Κλειστό είναι το ανοιχτό βιβλίο που κρατάς.
Αλλιώς θα ανοίξει.
Όπως ανοίγει σφαλιστή δίφυλλη πόρτα. Από τη μέση.
Στο στάχωμά τους θα χωρίσουνε τα φύλλα
και με τις έξω άκρες τους στα δάχτυλά σου τρίζοντας
αργά σαν σε ρεζέδες θα περιστραφούν.
Και τότε είναι πού θα διαβάσεις το κενό
- γιατί, ποιο άνοιγμα χωρίς κενό;
Έτσι κι όταν ανοίγω την ψυχή μου.
Για το κενό του ανοίγματος και μόνο.
Όλα τ' άλλα είναι γνωστά. Σαν "ανοιχτό" βιβλίο. [Από την έκδοση]

"Το αίμα της άνοιξης" Βύρων Λεοντάρης
*Από τη “Ψυχοστασία”, εκδ. Ύψιλον
Της Άνοιξης και του Πολέμου-Βύρων Λεοντάρης
I
Δεν ξεχωρίζω πια τον ερχομό σου από την άνοιξη
Το βάδισμά σου απ’ το άνοιγμα των λουλουδιών
Τη νιότη από το χαμόγελό σου.
Δεν ξεχωρίζω το κορμί σου απ’ των περιβολιών το θρόισμα
Την αφή σου απ’ την αφή όλου του κόσμου
Τη γεύση σου απ’ τη γεύση των τρικυμισμένων μυστικών.
Δεν ξεχωρίζω πια τα μάτια σου
Μάτια; Ουρανός; Θάλασσα; Αστέρια;
– δεν ξεχωρίζω πια
Εσπαταλήθηκες πολύ μες στη ζωή μου.
III
Έξω από το χαράκωμα της μοίρας
Στόμα του τριαντάφυλλου
Μάτια της βροχής
Δάχτυλα που δεν έχουν αδερφούς
Και αδερφές στον κόσμο
Σφίγγουν τα ηνία του χαμόγελου, καθώς
Το αίμα στο χαράκωμα του ορίζοντα σαλπίζει
Σιωπητήριο καρδιάς.
VI
Πάθος ανθρώπινο
Δε γιατρεύεται τούτη η ομορφιά
Λουσμένη σε πληγές και ηφαίστεια…
Άνοιξη, άνοιξη!…κι αχ, δε γιατρεύεται
Τούτη η ελπίδα της ζωής, η ελπίδα της αγάπη…

Βύρων Λεοντάρης-Ψυχοστασία
Να ‘χυνες τα χέρια σου
μέσα σ’ αυτή τη φοβερή πληγή
ν’ απίθωνες μιαν υγρασία φιλιού στο μέτωπό μου
μ’ ένα χαμόγελο να μου έπλενες τα μάτια
κόρη με τα χρυσάνθεμα μαλλιά
χέρια από αγιόκλημα/αίμα πνιγμένο μες στα γιασεμιά
άνοιξη ανάμεσα στα χέρια της Αγάπης
Να ‘σκυβες με μια θάλασσα φτερούγα πάνω μου
Θα σε κρατούσα σαν φλύαρο νερό στις φούχτες μου
σαν φυλλωσιά από άστρα.
Θ’ ανέμιζα, έπειτα, το φόρεμα της αστραπής σου στον κόσμο
κατάματα στο θάνατο προτού χυθώ
βροχή απ’ τα μάτια μου στα μάτια σου
βροχή απ’ το σώμα μου στο σώμα σου…
Έπειτα θα μπορούσα ακόμα και να σε ξεχάσω
αίμα πνιγμένο μες στα γιασεμιά
Ανοιξη στα χέρια της Αγάπης.
Μα έχεις και συ ανάμεσα στα φρύδια/την ίδια σπαθιά πίκρας
τον ίδιο κόμπο υπομονής στα χείλη σου δαγκώνεις
καίει τα χέρια σου ο ίδιος λυγμός τιμόνι-Πρόσεχε!
Τρέμεις σαν δάκρυ σε βασανισμένο βλέφαρο
η κόμη σου αντηχεί στον άνεμο-μια μυρουδιά δαφνόφυλλου
υποφέρεις από νιότη….
Έχεις και συ την ίδια ουλή ανάμεσα στα φρύδια.
ακόμα ένα βουνό, ακόμα ένα βάλτο
να πηδήσουμε κι αυτό το κύμα
να περάσουμε κι αυτή τη πτυχή αηδίας
ακόμα ένας χειμώνας, ακόμα μια άνοιξη
ακόμα ένας σφυγμός
Τα χέρια σου μυρίζουνε τα μανταρίνια όλης της γης
συνωμοσία χαμόγελου ξυπνάει στο πρόσωπό σου.
Δε θα βουλιάξεις! Στις κακοτοπιές
ένας ήλιος σε κρατάει από τις μασχάλες.
~Ψυχοστασία, εκδ. Ύψιλον~

Βύρων Λεοντάρης…«Λεηλασία
Αλίμονό σου, όταν αρχίσεις να ξεκόβεις απ’ τον πόνο του αδερφού σου,
κι απογυρνάς το βλέμμα απ’ τις πληγές, που σε φωνάζουν

Βύρων Λεοντάρης…«Λεηλασία
και εξοικειώνεσαι με τη ζωή που ζουν τα τέρατα,
κι αρχίζει το ασυμβίβαστο να συμβιβάζεται
και το απαράδεχτο να μοιάζει βολικό
κι αρχίζει η αλήθεια μέσα σου να σώνεται και να ‘ρχεται το ψέμα
σιγά σιγά, όπως η μέρα γίνεται σκοτάδι
όπως το καλοκαίρι γίνεται χειμώνας.
Αλίμονό σου, όταν το δύσκολο σου γίνει βαρετό
κι αβέρτα ρίχνεις δίκιο στους αδίκους κι αρχινάς ν’ ανακαλύπτεις
σοφίες κι ομορφιές μες στα ξεράσματα της πλήξης,
ιδανικά μες στο βυθό της αηδίας
και λες, και λες και λες…
Όταν πια δε σου φαίνονται και τόσο δύσκολα τα πράγματα
η ζωή, ο έρωτας, ο ύπνος,
όταν τριγύρω μαχαιρώνουνε τη Νύχτα
κι οι λόφοι στηθοδέρνονται,
όταν παχύνουνε τα χείλια σου τόσο πολύ, που να μπορούν
να πουν: «Κατέστην ευτυχής», αλίμονό σου.
Γιατί όλοι αυτοί, που σε τριγύριζαν,
γιατί όλοι αυτοί που σε χάιδευαν,
άλλα γυρεύουν τώρα, άλλα απαιτούν
-τώρα σε θέλουν τέλεια δικό τους.
Γιατί αυτοί, που απ’ την αρχή καλά το ήξερες,
τώρα περνούν τα σύνορα,
γιατί η λεηλασία σου άρχισε – τώρα τι θα κάνεις,
τι θα κάνεις , τώρα που πια δε μένει παρά ένα βήμα ακόμα μοναχά,
για να συρθείς και να συνάψεις τη «συμμαχία» που σου ζητούν,
την τρομερή κι επαίσχυντη και μάταιη συμμαχία με το θάνατο;
Βύρων Λεοντάρης, Ψυχοστασία, Ύψιλον/βιβλία

ΣΤΑΖΕΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΑΣ--Βύρων Λεοντάρης
Στάζει το σπίτι μας απόψε, πάλι στάζει.
Σπάνε στο μέτωπό σου οι στάλες και σημαίνουν
το εγερτήριο των λυγμών.
Και να! φουσκώνουνε τα βλέφαρά σου
– φλόκοι τού ονείρου που χτυπούν
στον άνεμο της λύπης – Ξεχειλίσαν
τα μάτια σου – και πού είναι; –
πλημμύρισε το πρόσωπό σου – και πού είναι
τα μάτια σου, πού είναι το πρόσωπό σου;
Μια λίμνη, που βογκάει, το πρόσωπό σου, και μια θάλασσα το σώμα σου.
Μα εκεί μέσα θα χυθώ,
στα βάθη της μια πολιτεία φωνάζει τ’ όνομά σου,
πηδάνε τα γαλάζια φώτα της, χορεύουν
στα σταυροδρόμια οι ελπίδες των μαλλιών σου.
Εκεί σε καρτερεί ένα σπίτι από ελαφρόπετρα,
χτυπούν την πόρτα – μπαίνεις,
στο μέτωπό σου λάμπει
το χαμόγελο της βροχής,
μυρίζουν τα βρεμένα ρούχα σου νύχτα κι αγάπη…
Μια λίμνη, που βογκάει, το πρόσωπό σου.
Πόσες φορές δεν πέρασα συρματοπλέγματα κι αγκάθια
για να ‘ρθω αυτού να δω για λίγο
πόσο γλυκά χτυπά η καρδιά μου μες στα μάτια σου,
για να ‘βρω το νερόκρινο το στόμα σου,
επάνω σου σκυμμένος να γυρεύω
τους παιδικούς σεισμούς σου να τρυγήσω…
Μια λίμνη, που βογκάει, το πρόσωπό σου και μια θάλασσα το σώμα σου.
Μια λίμνη φιλώ, μια θάλασσα αγκαλιάζω,
αιώνες θα μπορούσα αυτού να ναυαγώ
μα αυτός ο ωκεανός τού πόνου μού γλιστρά απ’ τα χέρια,
υψώνει το λαιμό του ο τυφώνας και ψηλά
το πρόσωπο της θύελλας αστράφτει!
Στάζει το σπίτι μας απόψε, πάλι στάζει και χτυπούν
στο μέτωπο οι σταγόνες και χτυπούν
μια λίμνη που φιλώ, μια θάλασσα που αγκαλιάζω.
– Πού είσαι; πού είμαι; πού είναι το σπίτι μας;
– Δεν έχουμε σπίτι εμείς,
ποτέ δεν είχαμε σπίτι, ποτέ μια νύχτα αδιάβροχη στον πόνο.
Να ‘σαι σίγουρη μονάχα
γι’ αυτό που μπορούν να σκεπάσουν οι πλάτες μου
κι αγάπα αχόρταγα
τα μάτια, το στόμα και την τιμή μου.