«Ήταν η πρώτη φορά που η Τζούνκο ένιωσε “κάτι” κοιτώντας τις φλόγες μιας φωτιάς: “κάτι” βαθιά μέσα της, ένα “κουβάρι” από συναισθήματα, θα το 'λεγε, γιατί ήταν πολύ ακατέργαστο, πολύ βαρύ, πολύ πηγαίο για να πάρει μορφή στο μυαλό της. Διαπέρασε το κορμί της κι εξαφανίστηκε, αφήνοντας πίσω ένα παράξενο, γλυκόπικρο συναίσθημα που της έσφιγγε το στήθος. Για αρκετή ώρα αφότου χάθηκε, ένιωθε μια ανατριχίλα στα μπράτσα.
“Πες μου κύριε Μιγιάκε, όταν βλέπεις τα σχήματα που παίρνει η φωτιά, δεν αισθάνεσαι κάπως παράξενα;”
“Τι εννοείς;”
“Δεν ξέρω. Είναι σαν να βλέπεις ξαφνικά πεντακάθαρα κάτι που για τον πολύ κόσμο περνάει απαρατήρητο στην καθημερινή ζωή. Δεν ξέρω πώς να το εκφράσω, δεν είμαι αρκετά έξυπνη, αλλά καθώς κοιτάζω τώρα τη φωτιά, νιώθω κάτι βαθύ, κάτι να με ηρεμεί”.
Ο Μιγιάκε σκέφτηκε για λίγο τα λόγια της. “Ξέρεις Τζουν”, είπε, “η φωτιά παίρνει όποιο σχήμα θέλει. Είν' ελεύθερη. Έτσι μπορεί να μοιάζει μ' οτιδήποτε, ανάλογα με το τι έχει μέσα τους αυτός που την κοιτάζει. Αν την κοιτάς και νιώθεις κάτι βαθύ, κάτι να σε ηρεμεί, είναι επειδή η φωτιά σού δείχνει το βαθύ και ήρεμο εαυτό που έχεις μέσα σου. Καταλαβαίνεις τις εννοώ;”».
Ἐρωτικὸ κάλεσμα-Μενέλαος Λουντέμης
Ἔλα κοντά μου, δὲν εἶμαι ἡ φωτιά.Τὶς φωτιὲς τὶς σβήνουν τὰ ποτάμια.
Τὶς πνίγουν οἱ νεροποντές.
Τὶς κυνηγοῦν οἱ βοριάδες.
Δὲν εἶμαι, δὲν εἶμαι ἡ φωτιά.
Ἔλα κοντά μου δὲν εἶμαι ἄνεμος.
Τοὺς ἄνεμους τοὺς κόβουν τὰ βουνά.
Τοὺς βουβαίνουν τὰ λιοπύρια.
Τοὺς σαρώνουν οἱ κατακλυσμοί.
Δὲν εἶμαι, δὲν εἶμαι ὁ ἄνεμος.
Ἐγὼ δὲν εἶμαι παρὰ ἕνας στρατολάτης
ἕνας ἀποσταμένος περπατητὴς
ποὺ ἀκούμπησε στὴ ρίζα μιᾶς ἐλιᾶς
ν᾿ ἀκούσει τὸ τραγούδι τῶν γρύλων.
Κι ἂν θέλεις, ἔλα νὰ τ᾿ ἀκούσουμε μαζί.
Η νύχτα στο νησί(απόσπασμα)
Pablo Neruda
Όλη τη νύχτα κοιμήθηκα μαζί σου
κοντά στη θάλασσα, στο νησί.
Ήσουν άγρια και γλυκιά ανάμεσα στην ηδονή
και στον ύπνο ανάμεσα στη φωτιά και στο νερό.
Ίσως πολύ αργά ενώθηκαν τα όνειρά μας,
στα ψηλά ή στα βαθιά,
στα ψηλά σαν κλαδιά που κουνάει ο ίδιος άνεμος,
στα χαμηλά σαν κόκκινες ρίζες που αγγίζονται.
Ίσως το όνειρό σου χωρίστηκε από το δικό μου
κοντά στη θάλασσα, στο νησί.
Ήσουν άγρια και γλυκιά ανάμεσα στην ηδονή
και στον ύπνο ανάμεσα στη φωτιά και στο νερό.
Ίσως πολύ αργά ενώθηκαν τα όνειρά μας,
στα ψηλά ή στα βαθιά,
στα ψηλά σαν κλαδιά που κουνάει ο ίδιος άνεμος,
στα χαμηλά σαν κόκκινες ρίζες που αγγίζονται.
Ίσως το όνειρό σου χωρίστηκε από το δικό μου
Pablo Neruda-(Απουσία-απόσπασμα)
Αγάπη μου,
συναντηθήκαμε
διψασμένοι και
ήπιαμε όλο το νερό και το αίμα,
βρεθήκαμε
πεινασμένοι
και δαγκωθήκαμε
όπως δαγκώνει η φωτιά,
αφήνοντας πάνω μας πληγές.
Κακή φωτιά
Εγώ είμ' εδώ ανυπόταχτος και παραστρατισμένος,
εγώ δαγκώνω με θυμό της φτώχειας το ψωμί,
νόθος της τέχνης είμ' εγώ και της ιδέας διωγμένος
από μιαν έγνοια ο νους θολός, δαρμένο το κορμί.
Ο λύχνος μου στης ιερής μελέτης το τραπέζι
σαν ένα νεκροκάντηλο στα μάτια μου αχνοπαίζει
όλα πολέμια κρύα βιβλία, κοντύλια και χαρτιά.
Με καίει κακιά φωτιά.
Εμέ η ζωή μου πλάνεμα και η γέννησή μου λάθος
το λόγο δεν ορέγομαι, δεν ξέρω το ρυθμό
σέρνουν εμένα δυό άλογα, τ' αράπικο το πάθος
και τ΄ αφροστάλαχτο όνειρο μπορεί και στο γκρεμό.
- See more at: http://e-kozani.blogspot.gr/2013/02/blog-post_6572.html#sthash.ySchDnet.dpufεγώ δαγκώνω με θυμό της φτώχειας το ψωμί,
νόθος της τέχνης είμ' εγώ και της ιδέας διωγμένος
από μιαν έγνοια ο νους θολός, δαρμένο το κορμί.
Ο λύχνος μου στης ιερής μελέτης το τραπέζι
σαν ένα νεκροκάντηλο στα μάτια μου αχνοπαίζει
όλα πολέμια κρύα βιβλία, κοντύλια και χαρτιά.
Με καίει κακιά φωτιά.
Εμέ η ζωή μου πλάνεμα και η γέννησή μου λάθος
το λόγο δεν ορέγομαι, δεν ξέρω το ρυθμό
σέρνουν εμένα δυό άλογα, τ' αράπικο το πάθος
και τ΄ αφροστάλαχτο όνειρο μπορεί και στο γκρεμό.
[Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα…],
Οδυσσέα Ελύτη
Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα
Με τις γυναίκες τους ήλιους τα σκυλιά μας
Παίξαμε τραγουδήσαμε ήπιαμε νερό
Φρέσκο καθώς ξεπήδαγε από τους αιώνες
Το απομεσήμερο για μια στιγμή καθήσαμε
Και κοιταχτήκαμε βαθιά μέσα στα μάτια.
Μια πεταλούδα πέταξε απ΄ τα στήθια μας
Ήτανε πιο λευκή
Απ΄ το μικρό λευκό κλαδί της άκρης των ονείρων μας
Ξέραμε πως δεν ήταν να σβηστεί ποτές
Πως δε θυμότανε καθόλου τι σκουλήκια έσερνε
Το βράδυ ανάψαμε φωτιά
Και τραγουδούσαμε γύρω τριγύρω:
Φωτιά ωραία φωτιά μη λυπηθείς τα κούτσουρα
Φωτιά ωραία φωτιά μη φτάσεις ως τη στάχτη
Φωτιά ωραία φωτιά καίγε μας
λέγε μας τη ζωή.
Με τις γυναίκες τους ήλιους τα σκυλιά μας
Παίξαμε τραγουδήσαμε ήπιαμε νερό
Φρέσκο καθώς ξεπήδαγε από τους αιώνες
Το απομεσήμερο για μια στιγμή καθήσαμε
Και κοιταχτήκαμε βαθιά μέσα στα μάτια.
Μια πεταλούδα πέταξε απ΄ τα στήθια μας
Ήτανε πιο λευκή
Απ΄ το μικρό λευκό κλαδί της άκρης των ονείρων μας
Ξέραμε πως δεν ήταν να σβηστεί ποτές
Πως δε θυμότανε καθόλου τι σκουλήκια έσερνε
Το βράδυ ανάψαμε φωτιά
Και τραγουδούσαμε γύρω τριγύρω:
Φωτιά ωραία φωτιά μη λυπηθείς τα κούτσουρα
Φωτιά ωραία φωτιά μη φτάσεις ως τη στάχτη
Φωτιά ωραία φωτιά καίγε μας
λέγε μας τη ζωή.
O. ΕΛΥΤΗΣ “Βάθος»
Αρχίσαμε μια λέξη που να μην χωράει τον ουρανό
αλλά να τυραννει την άνεση του άνεμου, καθώς ξεχύνεται
στις χτυπημένες από την αρμη της προσδοκίας στεριές 'η
πάνω στα κρύα μουράγια όπου βαδίζει από αιώνες
απόκληρος της λησμονιάς ο ίσκιος.
Ορκισμένη χωρά!
Ακόμη θυμόμαστε τα κουρέλια μιας πυρκαγιάς γενναιοφρονης,
τα πειράματα ενός χαρταετού που σάστισε τα δάχτυλα μας
ψηλά στον αέρα 'η στην αρχή ενός δρόμου όπου σταθήκαμε
για αναζητήσουμε μια γυναίκα γεμάτη ανταποκρίσεις,
γεμάτη σκιές στοργής ταιριασμένης στα τολμηρά κεφάλια μας.
Ακόμη θυμόμαστε την αγνότητα που την είχαμε βρει τόσο αινιγματική,
πλυμένη σε μιαν αυγή που αγαπούσαμε, γιατί δεν ξέραμε
πως μέσα μας, ακόμη πιο βαθιά, ετοιμάζαμε αλλά όνειρα πιο μεγάλα
που θαπρεπε να σφίξουν στην αγκαλιά τους
ακόμη περισσότερο χώμα, περισσότερο αίμα, περισσότερο νερό,
περισσότερη φωτιά, περισσοτέρων Έρωτα!
αλλά να τυραννει την άνεση του άνεμου, καθώς ξεχύνεται
στις χτυπημένες από την αρμη της προσδοκίας στεριές 'η
πάνω στα κρύα μουράγια όπου βαδίζει από αιώνες
απόκληρος της λησμονιάς ο ίσκιος.
Ορκισμένη χωρά!
Ακόμη θυμόμαστε τα κουρέλια μιας πυρκαγιάς γενναιοφρονης,
τα πειράματα ενός χαρταετού που σάστισε τα δάχτυλα μας
ψηλά στον αέρα 'η στην αρχή ενός δρόμου όπου σταθήκαμε
για αναζητήσουμε μια γυναίκα γεμάτη ανταποκρίσεις,
γεμάτη σκιές στοργής ταιριασμένης στα τολμηρά κεφάλια μας.
Ακόμη θυμόμαστε την αγνότητα που την είχαμε βρει τόσο αινιγματική,
πλυμένη σε μιαν αυγή που αγαπούσαμε, γιατί δεν ξέραμε
πως μέσα μας, ακόμη πιο βαθιά, ετοιμάζαμε αλλά όνειρα πιο μεγάλα
που θαπρεπε να σφίξουν στην αγκαλιά τους
ακόμη περισσότερο χώμα, περισσότερο αίμα, περισσότερο νερό,
περισσότερη φωτιά, περισσοτέρων Έρωτα!
Φωτιὲς τοῦ Ἅϊ-Γιάννη ( Γιώργος Σεφέρης)
Ἡ μοίρα μας, χυμένο μολύβι, δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀλλάξει
δὲν μπορεῖ νὰ γίνει τίποτε.
Ἔχυσαν τὸ μολύβι μέσα στὸ νερὸ κάτω ἀπὸ τ᾿ ἀστέρια κι ἂς ἀνάβουν οἱ φωτιές.
Ἂν μείνεις γυμνὴ μπροστὰ στὸν καθρέφτη τὰ μεσάνυχτα βλέπεις
βλέπεις τὸν ἄνθρωπο νὰ περνᾶ στὸ βάθος τοῦ καθρέφτη
τὸν ἄνθρωπο μέσα στὴ μοίρα σου ποὺ κυβερνᾶ τὸ κορμί σου,
μέσα στὴ μοναξιὰ καὶ στὴ σιωπὴ τὸν ἄνθρωπο
τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς σιωπής
κι ἂς ἀνάβουν οἱ φωτιές.
Τὴν ὥρα ποὺ τέλειωσε ἡ μέρα καὶ δὲν ἄρχισε ἡ ἄλλη
τὴν ὥρα ποὺ κόπηκε ὁ καιρός
ἐκεῖνον ποὺ ἀπὸ τώρα καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ κυβερνοῦσε τὸ κορμί σου
πρέπει νὰ τὸν εὕρεις
πρέπει νὰ τὸν ζητήσεις γιὰ νὰ τὸν εὕρει τουλάχιστο
κάποιος ἄλλος, ὅταν θά ῾χεις πεθάνει.
Εἶναι τὰ παιδιὰ ποὺ ἀνάβουν τὶς φωτιὲς καὶ φωνάζουν μπροστὰ στὶς φλόγες μέσα στὴ ζεστὴ νύχτα
(Μήπως ἔγινε ποτὲς φωτιὰ ποὺ νὰ μὴν τὴν ἄναψε κάποιο παιδί, ὦ Ἠρόστρατε)
καὶ ρίχνουν ἁλάτι μέσα στὶς φλόγες γιὰ νὰ πλαταγίζουν
(Πόσο παράξενά μας κοιτάζουν ξαφνικὰ τὰ σπίτια, τὰ χωνευτήρια τῶν ἀνθρώπων, σὰν τὰ χαϊδέψει κάποια
ἀνταύγεια).
Ἡ μοίρα μας, χυμένο μολύβι, δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀλλάξει
δὲν μπορεῖ νὰ γίνει τίποτε.
Ἔχυσαν τὸ μολύβι μέσα στὸ νερὸ κάτω ἀπὸ τ᾿ ἀστέρια κι ἂς ἀνάβουν οἱ φωτιές.
Ἂν μείνεις γυμνὴ μπροστὰ στὸν καθρέφτη τὰ μεσάνυχτα βλέπεις
βλέπεις τὸν ἄνθρωπο νὰ περνᾶ στὸ βάθος τοῦ καθρέφτη
τὸν ἄνθρωπο μέσα στὴ μοίρα σου ποὺ κυβερνᾶ τὸ κορμί σου,
μέσα στὴ μοναξιὰ καὶ στὴ σιωπὴ τὸν ἄνθρωπο
τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς σιωπής
κι ἂς ἀνάβουν οἱ φωτιές.
Τὴν ὥρα ποὺ τέλειωσε ἡ μέρα καὶ δὲν ἄρχισε ἡ ἄλλη
τὴν ὥρα ποὺ κόπηκε ὁ καιρός
ἐκεῖνον ποὺ ἀπὸ τώρα καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ κυβερνοῦσε τὸ κορμί σου
πρέπει νὰ τὸν εὕρεις
πρέπει νὰ τὸν ζητήσεις γιὰ νὰ τὸν εὕρει τουλάχιστο
κάποιος ἄλλος, ὅταν θά ῾χεις πεθάνει.
Εἶναι τὰ παιδιὰ ποὺ ἀνάβουν τὶς φωτιὲς καὶ φωνάζουν μπροστὰ στὶς φλόγες μέσα στὴ ζεστὴ νύχτα
(Μήπως ἔγινε ποτὲς φωτιὰ ποὺ νὰ μὴν τὴν ἄναψε κάποιο παιδί, ὦ Ἠρόστρατε)
καὶ ρίχνουν ἁλάτι μέσα στὶς φλόγες γιὰ νὰ πλαταγίζουν
(Πόσο παράξενά μας κοιτάζουν ξαφνικὰ τὰ σπίτια, τὰ χωνευτήρια τῶν ἀνθρώπων, σὰν τὰ χαϊδέψει κάποια
ἀνταύγεια).
Μὰ ἐσὺ ποὺ γνώρισες τὴ χάρη τὶς πέτρας πάνω στὸ θαλασσόδαρτο βράχο
τὸ βράδυ ποὺ ἔπεσε ἡ γαλήνη
ἄκουσες ἀπὸ μακριὰ τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς σιωπῆς
μέσα στὸ κορμί σου
τὴ νύχτα ἐκείνη τοῦ Ἅι-Γιάννη
ὅταν ἔσβησαν ὅλες οἱ φωτιές
καὶ μελέτησες τὴ στάχτη κάτω ἀπὸ τ᾿ ἀστέρια.
Λονδίνο, Ἰούλιος 1932
τὸ βράδυ ποὺ ἔπεσε ἡ γαλήνη
ἄκουσες ἀπὸ μακριὰ τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς σιωπῆς
μέσα στὸ κορμί σου
τὴ νύχτα ἐκείνη τοῦ Ἅι-Γιάννη
ὅταν ἔσβησαν ὅλες οἱ φωτιές
καὶ μελέτησες τὴ στάχτη κάτω ἀπὸ τ᾿ ἀστέρια.
Λονδίνο, Ἰούλιος 1932
Τέχνη-Τάσος Λειβαδίτης(απόσπασμα)
Ἔζησα τά πάθη σά μιὰ φωτιά,
τάδα ὕστερα νά μαραίνονται καί νά σβήνουν
καί μ' ὅλο πού ξέφευγα ἀπόνα κίνδυνο, ἔκλαψα
γι' αὐτό τό τέλος πού ὑπάρχει σέ ὅλα.
Δόθηκα στά πιό μεγάλα ἰδανικά, μετά τ' ἀπαρνήθηκα,
καί τούς ξαναδόθηκα ἀκόμα πιό ἀσυγκράτητα.
Ἔνοιωσα ντροπή μπροστά στούς καλοντυμένους,
καί θανάσιμη ἐνοχή γιά ὅλους τοὺς ταπεινωμένους καί τοὺς φτωχούς...
τάδα ὕστερα νά μαραίνονται καί νά σβήνουν
καί μ' ὅλο πού ξέφευγα ἀπόνα κίνδυνο, ἔκλαψα
γι' αὐτό τό τέλος πού ὑπάρχει σέ ὅλα.
Δόθηκα στά πιό μεγάλα ἰδανικά, μετά τ' ἀπαρνήθηκα,
καί τούς ξαναδόθηκα ἀκόμα πιό ἀσυγκράτητα.
Ἔνοιωσα ντροπή μπροστά στούς καλοντυμένους,
καί θανάσιμη ἐνοχή γιά ὅλους τοὺς ταπεινωμένους καί τοὺς φτωχούς...
Συγχώρα με, αγάπη μου - Τάσος Λειβαδίτης(απόσπασμα)σ' ἀναζητάω σὰν τὸν τυφλό,ποῦ ψάχνει νὰ βρεῖ τὸ πόμολο τῆς πόρτας σ'ἕνα σπίτι που' πιάσε φωτιά
σαν τον τρελό που, κλειδωμένος στο κελί του,
ζωγράφισε στον τοίχο μια πόρτα κι έφυγε
ίσως όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πιά καθόλου ο ένας τον άλλον.
Eτσι που επιτέλους να μπορέσουμε να γνωριστούμε.
ζωγράφισε στον τοίχο μια πόρτα κι έφυγε
ίσως όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πιά καθόλου ο ένας τον άλλον.
Eτσι που επιτέλους να μπορέσουμε να γνωριστούμε.
Πίσω απ΄τις γρίλιες παίζονται δράματα σκοτεινά
αυτοί που οραματίστηκαν χάθηκαν τόσο νέοι.-
ζήσαμε με χαμένα όνειρα και σκοτωμένη μουσική…
Γιάννης Ρίτσος- ''Ημερολόγιο μιας εβδομάδας'' του Πολυτεχνείου(απόσπασμα)
17 Νοεμβρίου
Βαριά σιωπή διάτρητη απ΄τους πυροβολισμούς, πικρή πολιτεία,
αίμα, φωτιά, η πεσμένη πόρτα, ο καπνός, το ξύδι,
ποιός θα πει περιμένω μέσα απ το μέσα μαύρο.
Μικροί σχοινοβάτες με τα μεγάλα παπούτσια μ΄έναν επίδεσμο φωτιά στο κούτελο,
κόκκινο σύρμα, κόκκινο πουλί και το μοναχικό σκυλί στ΄ αποκλεισμένα προάστια
ενώ χαράζει η χλωμότερη μέρα πίσω απ΄τα καπνισμένα αγάλματα
κι ακούγεται ακόμη η τελευταία κραυγή διαλυμένη στις λεωφόρους
πάνω απ΄τα τανκς μέσα στους σκόρπιους πυροβολισμούς..
Πως μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε; πως μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;
Θωμάς Γκόρπας - Ποίηση
Ποίηση
ανάμνηση από φίλντισι
περίπατος τα ξημερώματα
άναμμα τσιγάρου κατά λάθος από φεγγάρι
χαρταετός που ξέφυγε απ’ τα χέρια παιδιού
κλάμα παιδιού στη μέση πανηγυριού
φιλία ανάμεσα σε δυο προδοσίες
κλωνάρι που ταξιδεύει
δασκάλα μόνη μελαγχολική στο διάλειμμα
ένα βιολί που παίζει μοναχό του
αριθμός 7
της καρδιάς τα μέσα φυλλώματα
χαλκός χαλκωματένια χαλκωματάς-όλα τα παλιά γυαλίζω
χρυσάφι για όλους ή για κανένα
πόλη που κυριεύτηκε άδεια μετά μακρά πολιορκία
παλιές φωτογραφίες και μακρυμπάνι της μνήμης
πεταλούδα που γλιτώνει απ’ τη φωτιά
φωτιά που γλιτώνει απ’ τα νερά
χαρά που γλιτώνει απ’ τα γεράματα
βιολέτες σ’ άσπρο λαιμό
άσπρο άλογο που τρέχει σε μαύρο ουρανό
μαύρος ήλιος καλοκαιρινός
άσπρος ήλιος χειμωνιάτικος
λεμόνι κάρβουνο γλυκό του κουταλιού
νύχτα στρωμένη τσιγάρα
λέξεις.Ο ΚΑΙΟΜΕΝΟΣ-Τάκης Σινόπουλος
Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω.
Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένoς να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.
ΕΥΦΛΕΚΤΗ Η ΑΠΟΣΤΑΣΗ-Κική Δημουλά(απόσπασμα)
Ἀσυγχώρητη ἀπροσεξίανὰ μοῦ στείλεις ἐπὶ χάρτου ἐφημερίδας
ὁλοσέλιδή τη φωτογραφία σου
μὲ ἀναμμένο τὸ τσιγάρο της.
Ἂν ἔπιανε φωτιὰ ἡ παραλαβή;
Ποιὰ πυροσβεστικὴ
ψυχραιμία εἰς μάτην θὰ καλοῦσα
σὲ ποιὸ διανυκτερεῦον ἔγκαυμα
θὰ ἔτρεχα ἀνήμπορο ἐγὼ χαρτὶ καμένο
σὲ ποιὰν ἐξαντλημένη θεραπεία
σὲ ποιὰν ἀποζημίωση μετά.
Ἀσφάλεια ἀναθρώσκοντος καπνοῦ
δὲν ἔχω κάνει.
Αργύρης Χιόνης
"Χειμώνας πάλι
σβηστή η φωτιά του έρωτα
και η καρδιά μου κρύα".
Φωτιά μέσα στα χόρτα που έρπει-Τόλης Νικηφόρου
μ' αρέσει αυτό το κάτι στη φωνή σου. ήχος αχνός κι εκστατικός,
ένα φτερούγισμα που απλώνεται τριγύρω, όπως όταν στο βάθος
τ' ουρανού χαράζει κι όλα τα άλλα φώτα χαμηλώνουν. μ' αρέσει
αυτό το κόκκινο στις λέξεις σου, θαμπό σαν τη φωτιά μέσα στα
χόρτα που έρπει και φανερώνει ξαφνικά τη λάμψη και το χρώμα
της. δρόμος μακρύς κάτω απ' τα κάστρα κι είσαι η πλατεία με τις
μουσικές στο τέρμα του
Ποιητική συλλογή Τραβέρσο (1975)
ΜΟΥΣΩΝΑΣ-Νίκος Καββαδίας (απόσπασμα)
Τρελός Μουσώνας ράγισε μεσονυχτίς τα ρέλια.
Στο χέρι σου χλωρό κλαρί, χαρτί κι ένα φτερό.
Τέσσεροι κάμανε καιροί τα ρούχα σου κουρέλια.
Να σε σκεπάσω θέλησα, γλιστράς και δε μπορώ.
Στο χέρι σου χλωρό κλαρί, χαρτί κι ένα φτερό.
Τέσσεροι κάμανε καιροί τα ρούχα σου κουρέλια.
Να σε σκεπάσω θέλησα, γλιστράς και δε μπορώ.
Κοράλλι ο κατραμόκωλος βαστάει να σε φιλέψει.
Γιατί μπήγεις τα νύχια σου στη σάπια κουπαστή;
Είν' ένα φάδι αθώρητο και μου μποδάει τη βλέψη.
Γαλάζιο βλέπω μοναχά, γαλάζιο και σταχτί.
Γιατί μπήγεις τα νύχια σου στη σάπια κουπαστή;
Είν' ένα φάδι αθώρητο και μου μποδάει τη βλέψη.
Γαλάζιο βλέπω μοναχά, γαλάζιο και σταχτί.
Παρακαλώ σε κάθησε να ξημερώσει κάπως.
Χρώμα να βρώ, το πράσινο και τίντες μυστικές.
Κι απέ, το θρύλο να σου πω που μου 'πε μαύρος κάπος
τη νύχτα που μας έγλειφε φωτιά στο Μαρακές.
Χρώμα να βρώ, το πράσινο και τίντες μυστικές.
Κι απέ, το θρύλο να σου πω που μου 'πε μαύρος κάπος
τη νύχτα που μας έγλειφε φωτιά στο Μαρακές.