Σελίδες

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2022

Μαρία Πολύδούρη -Κώστας Καρυωτάκης- Έξι επιστολές

 'Eξι επιστολές
Οι τέσσερις πρώτες (τρείς της
Μαρία Πολυδούρη και μία του Κωσταντίνου Καρυωτάκη) γράφτηκαν κατά την διάρκεια της σχέσης τους, τον μήνα Μάιο.
Την χρονική εκείνη περίοδο η Μαρία βρισκόταν στην Καλαμάτα και ο ποιητής στην Αθήνα.

Παρασκευή απόγευμα (27/5/1922)
Μόλις εξύπνησα από μία δυνατή βροντή· βρέχει έξω ενώ ο ουρανός είναι σχεδόν όλος καθαρός.
Τα δέντρα του δρόμου σχεδόν γυμνά, το μολυβένιο βουνό, οι βρεγμένες στέγες, το αραιό
κελάηδισμα των πουλιών –μια φθινοπωρινή εικόνα.
Είναι τόσο όμορφα άραγε δώ πέρα ή είναι όμορφη ή διάθεση της ψυχής μου;
Αλλά και οι άλλοι άνθρωποι δεν είναι αδιάφοροι. Ξαναβρήκα τους παλιούς μου φίλους σκυθρωπούς,
χωρίς καμία ζωή μέσα τους.
Οι λίγοι περίπατοι το βράδυ με το φεγγαράκι στο βραχίονα, τόσο
σιωπηλοί, σαν σκιές. Που είναι οι άλλοτε χαρωπές παρέες; Τα τραγούδια, οι βάρκες, τα παιχνίδια;
Που είναι τα τόσα λευκά παιδάκια που πλημμύριζαν άλλοτε την ακρογιαλιά;
Το βραδάκι θα βρίσκομαι στον κήπο της Εδέμ με κάποιες φίλες μου. Είναι ο κήπος που
σου είχα πει- θυμάσαι; Ω! ω! Τι γλυκές αναμνήσεις...!
Τα λουλούδια σου ζουν ακόμα· οι μαργαρίτες σου εκστατικές σαν τα μάτια σου που
μιλούν πάντα για σένα!
Μην με ξεχνάς, αγαπημένε μου
Μαρίκα


Σελίδα ημερολογίου της Μαρίας Πολυδούρη (αρχείο οικογενείας Πολυδούρη)
Σάββατο βράδυ(28/5/1922)

Τάκη αγαπημένε μου! πόσο μου φαίνεται χρόνος κάθε ώρα που περνώ μακριά σου! Επίστευα,
πριν φύγω, πως δεν θα σε θυμόμουν έτσι πολύ και με τόσο πόνο· υπέθετα πως θα έβρισκα λίγα
πράγματα, στον τόπο που κλείνει η μισή μου ζωή, που θα μπορούσαν να μ’ απασχολήσουν
οπωσδήποτε ευχάριστα.
Τίποτα δεν έχει ενδιαφέρον για μένα που δεν είναι από σένα, που δεν μιλεί για σένα, Τάκη.
Ετοιμάζομαι για να βγω έξω, στον καθρέφτη δεν βλέπω το δικό μου, βλέπω
το δικό σου πρόσωπο· κατεβαίνω στη σκάλα, στέκω, μου φαίνεται πως σε βλέπω να ανεβαίνεις
·στο δρόμο συναντώ έναν γνωστό μου, με σταματάει και μου μιλεί, γελώ, και σε μία στιγμή που
τον κοιτάζω φεύγει το κεφάλι του, και το δικό σου πηγαίνει στη θέση του... Γελάς;
Τα ψηλά δέντρα, ο ουρανός, η θάλασσα, μόλις φτάνουν να χωρέσουν την εικόνα σου·
όταν τρώω, βρίσκω ευκαιρία να καταπιώ και λίγα δάκρυά μου. Τάκη, με θυμάσαι καμία φορά;
Πες μου, πονείς λίγο στην σκέψη ότι η αγάπη μου σε σένα είναι μεγάλη σαν ένας μεγάλος πόνος;
Γιατί όχι; Πώς μπορεί; Η ψυχή η δική σου, που είναι όμοια πονεμένη με την δική μου, πώς δεν
θα μ ́ένιωθε; δεν θα συμπονούσε;
Το βραδάκι σήμερα είναι γλυκό, μελαγχολικό, και η πνοή του απαλή σα χάδι καλοσύνης..
Πού είσαι;
Μαρίκα

(1-6-1922)
Μαρίκα μου,

Έλαβα χθες το γράμμα σου του Σαββάτου. Μου μετάδωσε όλη την λύπη σου. Γιατί να υποφέρεις
έτσι;
 Πρέπει να υπομείνεις το χωρισμό, αφού δεν θα διαρκήσει πολύ. Προσπάθησε να διασκεδάσεις.
Βγαίνε όσο μπορείς συχνότερα έξω. Πήγαινε με τις φίλες σου. Θα φύγεις και θα νοσταλγήσεις πάλι την ωραία σου πατρίδα.
Χρυσή μου, γιατί με ρωτάς αν πονώ στη σκέψη ότι με αγαπάς έτσι; Πονώ επειδή σ’ αγαπώ
περισσότερο από όσο εφαντάστηκα ότι μπορούσα πότε ν ́αγαπήσω. Τι έχω κάμει λοιπόν για νa
μην με πιστεύεις ακόμα;
Πόσο καλό μου κάνουν τα γράμματα σου όσο κι αν είναι γεμάτα από τη μελαγχολία σου
εκείνη!
 Και πόσο είναι όμορφα ωραία γραμμένα! Ένα «Τάκη»! ή ένα «που είσαι;», καθώς τα βάζεις εκεί που πρέπει, φτάνουν βαθιά ως την καρδιά μου.

Ήθελα πράγματι να είμαστε, έστω και πουλιά, στο θαυμάσιο εκείνο τοπίο, όπως ήθελα
να ́μαστε στο χωριό αυτό των Αλπέων, καλύτερα όμως- το ομολογώ- άνθρωποι, αλλά πιο
ομολογώ- άνθρωποι, αλλά πιο απλοϊκοί, πιο ελεύθεροι από τώρα.
Εν ανάγκη δε και Φρατέλοι. Τότε τουλάχιστο θα είχαμε την όμορφη αυτή γλώσσα να
λέμε την αγάπη μας.
Με χίλια φιλιά
Κ.

              
[8-6-1922]
Τετάρτη απόγευμα
Αγαπητέ μου Τάκη,

Ήταν δέκα η ώρα σήμερα όταν γύρισα από το νεκροταφείο- πόσο είναι ήρεμη η ζωή εκεί, πόσο
εμακάρισα τους γονείς μου· βρήκα το γραμματάκι σου να με περιμένει επάνω σε ένα τραπεζάκι·
τόσο όμορφα γραμμένο, μου άλλαξε αμέσως την διάθεση μου κείνη. Είναι η ζωή η ίδια, η αγάπη·
είναι μια δύναμη, όπως μια δύναμη είναι και ο θάνατος· και πόσο ευχάριστα δεχόμαστε και τον
θάνατο αυτό όταν μας το δίνει η αγάπη.
Σ αγαπώ, Τάκη, και θα σου το λέω πάντα, γιατί δεν
υποφέρω την ερώτηση σου «μ ́ αγαπάς;;». Σ αγαπώ με μία αγάπη ακατανόητη που με κάνει τόσο
τολμηρή όσο και δειλή, που μου δίνει τόση χαρά όσο και πόνο.

Για μερικές στιγμές- άφησε να σου λέω ό,τι σκέπτομαι- θέλω να μη σε είχα απαντήσει,
να μη σε είχα αγαπήσει... Πόσο ήμουν ήρεμη πρώτα, πόσο ελαφρές περνούσαν οι μέρες μου...
Τώρα; Τώρα, αν αγάπησες σαν μένα, σκέψου με.
Βλέπω αυτή τη στιγμή το πρόσωπο σου συλλογισμένο όπως άλλοτε, όταν σου έλεγα κάτι
παρόμοιο, και μάταια τα χέρια μου απλώνονται στο χλωμό φάντασμά σου. Γιατί να μην είμαι
σιμά σου αυτή τη στιγμή!
Θα σου φιλούσα τα μάτια έτσι δυνατά που όταν θ ́άνοιγαν θα με
κοιτούσαν δακρυσμένα. Ύστερα, καθισμένη κοντά σου, με το βλέμμα μου αφημένο στις πράσινες
λάμψεις των ματιών σου, θα σου έλεγα πως όταν ήμουν παιδούλα ακόμα, θρεμμένη με όνειρα,
πρόσμενα πάντα σένα στο ακρογιάλι της πατρίδας μου, στους κήπους της, στα βουνά της, σαν
κάποια μυστηριώδη σκιά που θα μου έλεγε «μου φώναξες», κι ύστερα, κρατώντας με από το χέρι,
θα με οδηγούσε σε ξένες χώρες.

Διαβάζω τα βιβλία σου, αρχίζοντας από όσα έχεις σημειώσει ότι προτιμάς, κι έτσι βρίσκω τις ιδέες σου μία μία.
Αγαπάς την πατρίδα μου, Τάκη, γιατί πέρασε σαν όνειρο μέσα στα παιδικά σου χρόνια
και σου άφησε μιάν ωραία ανάμνηση. Την αγαπώ κι εγώ μόνο γι ́αυτό.

Ποιος ξέρει; ίσως να συναντηθήκαμε εδώ, γιατί το πατρικό μου σπίτι που τότε
καθόμαστε, είναι κοντά στο ποτάμι, πιστεύω μάλιστα ότι μου είχες αφήσει κάποια ανάμνηση,
αφού από τότε πάντα σ ́αναζητούσα...ε;


Σε φαντάζομαι μικρούλη στις τρέλες σου πεισματάρη με τα περίεργα μάτια σου
χαμηλωμένα...
νομίζω πως θα ταιριάζαμε αν ήμαστε φίλοι τότε- αλλά τι τάχα, δεν είναι
καλύτερα, αφού έχουμε μαζεμένα για τώρα όλα τα φιλιά;
Μαρίκα
Υ. Γ. Έχει βραδιάσει και λυπάμαι που σ ́αφήνω· θα ήθελα να σου έστελνα κάτι πολύ περισσότερο από το γράμμα αυτό, την ίδια εμένα- με θέλεις;   
        

Η επόμενη επιστολή είναι γραμμένη από την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη τον μήνα Οκτώβριο.
Εκείνη την περίοδο η σχέση τους έχει τερματιστεί. Ο Καρυωτάκης της ανακοινώνει πως πάσχει
από σύφιλη και της ζητάει να χωρίσουν. Η Πολυδούρη του γράφει την παρακάτω επιστολή
ζητώντας του να δώσουν μία ακόμη ευκαιρία στη σχέση τους.
[12-10-1922]
Αγαπημένε μου,
Θα σου διηγηθώ μια ιστορία πολύ πρωτότυπη σήμερα- και τι μιά απελπισμένη καρδιά δεν
σκέπτεται, δεν αποφασίζει; Είναι η μοίρα σου πολύ βαριά... αλλά Θεέ μου! πόσο βαρύτερη είναι
η δική μου... αν ήξερες...και να στεκόμαστε έτσι με άτονα τα χέρια, εμείς με την μεγάλη θέληση
μέχρι του σημείου να ζούμε μια ζωή τόσο τυραννική... να γινόμαστε τα παιχνίδια της κάθε
ημέρας που περνάει, της κάθε στιγμής. Άκουσε με, Τάκη μου, με την ήρεμη προσοχή που θα
άκουες ένα φίλο σου, έναν δικό σου.
Δεν έχω απέναντί σου τις ψεύτικες ντροπές, τις μικρές
δειλίες, τους απάνθρωπους εγωισμούς μιάς κοινής ερωμένης. Είμαι η φίλη σου, με τη συνείδηση
πως είμαι η μοναδική σου φίλη. Δεν είναι λόγια στιγμιαίας εξάψεως όσα θα σου ειπώ, πίστεψε
με.

Έλα, Τάκη, να ζήσουμε μαζί... να ιδείς πόσο γλυκιά, πόσο ανακουφιστική θα ‘μαι σε
‘σένα. Δεν είναι δύσκολο μα καθόλου δύσκολο. Ξέρω όλα τα εμπόδια, όλες τις συνέπειες.
Είμαστε φτωχοί και οι δύο, αλλά τι μ ́αυτό; μήπως τώρα που είμαστε χωριστά δεν είμαστε φτωχοί  και χωρίς καμιά καμιά ελπίδα να γίνουμε πλούσιοι; Δύο δωμάτια μας φτάνουν. Θα εργάζομαι κι
εγώ όχι βέβαια όπως τώρα στην Νομαρχία και στη θέση αυτή.
Θα γράψω σε μια από τις βενιζελικές εφημερίδες από ένα μικρό αρθράκι- πιθανώς στο Βήμα- όπως κείνα που γράφει η
«Μία», κόρη του Γαβριηλίδη στη Νέα Ημέρα. Θα παίρνω 400 δρχ. – 500 δρχ τον μήνα μέχρις
ότου πάρω το δίπλωμα μου.
Τότε θα κερδίσω πολύ περισσότερα. Δεν είναι όνειρα αυτά που σου
γράφω γνωρίζω πολλούς δημοκρατικούς και μου είχαν προ καιρού προτείνει αυτό, αλλά δεν
ήθελα να φύγω από την Νομαρχία που ήσουν και συ. Θα εργάζομαι σχεδόν σπίτι μου έτσι.

Ξέρω πως θέλεις τώρα ακριβώς να βοηθήσεις το σπίτι σου, αλλά θα το βοηθάς όπως και
τώρα, αφού δεν έχει να γίνει καμιά μεταβολή. Παιδιά δεν θα κάνουμε, βέβαια- γελάς;-ω! είναι
τόσο εύκολο και τόσο συνηθισμένο πράγμα αυτό σήμερα. Άλλωστε έχω δικούς μου γιατρούς που
θα κάνουν το πάν για μένα.

 Ό,τι με κάνει να σκέπτομαι πολύ είναι ότι μπορεί να χάσεις το ταλέντο σου αλλά γιατί να γίνει αυτό; εμείς δεν θα έχουμε ούτε την οικογένεια ούτε τις παλιοασχολίες της.
 Δεν θα ‘μια η γυναίκα κείνη που θα σου φέρει γύρω σου τις ενοχλητικές σκέψεις του οικοκυριού· όχι, θα  ́μια η αιώνια ερωμένη σου. Δεν έχεις τίποτα στη ζωή σου να αλλάξεις κοντά
μου. Έλα ακόμα Τάκη μου. Μπορώ κάτι ακόμη να προσφέρω στη ζωή σου. Ω! Αν ήξερες πόσο
κακό μου κάνει να σκέπτομαι σύ, το ευγενικό εξιδανικευμένο πλάσμα με τη θεϊκή ψυχή, φέρεσαι
έτσι από ανάγκη στις ελεεινές ακάθαρτες γυναίκες πόσο κακό μου κάνει... πόσο κακό!...

 Δεν είσαι πια παιδάκι που θα ντρεπόταν· πες το στον πατέρα σου, δεν μπορεί, θα σε ακούσει. Τάκη, κάνε το, μην σκεφτείς τίποτα ανυπόστατα εμπόδια, δεν υπάρχει τίποτε. Προπαντός μη- σε
εξορκίζω- μην σκεφτείς πως θα μου έκανες κακό. Ξέρεις ότι πως το μεγαλύτερο μαρτύριο που
μπορώ να νιώσω είναι η κάθε στιγμή που περνώ μακριά σου...

 Α! είναι ένα φοβερό, ατελείωτο
μαρτύριο... Σιμά σου όλα θα  ́ναι όμορφα... όλα καλά...
Να υποφέρω κάτι τι... να μου επιτρέπεις
να πονώ τον πόνο σου, είναι η ευτυχία, η μόνη ευτυχία που μπορώ να νιώσω...
Ω! άκουσε με
Φοβάμαι μήπως σου φανώ αστεία με όλα αυτά· εν τούτοις, με όλα τα άλλα που μπορείς
να πιστέψεις, πίστεψε ακόμα πως η αγάπη μου με κάνει ικανή να κάνω το πάν.
Μην μου απαντήσεις απερίσκεπτα· σκέψου πως σ’ αγαπώ πολύ πολύ... ατελείωτα.
Μαρίκα
            
                               Χειρόγραφο του Κ-Καρυωτάκη

Η επόμενη και τελευταία επιστολή είναι από τον Κωνσταντίνο Καρυωτάκη προς την Μαρία
Πολυδούρη.
Δεν είναι μόνο τελευταία στη σειρά που παρατίθεται αλλά και τελευταία που
έστειλε ο ίδιος στην ποιήτρια. Δεν γνωρίζουμε αν του απάντησε ποτέ η ίδια. Λίγο καιρό πριν
την αυτοκτονία του στην πόλη της Πρέβεζας ο ποιητής στέλνει επιστολή στην Μαρία
Πολυδούρη για να μάθει την κατάσταση της υγείας της.
             

[24-6-1928]
«Δεσποινίς ,
Είναι μια εβδομάδα που βρίσκομαι εδώ, και δεν έχω τίποτε άξιο λόγου για να σας πληροφορήσω.
Κάθομαι στο γραφείο και βλέπω μια λουρίδα θαλάσσης, ένα πλάτανο, ένα πηγάδι και διάφορα άλλα ασήμαντα πράγματα.
Έγγραφα υπάρχουν φύρδην - μίγδην στα συρτάρια. 
Ευτυχώς δεν έρχονται νέα, και δε θέλω ακόμη να θίξω τα κακώς κείμενα παλιά.
Περιμένω λοιπόν να έλθει το μεσημέρι.
Αφού γευθώ τον επιούσιον στο μοναδικό εστιατόριο της πόλεως , θα κοιμηθώ, έπειτα θα ξαναέλθω εδώ στο δημόσιο άσυλο, θα κάνω ένα λυσσαλέο περίπατο στην προκυμαία και τέλος θα έχω τη σπάνια τύχη να φάγω για δεύτερη φορά. 
Έτσι θα περάσει κατά τον ενδόξότερο τρόπο και η σημερινή ημέρα, ακριβώς όπως επέρασαν και οι προηγούμενες, όπως θα περάσουν κι εγώ δεν ξέρω πόσες ακόμη ημέρες.»

Η Πρέβεζα είναι ένα άσχημο χωριό. Χτισμένη σε να επίπεδο χαμηλότερο σχεδόν, από
τη θάλασσα, δεν φαίνεται, θαρρείς πως κρύβεται από την ντροπή για τα χάλια της.

Τα σπίτια, τουρκόσπιτα του χειρίστου είδους, άρχισαν να έχουν αρχαιολογική αξία. Ξεπετιούνται εδώ κι εκεί, καθένα όπου το  ́σπείρε ο σπιτονοικοκύρης του ώστε οι δρόμοι που σχηματίζονται κατά σύμπτωσην εν τω μεταξύ, να μην ξέρεις πόθε αρχίζουν και που οδηγούν.

Κανένας άλλωστε δεν 
είναι μακρύτερος από 30 μέτρα κι όλοι έχουν τενεκεδένιες πινακίδες με μεγαλειώδη όνοματα:
οδός Γαλλίας, οδός Γεωργίου Α’, οδός Μεγάλου Αλεξάνδρου, κλ, κλ.

Όσο για τους κατοίκους, α! αυτοί είναι πρωτεξάδελφοι του Μπαρμπαγιώργου: «Ελιές,ψιλιές, καλιές».
Αρκετά για την ωραία Πρέβεζα, Σεις τι γίνεσθε; Ελπίζω να είσθε προσεχτική στη δίαιτά
σας και να κάνετε, κατά το δυνατόν, αυτά που σας λένε οι γιατροί, μολονότι ξέρω πόσο σας είναι
δύσκολος κάθε περιορισμός.

Στην αρρώστια αυτή, γίνεται καλά μόνον εκείνος που αποφασίζει να γίνει καλά, και οι μικρότερες παρεκτροπές από την ορισμένη θεραπεία έχουν συνήθως τα χειρότερα αποτελέσματα.
Πρέπει όμως να φροντίσετε με κάθε τρόπο να φύγετε από αυτού μέσα.
Αν δεν κουράζεσθε μου γράφετε λίγες λέξεις.
Με πολλούς χαιρετισμούς
Κ.