Σελίδες

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2022

Παύλος Νιρβάνας : Το φλουρί του φτωχού

Το πρώτο φλουρί της βασιλόπιτας που μου ’πεσε –ένα αληθινό φλουρί, γιατί ο πατέρας μου τον καιρό εκείνο, πριν φτωχύνει ακόμη, όπως φτώχυνε στα υστερνά του, συνήθιζε να βάζει στη βασιλόπιτα του σπιτιού μας μια χρυσή εγγλέζικη λίρα– βγήκε μοιρασμένο.

Πώς έρχονται τα πράγματα καμιά φορά!

Ο πατέρας μου, όρθιος μπροστά στο αγιοβασιλιάτικο τραπέζι, έκοβε την πίτα, ονοματίζοντας κάθε κομμάτι ξεχωριστά, πριν κατεβάσει το μεγάλο μαχαίρι του ψωμιού. Αφού έκοψε το κομμάτι του σπιτιού, των αγίων, το δικό του και της μητέρας μου, πριν αρχίσει να κομμάτια των παιδιών, σταμάτησε, σα να θυμήθηκε κάτι.

«Ξεχάσαμε», είπε, «το κομμάτι του φτωχού. Αυτό έπρεπε να ’ρθει ύστερ’ από τους αγίους. Ας είναι όμως. Θα το κόψω τώρα και ύστερα θ’ αρχίσω τα παιδιά. Πρώτα ο φτωχός».

Κατέβασε το μαχαίρι.

«Του φτωχού…» ονομάτισε.

Έπειτα ερχότανε το δικό μου κομμάτι, που ήμουν ο μεγαλύτερος από τα παιδιά.

Καθώς τραβούσε όμως το κομμάτι του φτωχού, για να κόψει το δικό μου, το χρυσό φλουρί κύλησε απάνω στο τραπεζομάντιλο. Το κόψιμο της πίτας σταμάτησε. Κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον, κι ο πατέρας όλους μας.

«Ποιανού είναι τώρα το φλουρί;» είπε η μητέρα μου. «Του ζητιάνου ή του Πέτρου; Εγώ λέω πως είναι του Πέτρου».

Η καημένη η μητέρα. Το είχε καημό να μου πέσει εμένα το φλουρί, γιατί ήμουν άτυχο παιδί. Ποτέ μου δεν είχα κερδίσει τίποτε.

«Ούτε του ζητιάνου είναι», είπε ο πατέρας μου, «ούτε του Πέτρου. Το σωστό σωστό. Το φλουρί μοιράστηκε. Ήτανε ανάμεσα στα δυο κομμάτια. Καθώς τα χώρισε το μαχαίρι, έπεσε κάτω. Το μισό είναι του ζητιάνου, το μισό του Πέτρου».

«Και τι θα γίνει τώρα;» ρώτησε στενοχωρημένη η μητέρα μου.

«Τι θα γίνει;…» συλλογιζόμαστε κι εμείς.

«Μην πονοκεφαλάτε…» είπε ο πατέρας.

Άνοιξε το πορτοφολάκι του, έβγαλε από μέσα δύο μισές χρυσές λίρες –το χρυσάφι τότε δεν είχε κρυφτεί ακόμα– και τις ακούμπησε στο τραπέζι:

«Να τι θα γίνει. Αυτή φυλάχτε τη να τη δώσετε στον πρώτο ζητιάνο που θα χτυπήσει την πόρτα μας. Είναι η τύχη του. Η άλλη μισή είναι του Πέτρου».

Και μου την έδωκε.

«Καλορίζικη! Και του χρόνου, παιδί μου. Είσαι ευχαριστημένος;»

Ήμουν και με το παραπάνω. Η ιδέα, μάλιστα, πως είχα συντροφέψει με το ζητιάνο με διασκέδαζε πολύ.

«Θα του τη δώσω εγώ, με το χέρι μου…» είπα.

Γελούσαμε όλοι με την παράξενη τύχη μου. Τα άλλα παιδιά με πειράζανε: «ο σύντροφος του ζητιάνου». Μονάχα ο πατέρας μου δε γελούσε. Εκείνος με τράβηξε κοντά του, με φίλησε και μου είπε:

«Μπράβο σου. Είσαι καλό παιδί       

Το άλλο πρωί, μόλις ξυπνήσαμε, χτύπησε η πόρτα. Κάτι μου ’λεγε πως ήταν ο ζητιάνος, που έφτανε βιαστικός να πάρει το μερίδιό του. Έτρεξα στην πόρτα, με τη μισή λίρα. Ήταν ένας γέρος ζητιάνος με κάτασπρη γενειάδα, γειρτός από τα χρόνια. Και μουρμούριζε ευχές τρέμοντας από το κρύο.

«Πάρε, παππού…» του είπα.

Ο γέρος, που δεν έβλεπε καλά και που του είχε γυαλίσει, φαίνεται, παράξενα από μακριά το χρυσό νόμισμα, το ’φερε κοντά στα μάτια του, για να το κοιτάξει καλύτερα. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως κρατούσε χρυσάφι στα χέρια του τον καιρό εκείνο, που όλοι δίνανε στους ζητιάνους δίλεφτα και μονόλεφτα.

«Τι είν’ αυτό, παιδάκι μου;» με ρώτησε. «Δυάρα γυαλισμένη;»

«Μισή λίρα είναι, παππού…» του είπα. «Πάρ’ τηνε. Δικιά σου είναι».

Ο καημένος ο ζητιάνος δεν ήθελε να το πιστέψει:

«Μήπως έκανες λάθος, παιδάκι μου; Για ρώτησε τους γονιούς σου. Δεν έχω όρεξη να με παίρνουνε στις αστυνομίες για κλέφτη, μέρα που είναι».

Του εξήγησα με τι τρόπο είχαμε μοιρασθεί το φλουρί της βασιλόπιτας. Ο γέρος έτρεμε τώρα περισσότερο. Μα έτρεμε από τη χαρά του. Σήκωσε ψηλά τ’ αρρωστημένα του μάτια και είπε:

«Ο Θεός είναι μεγάλος. Να ζήσεις, παιδάκι μου, να σε χαίρονται οι γονείς σου. Και ο Θεός να σ’ αξιώσει να ’χεις πάντα όλα τα καλά, να τα μοιράζεις με τους φτωχούς και τους αδικημένους. Την ευχή μου να’ χεις».

Μου ’δωσε την ευχή του, σήκωσε πάλι ψηλά, κατά τον ουρανό, τα αρρωστημένα του μάτια και κατέβηκε, με το ραβδί του, τη σκάλα.

Έτσι τέλειωσε η ιστορία του φλουριού της βασιλόπιτας εκείνη τη χρονιά. Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια. Μα από τότε, όσες φορές δίνω μια βοήθεια σ’ ένα φτωχό, συλλογίζομαι: Τάχα εγώ μοιράζω τα λεφτά μου με το φτωχό ή ο φτωχός μοιράζεται τα λεφτά του μ’ εμένα; Αυτό δεν μπορούσα να καταλάβω ούτε τότε, που μοίρασα με τον παλιό ζητιάνο το φλουρί της βασιλόπιτας.

*Απόσπασμα χριστουγεννιάτικου διηγήματος του Παύλου Νιρβάνα (Χριστουγεννιάτικες ιστορίες, επιλογή – επιμέλεια Δημήτρης Ποσάντζης, Καστανιώτης, 2009)


Ο Παύλος Νιρβάνας, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Πέτρου Αποστολίδη, γεννήθηκε το 1866 στη Μαριούπολη της Ρωσίας. Ήταν γιος του εμπόρου Κωνσταντίνου Απ. Κουμιώτη από τη Σκόπελο και της Μαριέτας Ιω. Ράλλη από τη γνωστή οικογένεια της Χίου. Σε παιδική ηλικία εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1883-1890) και μετά την αποφοίτησή του κατατάχθηκε στο βασιλικό ναυτικό ως ανθυπίατρος. Η πορεία του ήταν ανοδική και ως το 1922, οπότε παραιτήθηκε με το βαθμό του αρχίατρου είχε διατελέσει πρόεδρος της Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής του Ναυτικού και τμηματάρχης του Υπουργείου Ναυτικών. Μετά την παραίτησή του αφοσιώθηκε στη δημοσιογραφία και τη συγγραφή. Το 1928 έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Πέθανε το 1937 στην Αθήνα σε ηλικία εξηνταενός χρόνων.