ΑΝΤΡΑΣ: Αναρωτιέμαι αν πήρα το επίδομα ανεργίας.
(Η
γυναίκα κάθεται σε μια καρέκλα.
Κινείται προς τα εμπρός, ενώ το βάρος
του ποτηριού μοιάζει να την βαραίνει αφάνταστα και το αφήνει στο πεζούλι
του παραθύρου με μια μικρή κίνηση απαλλαγής.
Γελάει για μια στιγμή
χωρίς να πάρει ανάσα. Ο άντρας συνεχίζει χωρίς μεγάλη ελπίδα:)
…κοίτα μέσα στις τσέπες μου και πες μου αν έχω το τσεκ επάνω μου.
ΓΥΝΑΙΚΑ:
Γύρισες πίσω, ενώ εγώ έλειπα έξω και σε γύρευα, και πήρες το τσεκ και
άφησες ένα σημείωμα στο κρεβάτι που δεν μπόρεσα να βγάλω τα γράμματα………
………………………………………………………………………………………..
Δεν
είχα τίποτε άλλο παρά μόνο νερό από τότε που έφυγες. (Αυτό το λέει
σχεδόν γελώντας. Ο Άντρας την κρατάει σφιχτά κοντά του με μια μαλακή
έκπληκτη κραυγή): Τίποτα άλλο από στιγμιαίο καφέ ώσπου κι αυτός σώθηκε,
και νερό! (γελάει).
ΑΝΤΡΑΣ: Μπορείς να μου μιλάς τώρα αγάπη μου; Μπορείς να μου μιλάς;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι.
|
ΑΝΤΡΑΣ:
Καλά λοιπόν, μίλα μου σαν τη βροχή και…άφησέ με ν’ ακούω…άφησέ με να
μένω εδώ ξαπλωμένος και ν’ ακούω…
Τώρα πες μου, μίλα μου. Τι σκεφτόσουνα
στη σιωπή; Ενώ εγώ περνούσα από χέρι σε χέρι, σαν μια βρόμικη
καρτ-ποστάλ σ’ αυτή την πόλη;…Πες μου…μίλα μου…
Μίλα μου σαν τη βροχή και
γώ θα μένω ξαπλωμένος εδώ και θ’ ακούω.
ΓΥΝΑΙΚΑ:Θέλω…
ΑΝΤΡΑΣ: Το έχεις καταλάβει, είναι απαραίτητο! Εγώ το ξέρω πια, γι’ αυτό μίλα
μου σαν τη βροχή και γω θα μένω ξαπλωμένος εδώ και θα σ’ ακούω, θα μένω
εδώ ξαπλωμένος και
ΓΥΝΑΙΚΑ: Θέλω να φύγω
ΑΝΤΡΑΣ: Θέλεις;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Θ έ λ ω ν α φ ύ γ ω !
ΑΝΤΡΑΣ: Πώς;
ΓΥΝΑΙΚΑ:
Μόνη μου! (ξαναγυρίζει στο παράθυρο). Θα γραφτώ στο βιβλίο ενός μικρού
ξενοδοχείου κοντά στη θάλασσα κάτω από ένα πλαστό όνομα…
ΑΝΤΡΑΣ: Τι όνομα;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Άννα… Τζόουνς… …Το δωμάτιο θα είναι γεμάτο ίσκιους, δροσερό, και θα πλημμυρίζει με το μουρμουρητό της…
ΑΝΤΡΑΣ: Βροχής;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι. Της βροχής.
ΑΝΤΡΑΣ: Και;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Η αγωνία θα…περάσει!
ΑΝΤΡΑΣ: Ναι…
|
ΓΥΝΑΙΚΑ: ………………………………………………………………………….
Θα
ντύνομαι στα άσπρα…Θα έχω μια ορισμένη θέση στην παραλία, όπου θα
πηγαίνω να κάθομαι, λίγο πιο μακριά από κει που είναι το περίπτερο, όπου
η μπάντα παίζει επιλογές του Βικτόρ Χερμπέρτ όταν νυχτώνει…
Θα είναι μια
εποχή βροχής, βροχής…
Και θα είμαι τόσο εξαντλημένη ύστερα από
τη ζωή μου στην πόλη που δεν θα με νοιάζει που θ’ ακούω τη βροχή. Θα
είμαι τόσο ήρεμη!
Οι γραμμές θα εξαφανιστούν από το πρόσωπό μου…Δεν θα
έχω φίλους. Δεν θα έχω γνωριμίες….
Ο ξενοδόχος θα λέει, «καλησπέρα κ.
Τζόουνς» και γω μόλις που θα χαμογελάω και θα παίρνω το κλειδί μου.
Δεν θα διαβάζω ποτέ εφημερίδες, ούτε θ’
ακούω ραδιόφωνο. Δεν θα έχω την παραμικρή ιδέα από ό,τι γίνεται στον
κόσμο. Δεν θα έχω καμιά συναίσθηση από το χρόνο που θα περνάει…
Κάποια
μέρα θα κοιτάξω στον καθρέφτη και θα δω ότι τα μαλλιά μου έχουν αρχίσει
να γίνονται γκρίζα και για πρώτη φορά θ’ ανακαλύψω ότι έζησα σ’ αυτό το
μικρό ξενοδοχείο, μ’ ένα ψεύτικο όνομα, χωρίς καθόλου φίλους ή γνωστούς ,
ή κανενός είδους σχέσεις, για εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια.
Θα με
ξαφνιάσει λίγο αλλά δεν θα με τρομάξει καθόλου. Θα είμαι ευχαριστημένη
που ο χρόνος θα έχει περάσει τόσο εύκολα.
Μια φορά στο τόσο θα πηγαίνω στον
κινηματογράφο…Θα διαβάζω μεγάλα βιβλία και το ημερολόγιο των νεκρών
συγγραφέων.
Θα νιώθω πιο πολύ κοντά τους, πολύ περισσότερο από ό,τι
ένιωσα ποτέ για ανθρώπους που γνώρισα, προτού να φύγω από τον κόσμο.
Θα
είναι γλυκιά και ψυχρή μαζί αυτή η φιλία μου με τους νεκρούς ποιητές
γιατί δεν θα μπορώ να τους αγγίζω ούτε και ν’ απαντάω στις ερωτήσεις
τους.
Θα μου μιλάνε και δεν θα περιμένουν να τους απαντήσω.
Και θα
νυστάζω ακούγοντας τις φωνές τους να εξηγούνε σε μένα τα μυστήρια….
Θα με παίρνει ο ύπνος με το βιβλίο ακόμα
στα χέρια μου, και θα βρέχει.. Θα ξυπνάω και θ’ ακούω τη βροχή και θα
ξανακοιμάμαι.
Μια εποχή βροχής…βροχής…βροχής…
|
… Και τότε, κάποια μέρα, όταν θα έχω
κλείσει ένα βιβλίο, ή θα γυρίζω στο σπίτι, μόνη μου, από τον
κινηματογράφο στις έντεκα η ώρα τη νύχτα- θα κοιτάξω στον καθρέφτη και
θα δω ότι τα μαλλιά μου έγιναν άσπρα. Άσπρα, εντελώς άσπρα.
Τόσο άσπρα
όσο και ο αφρός στα κύματα. (σηκώνεται και κινείται στο δωμάτιο, ενώ
συνεχίζει:) Θα κρεμάσω τα χέρια μου στο μάκρος του κορμιού μου, και τότε
θα ανακαλύψω πόσο τρομακτικά ελαφριά και λεπτή έχω γίνει! Σχεδόν
διαφανής…….
Τότε λοιπόν θα ξέρω- κοιτώντας στον καθρέφτη- πως ήρθε για
μένα η πρώτη εποχή, για να περπατήσω άλλη μια φορά μόνη μου στην
πλατεία, με το δυνατό άνεμο να με χτυπάει, τον άσπρο καθαρό άνεμο που
φυσάει απ’ την άκρη του κόσμου…
|
(Στέκεται πάλι ακίνητη στο παράθυρο).
Και τότε θα βγω έξω και θα περπατήσω στην πλατεία. Θα περπατήσω μόνη μου
και θα γίνομαι όλο και πιο αδύνατη, πιο αδύνατη, πιο αδύνατη…
ΑΝΤΡΑΣ: Έλα στο κρεβάτι, μωρό μου.
ΓΥΝΑΙΚΑ:
Ολοένα και πιο αδύνατη. Πιο αδύνατη, πιο αδύνατη, πιο αδύνατη, πιο
αδύνατη! (Την φτάνει και την παίρνει δια της βίας από την καρέκλα).
Ώσπου
στο τέλος δεν θα έχω καθόλου σώμα πια, και ο αέρας θα με σηκώσει στα
παγωμένα άσπρα του χέρια για πάντα και θα με πάρει μακριά!
ΑΝΤΡΑΣ: Έλα στο κρεβάτι, μαζί μου.
ΓΥΝΑΙΚΑ:
Θέλω να φύγω, θέλω να φύγω! (Την αφήνει και κείνη φτάνει στη μέση του
δωματίου κλαίγοντας χωρίς έλεγχο. Κάθεται στο κρεβάτι. Εκείνος πηγαίνει
στο παράθυρο, η βροχή δυναμώνει. Η Γυναίκα σταυρώνει τα χέρια μπροστά
στο στήθος της.
Οι λυγμοί της εξασθενίζουν αλλά αναπνέει με δυσκολία. Το
φως αραιώνει, ακούγεται ο άνεμος δυνατά.
Ο Άντρας κοιτάζει έξω από το
παράθυρο.
Στο τέλος εκείνη του λέει μαλακά:) Έλα στο κρεβάτι. Έλα στο
κρεβάτι μωρό μου…
(Εκείνος γυρίζει το χαμένο του πρόσωπο σ’ αυτήν, ενώ κλείνει η Αυλαία).
Mετάφραση, Κωστούλα Μητροπούλου
Ο Tennessee Williams / (1911-1983), γεννήθηκε στο Κολούμπους του Μισισιπή.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Τόμας Λάνιερ Ουϊλλιαμς.
Το Tennessee καθιερώθηκε από τον μικρό ποταμό Tennessee, που κυλάει παράλληλα με τον Μισισιπή.
Αρχισε τη συγγραφική του καριέρα στα 28 του χρόνια, στα 34 βρήκε τον
ατομικό του λόγο με τον «Γυάλινο κόσμο», στα 36 έγινε ο υπ' αριθμόν ένα
δραματικός συγγραφέας της γενιάς του με το «Λεωφορείο ο πόθος», στα 44
έγραψε την τελευταία εμπορική του επιτυχία («Νύχτα της Ιγκουάνα»), στα 70 το τελευταίο του θεατρικό έργο («Now, the Cats With Jewelled Claws»)
και στα 72 πέθανε από ένα πώμα μπουκαλιού που σφηνώθηκε στον λαιμό του,
ολομόναχος σ' ένα άξενο δωμάτιο ξενοδοχείου της Νέας Υόρκης, της πόλης
που τον ανέδειξε αλλά και τιμώρησε, καταβροχθισμένος από τα θραύσματα
του ραγισμένου κόσμου του. Αυτός είναι ο Τένεσι Ουίλιαμς, ο «καταραμένος ποιητής» (poete maudit)
του αμερικανικού θεάτρου, ο καλλιτέχνης που έκανε τη ζωή του θέατρο και
τα πάθη του τραυματισμένου «Εγώ» του ρυθμιστές της σκηνικής του γλώσσας.
|
|
|
|
|