Ο «Καιρός των χρυσανθέμων» μιλά για το μεγαλείο και την αθλιότητα του θεάτρου, για την ψευδαίσθηση, την απάτη και τις αλήθειες του, για ηθοποιούς που καίνε το σανίδι και καίγονται και οι ίδιοι, για τα θηρία που τους κατασπαράζουν (ο εαυτός τους, το κοινό και οι συνάδελφοί τους) και για τους ρόλους που ενσαρκώνουν. «Δημιουργώ έναν ρόλο, σημαίνει συμμετέχω στην αναδημιουργία του κόσμου», μας λέει προς το τέλος ο συγγραφέας.
Το αποχαιρετιστήριο δείπνο θα μεταβληθεί σε σκηνικό θαυμάτων: Πρώτη φορά θα αντηχήσουν από το γραμμόφωνο άριες αγαπημένων μελοδραμάτων και η ομήγυρη θα γνωρίσει ένα κορίτσι, το οποίο αργότερα θα ανακηρυχθεί σε αγία από την Καθολική Εκκλησία. Όλα συντελούνται ανάμεσα σε πολλούς έρωτες, ανομολόγητα πάθη, αντιπαλότητες και μελλοντικές χαρές.
Μια κατανυκτική Ακολουθία των Παθών, και της πόλης και των ηρώων, η οποία, ωστόσο, θα τελειώσει με το θρίαμβο της αγάπης και την αποκατάσταση της ευτυχίας.
Θέατρο Απόλλων, Σύρος
Διαρκώς κατέφθαναν οι θεατές με άμαξες ή πεζοί όσοι έμεναν κοντά στο θέατρο, και οι κυρίες στέκονταν στη δεξιά μεριά του θεάτρου για ν’ αλλάξουν παπούτσια, γιατί ετούτα τα πρόχειρα που φόρεσαν είχαν γεμίσει λάσπες και τα ‘παιρναν γρήγορα οι μικρές υπηρέτριες, τα τύλιγαν προσεκτικά με πανιά ή εφημερίδες και τρέχανε κι αυτές μέσα στο θέατρο για να στριμωχτούν στο ψηλότερο θεωρείο και πολλές, αν σήκωναν τα χεράκια τους, θα άγγιζαν τα ζωγραφιστά αγγελάκια της κορυφής…
Θέατρο Απόλλων, Σύρος
Τα θεωρεία άστραφταν από τα κοσμήματα και τα μεταξωτά των κυριών, που συχνά πυκνά κουνούσαν ναζιάρικα και με σκέρτσο το κεφαλάκι τους στους συνοδούς τους ή έγνεφαν σηκώνοντας ελαφρά το χέρι και, σαν να ‘παιζαν πιάνο στον αέρα, χαιρετούσαν γνωστούς και φίλους στα απέναντι θεωρεία ή στην πλατεία…
Για κλάσματα δευτερολέπτου κοίταζαν τους απέναντί τους και ιδίως οι κυρίες, που προσπαθούσαν να κοστολογήσουν με φανερή περιέργεια και ζήλια την αξία των κοσμημάτων της καθεμιάς και να θυμηθούν αν είχαν δει σε κάποιο παριζιάνικο φιγουρίνι το φόρεμά της.
Μια ωραία μυρωδιά χρυσανθέμων και τριαντάφυλλων πλημμύριζε σιγά σιγά το θέατρο απ’ άκρη σ’ άκρη. Κάποιος από την επιτροπή είχε την τύχη να ανακαλύψει και ένα θαυμάσιο μυριστικό. Φύλλα αρωματικών θάμνων και βότανα στην οδό Ευριπίδου της Αθήνας…
Μετά την παράσταση θα ακολουθούσε δείπνο στο σπίτι των Πινά με όλους τους ηθοποιούς του θιάσου και τουλάχιστον άλλους είκοσι εξωθεατρικούς , τα μεγάλα ονόματα της πόλης. «Σήμερα θα τους θαμπώσω, Άγγελέ μου», έλεγε η Ζενή στο σύζυγό της. «Θα βγάλω το μεγάλο μας καλό σερβίτσιο και θ’ ανοίξω και την άλλη τραπεζαρία για να βλέπουν στη βιτρίνα το μικρό σερβίτσιο που βγάλαμε στο βασιλιά μας Γεώργιο!»
ΠΗΓΗ
Ο «Καιρός των χρυσανθέμων»-Απόσπασμα
«Οι χαμένοι φίλοι έρχονται πάντα ξαφνικά»
Οι φίλοι σου είναι το εισιτήριο για να μπεις σε μια πόλη. Να μπεις σ’
ένα θέατρο και σ’ ένα ιπποδρόμιο. Μοιάζουν να χάνονται σιγά σιγά, όπως
αν αφήσεις τη φωτογραφία πολύ καιρό στον ήλιο. Αυτούς τους φίλους δεν θα
τους ξαναβρείς.|
«Οι χαμένοι φίλοι έρχονται πάντα ξαφνικά»
Χτυπούν την πόρτα σου – μιαν άλλη πόρτα. Δεν είναι το δικό σου σπίτι.
Εσύ δεν είχες. Κι έχεις αλλάξει τόσα σπίτια, που τώρα δεν ξέρεις ούτε
κι εσύ πού μένεις. Ξεκινάς και πάντα στέκεις ανάμεσα σε δέκα σπίτια και
δεν θυμάσαι πού μένεις. Αλλά οι άλλοι, που φορούν κατάσαρκα τη νύχτα,
πώς σε βρίσκουν;
Βάζεις το κλειδί σε μια πόρτα. Δεν ανοίγει. Κάνεις θόρυβο. Την ανοίγουν οι νοικοκυραίοι και σε ρωτούν τι θέλεις. Τίποτε δεν θέλεις. “Και πώς με το κλειδί;” σου λένε. ” Τι είναι αυτό; Θα φωνάξουμε την αστυνομία”. Πώς να εξηγήσεις; Όταν επιτέλους βρεις το σπίτι σου, θέλεις να ξαπλώσεις. Κανένας εδώ δεν θα φωνάξει την αστυνομία. Προς τι άλλωστε; Δεν τη φώναξαν γιατί σε λυπήθηκαν.
Σε είδαν έτσι παραδαρμένο, με μπογιές στο πρόσωπο, δήθεν ντυμένο Άμλετ, “κάτι διαφημίζει αυτός”, έτσι άκουσες. Κι έτσι τη γλίτωσες.
Σταματημένα καράβια στη μέση του πελάγου είναι οι φίλοι σου. Σάπια καράβια, έρμαια της βροχής και των κυμάτων. Κουβαλώντας βαλίτσες με άχρηστα ρούχα από ρόλους ανθρώπων που ποτέ δεν έπαιξαν ή έπαιξαν κι έφαγαν τα μούτρα τους, με τα παιδικά τους κοντά, βελούδινα παντελονάκια – για γούρι- τυλιγμένα προσεκτικά. Αποκόμματα εφημερίδων. Χαρτιά της αστυνομίας. Αφίσες με το ερειπωμένο τους πρόσωπο επιχρωματισμένο. Ξύλινα κουτιά που κρύβουν ψεύτικα βυζαντινά στέμματα, ζώνες, παραμάνες, καρφίτσες, βελόνες, κουμπιά, κόπιτσες, κλωστές. Και πολλά τσίγκινα κουτάκια με πούδρες και μπογιές για το πρόσωπο. Περούκες, πομάδες και αρώματα. Κι ακόμη τα σκηνικά μιας μελλοντικής ευτυχίας σε ταλαιπωρημένα θεατρικά έργα.
Μια γυναίκα. Μόλις ανασαίνει η φωτογραφία της στο ρημαγμένο πορτοφόλι. Διπλωμένη σαν παλιά συνταγή για κάποιο φάρμακο. Οι φίλοι σου είναι το εισιτήριο για να μπεις σε μια πόλη. Να μπεις σ’ ένα θέατρο και σ’ ένα ιπποδρόμιο. Μοιάζουν να χάνονται σιγά σιγά, όπως αν αφήσεις τη φωτογραφία πολύ καιρό στον ήλιο. Αυτούς τους φίλους δεν θα τους ξαναβρείς. Αν έρθουν, θα κρατούν περγαμηνές και χρυσόβουλα. Θα’ ναι ντυμένοι με ιερατικά άμφια, κεντημένα με διαμαντικά, και θα σου αναγγείλουν την απέραντη μοναξιά που σε περιμένει, όσο ζεις σ’ αυτή την άρρωστη πόλη του χαμού.”
Μικρό απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Μάνου Ελευθερίου «Ο καιρός των χρυσανθέμων», εκδ. Μεταίχμιο, 7η χιλιάδα
Διαβάστε περισσότερα ΕΔΩ