Σελίδες

Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2021

Apollinaire Guillaume: Μες στα νερά της τρέλας και του έρωτα

Στη λίμνη των ματιών σου τη βαθιά
Η φτωχή μου καρδιά πνίγεται
Διαλύεται και λειώνει
Μελαγχολική ανάμνηση
Μες στα νερά της τρέλας και του έρωτα

 
Βρέχει

Βρέχει φωνές γυναικών

σα να 'τανε νεκρές ακόμα
μες στη μνήμη σας κι εσάς
είναι που βρέχει εξαίσιες συναντήσεις

της ζωής μου σταγονίτσες
κι αυτά τ αφηνιασμένα σύννεφα

χλιμιντρίζουν ένα σύμπαν
αυτηκόων πολιτειών

άκου αν βρέχει
καθώς η λύπη κι η περιφρόνηση

κλαίνε με μιαν αρχαία μουσική

άκου που στάζουν οι δεσμοί
που σε κρατάνε
ψηλά και χαμηλά

Ω Nιότη Mου Παρατημένη


Ω νιότη μου παρατημένη
σα μια γιρλάντα ξεφτισμένη
Να εδώ που μας προφταίνει ο καιρός
καχύποπτος, περιφρονητικός.

Από καμβά είν' το τοπίο αυτό φτιαγμένο
Κυλάν ποτάμια αίματος πλαστά
κάτω απ' το στολισμένο με άστρα, δέντρο,
κι ένας παλιάτσος είν' ο μόνος που περνά.

Μια κρύα αχτίδα παιχνίδιζει και σκορπά
στο σκηνικό, της όψης σου τη παρειά.
Κρότος ρεβόλβερ, μια κραυγή βοά
και στη σκιά κάποιο πορτραίτο μειδιά

Το πλαίσιο του κάδρου του έχει σπάσει.

Ένας αγέρας δίχως ίχνος του ν'αφήνει,
ανάμεσα στο λογικό και σε αυτό διστάζει,
ανάμεσα στο μέλλον και τη μνήμη.

Ω νιότη μου παρατημένη
σα μια γιρλάντα ξεφτισμένη
Να εδώ που μας προφταίνει η εποχή
του λόγου και της μετάνοιας μαζί.

Τομεάρχης


Το στόμα μου

θα έχει τις φλόγες της γέννας
Το στόμα μου
θα 'ναι για σένα κόλαση γλύκας κι ομορφιάς
Οι άγγελοι του στόματός μου
θα κάνουν θρόνο στη καρδιά σου
Οι στρατιώτες του στόματός μου
θα σε καταλάβουν μ' έφοδο
Οι παπάδες του στόματός μου
θα λιβανίσουνε την ομορφιά σου

Η ψυχή σου θα τρέμει
όπως η γη την ώρα του σεισμού
Τότε τα μάτια σου
θα φορτωθούν όλο τον έρωτα
που χρόνια ολάκερα μαζεύτηκε
στα βλέμματα της ανθρωπότητας

Το στόμα μου
θα είναι μια στρατιά εναντίον σου
μια στρατιά όλη γεμάτη με παράταιρους
Έχει ποικιλία όπως ένας μάγος
που ξέρει κι αλλάζει τις μεταμορφώσεις του
Η ορχήστρα κι οι χορωδίες του στόματός μου
θα σου πούνε τον έρωτά μου

Από μακριά στον μουρμουρίζω
Καθώς με τα μάτια καρφωμένα στο ρολόι
περιμένω τη στιγμή που έχει καθοριστεί
για την έφοδο.
Κρόκος


Το λιβάδι είναι φαρμακερό,
όμως ωραίο του φθινοπώρου τον καιρό
εκεί γελάδια βόσκουν χαλαρά.
Δηλητηριάζονται σιγά-σιγά.

Ο κρόκος σταχτορρόδινος εκεί
κι όλος δαχτυλιδάκια, ανθεί.
Τα μάτια σου με κύκλους βιολετί
όπως του κρόκου τα ανθιά,

σαν τα κυκλάκια τα μαβιά
και σαν το φθινοπώρι.
Η ζωή μου φαρμακώνεται γλυκά
κι αργά, απ' τα μάτια σου αυτά.

Τα σχολειού τα παιδιά τρέχουν με φασαρία
φοράνε τις ζακέτες τους και παίζουν φυσαρμόνικα
Μαζεύουν του κρόκου ανθούς που 'ναι σαν τις μητέρες,
των μητεράδων τους κι αυτές σα θυγατέρες
κι έχουν το χρώμα των βλεφάρων σου,
σαν σειούνται σαν ανθιά σε τολμηρόν αγέρα.

Ο βοσκός τραγουδά σιγανά
και φεύγουνε σιγά-σιγά
μουγκανίζοντας τα ζώα στο κοπάδι.
Πάντα το πλατύ αυτό λιβάδι
το φθινοπώρι ανθίζει πονηρά.

Λόφοι

Πάνω απ' το Παρίσι μια μέρα

μάχονταν δύο μεγάλα αεροπλάνα
Το ένα ήταν άλικο, το άλλο μαύρο
κι ωστόσο φλέγονταν στη ντάλα του ήλιου
-το προαιώνιο αεροπλάνο

Το ένα ήτανε η νιότη μου ακέρια
και τ' άλλο, του μέλλοντος οι μέρες
κι ήταν η μανία της αμάχης τους
Σαν του Αρχαγγέλου με τα λαμπερά φτερά
τη μέρα που μαχόταν με το Σατανά

Βάλε το πρόβλημα απέναντι στον ήλιο
κι έτσι απέναντι τη νύχτα με τη μέρα
έτσι ακριβώς, ό,τι αγαπώ, μ' αντιπαλεύει.
Έτσι και στην αγάπη μου,
μεγάλη καταιγίδα
σηκώνει συγκορμόρριζα,
το δέντρο που κραυγάζει.

Παντού μια γλύκα 'ναι χυμένη
Αγουροξυπνημένο σα κορίτσι, το Παρίσι
νωχελικά σηκώνεται απ' τον ύπνο του
τινάζει τις σγουρές μακριές πλεξούδες
και σιγοτραγουδά
και μου αρέσει ετούτο το τραγούδι.


Guillaume Apollinaire et sa femme Jacqueline Kolb

Πάντα

                       (στη κυρία Φορέ-Φαβιέ)


Πάντα τραβάμε μπρος
χωρίς ποτέ να προχωράμε
κι από πλανήτη σε πλανήτη
από νεφέλη σε νεφέλη
ο Δον Ζουάν με χίλιους-τρεις κομήτες
χωρίς ποτέ να ξεκολλά απ' τη γη.

Σημαδέψτε καινούριες δυνάμεις
και πάρτε στα σοβαρά τα φαντάσματα
Τόσοι και τόσοι λησμονούν τους εαυτούς τους
στο σύμπαν, οι μεγάλοι επιλήσμονες
ξέρουνε να μας κάνουν να ξεχνάμε
αυτή και τούτη τη μεριά της υδρογείου.

Που 'ναι ο Χριστόφορος Κολόμβος;
Σ' αυτόν χρωστά μια ήπειρος τη λήθη
Να χάσεις ναι, μα  αμετάκλητα να χάσεις
κι άφησε χώρο για μια νέαν ανακάλυψη
να χάσεις τη Ζωή, για να κερδίσεις Νίκη.

Δειλινό

Αγγιγμένη απ' τους ίσκιους των νεκρών

Στο χορτάρι όπου η μέρα ξεψυχάει
Η αρλεκίνα γυμνή βγαίνει και κοιτάει
Το κορμί της στον καθρέφτη των νερών

Παρέκει τσαρλατάνος βραδινός
Τα κόλπα που θα κάνουν διαφημίζει
Ο άχρωμος απ' άκρη σ' άκρη ουρανός
αστέρια σαν το γάλα ωχρά γεμίζει

Ο χλωμός ο αρλεκίνος μ' ευθυμία
Πρώτα-πρώτα χαιρετά τους θεατές
Μάγους που 'χουνε 'ρθει απ' τη Βοημία
Μερικές νεράιδες και τους γητευτές

Κι ύστερα ξεκρεμώντας έν' αστέρι
το παίζει με τεντωμένο του το χέρι
Ενώ είς κρεμασμένος ρυθμικά
στα πόδια του τα κύμβαλα χτυπά

Το όμορφο παιδί η τυφλή κουνάει
Η ελαφίνα με τα 'λάφια της περνάει
Βλέπει ο νάνος με το βλέμμα του θολό
Τον τρισπαμμέγιστο αρλεκίνο πιο ψηλό

Φθινόπωρο


Στη καταχνιά ένας τσοπάνος σαλαγά
το βόδι του, με κούραση βαρειά.
Του φθινοπώρου αυτή τη καταχνιά,
που κρύβει τα μικρά φτωχά χωριά.

Και όπως παν', ο χωρικός με σιγανή φωνή
τραγούδι προδοσιάς κι αγάπης τραγουδεί,
που λέει για μια καρδιά, για μία βέρα
που ράγισαν μαζί, μια σκάρτη μέρα.

Το φθινοπώρι σκότωσε κι αυτό το καλοκαίρι.
Στη καταχνιά οι δυο σκιές βαδίζουν ταίρι.

Πλήξη

Πλήττω μες στους ολόγυμνους τους τοίχους

βαμμένους όλους με χρώματα ωχρά.
Μια μύγα πάνω στο χαρτί μου σεργιανά,
βολτάρει στους ατέλειωτούς μου στίχους

Ω, Θεέ, ξέρεις καλά τον πόνο
που μου 'δωσες και τώρα τί θα γίνω;
που χλώμιασα λυπήσου λίγο μόνο,
το δάκρυ απ' τα μάτια μου που χύνω.

Η αλυσίδα στη καρέκλα μου στριγκλίζει,
κι άλλες φτωχές καρδιές στη φυλακή σου,
μαζί μου πάλλονται. Τον έρωτα λυπήσου
που με κυκλώνει και τη φρόνηση κλονίζει
πάν' απ' όλα, κι η απελπισία την εμβυθίζει.


Eκεί Είναι


Εκεί είναι

τα μικρά γεφύρια σαστισμένα
Εκεί είναι
η καρδιά μου που χτυπά για σένα
Εκεί είναι
πά' στο δρόμο γυναίκα μελαγχολική
Εκεί είναι
μια όμορφη μες σ' ένα κήπο, αγροικιά μικρή
Εκεί είναι
έξη στρατιώτες που διασκεδάζουν σαν τρελοί
Εκεί είναι
τα ματιά μου που ψάχνουν την εικόνα σου

Εκεί είναι
ένα μικρό κι όμορφο δάσο πά' στο λόφο
Και ντόπιος γέρος κατουρά την ώρα που περνάμε
Εκεί είναι
ένας ποιητής που 'νείρεται τη μικρή Λου
Εκεί είναι
η μικρή Λου εκλεκτή μες στο μεγάλο το Παρίσι
Εκεί είναι
μια πυροβολαρχία μες στο δάσος

Εκεί είναι
μια βοσκοπούλα που βοσκά τα πρόβατά της
Εκεί είναι
η ζωή μου που σου ανήκει
Εκεί είναι
το εφεδρικό στυλό μου π' όλο στάζει
Εκεί είναι
μια κουρτίνα από λεύκες απαλή
Εκεί είναι
όλη μου η ζωή η περασμένη και καλή
Εκεί είναι
οι δρόμοι της Menton οι σκοτεινοί
που είχαμε οι δυο αγαπηθεί

Εκεί είναι
από το Sospel μια μικρή κοπέλλα
που μαστιγώνει τους συντρόφους της
Εκεί είναι
το μαστίγιο μου του αμαξά μέσα στο σάκο
που έχω για τη βρώμη
Εκεί είναι
τα βέλγικα βαγόνια πάνω στις γραμμές

Εκεί είναι
ο έρωτάς μου
Εκεί είναι
όλη η ζωή
και σε λατρεύω


L'amour niçois de Guillaume Apollinaire : Madeleine, tendre comme le souvenir
Αποχαιρετισμός
                                               (μτφ.: Γιώργος Γεραλής)


Ένα κλωνί με ρείκια στο χέρι μου ριγεί
Να το θυμάσαι το φθινόπωρο το πεθαμένο
Δε θα ξαναβρεθούμε πια ποτέ σ' αυτή τη γη
Πικρή ευωδιά κλωνιού ρεικιάς αυτή την εποχή
Και να θυμάσαι πως εγώ πάντα σε περιμένω.


Οίκτο Δεν Έχω Πια
                                              (Μτφ:
Τάκης Σινόπουλος)

Οίκτο δεν έχω πια για μένα
Τη σιωπηλή μου οδύνη
δε μπορώ να την εκφράσω

Τα λόγια που λογάριαζα να πω,
γενήκαν άστρα

Ένας Ίκαρος που προσπαθεί
ν' ανυψωθεί ως τα μάτια μου

Κομίστης ήλιων φλέγομαι
στο κέντρο δύο αστερισμών

Τι έκαμα στα θεολογικά
θηρία της γνώσης

Αλλοτινά έρχονταν οι νεκροί
να με λατρέψουνε

Κι έλπιζα να τελειώσει ο κόσμος
Μα το δικό μου τέλος
σαν τη θύελλα καταφθάνει

Κι εσύ καρδιά μου γιατί χτυπάς

Σαν ένας λυπημένος παρατηρητής
Κοιτάζω τη νύχτα και το θάνατο

………………………………………………………….
………………………………………………………….

Έρωτα βασιλιά
Θέλω να μου πεις
Το τόσο όμορφο
Περιστέρι
Το άπιστο
Που το φωνάζουν
Μικρή Λου
Πες μου πού
Πήγε και
Σε ποιόν;
-Μα στον Γκιγιώμ

………………………………………………………..
………………………………………………………..

Λου τριαντάφυλλό μου

Λου είσαι το τριαντάφυλλό μου
Τα οπίσθια σου τα υπέροχα δεν είναι το πιο
όμορφο τριαντάφυλλο ;
Τα στήθη σου τα στήθη σου τα αγαπημένα δεν
είναι κι αυτά τριαντάφυλλα ;
Και τα τριαντάφυλλα δεν είναι κι αυτά ωραίες
μικρές Λου
Που τις μαστιγώνουμε όπως το αεράκι
Χτυπά των τριανταφύλλων τα οπίσθια
Παραμελημένη
Λου τριαντάφυλλο μου
Μου έστειλες τα φύλλα σου
Ω μικρή θεά
Δημιουργείς τα τριαντάφυλλα
Φτιάχνεις τα φύλλα
Τριαντάφυλλα
Μικρές γυμνές γυναίκες που χορεύουν
Με ευγένεια
Πάνω σε κούνιες λικνίζονται
Με γυαλιστερά φουστάνια
Tραγουδούν το πιο όμορφο άρωμα το πιο δυνατό
το πιο γλυκό
Λου τριαντάφυλλό μου ω τελειότητά μου σʼ αγαπώ
Kαι είναι με χαρά που κινδυνεύω να τσιμπηθώ
Για χάρη της ομορφιάς
Σʼ αγαπώ σε λατρεύω δαγκώνω σιγανά τα φύλλα σου
Τριαντάφυλλο που βασιλεύεις στα λουλούδια Λου
βασίλισσα των γυναικών
Σε φέρνω στην άκρη των δακτύλων ω Λου ω
τριαντάφυλλο
Στην άκρη των δαχτύλων και σε κρατώ σφιχτά
Μέχρι που λιποθυμάς
Όπως λιποθυμά το άρωμα
Από τα τριαντάφυλλα
Σʼ αγκαλιάζω Λου και σε λατρεύω

…………………………………………………………
………………………………………………………….

ΠΗΓΗ
Ο Γκιγιώμ Απολλιναίρ , ο ποιητής και εμψυχωτής της μοντέρνας ζωγραφικής στο Παρίσι , έγραφε τα ποιήματά του μέσα στις φλόγες του πολέμου και του έρωτα…
Γεννημένος το 1880 στη Ρώμη ήταν νόθος γιός μιας Πολωνέζας κι ενός Ιταλού αξιωματικού. Πολέμησε για τη Γαλλία και δόξασε τη γλώσσα μιας πατρίδας που άργησε πολύ να τον δεχτεί . Τύπωσε μόνο 2 ποιητικά βιβλία : τα Alcools < Οινοπνεύματα> – το 1913 πριν τον πόλεμο- και λίγο πριν το θάνατό του τα Calligrammes< Καλλιγραφήματα>- συλλογή που δημοσιεύτηκε το 1918 μετά τον τραυματισμό του στις μάχες από θραύσμα οβίδας στο κεφάλι…Πολλά αδημοσίευτα ποιήματά του είναι γραμμένα για την κορυφαία μούσα του τον καιρό του πολέμου την Louise de Coligny-Chatillon , την Lou , όταν αυτή τον εγκατέλειψε μετά από μια βδομάδα πάθους… Ο τραυματισμένος στα χαρακώματα ποιητής πήρε την υπηκοότητα την άνοιξη του 1916 αλλά σε λίγο πέθανε από την ισπανική γρίππη .

http://www.peri-grafis.net/ergo.php?id=1358