Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/i-gineka-gliptria-pou-prospathise-na-spasi-to-andriko-katestimeno-stin-techni-trelathike-ke-i-ikogenia-tis-tin-egkatelipse-se-psichiatrio-i-kamil-klontel-pethane-meta-apo-30-chronia-egklismou/
«Γυναίκες»… Το κύκνειο άσμα του μεγάλου Ουρουγουανού συγγραφέα
Εδουάρδο Γκαλεάνο, ενός ποιητή της μνήμης, ο οποίος έφυγε από τη ζωή τον
Απρίλη του 2015, είναι ένας ύμνος στη γυναίκα. Πρόκειται για μια
ανθολογία που την επεξεργάστηκε ο ίδιος ο συγγραφέας -δεν πρόλαβε να τη
δει τυπωμένη- με κείμενα επιλεγμένα από έργα του που καλύπτουν ένα
χρονολογικό φάσμα σαράντα περίπου χρόνων λογοτεχνικής δημιουργίας, από
το «Vagamundo» (1973), τη «Μνήμη της φωτιάς» (1982), το «Βιβλίο των
εναγκαλισμών» (1989), «Οι λέξεις ταξιδεύουν» (1993), «Ένας κόσμος
ανάποδα» (1998), ώς τους «Καθρέφτες» (2008) και το «Οι μέρες αφηγούνται»
(2012). Δεν πρόκειται για μια απλή, άτακτη παράθεση κειμένων, αλλά για
μια οργανωμένη σύνθεση που αποσκοπεί στο να αναδείξει τις πολυποίκιλες
όψεις του γυναικείου φύλου αλλά και να επιβεβαιώσει πόσο κεντρική θέση
κατείχε
η γυναίκα στη σκέψη και το έργο του σπουδαίου Ουρουγουανού.
Οι «Γυναίκες» είναι ο ύστατος αποχαιρετισμός του Εδουάρδο Γκαλεάνο στους αναγνώστες του, αποχαιρετισμός εσπευσμένος, μια και ο ίδιος δεν πρόλαβε να δει τυπωμένο το βιβλίο του πριν φύγει από τούτο τον κόσμο. Πρόλαβε τουλάχιστον να ετοιμάσει αυτή την ανθολογία – φόρο τιμής στη Γυναίκα, που τόσο κεντρική θέση είχε στη σκέψη, στο έργο και στη ζωή του γενικότερα. Με τη χαρακτηριστική του ποιητική πρόζα, μιλάει για γυναίκες που άφησαν το δικό τους στίγμα στην ιστορία, ανασύρει από τη λήθη συλλογικά κατορθώματα γυναικών, μιλάει για τις ρίζες του μισογυνισμού, για γυναίκες που αψήφησαν την κυρίαρχη ανδρική ερμηνεία της πραγματικότητας. Και όπως η γυναίκα με την οποία ξεκινά το βιβλίο, η Σεχραζάντ από τις «Χίλιες και μια νύχτες», αφηγείται ιστορίες στον βασιλιά για να μην τη σκοτώσει, έτσι και ο Γκαλεάνο, ένας μάγος της γλώσσας, αφηγείται τις ιστορίες του για να μην αφήσουμε τη μνήμη να πεθάνει, γιατί η μνήμη χτίζει το μέλλον.
Εδουάρδο Γκαλεάνο, από τους πιο σημαντικούς, κατά τη γνώμη μας, συγγραφείς της σύγχρονης Λατινικής Αμερικής. Δεινός χειριστής της γλώσσας, με καταβολές στο μαγικό ρεαλισμό, αλλά χωρίς να ορίζεται από αυτόν, ο Γκαλεάνο βυθίστηκε στους λατινοαμερικάνικους μύθους έχοντας πάντοτε σαν πρόταγμα το πολιτικό διακύβευμα που δεν ήταν άλλο από την αντίσταση και την απελευθέρωση των λαών της ηπείρου του. Και αυτό το εξέφρασε με πράξεις, μέσω της δημοσιογραφίας, του ακτιβισμού και των δοκιμίων του.
Πέρα από τις γνωστές τεχνοτροπίες, οι δουλειές του Γκαλεάνο συνδυάζουν έξοχα το μυθιστόρημα, την ιστορία, την πολιτική ανάλυση και το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ στα όρια του ντοκιμαντέρ. Όπως δήλωσε κάποτε: «είμαι ένας συγγραφέας που θα ήθελε να συνεισφέρει στη διάσωση της κλεμμένης μνήμης όλης της Αμερικής, αλλά πάνω από όλα της Λατινικής Αμερικής, πατρίδας περιφρονημένης και αγαπητής». Σταθμοί στην πορεία του ήταν βιβλία του όπως, “Οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής” (1971), «Ένας κόσμος ανάποδα (1998) -η περίφημη τριλογία, «Μνήμες φωτιάς» (1982-1986) και οι «Καθρέφτες-Μία σχεδόν παγκόσμια ιστορία» (2008). Φυλακίσθηκε και εξορίσθηκε από το τους πραξικοπηματίες της Ουρουγουάης και κατέφυγε στην Αργεντινή, αλλά, καθώς η χούντα του Βιντέλα έρχεται με βία στην εξουσία αναγκάζεται βρίσκεται αυτόματα στη λίστα αυτών που αντιμετωπίζουν το εκτελεστικό απόσπασμα. Μετοικεί στην Ισπανία και επιστρέφει στην πατρίδα του με την έλευση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στα μέσα του ΄80. Το 2004 στηρίζει το “Frente Amplio” (Ευρύ Μέτωπο) των Βάσκες και Μουχίκα.
Λάτρης των γυναικών, νυμφεύθηκε τρεις φορές και έγραψε πολλά και όμορφα για το λεγόμενο ασθενές φύλο. Λίγο πριν πεθάνει και έχοντας συνείδηση του μοιραίου, ο Γκαλεάνο θέλησε να μιλήσει για αυτές που πιο πολύ αγάπησε, μαζί με την Λατινική Αμερική -τις mujeres. Οι «Γυναίκες» αποτελούν θησαύρισμα από όσα κατά καιρούς είχε γράψει σε διάφορα βιβλία του. Βεβαίως, εδώ όλα τα πορτρέτα επιλέγονται και καλύπτουν ένα χρονικό διάστημα σαράντα χρόνων, από το “Vagamundo” (1973), τη “Μνήμη της φωτιάς” (1982), το “Βιβλίο των εναγκαλισμών” (1989)- “Οι λέξεις ταξιδεύουν” (1993), “Ένας κόσμος ανάποδα” (1998)- έως τους “Καθρέφτες” (2008) και το “Οι μέρες αφηγούνται” (2012).
Καθόλου τυχαίο πως διάλεξε σαν «αποχαιρετιστήριο» έργο διάφορα πρόσωπα της Γυναίκας γι’ αυτό και δεν τοποθετεί απλά δίπλα-δίπλα διάφορα κείμενα αναφοράς σε αυτήν, αλλά σκηνοθετεί με μαεστρία, ήτοι ανασυνθέτει, παλιότερα γραφτά του με απώτερο σκοπό να προβάλει τις απογόνους της Εύας, έμπλεος θαυμασμού και δέους για αυτές. Ο γοητευμένος Γκαλεάνο αφηγείται σαν άλλος παραμυθάς ιστορίες για σπουδαίες περσόνες που έγραψαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ιστορία όπως η Σεχραζάντ, η Λουίζ Μισέλ της Παρισινής Κομμούνας, η Εβίτα, η Ισπανίδα κομμουνίστρια Ματίλντε Λάντα, η Μπέσι Σμιθ, η Ζοζεφίνα Μπέικερ, η μαθηματικός Υπατία, η Ρίτα Χέιγουορθ, η μεξικάνα πόρνη Λέλια, η Σαπφώ, η Έμα Γκόλντμαν και δεκάδες άλλες που παρελαύνουν στις σελίδες του Γκαλεάνο. Πέρα από την γενναιότητα και τον ηρωισμό τους αναφορές κάνει στις διάφορες εκδοχές του φαλλοκρατισμού και πώς αυτές οι θηλυκές μορφές αμφισβήτησαν, η καθεμιά με την στάση της, τον τρόπο που οι άνδρες επέβαλλαν στο άλλο μισό του ουρανού τις δικές τους αλήθειες.
Καλύτερος επίλογος για τις «Γυναίκες» δεν μπορεί να υπάρξει άλλος από τα ίδια τα γραφόμενα του Γκαλεάνο: «Η Χίλντεργκαρντ του Μπίνγκεν πίστευε ‘πως το αίμα που λεκιάζει είναι το αίμα του πολέμου και όχι της περιόδου’ και παρότρυνε ανοιχτά τις γυναίκες να νιώθουν ευτυχισμένες που γεννήθηκαν γυναίκες… Η ηγουμένη Χίλντεγκαρντ, πουριτανή παρθένα με αυστηρές αρχές, ισχυριζόταν, με πρωτοφανείς γνώσεις, πως στον έρωτα η ευχαρίστηση της γυναίκας είναι μεγαλύτερη και περισσότερο έντονη από εκείνη του άνδρα: ‘Στη γυναίκα, είναι όπως ο ήλιος, που με τις απαλές του ακτίνες ζεσταίνει τη γη και την κάνει να καρποφορεί’. Έναν αιώνα πριν από την Χίλντεγκαρντ, ο γνωστός Πέρσης γιατρός Αβικέννας είχε περιλάβει στις Γενικές αρχές του μια λεπτομερή περιγραφή του γυναικείου οργασμού, ‘από τη στιγμή που τα μάτια της γίνονται κόκκινα, η αναπνοή της γρηγορότερη, κι αρχίζει να τραυλίζει’. Καθώς η ευχαρίστηση ήταν ανδρική υπόθεση, οι ευρωπαϊκές μεταφράσεις του έργου του Αβικέννα παρέλειψαν τη σελίδα».
Επικίνδυνο να δημοσιεύεις
Το 2004 η κυβέρνηση της Γουατεμάλας έσπασε για πρώτη φορά την παράδοση της ατιμωρησίας, και αναγνώρισε επισήμως ότι η Μίρνα Μακ είχε δολοφονηθεί κατόπιν εντολής του προέδρου της χώρας.Το έγκλημα της Μίρνας ήταν μια απαγορευμένη έρευνα.
Παρά τις απειλές, είχε εισχωρήσει στις ζούγκλες και τα βουνά όπου οι Ινδιάνοι που είχαν επιζήσει από τις επιδρομές του στρατου περιπλανιόντουσαν εξόριστοι στην ίδια τους τη γη. Και είχε καταγράψει τις φωνές τους.
Το 1989, σε ένα συνέδριο κοινωνικών επιστημών, ένας ανθρωπολόγος από τις Ηνωμένες Πολιτείες είχε παραπονεθεί για την πίεση που ασκούν τα πανεπιστήμια για συνεχείς δημοσιεύσεις:
«Στη χώρα μου», είπε, «αν δ εν δημοσιεύεις, θεωρείσαι νεκρός».
Και η Μίρνα είχε πει:
«Στη χώρα μου, θεωρείσαι νεκρός αν τυχόν δημοσιεύσεις.»
Εκείνη είχε δημοσιεύσει.
Τη σκότωσαν με απανωτές μαχαιριές.
***
Το ντουέτο
Η κιθάρα και η Βιολέτα Πάρα, είχαν μεγαλώσει μαζί.
Όταν η μια καλούσε, η άλλη ερχόταν αμέσως.
Η κιθάρα κι εκείνη γελούσαν, έκλαιγαν, ρωτούσαν η μια την άλλη, πίστευαν η μία στην άλλη.
Η κιθάρα είχε μια τρύπα στο στήθος.
Το ίδιο κι εκείνη.
Στις 5 Φεβρουαρίου του 1967 η κιθάρα φώναξε, αλλά η Βιολέτα δεν φάνηκε.
Δεν ξαναφάνηκε ποτέ.
***
Καμίγ Κλοντέλ
«Η οικογένεια αποφάνθηκε πως είναι τρελή και την έκλεισε στο τρελοκομείο.
Η Καμίγ Κλοντέλ πέρασε έγκλειστη εκεί μέσα τα τελευταία τριάντα χρόνια της ζωής της. Για το καλό της, είπαν.
Στο τρελοκομείο, μια παγωμένη φυλακή, αρνήθηκε να ζωγραφίσει και να καταπιαστεί με τη γλυπτική.
Η μητέρα και η αδερφή της δεν την επισκέφθηκαν ποτέ.
Καμιά φορά ερχόταν να τη δει ο αδερφός της Πολ, ο μουσικός.
Όταν η αμαρτωλή Καμίγ πέθανε, κανείς δεν πήγε να πάρει τη σορό της.
Ο κόσμος άργησε πολλά χρόνια μέχρι να ανακαλύψει ότι η Καμίγ δεν ήταν μόνο η ταπεινωμένη ερωμένη του Ογκίστ Ροντέν.
Σχεδόν μισό αιώνα μετά τον θάνατό της, τα έργα της αναστήθηκαν, ταξίδεψαν κι άφησαν τον κόσμο άναυδο: μπρούντζος που χορεύει, μάρμαρο που κλαίει, πέτρα που αγαπάει. Στο Τόκιο, οι τυφλοί ζήτησαν την άδεια να αγγίξουν τα γλυπτά της. Τα ακούμπησαν. Είπαν πως τα αγάλματα ανέπνεαν.»
Eduardo Galeano | Γυναίκες | μτφρ.: Ισμήνη Κανσή | εκδόσεις Πάπυρος
«Κοιτάξτε. Στη γλώσσα γουαρανί «νιε ε» σημαίνει «λέξη», αλλά και «ψυχή». Οι Ινδιάνοι Γουαρανί πιστεύουν πως όσοι λένε ψέματα ή σπαταλάνε τις λέξεις προδίδουντην ψυχή».
«Γράφω σε μια γλώσσα που σκέφτεται με τις αισθήσεις, μια γλώσσα sentipensante. Είναι μια λέξη που μου τη δίδαξαν οι ψαράδες της κολομβιάνικης ακτής στην Καραϊβική και εξηγεί γιατί δεν θέλω να με αποκαλούν «διανοούμενο».
Διότι νιώθω πως μεταμορφώνομαι σε ένα κεφάλι δίχως σώμα -μια όχι και πολύ ευχάριστη κατάσταση- και πως η λογική και η συγκίνησή μου υποχρεώνονται να πάρουν διαζύγιο η μία από την άλλη.
Θεωρείται διανοούμενος αυτός που είναι ικανός να γνωρίζει, εγώ όμως προτιμώ εκείνον που είναι ικανός να καταλαβαίνει. Καλλιεργημένος άνθρωπος δεν είναι εκείνος που συσσωρεύει γνώση, διότι τότε κανείς δεν θα ήταν πιο καλλιεργημένος από έναν υπολογιστή.
Καλλιεργημένος είναι αυτός που ξέρει πώς να ακούει τις χίλιες και μία φωνές του φυσικού κόσμου του οποίου είμαστε μέρη. Προκειμένου να μιλήσω, εγώ ακούω. Συλλέγω λέξεις τις οποίες επιστρέφω με τον δικό μου τρόπο, στον κόσμο από τον οποίο προέρχονται» έλεγε στο Monthly Review, σε μια από τις σπάνιες μεγάλες συνεντεύξεις του (2008)
ΠΗΓΗ