Σελίδες

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024

Georges Rodenbach, Épilogue (Ζωρζ Ρόντενμπαχ, μετάφραση: Καρυωτάκης)

The Indolent Mist Of Autumn

The indolent mist of autumn at last dispersed…
It hovers between the towers, like the incense full of dreams
That will linger in the naves after the most solemn Mass;
And it sleeps like cloth spread on the dejected, grey ramparts.

It comes unfolded then folds back on itself, like a wing
In imperceptible motion, yet incessant, in the fog;
All is shaded to a blur and turns slightly divine,
As beneath the pallid brushing, all is vague and lost in dreams.

All is a shade of grey, cloaked in the colour of fog:
The sky with its ancient pinions, the water and the poplars,
Old friends, reconciled, so easily, with the haze of the past autumn,
Like all things that will soon be nothing but the faintest memory.

The victorious mist, against the pale depth of air,
Has diluted even the accustomed towers,
Whose grey thoughts are now gone forever,
Like some vague dream, or a geometry of vapour.

Georges Rodenbach

Η νωχελική ομίχλη του φθινοπώρου επιτέλους σκορπίστηκε…
Αιωρείται ανάμεσα στους πύργους, σαν το θυμίαμα γεμάτο όνειρα
που θα μείνει στους ναούς μετά την πιο επίσημη Λειτουργία.
Και κοιμάται σαν ύφασμα απλωμένο στις καταβεβλημένες, γκρίζες επάλξεις.

Ξεδιπλώνεται και διπλώνει πίσω στον εαυτό του, σαν φτερό
Σε ανεπαίσθητη κίνηση, αλλά αδιάκοπη, στην ομίχλη.
Όλα σκιάζονται σε μια θαμπάδα και γίνονται ελαφρώς θεϊκά,
Καθώς κάτω από το χλωμό βούρτσισμα, όλα είναι ασαφή και χαμένα στα όνειρα.

Όλα είναι μια απόχρωση του γκρι, ντυμένη στο χρώμα της ομίχλης:
Ο ουρανός με τα αρχαία πιόνια του, το νερό και τις λεύκες,
παλιοί φίλοι, συμφιλιώθηκαν, τόσο εύκολα, με την ομίχλη του περασμένου φθινοπώρου,
Όπως όλα τα πράγματα που σύντομα θα γίνουν τίποτα άλλο από την πιο αχνή ανάμνηση.

Η νικηφόρα ομίχλη, ενάντια στο χλωμό βάθος του αέρα,
έχει αραιώσει ακόμη και τους συνηθισμένους πύργους,
των οποίων οι γκρίζες σκέψεις έχουν φύγει τώρα για πάντα,
Σαν κάποιο ασαφές όνειρο, ή μια γεωμετρία ατμού.

Ζορζ Ρόντενμπαχ
 

Georges Rodenbach, Épilogue (Ζωρζ Ρόντενμπαχ, μετάφραση: Καρυωτάκης)

C’est l’automne, la pluie et la mort de l’année !
La mort de la jeunesse et du seul noble effort
Auquel nous songerons à l’heure de la mort :
L’effort de se survivre en l’œuvre terminée.

Mais c’est la fin de cet espoir, du grand espoir,
Et c’est la fin d’un rêve aussi vain que les autres :
Le nom du dieu s’efface aux lèvres des apôtres
Et le plus vigilant trahit avant le soir.

Guirlandes de la gloire, ah ! Vaines, toujours vaines !
Mais c’est triste pourtant quand on avait rêvé
De ne pas trop périr et d’être un peu sauvé
Et de laisser de soi dans les barques humaines.

Las ! Le rose de moi je le sens défleurir,
Je le sens qui se fane et je sens qu’on le cueille !
Mon sang ne coule pas ; on dirait qu’il s’effeuille…
Et puisque la nuit vient, — j’ai sommeil de mourir !

   






Φθινόπωρο είναι, βρέχει, να, και ο χρόνος όλο σβήνει!
Η νιότη σβήνει, σβήνεις, ω προσπάθεια ευγενική,
που μόνο εσέ θα σκεφτούμε πεθαίνοντας, σεμνή
προσπάθεια να περάσουμε και το Έργο μας να μείνει.

Αχ! πάει κι αυτή που μ' έθρεφεν ελπίδα η πιο μεγάλη·
μάταιο σαν άλλα ονείρατα, τ' όνειρο πάει κι αυτό.
Όλα περνούν, οι πόθοι μας περνούν, ένα βουητό,
περνούμε, τέλος οι ίδιοι εμείς για να 'ρθουν αύριο
περνούμε τέλος οι ίδιος εμείς για να 'ρθουν αύριον άλλοι.

Γιρλάντα η δόξα εμάδησε κι είναι οι γιορτές φυγάτες.
Μόνο πικρία μένει σ' εκείνον που 'χε ονειρευτεί
πολύ να μην επέθανε και λίγο να σωθεί
και κάπως ναν τον αγαπούν χρόνοι, καιροί διαβάτες!

Αλίμονο! Με ρόδο τον εαυτό μου παρομοιάζω,
με ρόδο που μαραίνεται και γίνεται χλωμό!
Αίμα δεν τρέχει· θα 'λεγε κανείς πως φυλλορροώ...
Κι αφού πια τώρα ενύχτωσε — για θάνατο νυστάζω!