Κοιτώντας το βλέμμα σου, θαρρούσα πως έβλεπα,
πρώτη φορά, ουρανό που κυμάτιζε.
Στο βάθος του ανταύγειες υποπράσινες σύνθεταν
ένα χρώμα ακαθόριστο. Ένα χρώμα από πνεύμα,
από φως, ένα αγίασμα.
Νύχτωνε κι όμως
θαρρούσα πως σάλευαν στους τοίχους λουλούδια,
σάμπως χαράζοντας πέρα σε κάποιο
βάθος ν’ ανταύγαζε.
Τα μάτια σου δέσποζαν.
Θωρώντας αυτή τους την ατλάζινη κίνηση
να πηγαίνει και νάρχεται, δεν μπορούσα να ειπώ
τι ακριβώς μου θυμίζανε. Μπορεί την Αγία
Άννα στους Βράχους, ορθή, με του σύμπαντος
το διάφανο στέφανο γύρω στο στήθος της.
Μπορεί κάτι άλλο που τόχα συλλάβει
ο ίδιος εγώ, αλλά μούκαψε τη σκέψη και χάθηκε.
Θαρρούσα πως έβλεπα τη γιορτή των χρωμάτων,
τη γιορτή της φωτιάς, τη γιορτή του νερού
και της βλάστησης.
Κι’ όλα
μαζί, σ’ ένα όρθιο ποτάμι που ανέβαινε
και χύνονταν πάνω στον γαλάζιο ουρανό,
σε δυό οροπέδια, που αχτίδιζαν δυο διάφανες
λίμνες : τα μάτια σου.
Ποιος είναι άραγε
απ’ τους δυο μεγαλύτερος; ο κόσμος ή ο άνθρωπος;
Σε λίγο βαδίζαμε μόνοι, κοιτάζοντας
πέρα στο βάθος. Είχεν απ’ ώρα
δύσει ο ήλιος. Πριν να προφτάσει,
γλυκός σα μετέωρο μάτι παιδιού,
ν’ ανατείλει ο έσπερος, πήραν να γίνονται
πράγματα άλλα μες στον ορίζοντα.
Μέσα στο ημίφως σηκωνόνταν αυλαίες.
΄Αναψεν άξαφνα όλα τα μέσα
φώτα του ο κόσμος.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Από την ποιητική συλλογή «Το βάθος του κόσμου» – 1961