Και κατέβηκε με μαλακές κινήσεις τη συννεφένια σκάλα της και πέρασε αθόρυβα ανάμεσα απ’ τα τζάμια. Έπειτα απλώθηκε πάνω σου με την απαλή τρυφερότητα μιας μητέρας και απόθεσε τα χρώματά της πάνω στο πρόσωπό σου. Οι κόρες των ματιών σου έμειναν πράσινες, και τα μάγουλά σου ασυνήθιστα χλωμά. Κοιτάζοντας με θαυμασμό αυτή την επισκέπτρια τα μάτια σου μεγάλωσαν τόσο παράξενα και σου έσφιξε τόσο τρυφερά το στήθος, που σου ‘μείνε για πάντα η επιθυμία για δάκρυα.
Ωστόσο, μέσα στο ξέσπασμα της χαράς της, η Σελήνη γέμιζε όλο το δωμάτιο σα μια φωσφορική ατμόσφαιρα, σαν ένα λαμπερό ψάρι. Και όλο αυτό το ζωντανό φως σκεπτόταν και έλεγε: “Θα υποστείς αιώνια την επιρροή του φιλιού μου. Θα ‘σαι όμορφη με το δικό μου τρόπο. Θα αγαπήσεις αυτό που αγαπώ και αυτό που μ’ αγαπά: το νερό, τα σύννεφα, τη σιωπή και τη νύχτα, την απέραντη και πράσινη θάλασσα· το άμορφο και χιλιόμορφο νερό· τον τόπο όπου δε θα πάς· τον εραστή πού δε θα γνωρίσεις· τα τερατόμορφα λουλούδια· τα αρώματα πού φέρνουν παραλήρημα· τις γάτες που λιγώνονται πάνω στα πιάνα και που βογκούν σα γυναίκες, με μια βραχνή και γλυκιά φωνή!
Και θα αγαπηθείς από τους εραστές μου, θα θαυμαστείς από τους θαυμαστές μου. Θα είσαι η βασίλισσα των ανθρώπων που ‘χουν πράσινα μάτια, που τους έσφιξα κι αυτών το στήθος μέσ’ στα νυχτερινά χάδια μου· αυτών πού αγαπούν τη θάλασσα, την απέραντη, ταραγμένη και πράσινη θάλασσα, το άμορφο και χιλιόμορφο νερό, τον τόπο πού δεν βρίσκονται, τη γυναίκα πού δεν ξέρουν, τα σκυθρωπά λουλούδια που μοιάζουν με λιβανιστήρια μιας άγνωστης θρησκείας, τα αρώματα που παραλύουν τη θέληση, και τα άγρια και ηδονικά ζώα πού είναι τα σύμβολα της τρέλας τους”.
Γι’ αυτό, καταραμένο αγαπημένο χαϊδεμένο παιδί, είμαι τώρα ξαπλωμένος στα πόδια σου, ψάχνοντας σ’ όλο σου το πρόσωπο την αντανάκλαση της φοβερής Θεότητας, της μοιραίας νονάς σου, της δηλητηριάστριας παραμάνας όλων των φεγγαροπαρμένων.
Σαρλ Μπωντλαίρ, Τα Δώρα της Σελήνης, 20 Πεζά Ποιήματα, μτφρ.: Εύα Μυλωνά, εκδόσεις Ίκαρος
Sorrows Of The Moon-Charles Baudelaire
Tonight the moon dreams in a deeper languidness,
And, like a beauty on her cushions, lies at rest;
While drifting off to sleep, a tentative caress
Seeks, with a gentle hand, the contour of her breast;
As on a crest above her silken avalanche,
Dying, she yields herself to an unending swoon,
And sees a pallid vision everywhere she’d glance,
In the azure sky where blossoms have been strewn.
When sometime, in her weariness, upon her sphere
She might permit herself to sheda furtive tear,
A poet of great piety, a foe of sleep,
Catches in the hollow of his hand that tear,
An opal fragment, iridescent as a star;
Within his heart, far from the sun, it’s buried deep.