Σελίδες

Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2018

Φθινοπωρινά ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου


ΡΙΤΣΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
 «ΧΑΡΤΙΝΑ, Ι»: απόσπασμα

Φθινόπωρο
με το σκοινί δεμένο
στον κορμό της ελιάς·
η χαρτονένια προσωπίδα
δεν κρατάει το νερό -
τρέχει απ' τα μάτια.

Να πάρεις το μόνιππο.
Σαν βγεις απ' το δάσος
πρόσεξε
το μουσκεμένο άλογο
μπροστά στη Σφίγγα.

Τα στενά σιδερένια παπούτσια.
Δρόμος και δρόμος.
Η δόξα.
Ύστερα
οι τρύπιες παντούφλες στο τραπέζι
οι σημαίες στη ναφθαλίνη [...]
ΠΗΓΗ
Γιάννης Ρίτσος, Χειμερινή διαύγεια (απόσπασμα)
 Το πράσινο παγκάκι, όπου κάθισες μια νύχτα ολομόναχος, περικλεισμένος από ανώφελα άστρα,

μετακόμιζε μόνο του τώρα μες απ' τα ωχρά χωράφια τής φθινοπωρινής ερήμωσης
φτάνοντας ως την πόρτα σου σαν αμαξάκι εξοχικό μέσα του
κάθονταν τώρα δυο, - μπορείς να πεις κ' ευτυχισμένοι,
γιατί με το να δεις και να παραδεχτείς εκείνα πού δεν είχες και δε θα 'χεις
είναι σχεδόν σα να τα 'χεις, - τα 'χεις σίγουρα. Έτσι λέγαμε, κ' ίσως με ειλικρίνεια.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Στ' Τόμος] (1978)


-Γιάννης Ρίτσος, [Φθινοπωρινή θλίψη]
«Φεύγουν οι παραθεριστές. Τα παράθυρα κλείνουν.
Ένα πλοίο στο βάθος, μονάχο, κρυώνει.
Κάτω απ’ το πράσινο παγκάκι του κήπου
μένουνε τα σαντάλια σου, σκεβρωμένα απ’ το αλάτι»
(Γ. Ρίτσος, Θερινό φροντιστήριο, Κέδρος)




Γιάννης Ρίτσος -Κίτρινο φθινόπωρο
Κίτρινο φθινόπωρο, κίτρινη η καρδιά μου
όσα χθες εφτέρωναν, τώρα πέφτουν χάμω.

Στο καφενεδάκι μας κίτρινη κι η γρίλια
στο ποτήρι ανέγγιχτη έλιωσε η βανίλια.

Ένα φίλο κίτρινο έχεις για ρολόι
κίτρινη ώρα έρχεται για το φτωχολόι.

Τρεις εργάτες πέρασαν κάτω απ’ τις μαρκίζες
άκου αυτά τα βήματα, πράσινες οι ρίζες.

Τι να πούμε αγάπη μου, λόγια πια δε βρίσκω
νιώθω το κατόπι μας το μεγάλο ίσκιο.

Κίτρινο τ’ απόβραδο, κίτρινη ησυχία
μες στη μνήμη ακούγεται κίτρινη ρομβία.

Ένα φίλο κίτρινο έχεις για ρολόι
κίτρινη ώρα έρχεται για το φτωχολόι.

Τρεις εργάτες πέρασαν κάτω απ’ τις μαρκίζες
άκου αυτά τα βήματα, πράσινες οι ρίζες.

Γιάννης Ρίτσος - «Η ραψωδία του γυμνού φωτός» IV (Φθινόπωρο)

 «Κοιμήθηκε η βροχή στο λασπωμένο δρόμο
στο λίγο φως με τ’ άρρωστα κορίτσια
πίσω απ’ τα τζάμια του απογεύματος.

Βήμα βαθύ του φθινοπώρου στα προαύλια των σχολείων
πάνω στις χορταριασμένες πλάκες. Βήμα της βραδιάς
με μια δέσμη σοβαρών αστερισμών έξω απ’ τις κλειδωμένες πόρτες.

Οι κήποι φεύγουν στην ομίχλη φεύγουν με τους ανέμους
μπλέκονται τα κλαδιά των δέντρων με τα σύγνεφα
ένα πουλί χτυπάει το τζάμι του παραλιακού σπιτιού.

Κανείς δεν είναι να του ανοίξει. Φύγαν όλοι
με τα καράβια δίχως φώτα. Πού έχουν πάει;

Και το καπέλο του καλοκαιριού κουρελιασμένο
το σέρνει ο αγέρας στο ακρογιάλι, το χτυπάει στους βράχους
και μένει μόνο η θάλασσα κάτω απ’ τις αστραπές
μέσα στην πολυθόρυβη ερημιά της…»


 





Από την έκδοση Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα (1991)
 Τι να σκέφτονται τάχα τα πουλιά
αρχές φθινοπώρου
όταν το χειραμάξι τού κήπου
με τις άδειες γλάστρες
προσηλώνεται στη σκιά του
κι οι γυμνές πέτρες
έχουν τον πρώτο λόγο;
 
Γιάννης Ρίτσος - Σαββατόβραδο στη συνοικία τού φθινοπώρου
Απόψε νοιώθω πως οι κύκνοι κρυώνουν.
Ένα πλοίο παιδικό έφυγε.
Το νερό είναι παγωμένο. Ένας κρίνος νυστάζει.

Πού είσαι; Κλείσε το παράθυρο. Δίπλωσε τη σημαία
και φύλαξε τη στο μπαούλο της γιαγιάς με ναφθαλίνη.

Φωτιά ερημική στο βραδινό βουνό. Δεν είναι
βοσκοί να θυμηθούν. Δεν είναι τίποτα
να ζεσταθεί. Τίποτα εκτός απ' την ίδια τη φωνή σου
που ενθαρρύνει σιγά τον εαυτό της.

Κι όμως είναι πολύ απλό αυτό που σου λέω.
Σα να κατεβαίνεις πιασμένος απ' το χέρι του ίσκιου πολλά σκαλοπάτια.
Πολλά σκαλοπάτια. Τότε μάζευες τα πανιά του ανέμου σαν ένας εύθυμος ναύτης
κ' ήξερες πως κάθε Κυριακή
στο προαύλιο με τα' άσπρα και μαύρα πλακάκια
οι μικροί άγγελοι βάφαν τα σκολιανά παπούτσια τους
και τραγουδούσαν κείνο το παλιό ποιμενικό τραγούδι. Μήτε που το θυμάμαι.

Μη το θυμάσαι τάχα εσύ; Κάθε πρωί Κυριακής.