16 Απριλίου, στο περ. Νεοελληνικά Γράμματα ο Μήτσος Παπανικολάου δημοσιεύει το άρθρο «Ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης», το οποίο κατά κάποιο τρόπο τον καθιερώνει.
Αρχές του καλοκαιριού, εγκαινιάζουν με τον Νίκο Γκάτσο το φιλολογικό στέκι του καφενείου Λουμίδη, που θα διατηρηθεί για πάρα πολλά χρόνια.
Επίσης το «Ηραίον» (γωνία Πατησίων και Αγίου Μελετίου), που θα γνωρίσει δόξες ως την έναρξη του πολέμου.
Αύγουστος: Ταξιδεύει στην Πάρο και Νάξο με το πλοίο «Ακρόπολης». Συμπληρώνει τις σειρές «Αιθρίες» και «Η συναυλία των γυακίνθων».
Ἡ συναυλία τῶν γυακίνθων
– Ι –
Στάσου λιγάκι κοντά μου.
– ΙΙ –
– VΙΙ –
– Χ –
– ΧΙΙΙ –
Καὶ σκόρπισε τὴν ἴριδα, στεφάνωσέ με!
– ΧX –
– Ι –
Στάσου
λιγάκι πιὸ κοντά στὴ σιωπή καὶ μάζεψε τὰ μαλλιὰ τῆς νύχτας αὐτῆς ποὺ
ὀνειρεύεται γυμνό τὸ σῶμα της. Ἔχει πολλοὺς ὁρίζοντες, πολλὲς πυξίδες,
καὶ μιὰ μοῖρα ποὺ καίει ἀκούραστη κάθε φορά καὶ τὰ πενήντα δύο χαρτιά
της. Ὕστερα ξαναρχίζει μὲ κάτι ἄλλο – μὲ τὸ χέρι σου, ποὺ τοῦ δίνει
μαργαριτάρια γιὰ νὰ βρεῖ ἕνα πόθο, ἕνα νησίδιο ὕπνου.
Στάσου
λιγάκι πιὸ κοντά στὴ σιωπή κι ἀγκάλιασε τὴν πελώριαν ἄγκυρα ποὺ
ἡγεμονεύει στοὺς βυθούς. Σὲ λίγο θὰ ’ναι στὰ σύννεφα. Κι ἐσὺ δέ θὰ
καταλαβαίνεις, μὰ θὰ κλαῖς, θὰ κλαῖς γιὰ νὰ σὲ φιλήσω, κι ὅταν πάω ν’
ἀνοίξω μιὰ σχισμή στὸ ψέμμα, ἕνα μικρό γαλανό φεγγίτη στὴ μέθη, θὰ μὲ
δαγκάσεις. Μικρή, ζηλιάρα της ψυχῆς μου σκιά, γεννήτρα μιᾶς μουσικῆς
κάτω ἀπ’ τὸ σεληνόφωτο
Στάσου λιγάκι κοντά μου.
– ΙΙ –
Ἐδῶ
– μέσα στὰ πρώιμα ψιθυρίσματα τῶν πόθων, ἔνιωσες γιὰ πρώτη φορὰ τὴν
ὀδυνηρή εὐτυχία τοῦ νὰ ζῇς! Μεγάλα κι ἀμφίβολα πουλιά σχίζαν τὶς
παρθενιές τῶν κόσμων σου. Σ' ἕνα σεντόνι ἁπλωμένο ἔβλεπαν οἱ κύκνοι τὰ
μελλοντικά τους ἄσματα κι ἀπὸ κάθε πτυχή τῆς νύχτας ξεκινοῦσαν
τινάζοντας τὰ ὄνειρά τους μὲς στὰ νερά, ταυτίζοντας τὴν ὕπαρξή τους μὲ
τὴν ὕπαρξη τῶν ἀγκαλιῶν ποὺ προσμέναν.
Μὰ
τὰ βήματα ποὺ δέν ἔσβησαν τὰ δάση τους ἀλλὰ στάθηκαν στὴ γλαυκή κόχη τ'
οὐρανοῦ καὶ τῶν ματιῶν σου τί γύρευαν; Ποιὸ ἕναστρο ἁμάρτημα πλησίαζε
τοὺς χτύπους τῆς ἀπελπισίας σου;
Μήτε
ἡ λίμνη, μήτε ἡ εὐαισθησία της, μήτε τὸ εὔφλεκτο φάντασμα δυὸ
συνεννοημένων χεριῶν, δέν ἀξιώθηκαν ποτέ ν' ἀντιμετωπίσουν ἕνα τέτοιο
ρόδινο ἀναστάτωμα.
– VΙΙ –
Συγκίνηση.
Τὰ φύλλα τρέμουν ζώντας μαζί καὶ ζώντας χωριστά πάνω στὶς λεῦκες ποὺ
μοιράζουν ἄνεμο. Πρὶν ἀπ’ τὰ μάτια σου εἶναι αὐτός ποὺ φυγαδεύει αὐτές
τὶς θύμησες, αὐτὰ τὰ βότσαλα – τὶς χίμαιρες! Ἡ ὥρα εἶναι ρευστή κι ἐσὺ
στυλώνεσαι πάνω της ἀκάνθινη.
Συλλογίζομαι αὐτοὺς ποὺ δὲ δεχτήκανε ποτέ ναυαγοσωστικά. Ποὺ ἀγαποῦν τὸ φῶς κάτω ἀπ’ τὰ βλέφαρα, ποὺ σὰ μεσουρανήσει ὁ ὕπνος ἄγρυπνοι μελετοῦνε τ’ ἀνοιχτὰ τους χέρια.
Συλλογίζομαι αὐτοὺς ποὺ δὲ δεχτήκανε ποτέ ναυαγοσωστικά. Ποὺ ἀγαποῦν τὸ φῶς κάτω ἀπ’ τὰ βλέφαρα, ποὺ σὰ μεσουρανήσει ὁ ὕπνος ἄγρυπνοι μελετοῦνε τ’ ἀνοιχτὰ τους χέρια.
Καὶ
θέλω νὰ κλείσω τοὺς κύκλους ποὺ ἄνοιξαν τὰ δικά σου δάχτυλα, νὰ
ἐφαρμόσω ἐπάνω τοὺς τὸν οὐρανό γιὰ νὰ μὴν εἶναι πιὰ ποτὲ ὁ στερνός τους
λόγος ἄλλος.
Μίλησέ μου∙ ἀλλὰ μίλησέ μου γιὰ δάκρυα.
– Χ –
Ἀκόμα
μιὰ φορά μέσα στὶς κερασιές τὰ δυσεύρετα χείλη σου. Ἀκόμα μιὰ φορά μέσα
στὶς φυτικές αἰῶρες τ’ ἀρχαῖα σου ὄνειρα. Μιὰ φορά μέσα στ’ ἀρχαῖα σου
ὄνειρα τὰ τραγούδια ποὺ ἀνάβουν καὶ χάνονται. Μέσα σ’ αὐτά ποὺ ἀνάβουν
καὶ χάνονται τὰ ζεστά μυστικά τοῦ κόσμου. Τὰ μυστικά τοῦ κόσμου.
– ΧΙΙΙ –
Πές
μου τὴ νεφελόπαρτη ὥρα ποὺ σὲ κυρίεψε ὅταν ἡ βροντὴ προηγήθηκε τῆς
καρδιᾶς μου. Πές μου τὸ χέρι ποὺ προχώρησε τὸ δικό μου χέρι μέσα στὴν
ξενιτιά τῆς θλίψης σου. Πές μου τὸ διάστημα καὶ τὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι –
τὸ παρείσαχτο κυμάτισμα ἑνὸς τρυφεροῦ ἰδιωτικοῦ Σεπτέμβρη.
Καὶ σκόρπισε τὴν ἴριδα, στεφάνωσέ με!
– ΧX –
Τόσο φῶς ποὺ κι ἡ γυμνή γραμμή ἀπαθανατίστηκε. Τὸ νερὸ σφάλισε τοὺς ὅρμους. Τὸ μονάκριβο δέντρο ἰχνογράφησε τὸ διάστημα.
Τώρα δὲ μένει παρὰ νὰ ’ρθεις
ἐσύ ὤ! σμιλεμένη ἀπὸ τὴν πεῖρα τῶν ἀνέμων καὶ ν’ ἀντικαταστήσεις τὸ
ἄγαλμα. Δὲ μένει παρὰ νὰ ’ρθεις ἐσύ καὶ νὰ γυρίσεις τὰ μάτια σου πρὸς τὸ
πέλαγος ποὺ πιά δὲ θὰ ’ναι ἄλλο ἀπὸ τ’ὁλοζώντανο τὸ ἀδιάκοπο τὸ αἰώνιο
ψιθύρισμά σου.
Δὲ μένει παρὰ νὰ τελειώσεις στοὺς ὁρίζοντες.
-Ο. Ελύτης, «Η συναυλία των υακίνθων»
VIII
Στο βυθό της μουσικής τα ίδια πράγματα σ’ ακολουθούν μετουσιωμέ-
να. Η ζωή παντού μιμείται τον εαυτό της. Κι εσύ κρατώντας το φώ-
σφορο στην παλάμη σου κυκλοφορείς ασάλευτη μέσα στις ίνες της
πελώριας τύχης. Και τα μαλλιά σου ποτισμένα στην Ενάτη καμπυ-
λώνουν τις θύμησες και περνούν τους φθόγγους στο στερνό αέτωμα
της αμφιλύκης.
Πρόσεξε! Η φωνή που άλλοτε ξεχνούσες ανθίζει τώρα στο στήθος
σου. Το κοράλλι αυτό που ανάβει ολομόναχο είναι το τάξιμο που δεν
έστερξες ποτές σου. Κι η μεγάλη πυρά που θα σ’ αφάνιζε είναι αυτός
ο ανάλαφρος ίλιγγος που σε δένει μ’ απόχρωση αγωνίας στα λοίσθια
των μενεξέδων.
Στο βυθό της μουσικής συνταξιδεύουμε…
VIII
Στο βυθό της μουσικής τα ίδια πράγματα σ’ ακολουθούν μετουσιωμέ-
να. Η ζωή παντού μιμείται τον εαυτό της. Κι εσύ κρατώντας το φώ-
σφορο στην παλάμη σου κυκλοφορείς ασάλευτη μέσα στις ίνες της
πελώριας τύχης. Και τα μαλλιά σου ποτισμένα στην Ενάτη καμπυ-
λώνουν τις θύμησες και περνούν τους φθόγγους στο στερνό αέτωμα
της αμφιλύκης.
Πρόσεξε! Η φωνή που άλλοτε ξεχνούσες ανθίζει τώρα στο στήθος
σου. Το κοράλλι αυτό που ανάβει ολομόναχο είναι το τάξιμο που δεν
έστερξες ποτές σου. Κι η μεγάλη πυρά που θα σ’ αφάνιζε είναι αυτός
ο ανάλαφρος ίλιγγος που σε δένει μ’ απόχρωση αγωνίας στα λοίσθια
των μενεξέδων.
Στο βυθό της μουσικής συνταξιδεύουμε…