ΑΝΑΠΟΛΟΥΝ Τ'ΑΓΑΛΜΑΤΑ
Αναπολούν τ' αγάλματα
αλλιώς θά 'χαν πεθάνει
κι όταν η νύχτα έρχεται
και το φεγγάρι τα πολιορκεί,
ραγίζουνε
αφήνοντας
ένα βαθύ λυγμό
μες στο σκοτάδι.
ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
Το ακατόρθωτο επιχειρεί η ψυχή
σ'αυτή τη ζωή
της πολυκατοικίας.
Τη μέρα
αντιστέκεται στο ασανσέρ
το βράδυ στις τηλεοράσεις.
Και τα μεσάνυχτα
-που εξαντλείται ο θάνατος-
πληγώνει τα φτερά της στο φωταγωγό
για λίγο παιδικό φεγγάρι.
ΕΡΗΜΩΣΗ
Υποχωρούν με τον καιρό τα όνειρα
τ΄ολόγιομο φεγγάρι γίνεται δρεπάνι
κι αυτή, που μες στο φως του χτενιζότανε,
τώρα πενθεί
κι έχει κλεισμένα
τα παραθυρά της
Η ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
Το γελαστό φεγγάρι που κρυφόπαιζε
με τη μικρή τριανταφυλλιά
σκάλωσε μες στ'αγκάθια της.
ΠΑΛΙ Ο ΕΠΙΛΗΠΤΙΚΟΣ
Με πρόσωπο στραμμένο στο φεγγάρι
λόγια προφέρει ακατάληπτα
βγάζοντας κατά διαστήματα κραυγές.
Πάλι ο επιληπτικός,
λένε μες σε χασμουρητά οι γείτονες.
ΒΓΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΤΡΙΓΥΡΙΖΕΙ
Στα όνειρά μου
κανείς δε μ'επισκέπτεται.
Μέσα στους άδειους δρόμους
απ'το φεγγάρι ξεπλυμένους,
βγαίνει και τριγυρίζει ένα σκυλί
πετσί και κόκκαλο.
(από τη συλλογή "Σύντομο Βιογραφικό", 1991)
ΒΑΝ ΓΚΟΓΚ
Τους αγαπάω τους τρελούς,
μιλούν με το φεγγάρι•
ενώ εμείς κοιμόμαστε,
αυτοί κόβουν τις φλέβες τους
ή το αφτί τους τρυφερά
και το προσφέρουνε.
Το Ποτάμι
Στέκει το φεγγάρι και κοιτάει
το ποτάμι, που πηγαίνει μοναχό,
κάποιος στο χορτάρι τραγουδάει
κρεμασμένος απ' τον ουρανό.
Και η νύχτα κάθε τόσο σταματάει
από άξαφνο του ποταμού λυγμό,
χαμηλώνει το φεγγάρι και ρωτάει
Και πηγαίνει, όλο πάει το ποτάμι,
στ' ανοιχτού πελάγου το χαμό,
κάποιος μες στη νύχτα τραγουδάει,
για αγάπη και για χωρισμό.
Απ' το φεγγάρι
Ἀπ' τὸ φεγγάρι
μὴν ἐλπίζεις ἄλλο φῶς,
Ἂν εἶναι ἔτσι χλομὸ
καὶ ἀνεβαίνει κάθε βράδυ λυπημένο,
δὲ φταίει αὐτό.
Φταίει ὁ ἄδειος οὐρανὸς
κι ὁ δρόμος o συνηθισμένος.
Ἀπ' τὸ φεγγάρι
μὴν ἐλπίζεις ἄλλο φῶς,
Ἂν εἶναι ἔτσι χλομὸ
καὶ ἀνεβαίνει κάθε βράδυ λυπημένο,
δὲ φταίει αὐτό.
Φταίει ὁ ἄδειος οὐρανὸς
κι ὁ δρόμος o συνηθισμένος.