Σελίδες

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

Τζένη Καρέζη «το διαβατήριο των ερώτων μας»

Τζένη Καρέζη (1936-1992) * Το κείμενο είναι απόσπασμα από την αυτοβιογραφία, που έγραψε η Τζένη Καρέζη λίγους μήνες πριν από το θάνατό της και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «η λέξη» – τ.115, Μάιος ’93

«Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη μου! Κατοχή. Πείνα, βομβαρδισμοί και καταφύγια. Κι ένα κοριτσάκι, η Ευγενούλα πολύ άρρωστο. Θα “ναι δεν θα “ναι πέντε χρονών.
Η μαμά του δεν μπορεί να το σηκώσει από το κρεβάτι.
Και κείνο φοβάται. Ακούει τους άλλους να τρέχουνε, τα άλλα παιδάκια να φωνάζουνε, τις μπόμπες να πέφτουνε, βλέπει τη γιαγιά του και τον πατέρα του να φεύγουν τρομαγμένοι με τους άλλους, και το πιάνουν τα κλάματα.

Και τότε η μαμά του, για να το παρηγορήσει, πάει και βάζει στο γραμμόφωνο την Ενάτη του Μπετόβεν. Και το δωμάτιο γεμίζει μάγια. Κάτι ήχοι απίστευτοι, και η ομορφιά και η ευτυχία να εισβάλλουν ξαφνικά από παντού.
Πού είναι η απελπισία, πού ο τρόμος; Πού οι πανικόβλητοι άνθρωποι; Πού πήγε όλη αυτή η τρομάρα; Πώς έγινε; Τι έγινε; Τι όμορφα που είναι όλα!

Νάτα λοιπόν τα παραμύθια. Νάτα τα πριγκηπόπουλα, οι πριγκήπισσες και οι μάγισσες.
Όλα εδώ, κοντά της. Δικά της. Όλη η μαγεία της ζωής δικιά της. Η Ευγενούλα σκουπίζει τα μάτια της, αφήνει τη μαμά της να της αλλάξει την πετσέτα στο μέτωπό της, της πιάνει το χέρι και ακούει τον Μπετόβεν.
Και είναι αυτή η πρώτη επαφή της με την Τέχνη.[…]

Σε στιγμές μαύρες όπως και σε εποχές ευφορίας, πάντα εκεί καταφεύγω. Δεν έχω άλλη διαφυγή, ούτε άλλη επιλογή.
Με αφήνει εντελώς αδιάφορη η λογική και η σοφία.
Κρατάω μόνο το συναίσθημα, αυτό το φτερούγισμα της ψυχής, και είναι, νομίζω, το καλύτερο μέσον για να πλησιάσω το όνειρο.


                               

Πίσω στην Ευγενούλα τώρα.
Ήταν πολύ ευαίσθητο παιδί.
Πολύ ευαίσθητη ήταν και η υγεία της. Αρρώσταινε συνεχώς.
Ως τα έντεκά της χρόνια. Ως την ώρα που μπήκε στην εφηβεία. Από τότε δεν ξαναρρώστησε ποτέ.
Αντίθετα, σε όλη της τη ζωή είχε μια θηριώδη υγεία και μια παροιμιώδη ανθρώπινη αντοχή. Αλλά τώρα, είπαμε: είναι μονάχα πέντε ετών. Αρρωσταίνει λοιπόν. Της κάνουνε τρεις τέσσερις παρακεντήσεις στα αυτάκια της.
Χωρίς να την κοιμήσουν. Θεέ μου, τι αφόρητος πόνος!

Της έχουν πει, ότι αν κουνηθεί την ώρα που μπαίνει εκείνη η τεράστια βελόνα θα μείνει κουφή. Σφίγγει τα δόντια της, κλείνει τα μάτια της, η μανούλα της της κρατάει το κεφάλι, η τεράστια βελόνα μπαίνει στο μυαλό της, και κείνη εκεί, ακίνητη.
Τελικά, όχι μόνον δεν κουφάθηκε, αλλά απέκτησε ένα τρομερό αυτί, που πιάνει τον παραμικρό θόρυβο, την παραμικρή ανάσα, όταν παίζει πάνω στη σκηνή.
Πιάνει ακόμα κι ένα θρόισμα ή κάποιο κομπολόι από τα τελευταία καθίσματα κάθε θεατρικής αίθουσας.
Έτσι λοιπόν, κεφαλοδεμένη και φοβερά αδύνατη, πάει στο δημοτικό.
Και ερωτεύεται!Ο Ηρακλής! Τι ωραίο αγόρι! Ο μπαμπάς του είχε γραφείο τελετών. Βοήθαγε κι αυτός όσο μπορούσε. Ξενύχταγε ο κακόμοιρος, και το πρωί όλο νύσταζε στην τάξη. Κλείνανε τα ματάκια του.
Ο Ηρακλής μόλις την έβλεπε να φτάνει στο σχολείο, έτρεχε και ανέβαινε στο δέντρο της αυλής. Τα μάτια του ορθάνοιχτα. Και κάρβουνο. Δύο παιδάκια. Το ένα αδύναμο και το άλλο θεόγερο και πανέμορφο.
Και να κοιτάζονται, εκεί, στην αυλή των θαυμάτων.

Από τότε πιστεύω ότι το πιο ερωτικό στον άνθρωπο είναι τα μάτια.
Το βλέμμα κι ό,τι κρύβει είναι το διεθνές, το διαχρονικό, το μεταφυσικό, το πανίσχυρο, το αδιαμφισβήτητο ανθρώπινο διαβατήριο. Ή μάλλον, το διαβατήριο των ερώτων μας…

 πηγή: k-m-autobiographies.blogspot.gr

Ο πίνακας στο εξώφυλλο είναι του Δημήτρη Μυταρά
Μακέτα: Μαρία Κωνσταντακάκη

 Η Τζένη Καρέζη με τη σχολική ποδιά

Περίληψη

«... Και η Τζένη, εκτός από καλή μαθήτρια που ήτανε, άρχισε να αναπτύσσει πολλές δραστηριότητες. Έλεγε ποιήματα. Τα έλεγε, φαίνεται, πολύ ωραία, γιατί όλο εκείνη βάζανε. Έγραφε σκετσάκια.
Τα σκηνοθετούσε. Οργάνωνε παραστάσεις. Είχε το πρόσταγμα για όλες τις σχολικές γιορτές, και βέβαια όχι μόνο για την τάξη της (πήγαινε τώρα στη δευτέρα Γυμνασίου) αλλά για όλες τις τάξεις.
Κι επειδή δεν μπορούσε να είναι σε όλα –έπρεπε, βλέπετε, να παίζουνε και τα άλλα παιδιά– όπου δεν έπαιζε, έδινε τις συμβουλές της: "Αυτό το ποίημα δεν είναι καλό για την περίσταση". "Αυτό το σκετς είναι πολύ μεγάλο. Ανάμεσα σ' αυτό και στο άλλο, θέλει ένα τραγούδι". Έκανε και διανομές: "Αυτό το κοριτσάκι θα το κάνει η Τασία.


Και η Φωτεινή, που είναι ψηλή, πρέπει να κάνει το αγόρι". Έκανε και δραματουργικές παρεμβάσεις: "Εδώ νομίζω ότι πρέπει να βάλουμε μια μάνα που να κλαίει. Έτσι που είναι, δε θα το καταλάβουνε!..."
Δε γίνονταν βέβαια όλα όσα έλεγε, αλλά γίνονταν πολλά. Είχε τόσο πάθος, δούλευε τόσο πολύ, έψαχνε, έβρισκε, εφεύρισκε, επινοούσε, ώσπου στο τέλος τους έπειθε. Όλα αυτά ήτανε, βλέπεις, η ζωή της. Και οι σοφοί της δάσκαλοι το είχανε καταλάβει και την αφήνανε να ανοίγει τα φτερά της...»



~Τζένη Καρέζη~Τετράδια Ζωής.

Απόσπασμα :''Η φιλία είναι για μένα ιερό πράγμα''
"Μεγαλώσαμε πια! Δεν έχει κανένα νόημα να κάνεις παρέα με ανθρώπους από τους οποίους δεν έχεις τίποτα να πάρεις. Εγώ χρειάζομαι ανθρώπους που να μου αρέσει να τους ακούω να συζητάνε. Να συζητάνε με πάθος για ποίηση, για πολιτική, για λογοτεχνία, για κινηματογράφο, για θέατρο.

Και να γεμίζει το σπίτι φωνές, γνώση, πάθος και απόψεις. Ανθρώπους ξύπνιους και καλλιεργημένους, που ξέρω ότι μου λένε την αλήθεια, ακριβώς γιατί δεν έχουνε κανένα λόγο να μου πούνε ψέματα.

Και εγώ την αλήθεια τη λατρεύω. Όποιος απομακρύνεται απο την αλήθεια οδεύει προς το θάνατο. Τον όποιο θάνατο. Γιατί υπάρχουνε πολλοί."

Στην περίπτωση της Καρέζη ισχύει αυτό που έγραψε ο Κώστας Καρυωτάκης: Κι ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω πως μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα που αγαπιέται”.

Πληροφορίες και βιογραφικά στοιχεία/ΕΔΩ