Μὲ ἐκοίταξε ἕνα σούρουπο τὸ Μάη,
τὸ μοσκοβολισμένο Μάη τὸ μήνα,
καὶ ἡ ματιά της γιὰ πάντα μοῦ ἐπρομήνα
εὐτυχία, ποὺ τὸ οὐδὲν δὲν πεθυμάει.
Μὰ ὁ πόθος δὲ χορταίνει ὅσο κι ἂ φάει,
μέσ᾿ στὴν καρδιά μου μπήγεται σὰ σφήνα·
σὰ διψασμένη λυώνεται ἀλαφίνα
ἡ ψυχὴ ὅση γλύκα κι ἂ ρουφάει.
Μάγο, ἀνέσπερο φέγγος τοῦ θανάτου,
ἐσύ, ναί, μὲ γλυκιὰ παρηγορία
πραΰνεις καθενὸς τὰ βάσανά του.
Μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴν ἀλαβάστρινην ὑδρία
ὅ,τι κι ἂν τάζῃς δίνεις κιόλας, ἀφανίζεις
τὴν πεθυμιά, τοὺς ὕπνους αἰωνίζεις.
Μπόρα Του Μάη-Ρώμος Φιλύρας
Μέσα στον Μάη αλάλαζεν ο θρίαμβος του χειμώνακαι της βροχής το σύθαμπον εβρόντα ο κεραυνός
και το χαλάζι μάραινε τη τροφαντή ανεμώνα
και τα μπουμπούκια π' άνοιγαν ματάκια προς το φως.
Και μέσα στο τρισκόταδο δεν έλαμψεν η μέρα
και δεν ακούσαμε γλυκό τραγούδημα πουλιών,
μα να βογγά απόκοσμα τον καταλύτη αγέρα
στα τρίστρατα των λιβαδιών και των περιβολιών.
Και τ' όνειρο μας που 'λεγε να λουλουδίσει τώρα
προσμένοντας τόσο καιρό του Μάη το λαύρο φως,
αλίμονο! η απάντεχη το πρόφτασεν η μπόρα
και σα μπουμπούκι το 'καψεν ο μέγας κεραυνός...