυφή
ξεπλένοντας τα πρόσωπα
ξεθωριάζοντας τις παλιές επιγραφές
νοτίζοντας τα σπίτια του νησιού.
Στάζει η βροχή απ’ τους γιακάδες
γλιστράει μέσα στις τσέπες υγραίνει τα χέρια
μουσκεύει ένα ξεχασμένο γράμμα
αλλάζει την προσφώνηση σβήνει τη διεύθυνση.
Βρέχει στη χλαίνη του χωροφύλακα
στις αποθήκες με τις κονσέρβες
στα τσουβάλια με το αλεύρι
βρέχει στο νεκροταφείο βρέχει στα χωράφια
κάπως ανήσυχοι οι νεκροί κάτι τους λείπει
δεν νοιάζονται να μεγαλώσουν οι σοδειές
βρέχει στους μουσαμάδες των βαρκάρηδων
στη βάρκα με τους επιβάτες
βρέχει στον προβολέα του πλοίου.
Μακρύς ο δρόμος απ’ την επιθυμία στην απόφαση
Μακρύς απ’ την επιστροφή στην άλλη αναχώρηση.
— Μη με γυρέψεις αλλού μονάχα εδώ να με γυρέψεις μόνο σε μένα. Τίτος Πατρίκιος,
Αθήνα, 1954
(«Causa», 35).
Κάθε που ξημερώνει μισώ τη μέρα
που μ’ εμποδίζει να σε σκέφτομαι
(«Πρόφαση», 36)
Ξεκίνησα να γράψω κάτι μα το ξέχασα.
Δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο από σένα.
(«Ποινή», 37)
Κάθε που θέλω να τιμωρήσω τον εαυτό μου
λιγοστεύω τις φορές που σε κοιτάω.
(«Ταξίδι», 65)
Eσπαγα το κορμί σου σα ζαχαροκάλαμο
σε κάθε κόμπο κάθε άρθρωση
ρουφώντας από τις ρωγμές χυμό.
Κι εσύ διαρκώς αναδυόσουν πιο ακέρια
με σκέπαζες με την πολύβουη φυλλωσιά σου
την αρμυρή δροσιά της θαλασσινής σου νύχτας
και με ταξίδευες όλο τον δρόμο από το αγρίμι ως τον άνθρωπο.
Ο ερωτικός λόγος που δεν διατυπώθηκε στην ώρα της γένεσής του, γιατί το χαλάζι έπεφτε στις στέγες,/ σαν τ’ άρβυλα των νεοσύλλεκτων που τρέχουν για τη σύνταξη , αποθηκεύεται σαν «πληγή» στη συνείδηση του ποιητικού υποκειμένου και αναδύεται μέσω της μνήμης για να μεταστοιχειωθεί σε ποιητική γραφή.
Μέσα στο αδιέξοδο παρόν,
ο έρωτας αποτελεί
τη μόνη στιγμή παραμυθίας,
αλλά δεν αρκεί,
λόγω της εφήμερης ύπαρξής του,
να υπερισχύσει του
κακού.
Πίσω από το «φταίξιμο»
που επίμονα επανέρχεται ηχεί
το σεφερικό
πανάρχαιο δράμα:
Μια βέβαιη λύση η σάρκα
ένας εκβιασμός συγχώρεσης
για το φταίξιμο που δεν σώνεται
το φταίξιμο που θα ξανάρθει.
Κάτω από τα σκοτεινά αγκαλιάσματα
η άβυσσος των καθημερινών πραγμάτων.
(Eρωτες», ΝΧ, 60)
Την ποίηση όπως τις γυναίκες
μόνο με την απειλή της εγκατάλειψης
την αγαπάμε.
(«Κυκλικό», ΝΧ, 47)
Aραγε πώς γεννιέται
από ένα τίποτα η επιθυμία;
Πώς η επιθυμία γίνεται έρωτας,
ο έρωτας πώς αλλάζει
σε μακρινή ανάμνηση;
Aραγε πώς μπορεί
η ανάμνηση να σβήνει
μες στο τίποτα;
Art, Andrzej Malinowski
Κάθε βράδυ
ξεκινώ αρτιμελής με καλό καιρό,
με δάχτυλα βουτηγμένα σε μέλι,
χείλη πετροπλυμένα,
τυφλός.
Οργωμένος μ' αυταπάρνηση
χαράζω την κοίτη του στήθους σου
με γλώσσα πύρινη
και το πρωί,
σε χνούδι μεταμορφώνομαι,
απαλό, ξανθό κι ανεπαίσθητο.
Παρίσι, Γενάρης '71
Χαιρέτισαν με βάγια τον ερχομό του έρωτα.
Έπειτα οι ίδιοι τον σταύρωσαν
τον τρύπησαν με τη λόγχη
τον πότισαν χολή και ξίδι
τον εξομοίωσαν με τους ληστές.
Και πάλι περιμέναν πως θ' αναστηθεί για χάρη τους.
(από τη συλλογή "Λυσιμελής Πόθος"
Τίτος Πατρίκιος (1928).
Ο Τίτος Πατρίκιος γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος των ηθοποιών Σπύρου και Λέλας Πατρικίου. Το 1946 ολοκλήρωσε τα γυμνασιακά του μαθήματα στο Βαρβάκειο και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε για κάποια χρόνια ως δικηγόρος. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, στρατευμένος αρχικά στην ΕΠΟΝ και στη συνέχεια στον ΕΛΑΣ. Το 1944 καταδικάστηκε σε θάνατο από συνεργάτες των γερμανών και η εκτέλεσή του ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας εξορίστηκε στη Μακρόνησο (1951-1952) και κατά τη διετία 1952-1953 στον Άη Στράτη, από όπου επέστρεψε στην Αθήνα με άδεια εξορίστου. Από το 1959 ως το 1964 σπούδασε κοινωνιολογία στην Ecole Pratique des Hautes Etudes του Παρισιού και πήρε μέρος σε έρευνες του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Έρευνας της Γαλλίας.
Διαβάστε περισσότερα εδω