Κλείσε την πόρτα σου, Μαρία
Βλέπω να σκοτεινιάζει
Μπαίνει το μεσοχείμωνο
Και θα μας πνίξει η παγωνιά
Στάζουν απελπισίες τα μάτια σου
Φόρεσε, τουλάχιστον εκείνη την κίτρινη
Λυπημένη ζακέτα της μάνας σου
Κι έλα να περάσουμε τον υγρό διάδρομο
Έπεσες πάλι στις σφαγές των ανέμων, σα νιφάδα χιονιού
Σε βλέπω λευκή και τρομάζω. Κλάψε, Μαρία
Άλλη ομορφιά απ’ τον έρωτα νομίζω δε μας έμεινε…
Στέλιος Γεράνης, (Η Ελληνική ποίηση (πέμπτος τόμος),
Η πρώτη μεταπολεμική γενιά – Ανθολογία Γραμματολογία, Εκδ. Σοκόλης 2000)
Στέλιος Γεράνης
Ομολογία ενοχήςΧωρὶς νὰ ὑπάρχει στὰ χαρτιὰ μιὰ καταδίκη εἰς θάνατον
περιπλανῶμαι σὰν φυγόδικος ἀπὸ τὴν πρώτη μου στιγμή.
Ὅλοι μοῦ λὲν πὼς εἶμαι ἀθῶος
γιατί σπανίως ἐννοοῦν τὰ πάμπολλά μου ἐγκλήματα.
Πὼς εἶμαι δήμιος, ἀσφαλῶς, δὲν τὸ πιστεύουν.
Μὰ ἐγὼ φοβᾶμαι. Γιατί• καλῶς γνωρίζω
πόσες ὡραῖες μου πράξεις καρατόμησα
πόσες φορὲς κλάδεψα τοὺς βλαστοὺς μου
πόσες φορὲς συναντήθηκα μὲ τὸν ἄλλο μου δαίμονα
κ' ἔστριψα
στὴ μικρὴ
σκοτεινὴ
πάροδο.
Ὅλοι μοῦ λὲν πὼς εἶμαι ἀθῶος
γιατί δὲ βλέπουν
τὰ κρεμασμένα
στοὺς τοίχους
ὁμοιώματα
τὰ συνετὰ καὶ δίκαια ἔργα μου δὲ βλέπουν
ἔτσι καθὼς περνοῦν σκυφτὰ
τὶς πύλες τῶν φερέτρων μου.
Ὅταν χτυπάει ὁ ἄνεμος τὴν πόρτα μου
τρομάζω: Τώρα —λέω— ἔρχονται νὰ μὲ συλλάβουν
ἔρχονται νὰ μὲ ὑποχρεώσουν καὶ πάλι ν' ἀρνηθῶ
νὰ πῶ: Οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπο.
Αὐτὸν ποὺ ἐντός μου κατοικεῖ
δὲν τὸν γνωρίζω.
Ὅλοι μου λὲν πὼς εἶμαι ἀθῶος
καὶ πὼς μπορῶ ἡσύχως ν' ἀναπαύομαι
νὰ περπατῶ ἀνενόχλητος στοὺς δρόμους
γιὰ τοὺς κοινοὺς κακούργους μὲ ἀπέχθεια νὰ μιλῶ
καὶ ν' ἀποσύρομαι χωρὶς
τὴν ἐντροπὴ τοῦ ἐνόχου.
Μὰ ἐγὼ δὲν ἀναπαύομαι. Τὶς νύχτες
μὲ κυκλώνουν οἱ σκιές. Ἄγρια φαντάσματα
καραδοκοῦν πίσω ἀπ' τὶς πόρτες μου.
Καὶ δὲν μπορῶ νὰ εἶμαι ὁ διαυγής
ὁ καθαρὸς καὶ ἀμόλυντος δὲν εἶμαι
κι ἂς μὴν ὑπάρχει στὰ χαρτιὰ
μιά καταδίκη
εἰς θάνατον.
ΠΗΓΗ
ΜΑΝΤΡΑ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ-Στέλιος Γεράνης
(17 Αυγούστου 1944)
Μες σε μια μάντρα ζήτησαν να πνίξουν μια γενιά(17 Αυγούστου 1944)
που ευώδιαζαν στα στήθεια της της λευτεριάς οι ανθώνες
κ’ ύψωνε αδούλωτες κραυγές τα θρυλικά χωνιά
π’ ορμήνευαν κάθε καρδιά και μίλαγαν γι’ αγώνες.
Νόμισαν πως με θάνατους κρεμάλες και σχοινιά
πνίγεται ο πόθος του λαού κ’ η λεβεντιά της νιότης
– μα δεν τη σφυγμομέτρησαν καλά την Κοκκινιά
που δεν τη λύγισε κανείς φασίστας και προδότης.
Κ’ έτσι αφού σώπασε ο φονιάς τις σάρκες να τρυπά
κ’ αντίκρυ τους σωριάστηκαν νεκρά τα παλληκάρια,
διατάξανε τη σάλπιγγα του μίσους να χτυπά
και φύγαν παίρνοντας μαζί τους σκλάβους στα Χαϊδάρια.
Μ’ αντί να πάρουν λάφυρο της νιότης την ορμή
και να σκορπίσουν την ερμιά, το φόβο, την αντάρα
άφησαν μίσος στις καρδιές και μάζεψαν ντροπή
και πλήρωσαν πανάκριβα της μάνας την κατάρα.
Το ποίημα του Στέλιου Γεράνη «Μάντρα Κοκκινιάς» είναι από την Ανθολογία Ελληνικής Αντιστασιακής Λογοτεχνίας που επιμελήθηκε η Έλλη Αλεξίου (εκδ. Ηριδανός).
ΠΗΓΗ
Η άνοιξη και οι συνωμότες-Στέλιος Γεράνης
Βοήθησα να στρωθούν ανοιξιάτικοι δρόμοι.Δούλεψα για το πράσινο και για το γαλάζιο
όπως δουλεύει κανείς για την αγάπη του
και για
τη λευτεριά του
Μα δε μ’ άφησαν οι βρυκόλακες
να μπω στον κήπο του καλοκαιριού…
Κ’ ένα μεσονύχτι
ξύπνησα τρομαγμένος
από βαριά
χτυπήματα
στην πόρτα.
Άνοιξα το παράθυρο
κ’ είδα τους συνωμότες
να μου γκρεμίζουν την άνοιξη
Το ποίημα δημοσιεύτηκε στην αντιστασιακή εφημερίδα του Λονδίνου «Ελεύθερη πατρίδα», στις 4/10/1970
- Στέλιος Γεράνης
Ιπτάμενος Δίσκος«Δεν μπορώ να πιστέψω - έλεγεΤο ποίημα ''Ο ιπτάμενος δίσκος'' από τη συλλογή «τα μικρά μου θαύματα 1974» αναφέρεται στην ανθρώπινη αθωότητα, που οφείλεται στην άγνοια, και αντλεί από τα γεγονότα της επταετίας της δικτατορίας.
πως είναι δυνατόν άνθρωποι να βασανίζουν ανθρώπους».
«Μα από που μας ήρθε αυτός-ρωτούσαν
οι συνδαιτυμόνες-μήπως είναι ιπτάμενος δίσκος
που δεν έχει ακόμα προσγειωθεί;»
«Μην παραξενεύεστε-είπε ο γεροντότερος
ο άνθρωπος αυτός είναι μάλλον φυτό.
Έχει πολύ πράσινο η φωνή του. Μας φέρνει
το δάσος, θυμίζει πουλιά, έχει
μέσα στα μάτια του το ζεστό καλοκαίρι.
Μην τον φορτώνετε με τις μνήμες σας.
Δε βλέπετε πόσο μας λείπει ένας αθώος;
Ας τον αφήσουμε στις περιπλανήσεις του.
Μας χρειάζεται -άλλωστε- ένας άνθρωπος
να πιστεύει πως δεν είναι ποτέ δυνατόν
άνθρωποι να βασανίζουν ανθρώπους.»
Στέλιος Γεράνης
Μπήκαν ληστές στον ύπνο μου κι αδειάζουν την ψυχή μου
Κουράστηκα να περπατώ στου κόσμου τα μεσάνυχτα .
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Ο Στέλιος Γεράνης – του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν Στέλιος Παναγιωτόπουλος – γεννήθηκε το 1920 στην Αθήνα και καταγόταν από τη Νέα Έφεσο της Μικράς Ασίας. Το 1935 εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, όπου κατά καιρούς ανέλαβε την πρωτοβουλία για τη διοργάνωση καλλιτεχνικών και λογοτεχνικών εκδηλώσεων. Το 1938, για πρώτη φορά δημοσίευσε ποιήματά του στα περιοδικά «Νεότης» και «Αργώ» του Πειραιά. Το πρώτο του ποίημα σε ελεύθερο στίχο, παρουσιάστηκε στο περιοδικό «Οδυσσέας» του Πύργου (Ιανουάριος – Φεβρουάριος 1944, τεύχος 5-6).
Συνέταξε περί τα 50 λήμματα-μελετήματα σχετικά με προσωπικότητες της ελληνικής λογοτεχνίας στη δωδεκάτομη «Εγκυκλοπαίδεια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» του Χάρη Πάτση. Το 1975 του απονεμήθηκε το 2ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο «Τα μικρά μου θαύματα», ενώ το 1992 το Βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Ουράνη.
Τα ποιητικά του άπαντα κυκλοφόρησαν το 1998. Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και πρόεδρος της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών του Πειραιά. Πέθανε το 1993
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ /ΕΔΩ