Σελίδες

Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2021

Λογοτεχνικά αποσπάσματα ''Περί Βροχής''


Κάτω από το ηφαίστειο - Μάλκολμ Λόουρυ

"Κι αυτά τα σύννεφα στο νοτιά προμηνούσαν καταιγίδα. Του φάνηκε πως μύριζε βροχή και πέρασε απ' το μυαλό του η ιδέα πως τίποτε δε θα του άρεσε περισσότερο αυτή τη στιγμή από το να βραχεί, να μουσκέψει ως το κόκκαλο, να περπατάει χωρίς σταματημό σ' αυτό τον άγριο τόπο με τα λευκά βαμβακερά του ρούχα κολλημένα πάνω του και να βρέχεται όλο και πιο πολύ, πιο πολύ.
Κοίταξε τα σύννεφα: σκοτεινά, αγριεμένα άλογα κάλπαζαν στον ουρανό. Μια άγρια καταιγίδα που ξεσπάει εκτός εποχής! Έτσι
είναι κι ο έρωτας, σκέφτηκε, ο έρωτας που έρχεται πολύ αργά.
Μόνο που μετά δεν τον ακολουθεί καμιά ήρεμη γαλήνη, όπως όταν στην ξαφνιασμένη γη γυρίζει πάλι η ευωδιά του δειλινού ή το απαλό ηλιόφωτο! Ο κ. Λαρυέλ βίασε περισσότερο το βήμα του. Κι όταν ένας τέτοιος έρωτας σε χτυπήσει σαν αστροπελέκι, όταν σε κάνει στραβό, τρελό, νεκρό - οι παρομοιώσεις δε θ' αλλάξουν τη μοίρα σου. Tonnerre de Dieu... Όσο και να λες με τι μοιάζει ο έρωτας που έρχεται αργά, η δίψα δε σβήνει."


Το τανγκό του Σατανά - Λάσλο Κρασναχορκάι (László Krasznahorkai)

"Αυτή η τελευταία νύχτα του Οκτωβρίου χτυπούσε με έναν και μοναδικό παλμό, ο παράξενος ρυθμός της ακουγόταν μέσα από τα δέντρα, τη βροχή και τη λάσπη, μ’ έναν τρόπο, που υπερέβαινε τις λέξεις ή τη φαντασία: μια φαντασία παρούσα μέσα στο χαμηλό φως, στην αργή άφιξη του σκοταδιού, στις θαμπές σκιές, στη λειτουργία των κουρασμένων μυών˙ στη σιωπή, στ’ ανθρώπινα όντα, στην κυματιστή επιφάνεια του χαλικόδρομου˙ στα μαλλιά που κινούνταν με ρυθμό διαφορετικό από εκείνον των ξεφτισμένων ινών του σώματος, ανάπτυξη και παρακμή στις αποκλίνουσες πορείες τους˙ όλοι αυτοί οι χιλιάδες αντίλαλοι, όλος αυτός ο νυχτερινός φρενιτιώδης παλμός ήταν προφανώς μέρη ενός και μοναδικού ρυθμού που προσπαθούσε να καλύψει την απελπισία: πίσω από τα πράγματα εμφανίζονται άλλα πράγματα, σαν σκανταλιά, για να διαλυθούν και πάλι στον ορίζοντα μόλις χαθούν από το βλέμμα. Για παράδειγμα, στην περίπτωση μιας πόρτας αφημένης ανοιχτής για πάντα: μια κλειδαριά που δεν θ’ ανοίξει πια. Στην περίπτωση μιας χαραμάδας: ένα χάσμα."

Alun Lewis
-ΑΛΟΥΝ ΛΙΟΥΙΣ [Αγγλία]

Έβρεχε ολημερίς...
Έβρεχε ολημερίς,
κι εμείς στην άκρη του βάλτου
ξαπλώναμε στ’ αντίσκηνα, κατσούφηδες κι ανόρεχτοι σαν τους χωριάτες,
μουσαμάδες και κουβέρτες απλωμένες στο λασπωμένο χώμα
κι από το πρώτο σκυθρωπό εγερτήριο δε βρήκαμε
κανένα καταφύγιο απ’ τη λεπτή βροχή που ακροβολίζονταν1
κι από τον άνεμο που φούσκωνε και πλατάγιζε τη λινάτσα
κι απ’ τα υγρά τεντωμένα σχοινιά που τρίβονταν και τριζοκοπούσαν.
Γλιστρούσε ολημερίς η βροχή, κύμα και όνειρο και καταχνιά
μουσκεύοντας τα σπάρτα και τα ρείκια, ένας χείμαρρος αραχνοΰφαντος
πολύ ανάλαφρος για να σαλέψει τα βαλανίδια που καθώς τ’ άρπαζε
απότομα ο γαρμπής από τις θήκες τους, κροτάλιζαν
πάνω στο αντίσκηνο και στ’ ανυψωμένα ονειροπόλα μας πρόσωπα.
[...]
Πανόραμα Αγγλικής Ποίησης, επιμ. Πάνος Καραγιώργος,
Τυπωθήτω - Γ. Δαρδανός, Αθήνα 2005

Ομηρος Αβραμίδης <<Το τραγούδι της βροχής>>
Είχε δει την θλίψη στα μάτια του από την ώρα που ξεκίνησαν, και στη διαδρομή ήταν σιωπηλός. Του έπιασε το χέρι και του χαμογέλασε τρυφερά.
<<Άκου το τραγούδι της βροχής, βοηθάει να ξεχαστείς>>.
Η ανάμνηση πλημμύρισε την ψυχή του. Τα μάτια του έλαμψαν και της ανταπέδωσε το χαμόγελο.
<<Βοηθάει Λίζα;>>
<<Πάντα βοηθάει. Μάθε να το ακούς>>.
Την κοιτούσε βαθιά στα μάτια. <<Κι'αν δεν βρέχει;>>
<<Τότε άκου τους άλλους ήχους της φύσης... Τον αέρα που φυσάει, το γρύλο που τραγουδάει, την κουκουβάγια.Άκου τον θόρυβο των αυτοκινήτων, τη φωνή του μεθυσμένου που μιλάει με τον εαυτό του. Στρέψε την προσοχή σου έξω από σένα. Βοηθάει πάντα. Κάν'το>>.

Αλκυόνη Παπαδάκη (περί βροχής)
«Τι παλιόκαιρος σήμερα… Βρέχει από το πρωί. Δεν ξέρω γιατί, αλλά η νοσταλγία έχει το άρωμα της βροχ
ής"
Δε φοβήθηκα ποτέ μου τη βροχή. Φοβήθηκα πολλές φορές όμως αυτούς που μου φώναζαν να γυρίζω πίσω για να μου δώσουν μια ομπρέλα.
»

Όποιος πιστεύει πως η λιακάδα φέρνει την ευτυχία, δεν έχει χορέψει στη βροχή....

Μ.ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ -Άρχισε μια σιγανή βροχή…
Έπεφτε μια κίτρινη παλιά βροχή…

Γ. Κ.

Άρχισε μια σιγανή βροχή αργά προς το βράδυ.Στις πολιτείες ο ουρανός φαίνεται μιαν απέραντη λασπωμένη πεδιάδα

Κι η βροχή είναι μια καλοσύνη, όσο να πεις, δε μοιάζει διόλου με το θάνατο
Μπορείς να βαδίζεις κάποτε χωρίς κανένα σκοπό ή με σκοπό —σου είναι αδιάφορο—

Μιαν εποχή μακρινή και νεκρή σα μια βίαια σκισμένη πολυτέλεια.

Εγώ συλλογίζομαι πώς και γιατί άραγε μια βροχή μπορεί να σου θυμίζει τόσα πράγματα—Χωρίς αμφιβολία είναι τόσο ανόητο να τα στοχάζεσαι όλα αυτά μια τέτοιαν ώρα—Συλλογίζομαι όμως στις ζεστές χειμωνιάτικες κάμαρες μιαν αλλιώτικη μυρουδιά

Ύστερα από τις 6 με τα κλειστά παραθυρόφυλλα και τ’ αναμμένο φως

Ή μια γωνιά δίπλα στο τζάμι σ’ ένα μεγάλο καφενείο με τις αδιάφορες φωνές.Τα συλλογίζεσαι όλα αυτά με τον πιο απλούστερο τρόπο ολωσδιόλου παιδιάστικα

Μπορείς να λησμονείς το κάθε τι, τί τάχα να γυρεύεις εδώ μια τέτοιαν ώρα

Εσύ, ο διπλανός σου, όλος αυτός ο κόσμος που πορεύεται δίπλα σου μες στο σκοτάδι
Αυτή η ανήσυχη σιωπή που πληγώνει περισσότερο κι απ’ το πιο κοφτερό λεπίδι

Να λησμονείς για μιαν ελάχιστη στιγμή πως ίσως δεν τέλειωσε ούτε και απόψε για σένανε το κάθε τι

Τόσο π’ αν τρίξει κάτι αναπάντεχα είναι να σου ξυπνήσει την ακριβήν υπόθεση μιας επιστροφής.Τη χειμωνιάτικη ζεστή κάμαρα, το καφενείο με τις πολύχρωμες φωνές.

…Έτσι βρέχει λοιπόν μια κίτρινη βροχή χωρίς τέλος.Μια κίτρινη παλιά βροχή, τη νύχτα, σα μαστίγιο.