Σελίδες

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013

Η ποίηση είναι η μουσική των λέξεων

L'Albatros
Souvent, pour s'amuser, les hommes d'équipage
Prennent des albatros, vastes oiseaux des mers,
Qui suivent, indolents compagnons de voyage,
Le navire glissant sur les gouffres amers.


À peine les ont-ils déposés sur les planches,
Que ces rois de l'azur, maladroits et honteux,
Laissent piteusement leurs grandes ailes blanches
Comme des avirons traîner à côté d'eux.


Ce voyageur ailé, comme il est gauche et veule!
Lui, naguère si beau, qu'il est comique et laid!
L'un agace son bec avec un brûle-gueule,
L'autre mime, en boitant, l'infirme qui volait!


Le Poète est semblable au prince des nuées
Qui hante la tempête et se rit de l'archer;
Exilé sur le sol au milieu des huées,
Ses ailes de géant l'empêchent de marcher.

Charles Baudelaire

ΑΛΜΠΑΤΡΟΣ

Συχνά για να περάσουνε την ώρα οι ναυτικοί
άλμπατρος πιάνουνε, πουλιά μεγάλα της θαλάσσης,
 που ακολουθούνε σύντροφοι, το πλοίο, νωχελικοί
καθώς γλιστράει στου ωκεανού τις αχανείς εκτάσεις.


 Και μόλις στο κατάστρωμα του καραβιού βρεθούν
αυτοί οι ρηγάδες τ' ουρανού, αδέξιοι, ντροπιασμένοι,
τ' αποσταμένα τους φτερά στα πλάγια παρατούν
 να σέρνονται σαν τα κουπιά που η βάρκα τα πηγαίνει.


 Πώς κείτεται έτσι ο φτερωτός ταξιδευτής δειλός!
Τ' ωραίο πουλί τι κωμικό κι αδέξιο που απομένει!
Ένας τους με την πίπα του το ράμφος του χτυπά
κι άλλος, χωλαίνοντας, το πώς πετούσε παρασταίνει.


 Ίδιος με τούτο ο Ποιητής τ' αγέρωχο πουλί
που ζει στη μπόρα κι αψηφά το βέλος του θανάτου,
σαν έρθει εξόριστος στη γη και στην οχλοβοή
μέσ' στα γιγάντια του φτερά χάνει τα βήματά του.

μτφρ. Αλέξανδρος Μπάρας
(1906-1990)



 Το χαμένο χάδι Alfonsina Storni

  μτφ: Ρήγας Καππάτος
Γλιστράει μέσα απ’ τα δάκτυλα το αναίτιο χάδι,
μου φεύγει από τα χέρια. Στον άνεμο όταν κυλάει,
το χάδι μου πλανιέται δίχως σκοπό ούτε μέλλον,
το χαμένο χάδι ποιος θα το βρει να το πάρει;


Θα μπορούσα ν’ αγαπήσω απόψε με μια άπειρη λύπη
θα μπορούσα ν’ αγαπήσω τον πρώτο τυχόντα.
Κανένας δεν έρχεται. Μοναξιά στ’ ανθισμένα δρομάκια.
Το χαμένο χάδι θα κυλάει… θα κυλάει…


Αν απόψε στον άνεμο σε καλούν ταξιδιώτη,
αν ριγήσει τα κλώνια ένας γλυκός στεναγμός,
αν σου σφίγγει τα δάχτυλα ένα χέρι μικρό
που σε κρατάει και σε αφήνει, σε βρίσκει και φεύγει.
Αν δε βλέπεις το στόμα που φιλάει, ούτε εκείνο το χέρι,
αν το κάλεσμα δεν είναι παρά μια αυταπάτη
του αγέρα, ω, ταξιδιώτη που έχεις μάτια γαλάζια,
διαλυμένη στον άνεμο, θα με αναγνωρίσεις;

Alfonsina Storni
Γυναίκα -Νίκος Καββαδίας

Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα 
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.

Από παιδί βιαζόμουνα μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε σήμερα δε με ορίζει.

Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.
Ποιος σκύλας γιος μας μούτζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,
που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;

Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,
πρώτη φορά σε μια σπηλιά στην Αλταμίρα

Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει. 
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ πού μ' είδες;
Στην άμμο πάνω σ' είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες

Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.
Κοντά σου ναύτες απ' την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.
Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό
έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις, Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.



ΜΑΡΙΑ-Ποίμα του Αλέξη Αντωνόπουλου

Θα την αγγίξω απαλά τώρα.
Θα την ξυπνήσω κατά λάθος.

Θέλω να δω γι’ ακόμη μια φορά τα μάτια της
πριν ξημερώσει.
....όταν σου ζήτησα νερό δεν δίψαγα, η πεθυμιά μου ήταν
της προσφοράς την προθυμία να απολαύσω....
Δεν κοιταχτήκαμε. Τα μάτια μας, στο ίδιο όνειρο

ήταν   α ν ο ι χ τ ά.
Συναντηθήκαμε....(Αργύρης Χιόνης)

Μόνο μέσα στα όνειρα  Θανάσης Κωσταβάρας
"Μόνο μέσα στα όνειρα
πραγματοποιείται ο τέλειος έρωτας"

Έλα πάλι στα όνειρά μου απόψε.
Έλα άνθος που ανοίγεις και κλείνεις και γίνεσαι πέτρα.
Και γίνεσαι άγριο πουλί κι άλλοτε πάλι ραγισμένο χαμόγελο.
Έλα μέσα στον κήπο μου όσο θα κρατάει η εφήμερη βλάστηση.


Όσο θα παίζουν τα τρυφερά βιολιά των γρύλων
Κάτω απο τ' ανύποπτα φύλλα.
Έλα πριν να πέσει η πάχνη.
Πρίν να σύρει το γυάλινο ξίφος της
Η σκοτεινή αυγή.
Πριν να ματώσουν τα βλέφαρα. 


Έλα και γίνε εσύ το κλειδί που ανοίγεις τις πόρτες
Και γίνε η βροχή και ο κρύος αέρας.
Έλα και χτύπα σαν το αστροπελέκι και χτύπα με.
Χτύπα με στην ασίγαστη επιθυμία μου να σ' αγγίξω
Και να σε κρατήσω για πάντα. 


Για πάντα όπως κρατάει ο ουράνιος θόλος
Τον ήλιο και το φεγγάρι και τ'άστρα.

Κι έτσι από στιγμή σε στιγμή
Μέσα από ίσκιους κι από ψεύτικα είδωλα
Ας σε κερδίζω.
Κι ας σε χάνω πάλι σε λίγο. 


Κι ας γίνεσαι πέτρα κι ας γίνεσαι βροχή και κρύος αέρας.
Εγώ θα είμαι εκεί, εκεί θα βρίσκομαι πάντα.
Εκεί θα σε περιμένω
Ακόμα κι ως την άλλη ζωή θα σε περιμένω.
Αγγίζοντάς σε μονάχα στον ύπνο μου.



 Κάτω απ’το φόρεμά της
Είναι γυμνή

Πάνω απ΄το φόρεμά της
Ολόγυμνη
Μπρος στο παράθυρο
Κρατάει ένα ψηλό ποτήρι
Θα στο προσφέρει;
Δε θα στο προσφέρει;
Το πίνει μόνη της
Δε σε κοιτάει
Έτσι είναι πιο γυμνή
Μ΄ένα τριαντάφυλλο
Ανάμεσα στα στήθη της.
Απόσπασμα από : Μικρή Σουιτα σε Κόκκινο Μείζον,Γιάννης Ρίτσος.



 Ω Ερωτα,
λένε πως είσαι ανθρώπινος,
λένε πως είσαι θεϊκός.
Φαίνεται να ‘σαι πιο ξακουσμένος
κι απ’ τη σφραγίδα του Σολομώντα.
Είσαι η ψυχή του κάθε πλάσματος
που σέρνεται στη γη.
Αλλ’ η δική μου η ψυχή σε γνωρίζει
με τον τρόπο που γνωρίζουν μόνο τα πουλιά
.
Τζελαλαντίν Ρουμί





 Απόσπασμα από το "Μικρό ναυτίλο" του Οδυσσέα Ελύτη

Από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε.

 Μόνο που 'ναι πιο δύσκολο.

Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ' αγγίξεις οπόταν η φύση σου υπακούει.
Κι από τη φύση -αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της.
IX
«Εχθές έχωσα κάτω απ' την άμμο το χέρι μου κι έπιασα το δικό της.
Όλο το απόγεμα ύστερα τα γεράνια με κοίταζαν απ' τις αυλές με νόημα.
Οι βάρκες, οι τραβηγμένες έξω στη στεριά, πήρανε κάτι γνώριμο, οικείο.
Και το βράδυ, αργά, την ώρα που της έβγαλα τα σκουλαρίκια να τη φιλήσω έτσι όπως θέλω εγώ, με τη ράχη ακουμπισμένη στον μαντρότοιχο της εκκλησιάς, μπουμπούνισε το πέλαγος και οι Άγιοι βγήκανε κρατώντας κεριά να μου φωτίσουνε.»
Χωρίς αμφιβολία υπάρχει για τον καθέναν από μας κι από μια ξεχωριστή, αναντικατάστατη αίσθηση που αν δεν τη βρει να την απομονώσει εγκαίρως και να συζήσει αργότερα μαζί της, έτσι που ναν τη γεμίσει πράξεις ορατές, πάει χαμένος.