Σελίδες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα «Σούρουπο στη συνοικία». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα «Σούρουπο στη συνοικία». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020

«Σούρουπο στη συνοικία», Γιάννης Ρίτσος

rock plant flower garden ruins lilac cevennes stone house stone roof
«Σούρουπο στη συνοικία», Γιάννης Ρίτσος
 Άνοιξη. Λαχανιάζει το φως γύρω και μέσα μας. Μια βαθιά ανάσα. Λιγάκι πιότερος αγέρας. Λαχταρίζει ένα φτερό πάνου μας, σκουντάει τους τοίχους. Μια πασχαλιά σκύβει πάνου απ’ τη μάντρα. Σε κοιτάει καλά. Την ξέρεις. Ξέρεις τη μυρουδιά της, φυλαγμένη κατάβαθα, εκεί πλάι-πλάι με την εικόνα της μητέρας, με το χαμόγελό της το βραδινό που σάλευε στη μορφή της σαν ένα μικρό, καρτερικό άστρο… Τότες που γυρνούσαμε σκονισμένοι, παιδιά, με γδαρμένα γόνατα, απ’ τις τάπιες του νησιού, πέρα στη Μονοβάσια, με την πίκρα του σύθαμπου πάνω στην ψυχή, σαν ένα στεγνό βότσαλο πάνω στην παλιά εταζέρα, σαν ένα ξεροκόμματο ψωμί πάνου στο εργατικό τραπέζι μετά το δείπνο.
Η πασχαλιά, η μαβιά μυρωδιά της στη συνοικία της Αθήνας. Λες: ευχαριστώ. Ένας κόμπος στο λαρύγγι. Είναι όμορφα… Η μάντρα, τα δεντράκια, οι πέτρες εδώ. Η λάμψη του δειλινού πάνου στις καλτσοβελόνες καθώς πλέκει στο παράθυρο η κοπέλα τού μπαρμπα-Στάθη. Η φωνή του εφημεριδοπώλη «τελευταίο παράρτημα…» Είναι όμορφα… Το ξέρεις, και πικραίνεσαι γιατί το ξέρεις. Προχτές ακόμη, πότε; -να, ένα-δυο μέρες πριν, Νοέμβρης-Δεκέμβρης, α, ναι, δεν ήξερες: ήταν δεν ήταν όμορφα. Μονάχα ήταν. Κι όλα βρισκόνταν μέσα του. Τα σπίτια κι οι άνθρωποι και τα δέντρα, όλο το φως, η λευτεριά…

Τώρα λιγόστεψε ο αγέρας, χωρίστηκαν πάλι τα πράματα, καθένα με τ’ όνομά του: το σπίτι, το δέντρο, ο μπαρμπα-Στάθης, η Μαρία, ο εφημεριδοπώλης, το δειλινό, η μνήμη, το παρόν…

Ζητάς να πάρεις μια βαθιά ανάσα. Κάτι μποδάει. Μα, κει πιο μέσα, πιο βαθιά, το σμίξιμο, η λαχτάρα μια: λευτεριά… Το δειλινό στη συνοικία της Αθήνας μας. Ένα μελαχρινό παλικάρι στέκεται μπροστά στο μουτζουρωμένο τοίχο. Έχει τα χέρια του στις τσέπες του παντελονιού σφιγμένα σε γροθιές. Κοιτάει τον τοίχο με τα κόκκινα σβησμένα γράμματα.

Μια γριά περνάει δίπλα του. Κοντοστέκει. Κοιτάζει σα μάννα:
— Μας τα σβήσανε, γιε μου, έτσι λέει. Μας τα σβήσανε.
Το μελαχρινό παλικάρι δε μιλάει. Μόνο που σφίγγει λίγο τα χείλια του. Η γριούλα πηγαίνει πιο σιμά του:
— Μη χολοσκάς, μάτια μου. Κι αν σβήσανε, μαθές, τα γράμματα απ’ τους τοίχους, μη δα σβηστήκανε κι απ’ την καρδιά μας;
Χαμογελάει το παλικάρι, χαμογελάει κι η γριούλα μπροστά στον τοίχο, εκεί, με τα σβησμένα γράμματα. Όλα σμίγουν ξανά: το δειλινό, τα σπίτια, η πασχαλιά, οι καρδιές… Ένα όνομα…
Κι η φωνή του εφημεριδοπώλη μέσα στη συνοικία της Αθήνας, στο τριανταφυλλένιο σούρουπο. Η φωνή του: «Οι Ρώσοι στο Βερολίνο».
Είναι το πρώτο πεζό που δημοσίευσε ο Ρίτσος στα Ελεύθερα Γράμματα, στο δεύτερο τεύχος, στην πρώτη σελίδα, με τον υπέρτιτλο «Εικόνες».
Αξίζει να προσεχτεί πως γράφτηκε στις αρχές του Μάη του 1945 (αφού δημοσιεύεται στις 12 Μαΐου) δηλαδή τις μέρες της νίκης επί του φασισμού.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

ΧΩΡΟΣ

Ένα παράθυρο ανοιχτό. Ανασαίνει βράδυ. Γαλανός ατμός ανασηκώνει τα έπιπλα. Το τραπέζι πλέει στην κάμαρα. Μπορεί να φύγει απ’ το παράθυρο – μα είναι μεγάλο – ν’ ανεβαίνει στον ουρανό με τις τέσσερις άκρες του τραπεζομάντιλου λίγο λοξές στον αέρα. Στο τζάμι σβήνει το τριανταφυλλί αντιφέγγισμα κι η εικόνα του αντικρινού φράχτη. Είσαι μόνος. Ο ουρανός σε τυλίγει από παντού, καθώς κι ο καθρέφτης της ντουλάπας γίνεται ουρανός, λίγο πιο αστραφτερός, και τ’ άλλα λείπουν. Έξω στο δρόμο μια φωνή:

- Καλά, μητέρα, έρχουμαι.

Αυτή η φωνή διαποτισμένη απ’ το βράδυ. Μέσα της τρέμει ο ουρανός. Ένα άστρο κολλημένο πάνου στη φωνή σα γραμματόσημο πάνου στο φάκελο. Ξέρεις από πού φτάνει το γράμμα. Γνωρίζεις το γραφικό χαραχτήρα της βραδιάς και τη λέξη «μητέρα» όπως την ακούει ο σιωπηλός δρόμος της ανοιξιάτικης συνοικίας. Από κει κι έπειτα το ταξίδι είναι μεγάλο. Πολλά χρόνια. Η θάλασσα. Όταν αργούσες σφίγγοντας στα δάχτυλα δυο στάχυα απ’ το δείλι. Κι απ’ το μπαλκόνι σου φώναζαν: «Έλα, ώρα φαγητού. Θα σου κρεμάσουμε το κουτάλι». «Καλά, μητέρα, έρχουμαι».

Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τούτη τη φωνή απ’ την ώρα της. Για να την ξανακερδίσεις ολόκληρη, - όσο μπορεί ολόκληρη – σου χρειάζεται μαζί κι η βραδιά και τ’ άστρο και το παράθυρο και το τραπέζι κι ο γαλανός ατμός που λίγο λίγο βαθαίνει στον καθρέφτη της ντουλάπας.

Αν μεταθέσεις τούτη τη φωνή σε μιαν άλλη ώρα, σ’ ένα άλλο φως, σ’ ένα άλλο τοπίο, δεν είναι πια η ίδια. Το χρώμα, ο ήχος, το νόημα είναι άλλα. Μπορεί η γαλήνη να ’ναι πείσμα. Κι η ίδια λέξη στο μεσημέρι μπορεί να γίνει δαγκωμένο μήλο από άσπρο λουλούδι.

Λοιπόν θα παίξουμε τώρα με τις λέξεις και με τους τόνους; Κι όμως μ’ αυτές υπάρχεις σαν ποιητής. Μ’ αυτές σχετίζεσαι με τα πράγματα, με τους ανθρώπους, με σένα, την τάδε ώρα, στο τάδε μέρος, στον τάδε ουρανό. Αν δεν τις ξέρεις δεν μπορείς να δοθείς και να υπάρξεις, και δεν μπορώ να σε γνωρίσω. Οι λέξεις έχουν τις δικές τους σχέσεις με το χώρο που ’ναι δικές σου σχέσεις με τη σιωπή, με τη θυσία, με τον κόσμο. Αν τις ξεχάσεις, χάθηκες.

Δεν το ξεχνάμε. Για να μην ξεχαστεί ο κόσμος μας. Θα μας συγχωρεθεί στο τέλος η  υστεροβουλία της δημιουργίας. Όταν θα ’χουμε νικήσει.
ΠΗΓΗ