Σελίδες

Παρασκευή 31 Μαΐου 2024

Cortázar Julio-Χούλιο Κορτάσαρ- Το Κουτσό

"Αντιμυθιστόρημα", "Xρονικό μιας τρέλας", "Ένα βίαιο τράνταγμα από το γιακά", "Κάτι σαν ατομική βόμβα", "Ένα κάλεσμα προς την αναγκαία αταξία", "Ένα γιγάντιο ευφυολόγημα", "Ένα ψέλλισμα".
Αυτά είναι λίγα από τα πάμπολλα που γράφτηκαν για το Κουτσό, το μυθιστόρημα που ο Χούλιο Κορτάσαρ άρχισε να ονειρεύεται το 1958, που εκδόθηκε το 1963 κι από τότε άλλαξε την ιστορία της λογοτεχνίας και συγκλόνισε τη ζωή χιλιάδων νέων ανά τον κόσμο. Γεμάτο λογοτεχνική φιλοδοξία, σπαρταριστό, με καινοτόμα συγγραφικά εργαλεία, κατεδαφιστικό του κατεστημένου και αναζητητικό της ρίζας της ποίησης, το Κουτσό, πάνω από μισό αιώνα τώρα, συνεχίζει να διαβάζεται με περιέργεια, με δέος, κατάπληξη, με ενδιαφέρον ή αφοσίωση. (Από την παρουσίαση της έκδοσης)

«Κανείς δεν μπορεί ν' αφηγηθεί την πλοκή ενός αφηγήματος του Κορτάσαρ κάθε αφήγημα συγκροτείται από πολύ συγκεκριμένες λέξεις σε πολύ συγκεκριμένη σειρά. Αν επιχειρήσουμε να το συνοψίσουμε, θα διαπιστώσουμε πως κάτι πολύτιμο έχει χαθεί.» (Χόρχε Λουίς Μπόρχες)

«Όποιος δεν έχει διαβάσει Κορτάσαρ είναι καταδικασμένος. Αυτό, το να μην τον έχεις διαβάσει, είναι μια σοβαρή, ύπουλη αρρώστια που με τον καιρό μπορεί να έχει τρομερές συνέπειες. Κάτι ανάλογο με κάποιον που δεν έχει φάει ποτέ ροδάκινο. Θ' αρχίσει να γίνεται όλο και πιο μελαγχολικός, θα χάνει το χρώμα του και, πολύ πιθανόν, σιγά σιγά, θα χάσει και τα μαλλιά του.» (Πάμπλο Νερούδα)

«Τελειώνει η ερωτική πράξη και την καταστρέφει ο λόγος. Τελειώνει η ονειρική πράξη και την καταστρέφει η λογική. Ο λόγος και η λογική σκοτώνουν την ενότητα, παλινορθώνουν την αντίφαση. Οπότε, γράφονται μυθιστορήματα με τα όπλα του εχθρού: το λόγο και τη λογική. Γράφεται το Κουτσό.» (Κάρλος Φουέντες)
ΠΗΓΗ


[Αγγίζω το στόμα σου] του Χούλιο Κορτάσαρ

Αγγίζω το στόμα σου, με το δάχτυλό μου αγγίζω το περίγραμμα του σώματός σου, το σχεδιάζω σαν να το δημιουργεί το χέρι μου, σαν το στόμα σου να μισανοίγει για πρώτη φορά και αρκεί να κλείσω τα μάτια μου για να το σβήσω και να ξαναρχίσω να το φτιάχνω, και κάθε φορά κάνω να γεννιέται το στόμα που ποθώ, το στόμα που επιλέγει το χέρι μου και σχεδιάζει πάνω στο πρόσωπό σου, ένα στόμα επιλεγμένο ανάμεσα σε τόσα άλλα, επιλεγμένο με ηγεμονική ελευθερία από μένα για να το ζωγραφίσει το χέρι μου πάνω στο πρόσωπό σου και που από ένα γύρισμα της τύχης που δεν προσπαθώ να καταλάβω συμπίπτει ακριβώς με το στόμα σου που χαμογελάει κάτω από εκείνο που σχεδιάζει το χέρι μου.

Με κοιτάς, με κοιτάς από κοντά, κάθε φορά και από πιο κοντά και τότε παίζουμε τον κύκλωπα, κοιταζόμαστε όλο και από πιο κοντά και τα μάτια μεγαλώνουν, πλησιάζουν το ένα το άλλο, κολλάνε το ένα στο άλλο και οι κύκλωπες κοιτιούνται, οι ανάσες τους μπλέκουν, τα στόματα συναντιούνται και παλεύουν ανόρεχτα, δαγκώνονται χείλια με χείλια, ακουμπώντας μόλις τη γλώσσα πάνω στα δόντια, παίζουν μέσα στον περίβολό τους όπου πηγαινοέρχεται ένας βαρύς αέρας με ένα παλιό άρωμα και μια σιωπή.

Τότε τα χέρια μου θέλουν να βυθιστούν στα μαλλιά σου, να χαϊδέψουν αργά τα βάθη των μαλλιών σου ενώ φιλιόμαστε σαν το στόμα μας να είναι γεμάτο λουλούδια ή ψάρια, ζωηρές κινήσεις, σκοτεινή ευωδιά. Και όταν δαγκωνόμαστε ο πόνος είναι γλυκός κι όταν πνιγόμαστε μ’ ένα σύντομο και τρομερό ταυτόχρονο ρούφηγμα της αναπνοής, αυτός ο στιγμιαίος θάνατος είναι όμορφος. Και υπάρχει ένα και μόνο σάλιο, μια και μόνη γεύση από ώριμο φρούτο κι εγώ σε νιώθω ν’ ανατριχιάζεις απάνω μου όπως η σελήνη στο νερό.
[από το Κουτσό, Kεφάλαιο 7, Μετάφραση : Κώστα Κουντούρη]

 Ο ίδιος έχει πει πως αν δεν έγραφε εκείνη την περίοδο το ‘Κουτσό’, αρχές του εξήντα, θα έπεφτε στον Σηκουάνα. 


Παρασκευή 10 Μαΐου 2024

Λορέντζος Μαβίλης -Ρώμος Φιλύρας -Δύο ποιήματα του Μάη



Ἔρως καὶ θάνατος-Λορέντζος Μαβίλης

Μὲ ἐκοίταξε ἕνα σούρουπο τὸ Μάη,
τὸ μοσκοβολισμένο Μάη τὸ μήνα,

καὶ ἡ ματιά της γιὰ πάντα μοῦ ἐπρομήνα
εὐτυχία, ποὺ τὸ οὐδὲν δὲν πεθυμάει.

Μὰ ὁ πόθος δὲ χορταίνει ὅσο κι ἂ φάει,
μέσ᾿ στὴν καρδιά μου μπήγεται σὰ σφήνα·
σὰ διψασμένη λυώνεται ἀλαφίνα
ἡ ψυχὴ ὅση γλύκα κι ἂ ρουφάει.

Μάγο, ἀνέσπερο φέγγος τοῦ θανάτου,
ἐσύ, ναί, μὲ γλυκιὰ παρηγορία
πραΰνεις καθενὸς τὰ βάσανά του.

Μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴν ἀλαβάστρινην ὑδρία
ὅ,τι κι ἂν τάζῃς δίνεις κιόλας, ἀφανίζεις
τὴν πεθυμιά, τοὺς ὕπνους αἰωνίζεις.

Μπόρα Του Μάη-Ρώμος Φιλύρας

Μέσα στον Μάη αλάλαζεν ο θρίαμβος του χειμώνα
και της βροχής το σύθαμπον εβρόντα ο κεραυνός
και το χαλάζι μάραινε τη τροφαντή ανεμώνα
και τα μπουμπούκια π' άνοιγαν ματάκια προς το φως.

Και μέσα στο τρισκόταδο δεν έλαμψεν η μέρα
και δεν ακούσαμε γλυκό τραγούδημα πουλιών,
μα να βογγά απόκοσμα τον καταλύτη αγέρα
στα τρίστρατα των λιβαδιών και των περιβολιών.

Και τ' όνειρο μας που 'λεγε να λουλουδίσει τώρα
προσμένοντας τόσο καιρό του Μάη το λαύρο φως,
αλίμονο! η απάντεχη το πρόφτασεν η μπόρα
και σα μπουμπούκι το 'καψεν ο μέγας κεραυνός...
                             


Παρασκευή 3 Μαΐου 2024

Μαγδαληνή (Ντίνος Χριστιανόπουλος)

 

Τον ξεχώρισα μόλις τον είδα, ήμουνα τακτική στα κηρύγματά του,
πούλησα κι ένα κτηματάκι της θειας μου για να τον ακολουθήσω.
Όμως όταν πια όλα τα ξόδεψα, αποφάσισα να πουλήσω και το κορμί μου,
στην αρχή στους ανθρώπους των καραβανιών, κατόπι στους τελώνες∙
κοιμήθηκα με σκληροτράχηλους Ρωμαίους κι οι Φαρισαίοι δε μου είναι άγνωστοι.
Κι όμως μέσα σ’ αυτά δεν ξεχνούσα τα μάτια του.
Μήνες για χάρη του έτρεχα απ’ το Ναό στο λιμάνι
κι απ’ την πόλη στο Όρος των Ελαιών.

Κύριε μυροπώλη, κάντε μου, σας παρακαλώ, μια μικρή έκπτωση.
Για ένα βάζο αλάβαστρου δε φτάνουν οι οικονομίες μου.
Κι όμως πρέπει να αποχτήσω αυτό το μύρο με τα σαράντα αρώματα.

Μ’ αυτό το μύρο θ’ αλείψω τα πόδια του,
μ’ αυτά τα μαλλιά θα σφουγγίσω τα πόδια του,
μ’ αυτά τα χείλη, τα πόδια του τα εξαίσια κι άχραντα θα φιλήσω.
Ξέρω, είναι πολύ αυτό το μύρο για τη μετάνοια,
ωστόσο για τον έρωτα είναι λίγο.
Κι αν μια μέρα ασπαστώ το χριστιανισμό, θα είναι για την αγάπη του∙
κι αν μαρτυρήσω γι’ Αυτόν, θα ’ναι η αγάπη του που θα μ’ εμπνέει.
Γιατί, κύριε, ο έρωτας μού ανάβει την πίστη κι η αγάπη τη μετάνοια
κι ίσως μείνει αιώνια τ’ όνομά μου σα σύμβολο
εκείνων που σώθηκαν και λυτρώθηκαν «ότι ηγάπησαν πολύ».

Ντίνος Χριστιανόπουλος
Από τη συλλογή Εποχή των ισχνών αγελάδων (1950)
                               

Τετάρτη 1 Μαΐου 2024

Κωστής Παλαμάς - Θυγατέρες της Σιών


 «Ἧσαν δὲ καὶ γυναῖκες ἀπὸ μακρόθεν θεωροῦσαι, ἐν αἷς καὶ ΜαρίαΜαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου τοῦ μικροῦ καὶ Ἰωσῆ μήτηρ και Σαλώμη, αἵ καὶ ὅτε ἦν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ ἠκολούθουν αὐτῷ καὶ διηκόνουν αὐτῷ, καὶ ἄλλαι
πολλαὶ συναναβᾶσαι αὐτῷ εἰς Ἱεροσόλυμα».

(Ευαγγέλιον κατά Μάρκον)

Της Ιεριχώς μοσχόβολα τριαντάφυλλα,
στα Βαγγέλια τ’ αρώματα σκορπάτε,
Πίστης Εσείς και αγάπης λόγια ανίκητα
της άπιστης καρδιάς μου της μιλάτε.

 Από τα κέδρα του Λιβάνου ισκιώνεστε,
δροσίζεστε απ’ το ρέμα του Ιορδάνη,
στου Ιησού Χριστού τον έρωτα τα νιάτα
σας
φέρνετε σμύρνα, μάλαμα, λιβάνι.

Τα θεία ν’ ακούτε μυστικά του ρήματα, 
και ο πόθος σας και η έγνοια και η σκλαβιά σας
καταφιλώντας τ’ άχραντα ποδάρια Του,
τα μυρώνετε μέσα στα μαλλιά σας.

Απάνου στο Σταυρό καθώς αργόσβηνε,
την πανάγια θρηνήσατε ομορφιά Του,
 
στα μαύρα η πλάση, η φύση, ο ήλιος,
ντύνονταν,
στα μαύρα και οι καρδιές σας εδώ κάτου.

Την πέτρα όταν του τάφου Του συντρίβοντας,
ξαναφώτισε ο Κύριος τη χτίση,
Ήσαστ’ εσείς τα πιο ακριβά του χτίσματα
 που στάθηκε να πρωτοχαιρετήσει.

Θυγατέρες της Σιών, μοίρες ισάγγελες,
τη δόξα του Κυρίου στεφανωμένες,
Σας αγαπώ, γιατί όσο και αν αγιάσατε,
μένετε πάντα ανθρώπινα πλασμένες.

  Γιατί μέσα στο Θεάνθρωπο, στοχάζομαι,
 που όλη σας την καρδιά την έχει πάρει,
του Θεού τόσο δε βλέπετε τη δύναμη
όσο του ανθρώπου αισθάνεστε τη χάρη.

Και από τον παντοδύναμο το Λόγο του
σας φτάνει ο ήχος της φωνής του μόνο,
και μαζί του είν’ η έρημος
απ’ τον ουράνιο του Πατρός Του θρόνο.

Θυγατέρες της Σιών, και το λαχτάρισμα
που σας τρεμοσαλεύει τ’ αγνά στήθη,
για του Σταυρού είναι το νυμφίο το μάρτυρα
πιο πολύ απ’ τον Κύριο που αναστήθη.

Όμως Εσείς τον κάματε τον άνθρωπο
να θρονιαστεί θεός θεών εδώ κάτου.
Μαγδαληνή Μαρία, και τ’ ωραιότερο
 απ’ όλα Εσύ είσαι, Εσύ, τα θαύματά του.

Και πιο καθάρια η δόξα σας ξανοίγεται
στο μοναχό σιγαλινό σας δάκρυ,
παρά στων Αποστόλων τα κηρύγματα,
παρά στην Οικουμένη απ’ άκρη σ’ άκρη.

Δευτέρα 29 Απριλίου 2024

«Η απαρηγορία» – Μεγάλη Εβδομάδα -Κική Δημουλά

Οι βιολέτες, όπως ανήσυχα,
διορατικά μυρίζουν
όταν κάτι δεν πάει καλά,
κάτι απογοητεύει πάλι.

Η Μεγάλη Εβδομάδα,
όπως στάζει κερί και τάμα

στη θρησκόληπτη ανάμνηση,
στην άθεη απουσία.

Η Κυριακή του Νυμφίου,
όπως αναστατώνει,
βασίζεις δεν βασίζεις το Μεγάλο
στις αφίξεις.

Οι διάφοροι Νυμφίοι,
που κάτι τους τυχαίνει και δεν έρχονται,
κάποια διήμερη εκδρομή,
κάποια ευκολότερη θρησκεία
που την ασπάζονται.

Οι πολλαπλασιασμένοι κήποι της Γεθσημανή
σε κάθε βήμα, όπως κατασταλάζεις για το έθιμο,
έχουν δεν έχουνε ανθίσει οι απορίες.

Οι Πατέρες μας, γέροι στο σπίτι,
περιμένουν αυγά και τσουρέκι.

Οι πολλαπλασιασμένοι κήποι της Γεθσημανή,
τα περιστύλια της υπομονής,
τα παγκάκια να κάτσεις να περιμένεις
τον ετήσιο Ιούδα,
πού αργεί να ‘ρθεί από το ράφτη, απ’ τον κουρέα.
Το μεγάλο ποσόν που του δίνεις
για να δεχθεί να σε προδίνει ανεξήγητα.

Της καμπάνας η Μεγάλη εξάντληση
κι η άπαρηγορία,
ο νηστικός της ήχος
όπως λιποθυμάει
στα εαρινά αρμόνια
των καθολικών απογευμάτων.

Οι αργίες,
οι αργοπορίες,
οι αγριότητες,
όπως τις πάμε ως επάνω μόνοι μας.

Ο Σίμων, που στο τέλος αδιαφόρησε
κι έφτιαξε τη ζωή του.

Η Μυροφόρος έλλειψις,
που θα σε ψάχνει απόψε να σε ράνει.

Η Προηγιασμένη των διαφόρων θρήνων
τη Μεγάλη Εβδομάδα
και τις διάφορες άλλες εβδομάδες τα ίδια.

Η Αγία Επανάληψη,
η θαυματουργή,
η άχειροποίητος,
όπως τη βρήκανε ανυπόγραφη τα πράγματα,
θαμμένη
σε κάποια παλαιότητα της μοίρας μας,
σε κάποιο προγονό μας μέλλον.
Όπως την πιστεύω.
(Κική Δημουλά, Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος, 1998)
                           



Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

“ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΑΠ’ ΤΗ ΝΥΧΤΑ” του Νικηφόρου Βρεττάκου

Κοιτώντας το βλέμμα σου, θαρρούσα πως έβλεπα,

πρώτη φορά, ουρανό που κυμάτιζε.

Στο βάθος του ανταύγειες υποπράσινες σύνθεταν

ένα χρώμα ακαθόριστο. Ένα χρώμα από πνεύμα,

από φως, ένα αγίασμα.

  Νύχτωνε κι όμως

θαρρούσα πως σάλευαν στους τοίχους λουλούδια,

σάμπως χαράζοντας πέρα σε κάποιο

βάθος ν’ ανταύγαζε.

Τα μάτια σου δέσποζαν.

Θωρώντας αυτή τους την ατλάζινη κίνηση

να πηγαίνει και νάρχεται, δεν μπορούσα να ειπώ

τι ακριβώς μου θυμίζανε. Μπορεί την Αγία

Άννα στους Βράχους, ορθή, με του σύμπαντος

το διάφανο στέφανο γύρω στο στήθος της.

Μπορεί κάτι άλλο που τόχα συλλάβει

ο ίδιος εγώ, αλλά μούκαψε τη σκέψη και χάθηκε.

Θαρρούσα πως έβλεπα τη γιορτή των χρωμάτων,

τη γιορτή της φωτιάς, τη γιορτή του νερού

και της βλάστησης.

Κι’ όλα

μαζί, σ’ ένα όρθιο ποτάμι που ανέβαινε

και χύνονταν πάνω στον γαλάζιο ουρανό,

σε δυό οροπέδια, που αχτίδιζαν δυο διάφανες

λίμνες : τα μάτια σου.

Ποιος είναι άραγε

απ’ τους δυο μεγαλύτερος; ο κόσμος ή ο άνθρωπος;

Σε λίγο βαδίζαμε μόνοι, κοιτάζοντας

πέρα στο βάθος. Είχεν απ’ ώρα

δύσει ο ήλιος. Πριν να προφτάσει,

γλυκός σα μετέωρο μάτι παιδιού,

ν’ ανατείλει ο έσπερος, πήραν να γίνονται

πράγματα άλλα μες στον ορίζοντα.

Μέσα στο ημίφως σηκωνόνταν αυλαίες.

΄Αναψεν άξαφνα όλα τα μέσα

φώτα του ο κόσμος.

Νικηφόρος Βρεττάκος

Από την ποιητική συλλογή «Το βάθος του κόσμου» – 1961


Δευτέρα 1 Απριλίου 2024

Ημερολόγιο ενός αθέατου Απρίλη- Οδυσσέας Ελύτης 1984)

Η ποιητική συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη, που φέρει τον τίτλο ‘Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου’, αποτελείται από σύντομα ποιήματα που ‘διατρέχουν’ τον μήνα Απρίλιο, τον ίδιο μήνα που εγγράφει, διαλεκτικά, την ‘αποκαλυπτική ανθοφορία’ με την αναπαραγωγή και την συμπύκνωση ενός πένθους πάνω στο οποίο αξιο-θεμελιώνεται η χριστιανική θρησκεία. (Σίμος Ανδρονίδης)


Έλα τώρα χέρι μου δεξί

κείνο που σε πονεί δαιμονικά ζωγράφισέ το

αλλ' από πάνω βάλ' του

Το ασήμωμα της Παναγίας

πόχουν τη νύχτα οι ερημιές μες στα νερά

του βάλτου

Οδυσσέας Ελύτης - Ημερολόγιο ενός αθέατου Απρίλη
(αποσπάσματα)

Ήρθε η ώρα να σταθώ στα χείλη σας …

Να κοινωνήσω το σώμα και το αίμα της αιώνια νέας ζωής στα χείλη σας.

Να παρουσιάσω τον εαυτό μου καινούριο τόσες φορές όσες η φύση καταφέρνει να παρουσιάζει καινούρια την ουσία του κόσμου στα χείλη σας.

(Οδυσσέας Ελύτης)

ΤΕΤΑΡΤΗ, 1
Ολοένα τ' άλογα μασούν λευκά σεντόνια κι ολοένα εισχωρούν
θριαμβευτικά μέσα στην Απειλή.
Δρυς, οξιές, βαλανιδιές, ακούω να σέρνονται στη σκεπή της παλιάς
καρότσας όπου ρίχθηκα όπως όπως να φύγω. Ξαναπαίζοντας ένα
έργο που γυρίστηκε κάποτε στα κρυφά και πάλιωσε χωρίς να το
έχει δει κανένας.
Γρήγορα. Προτού ξεθωριάσουν οι εικόνες. Ή σταματήσουνε
άξαφνα - κι η ταινία η φθαρμένη κοπεί.


ΤΕΤΑΡΤΗ, 1 β
Κει κατά τα μεσάνυχτα είδα τις πρώτες φωτιές πάνω απ' τ' αερο-
δρόμιο.
Πιο δω το μαύρο κενό.
Ύστερα φάνηκε να 'ρχεται η flora mirabilis ορθή πάνω στο άρμα της
και αδειάζοντας από 'να πελώριο χωνί λουλούδια.
Τα θύματα έσκυβαν κι έπαιρναν τη στάση που είχαν πριν χωρίσουν
από τη Μητέρα.
Στο κοτσάνι της νύχτας η σελήνη σπάραζε.

ΠΕΜΠΤΗ, 2
«Αρτίνη»... «Κλεώπα»... «Βαρνάβα»... μα τι γένους είναι λοιπόν ο
τόπος αυτός που κηδεύεται; Πρέπει να βγάλω τ' άμφια, να φορέσω
πάλι τον χρυσό μου θώρακα και να βγω με τη ρομφαία στο χέρι.
Κάντε πέρα τα παιδιά. Κρεμάστε τα μαύρα στα μπαλκόνια. Κιόλας
ακούγεται η στρατιωτική μουσική να πλησιάζει.

Προσοχή! Παρουσιάστε αρμ!

ΠΕΜΠΤΗ. 2 β
Κάπου κλαίνε και θολώνει μεριές μεριές ο αέρας.
Η Σιθωνία χάθηκε, την καλύψανε τα νερά.

Είναι κάτι φοβερά γεγονότα που όλο μου τ' αφαιρεί ο Θεός, και ο
νους όλο πάλι μου τα προσθέτει.
Κάτι πράσινο μέσα μου αλλά μαυριδερό που οι σκύλοι το αλυχτάνε.
Και μια θάλασσα φερμένη από πολύ μακριά, μυρίζοντας ακόμη
αυγό του Κύκνου.

ΠΕΜΠΤΗ, 2 γ
Έβαλα τα βιβλία μου στα ράφια, και στη γωνιά μια λυπημένη Αγ-
γελική.
Το ποσοστό της ομορφιάς που μου αναλογούσε πάει, το ξόδεψα όλο.

Έτσι θέλω να μ' έβρει ο ερχόμενος χειμώνας, χωρίς φωτιά, μ' ένα
κουρελιασμένο παντελόνι, ν' ανακατεύω άγραφα χαρτιά σαν να ο-
δηγάω την ορχήστρα την εκκωφαντική ενός ανεκλάλητου Παρα-
δείσου.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 3
Λοξά, επιμήκη μάτια, χείλη, αρώματα σαν από πρώιμο ουρανό με-
γάλης θηλυκής γλυκύτητας και θανάσιμου πότου.

Έγειρα με το πλάι - σχεδόν μπατάρισα - μες στους ψαλμούς των
Χαιρετισμών και την ψύχρα των ανοιχτών κήπων.
Έτοιμος για τα χείριστα.

ΣΑΒΒΑΤΟ, 4
Κει που ανέβαινα το στενό, βρεμένο καλντερίμι - πάνε κάπου τρα-
κόσια τόσα χρόνια - ένιωσα ν' αναρπάζομαι «δια χειρός» Ισχυρού
Φίλου, και πραγματικά, όσο να συνέλθω, έβλεπα να μ' ανεβάζει με
τις δύο γιγάντιες φτερούγες του ο Δομήνικος, ψηλά στους ουρα-
νούς του
τη φορά τούτη γιομάτους
πορτοκαλιές και νερά μιλητικά της πατρίδας.

ΚΥΡΙΑΚΗ, 5
Ξάφνου, με το που άνοιξα τα ξεχαρβαλωμένα παραθυρόφυλλα, με-
γάλωσε η αυλή. Το αλεξίπτωτο που κατέβαινε δεν το 'βλεπε άλλος
κανείς. Μόνον κάτι πρόγονοί μου αγριωποί και ταλαιπωρημένοι
παρακολουθούσανε τη σκηνή από την άλλη όχθη και κάθε τόσο ρί-
χνανε μπαλωθιές στον αέρα.
Γέμισε ο τόπος λέξεις ελληνικές ανορθόγραφες, από παλιά προι-
κοσύμφωνα και όρκους Φιλικών. Όπου πήρα να δακρύζω έτσι
καθώς είχα δει κάποτε τον πατέρα μου, τον Αύγουστο του '22.
Ύστερα φάνηκαν από μακριά να 'ρχονται ο ενωμοτάρχης με τον το-
πογράφο της περιοχής κι ευθύς η αυλή ξαναπήρε τις αληθινές της
διαστάσεις.

ΚΥΡΙΑΚΗ, 5 β
Το τέλος του Αλέξανδρου
Δίπλωσε τις τέσσερις εποχές κι απόμεινε σαν δέντρο που του σώ-
θηκε ο αέρας.
Ανακάθισε ύστερα κι έβαλε ήρεμα στο πλάι του τον γκρεμό.
Από τ' άλλο μέρος άπλωσε προσεχτικά ένα κομμάτι θάλασσας, όλο
ριπές γαλάζιες
Ώρες πέρασαν ώσπου, κάποια στιγμή, των γυναικών τα μάτια σκαρ-
δαμύσανε.
Τότε μπήκε η Κερά κι αυτός ξεψύχησε.


ΤΡΙΤΗ. 7
Βρήκα μια μικρή εκκλησία όλο τρεχούμενα νερά και την κρέμασα
στον τοίχο. Τα μανουάλια της είναι πήλινα και μοιάζουν με τα δά-
χτυλά μου όταν γράφω. Από το πως αστράφτουν τα τζάμια καταλα-
βαίνω αν πέρασε άγγελος. Και συχνά κάθομαι τ' απογέματα έξω
στο πεζούλι και κρατιέμαι στις κακοκαιρίες όπως το γεράνι.

ΤΡΙΤΗ. 7 β
Από μακριά την είδα να 'ρχεται καταπάνω μου. Φορούσε παπούτσια
πάνινα και προχωρούσε αλαφρή κι ασπρόμαυρη. Ως κι ο σκύλος
πίσω της, βουτούσε ως τα μισά μέσα στο μαύρο.

Γέρασα να περιμένω, αλήθεια.
Κι είναι τώρα πολύ αργά για να καταλάβω πως όσο εκείνη προχω-
ρούσε τόσο το κενό μεγάλωνε, κι ότι δεν επρόκειτο να συναντη-
θούμε ποτέ.

ΤΕΤΑΡΤΗ, 8
Ποιος είναι που βροντάει σε πόρτες και παράθυρα;
Τι να 'ναι αυτό που λέει και ξαναλέει - τη μια κοντά, την άλλη μα-
κριά - ο αέρας ο εγγαστρίμυθος;
Τι θέλει αυτή με τα σχιστά μαλλιά και τα γατίσια μάτια που μου ζω-
γραφίστηκε στο τζάμι;
Τι είδους μοναξιά να είναι αυτή που παίζει ο μακρινός ο στρατιώ-
της στην τρομπέτα του;
Ξημερώματα είναι ή σκοτεινιάζει;

ΤΕΤΑΡΤΗ, 8 β
Όπως μετά την εκπυρσοκρότηση, σ' ένα παρατεταμένο κενό, άρχι-
σε ν' αναδύεται το παλιό προγονικό τοπίο.
Έλειπε απ' τη θέση της η γιαγιά και οι δείχτες από το ρολόι του
τοίχου.
Στο μέρος όπου είχα πρωτοϊδεί την Παναγία (ή τη Μητέρα μου) μύ-
ριζε καμένο πεύκο και συχώρεση.

ΤΕΤΑΡΤΗ, 8 γ
Μάνα που'σαι να με δεις: όπως γεννήθηκα, έφυγα. Παραήμουνα λί-
γος - άλλωστε ποιος νογάει; - και πολλά τα σερνόμενα τέρατα με
τα πλάγια, λιπαρά πόδια.
Έτσι, στο μάκρος μιας ζωής με τόση δυσκολία στημένης δεν έχου-
νε απομείνει παρά μια μισοκαταστραμμένη πόρτα και πολλές μεγά-
λες σάπιες ανεμώνες του νερού. Κείθε περνάω και πάω - που ξέ-
ρεις;- για μια κοιλιά γλυκύτερη από την πατρίδα.

ΠΕΜΠΤΗ, 9
Θα 'ναι κάποιο από κείνα τα σπίτια στον κισσό
τα κλειστά κι ακατοίκητα που 'λυσε το λουρί
από τ' αποτρόπαια γεγονότα μέσα του
Και νιώθεις τώρα ν' αμολιούνται πάνω σου τα ουρλιάσματα
κείνες τις πρώτες δαγκωνιές από την εποχή του Αδάμ
τις μασέλες του γέροντα που τολμούσε ακόμη ν' αγαπάει
και φυσούσε ακούραστος τις μυστικές φιλύρες του
κάποια νύχτα ευπαθή του Απρίλη.
Αυτά που πάνε τώρα να σε γονατίσουν
πάνε πάλι να σε κυλήσουν στα αίματα.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 10
Ολοένα σφύριζε ο αέρας κι ολοένα σκοτείνιαζε κι ολοένα έφτανε η
μακρινή φωνή στ' αυτιά μου: «μια ζωή ολόκληρη...» «μια ζωή ολό-
κληρη...»
Στον αντικρινό τοίχο οι σκιές των δέντρων παίζανε κινηματογράφο.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 10 β
Κ
άπου, φαίνεται, θα διασκεδάζουν
μόλο που δεν υπάρχουν διόλου σπίτια ή άνθρωποι
ακούω κιθάρες κι άλλα γέλια που δεν είναι σιμά
Μπορεί και μακριά πολύ μέσα στων ουρανών τ' αποκαΐδια
την Ανδρομέδα, την Άρκτο ή την Παρθένο...
Άραγες να 'ναι η μοναξιά σ' όλους τους κόσμους
η ίδια;

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ. 10 γ
Περασμένα μεσάνυχτα μετακινείται το δωμάτιο μου σ' όλη τη γει-
τονιά και φέγγει σαν σμαράγδι. Κάποιος μέσα του ψάχνει - κι η
αλήθεια ολοένα του ξεφεύγει. Που να το φανταστεί ότι αυτή βρί-
σκεται πιο χαμηλά
Πολύ πιο χαμηλά
Ότι έχει ο θάνατος την δικιά του Ερυθρά θάλασσα.

ΣΑΒΒΑΤΟ. 11
Βγήκα για νέες πληγές
πάνω από τις παλαιές να επιπλέουν σαν νούφαρα

(Στην αρχαία εκείνη θάλασσα που εγνώριζα
Τώρα θα 'χει βουλιάξει ο κόσμος
με τα δύο του λοξά κατάρτια έξω απ' το νερό
Κι εγώ, σαν να 'μαι αληθινός, θα γράφω ακόμη).

ΣΑΒΒΑΤΟ, 11 β
Σταματημένος όλη νύχτα μες στον ύπνο
σαν παλαιό αυτοκίνητο με χαλασμένα φώτα
έλαχε μες στα σκοτεινά πάλι να πιάσω
κινήσεις των ανθρώπων τόσο ακατανόητες
όσο κι εκείνες που 'βλεπα γύρω μου
χρόνους και χρόνους μιαν ολόκληρη ζωή:
«Το μυστήριο της μαυροφόρας» αίφνης ή
«Τον βουβό με την κερένια κούκλα»
«Τις τελευταίες μέρες της Πομπηίας» εάν όχι
και - σε πρώτη προβολή - «Το φιλί του θανάτου».


ΚΥΡΙΑΚΗ, 12
Μνήμη του Μεμά
Κατέβηκα στον περίβολο με τις τριανταφυλλιές πλάκες, τ' αγριό-
χορτα και την πυροστιά στη μέση αναμμένη σαν σε θυσία.
Εντελώς άξαφνα φάνηκε στον αέρα μια βοϊδοκεφαλή ανθοστόλι-
στη, που πάλι, μεμιάς, εχάθη.
Θα 'κανε λάθος αιώνα.
Ύστερα φάνηκε το φορτηγό με τα χρειώδη της Μονής κι ο πάτερ
Ισίδωρος κρατώντας το πιατέλο με τα κόλλυβα.


ΤΕΤΑΡΤΗ, 15
Προχωρώ μέσ' από πέτρινα κεριά και γυναίκες που κρατάν μισο-
φέγγαρα, Ο Θεός λείπει. Αυτός ο κήπος δεν έχει τέλος και κανείς
δεν ξέρει τι τον περιμένει.

Κάθε όνομα φέγγει για λίγο μες στα σκοτεινά κι υστέρα σβήνει και
χάνεται.


ΤΕΤΑΡΤΗ, 15 β
Άνοιγε τον αέρα του κήπου κι έβλεπες τα μαλλιά της να φεύγουν
αριστερά. Ύστερα μετατοπιζότανε πάνω στο τέμπλο, λυπημένη,
κρατώντας στην αγκαλιά της πολλές μικρές άσπρες φλόγες.

Ήταν μια εποχή γεμάτη επαναστάσεις, ξεσηκωμούς, αίματα. Θα
'λεγες ότι μόνη αυτή συντηρούσε τη διάρκεια των πραγμάτων από
μακριά.
Όμως από κοντά ήταν απλώς μια ωραία γυναίκα που μύριζε κήπο.

ΤΕΤΑΡΤΗ, 15 γ
Ανεβαίνω το μαλακό χώμα της, φτάνω στην κορυφή και δένω τα
μαλλιά της πίσω με κλώνους.
Ύστερα κάνω το σταυρό μου.
Τότε χτυπά η καμπάνα και στα βλέφαρα της εμφανίζεται το πρώτο
εφετινό δάκρυ.
Θα μπορούσε να 'ναι κάτι υπέροχο.

ΠΕΜΠΤΗ, 16
Σ' όλους το ψιλόβροχο κάτι λέει. Σ' εμένα τίποτα. Σφάλισα τα τζά-
μια κι άρχισα να καλώ αλφαβητικά: τον Άγγελο της Αστυπάλαιας·
τη Βρισηίδα· τα Γαυγάμηλα· τον δούλο του Κριναγόρα· τον Ελλή-
σποντο· τα Ζαγόρια· τον Ηλία τον Προφήτη· τον Θεόδωρο νεομάρ-
τυρα Μυτιλήνης· την Ισσό· τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο· τη
Λαΐδα· τον μαστρ'- Αντώνη· τον Νικία· την ξέρα της Αγίας Πελα-
γίας· τον Όμηρο (μαζί με ολόκληρη την Ιλιάδα του)· τους Πελα-
σγούς· τη Ρωξάννη· τη Σθενελαΐδα· τα Ταταύλα· τον Ίβυκο (ερωτο-
μανέστατο)· τη Φαιστό· τις Χοηφόρες· τα Ψαρά· και τον Ωριγένη.
Ξημερώθηκα έχοντας διατρέξει την ιστορία του θανάτου της Ιστο-
ρίας ή μάλλον την ιστορία της Ιστορίας του Θανάτου (και αυτό δεν
είναι λογοπαίγνιο).

ΣΑΒΒΑΤΟ, 18
Ακόμη βρέχει. Αιωνίως φαίνεται θα βρέχει. Κι αιωνίως θα κυκλο-
φορώ με μιαν ομπρέλα ψάχνοντας για μια πολίχνη ροζ γεμάτη
ωραία υπαίθρια ζαχαροπλαστεία.

ΣΑΒΒΑΤΟ. 18 β

Βάρος της τρυφεράδας τ' ουρανού
μετά που εβρόντησε και ξεκινά ο σαλίγκαρος.
Κομμάτια σπίτια που επιπλέουν, μπαλκόνια με μπροστά
το κοντάρι τους, ο αέρας.
Γεγονός είναι ο θάνατος που επίκειται
φορτωμένος κάτι ευτυχίες παλιές
κι εκείνη την πολύ γνωστή (που λευκάνθηκε στις άγριες
ερημιές) απελπισία.

ΣΑΒΒΑΤΟ. 18 γ
Κάθομαι ώρες και κοιτάζω το νερό στις πλάκες ώσπου, τέλος, γίνε-
ται πρόσωπο που μου μοιάζει και φέγγει απ' όλη την περασμένη
μου ζωή.

ΚΥΡΙΑΚΗ, 19
Γ
αλήνη σαν της Κυριακής που λείπουνε όλοι
σ' ένα δωμάτιο που του αφαίρεσα τα αισθήματα.
Πλανιέται κάποια πιθανότητα θανάτου
υπέροχου με σκαλιστές επάνω στο γυαλί ορχιδέες.
Βοή σε απόσταση μηνών ακόμη, αλλά
διακρίνονται ήδη τα ρουθούνια κόκκινα που πολύ
θέλουν ποτέ πια να μην είσαι.

ΚΥΡΙΑΚΗ, 19 β

Φτάνοντας το βαπόρι μεγάλωσε κι έφραξε το λιμάνι. Καμιά κίνηση
στα καταστρώματα. Ίσως να μεταφέρει τα καινούρια μεσάνυχτα,
συμπαγή και συσκευασμένα. Ίσως και μια μόνο ψυχή, λεπτή σαν
καπνό και αναγνωρίσιμη από την οσμή του καμένου.
Όπως και να 'ναι, υπάρχουν πολλά ζώα που δεν έσωσε ακόμη να
βγουν από την Κιβωτό και δείχνουν αδημονία. Ως και το πλήθος
που κατακλύζει το μουράγιο και ρίχνει ανήσυχα βλέμματα, σιγά
σιγά συνειδητοποιεί ότι το παν εξαρτάται από μια στιγμή -
τη στιγμή ακριβώς που, μόλις πας να την αδράξεις, χάνεται.

ΚΥΡΙΑΚΗ. 19 γ

Άσπρα σπασμένα τ' ουρανού μέσα στη νύχτα
πάω μ' από κοντά τον σκύλο της σελήνης μου.
Κάποιος άγνωστος Γαβριήλ μου κάνει νοήματα
-Σύμφωνοι, θα πεθάνουμε όλοι μας· άλλα προς τι;

Ψηλά κοιτάω σαν άστρο το βορινό παράθυρο
που το ξεχάσανε ανοιχτό και μ' αναμμένο φως.
Οι άλλοι κοιμούνται ή προσωρινά ή αιώνια
ύπτιοι, με το πρόσωπο ακάλυπτο στον ουρανό.
Πάω μ' από κοντά τις μετρημένες μέρες μου
-Σύμφωνοι, ναι· αλλ' η ζωή αυτή δεν έχει τέλος...

«ΤΕΤΑΡΤΗ, 15
ΠΡΟΧΩΡΩ ΜΕΣ’ ΑΠΟ ΠΕΤΡΙΝΑ κεριά και γυναίκες πού
κρατάν μισοφέγγαρα. Ο Θεός λείπει. Αυτός ο κήπος
δεν έχει τέλος και κανείς δεν ξέρει τί τον περιμένει.
Κάθε όνομα φέγγει για λίγο μές στα σκοτεινά κι ύστερα σβήνει χάνεται.»


Τρίτη 12 Μαρτίου 2024

Γυναίκες, Eduardo Galeano


Ο αδελφός της διοργάνωσε μία έκθεση με τα έργα της το 1951, η οποία δεν γνώρισε ιδιαίτερη επιτυχία. Χρειάστηκαν να περάσουν άλλες τρεις δεκαετίες για να εκτιμηθεί το έργο της. Επιτέλους το 1984, τα γλυπτά της εκτέθηκαν στο μουσείο Ροντέν και το όνομά της έγινε γνωστό παγκοσμίως. Της Αθηνάς Τζίμα...

Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/i-gineka-gliptria-pou-prospathise-na-spasi-to-andriko-katestimeno-stin-techni-trelathike-ke-i-ikogenia-tis-tin-egkatelipse-se-psichiatrio-i-kamil-klontel-pethane-meta-apo-30-chronia-egklismou/
 

«Γυναίκες»… Το κύκνειο άσμα του μεγάλου Ουρουγουανού συγγραφέα Εδουάρδο Γκαλεάνο, ενός ποιητή της μνήμης, ο οποίος έφυγε από τη ζωή τον Απρίλη του 2015, είναι ένας ύμνος στη γυναίκα. Πρόκειται για μια ανθολογία που την επεξεργάστηκε ο ίδιος ο συγγραφέας -δεν πρόλαβε να τη δει τυπωμένη- με κείμενα επιλεγμένα από έργα του που καλύπτουν ένα χρονολογικό φάσμα σαράντα περίπου χρόνων λογοτεχνικής δημιουργίας, από το «Vagamundo» (1973), τη «Μνήμη της φωτιάς» (1982), το «Βιβλίο των εναγκαλισμών» (1989), «Οι λέξεις ταξιδεύουν» (1993), «Ένας κόσμος ανάποδα» (1998), ώς τους «Καθρέφτες» (2008) και το «Οι μέρες αφηγούνται» (2012). Δεν πρόκειται για μια απλή, άτακτη παράθεση κειμένων, αλλά για μια οργανωμένη σύνθεση που αποσκοπεί στο να αναδείξει τις πολυποίκιλες όψεις του γυναικείου φύλου αλλά και να επιβεβαιώσει πόσο κεντρική θέση κατείχε
η γυναίκα στη σκέψη και το έργο του σπουδαίου Ουρουγουανού.

Οι «Γυναίκες» είναι ο ύστατος αποχαιρετισμός του Εδουάρδο Γκαλεάνο στους αναγνώστες του, αποχαιρετισμός εσπευσμένος, μια και ο ίδιος δεν πρόλαβε να δει τυπωμένο το βιβλίο του πριν φύγει από τούτο τον κόσμο. Πρόλαβε τουλάχιστον να ετοιμάσει αυτή την ανθολογία – φόρο τιμής στη Γυναίκα, που τόσο κεντρική θέση είχε στη σκέψη, στο έργο και στη ζωή του γενικότερα. Με τη χαρακτηριστική του ποιητική πρόζα, μιλάει για γυναίκες που άφησαν το δικό τους στίγμα στην ιστορία, ανασύρει από τη λήθη συλλογικά κατορθώματα γυναικών, μιλάει για τις ρίζες του μισογυνισμού, για γυναίκες που αψήφησαν την κυρίαρχη ανδρική ερμηνεία της πραγματικότητας. Και όπως η γυναίκα με την οποία ξεκινά το βιβλίο, η Σεχραζάντ από τις «Χίλιες και μια νύχτες», αφηγείται ιστορίες στον βασιλιά για να μην τη σκοτώσει, έτσι και ο Γκαλεάνο, ένας μάγος της γλώσσας, αφηγείται τις ιστορίες του για να μην αφήσουμε τη μνήμη να πεθάνει, γιατί η μνήμη χτίζει το μέλλον.

Μετ: Ισμήνη Κανσή, Εκδ. Πάπυρος
Εδουάρδο Γκαλεάνο, από τους πιο σημαντικούς, κατά τη γνώμη μας, συγγραφείς της σύγχρονης Λατινικής Αμερικής. Δεινός χειριστής της γλώσσας, με καταβολές στο μαγικό ρεαλισμό, αλλά χωρίς να ορίζεται από αυτόν, ο Γκαλεάνο βυθίστηκε στους λατινοαμερικάνικους μύθους έχοντας πάντοτε σαν πρόταγμα το πολιτικό διακύβευμα που δεν ήταν άλλο από την αντίσταση και την απελευθέρωση των λαών της ηπείρου του. Και αυτό το εξέφρασε με πράξεις, μέσω της δημοσιογραφίας, του ακτιβισμού και των δοκιμίων  του.

Πέρα από τις γνωστές τεχνοτροπίες, οι δουλειές του Γκαλεάνο συνδυάζουν έξοχα  το μυθιστόρημα, την ιστορία, την πολιτική ανάλυση και  το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ στα όρια του ντοκιμαντέρ. Όπως δήλωσε κάποτε: «είμαι ένας συγγραφέας που θα ήθελε να συνεισφέρει στη διάσωση της κλεμμένης μνήμης όλης της Αμερικής, αλλά πάνω από όλα της Λατινικής Αμερικής, πατρίδας περιφρονημένης και αγαπητής». Σταθμοί στην πορεία του ήταν βιβλία του  όπως, “Οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής” (1971), «Ένας κόσμος ανάποδα (1998) -η περίφημη τριλογία, «Μνήμες φωτιάς» (1982-1986) και οι «Καθρέφτες-Μία σχεδόν παγκόσμια ιστορία» (2008). Φυλακίσθηκε και εξορίσθηκε από το τους πραξικοπηματίες της Ουρουγουάης και κατέφυγε στην Αργεντινή, αλλά, καθώς η χούντα του Βιντέλα έρχεται με βία στην εξουσία αναγκάζεται βρίσκεται αυτόματα στη λίστα αυτών που αντιμετωπίζουν το εκτελεστικό απόσπασμα. Μετοικεί στην Ισπανία και επιστρέφει στην πατρίδα του με την έλευση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στα μέσα του ΄80. Το 2004 στηρίζει το “Frente Amplio” (Ευρύ Μέτωπο) των Βάσκες και Μουχίκα.

Λάτρης των γυναικών, νυμφεύθηκε τρεις φορές και έγραψε πολλά και όμορφα για το λεγόμενο ασθενές φύλο. Λίγο πριν πεθάνει και έχοντας συνείδηση του μοιραίου, ο Γκαλεάνο θέλησε να μιλήσει για αυτές που πιο πολύ αγάπησε, μαζί με την Λατινική Αμερική -τις mujeres. Οι «Γυναίκες» αποτελούν θησαύρισμα από όσα κατά καιρούς είχε γράψει σε διάφορα βιβλία του. Βεβαίως, εδώ όλα τα πορτρέτα επιλέγονται και καλύπτουν ένα χρονικό διάστημα σαράντα χρόνων, από το “Vagamundo” (1973), τη “Μνήμη της φωτιάς” (1982), το “Βιβλίο των εναγκαλισμών” (1989)- “Οι λέξεις ταξιδεύουν” (1993), “Ένας κόσμος ανάποδα” (1998)- έως τους “Καθρέφτες” (2008) και το “Οι μέρες αφηγούνται” (2012).

derechos-humanos-1528352w640

Καθόλου τυχαίο πως διάλεξε σαν «αποχαιρετιστήριο» έργο διάφορα πρόσωπα της Γυναίκας γι’ αυτό και δεν τοποθετεί απλά δίπλα-δίπλα διάφορα κείμενα αναφοράς  σε αυτήν, αλλά σκηνοθετεί με μαεστρία, ήτοι ανασυνθέτει, παλιότερα γραφτά του με απώτερο σκοπό να προβάλει τις απογόνους της Εύας, έμπλεος θαυμασμού και δέους για αυτές.  Ο γοητευμένος Γκαλεάνο αφηγείται σαν άλλος παραμυθάς ιστορίες για σπουδαίες περσόνες που έγραψαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ιστορία όπως η Σεχραζάντ, η Λουίζ Μισέλ της Παρισινής Κομμούνας, η Εβίτα, η Ισπανίδα κομμουνίστρια Ματίλντε Λάντα, η Μπέσι Σμιθ, η Ζοζεφίνα Μπέικερ, η μαθηματικός Υπατία, η Ρίτα Χέιγουορθ, η μεξικάνα πόρνη Λέλια, η Σαπφώ, η Έμα Γκόλντμαν και δεκάδες άλλες που παρελαύνουν στις σελίδες του Γκαλεάνο. Πέρα από την γενναιότητα και τον ηρωισμό τους αναφορές κάνει στις διάφορες εκδοχές του  φαλλοκρατισμού  και πώς αυτές οι θηλυκές μορφές αμφισβήτησαν, η καθεμιά με την στάση της, τον τρόπο που οι άνδρες επέβαλλαν στο άλλο μισό του ουρανού τις δικές τους αλήθειες.

Καλύτερος επίλογος για τις «Γυναίκες» δεν μπορεί να υπάρξει άλλος από τα ίδια τα γραφόμενα του Γκαλεάνο: «Η Χίλντεργκαρντ του Μπίνγκεν πίστευε ‘πως  το αίμα που λεκιάζει είναι το αίμα του πολέμου και όχι της περιόδου’ και παρότρυνε ανοιχτά τις γυναίκες να νιώθουν ευτυχισμένες που γεννήθηκαν γυναίκες… Η ηγουμένη Χίλντεγκαρντ, πουριτανή παρθένα με αυστηρές αρχές, ισχυριζόταν, με πρωτοφανείς γνώσεις, πως στον έρωτα η ευχαρίστηση της γυναίκας είναι μεγαλύτερη και περισσότερο έντονη  από εκείνη του άνδρα: ‘Στη γυναίκα, είναι όπως ο ήλιος, που με τις απαλές του ακτίνες ζεσταίνει τη γη και την κάνει να καρποφορεί’. Έναν αιώνα πριν από την Χίλντεγκαρντ, ο γνωστός Πέρσης γιατρός Αβικέννας είχε περιλάβει στις Γενικές αρχές του μια λεπτομερή περιγραφή του γυναικείου οργασμού, ‘από τη στιγμή που τα μάτια της γίνονται κόκκινα, η αναπνοή της γρηγορότερη, κι αρχίζει να τραυλίζει’. Καθώς η ευχαρίστηση ήταν ανδρική υπόθεση, οι ευρωπαϊκές μεταφράσεις του έργου του Αβικέννα παρέλειψαν τη σελίδα».

«Κοιτάξτε. Στη γλώσσα γουαρανί «νιε ε» σημαίνει «λέξη», αλλά και «ψυχή». Οι Ινδιάνοι Γουαρανί πιστεύουν πως όσοι λένε ψέματα ή σπαταλάνε τις λέξεις προδίδουντην ψυχή».

«Γράφω σε μια γλώσσα που σκέφτεται με τις αισθήσεις, μια γλώσσα sentipensante. Είναι μια λέξη που μου τη δίδαξαν οι ψαράδες της κολομβιάνικης ακτής στην Καραϊβική και εξηγεί γιατί δεν θέλω να με αποκαλούν «διανοούμενο».

Διότι νιώθω πως μεταμορφώνομαι σε ένα κεφάλι δίχως σώμα -μια όχι και πολύ ευχάριστη κατάσταση- και πως η λογική και η συγκίνησή μου υποχρεώνονται να πάρουν διαζύγιο η μία από την άλλη.

Θεωρείται διανοούμενος αυτός που είναι ικανός να γνωρίζει, εγώ όμως προτιμώ εκείνον που είναι ικανός να καταλαβαίνει. Καλλιεργημένος άνθρωπος δεν είναι εκείνος που συσσωρεύει γνώση, διότι τότε κανείς δεν θα ήταν πιο καλλιεργημένος από έναν υπολογιστή.

Καλλιεργημένος είναι αυτός που ξέρει πώς να ακούει τις χίλιες και μία φωνές του φυσικού κόσμου του οποίου είμαστε μέρη. Προκειμένου να μιλήσω, εγώ ακούω. Συλλέγω λέξεις τις οποίες επιστρέφω με τον δικό μου τρόπο, στον κόσμο από τον οποίο προέρχονται» έλεγε στο Monthly Review, σε μια από τις σπάνιες μεγάλες συνεντεύξεις του (2008)
ΠΗΓΗ