Η ημέρα των Χριστουγέννων γεννά την ελπίδα για την ειρήνη, την αγάπη, την αλληλεγγύη, για έναν πιο φωτεινό κόσμο.
Δύο κόσμοι διαφορετικοί.
Ο κόσμος της χαρά και ο κόσμος της λύπης.
Ο κόσμος της μαγείας και ο κόσμος της πραγματικότητας.
Φταίει το πνεύμα των Χριστουγέννων;
Τα ζόρια των καιρών; Αυτές τις ημέρες αναζητάμε την απόδραση μέσω της παραμυθίας.
Ας ελπίσουμε ό,τι η μαγεία των Χριστουγέννων θα αγγίξει για λίγο τις ζωές και εκείνων των ανθρώπων.
Μερικές φορές τα παραμύθια μπορούν να βγουν αληθινά εξάλλου είναι Χριστούγεννα..
Η “αστερόσκονη”βρίσκεται ακόμα σ' εκείνο το μπουκαλάκι, που κρύψαμε όταν ήμασταν παιδιά!
Κανεὶς δὲν τὸ φρόντιζε.
Κανεὶς δὲν τοῦ ἔδινε τὴν παραμικρὴ σημασία. Τὰ φύλλα του εἶχαν μαραζώσει, εἶχαν πέσει ἀπὸ καιρὸ κι εἶχε ἀπομείνει γυμνό, σκονισμένο καὶ καχεκτικό.
Ποτὲ δὲν εἶχε γνωρίσει τοῦ δάσους τὴ δροσιά.
Δὲν εἶχαν κελαηδήσει ποτὲ στὰ φύλλα του πουλιά, μὲ δυσκολία νὰ τὸ ἄγγιζε ποῦ καὶ ποῦ κάποια πονετικὴ ἡλιαχτίδα ποὺ γλιστροῦσε στὰ κρυφὰ ἀνάμεσα στὶς μουντὲς καὶ ἄχαρες πολυκατοικίες ποὺ τὸ περιστοίχιζαν.
Οἱ περαστικοὶ διάβαιναν δίπλα του μὲ ἀδιαφορία, βλοσυροὶ καὶ βιαστικοί, χωρὶς νὰ τοῦ δίνουν καθόλου σημασία, μερικοὶ μάλιστα πετοῦσαν ἀποτσίγαρα, φλούδια ἀπὸ κάστανα καὶ λερωμένα χαρτομάντηλα κι ἄλλοι φτύνανε στὸ χωμάτινο τετραγωνάκι γύρω ἀπὸ τὴ ρίζα του.
Καὶ σὰ νὰ μὴν ἔφταναν ὅλα αὐτά, κατάλαβε ἀπὸ κάτι μηχανικοὺς μὲ σκοῦρες καμπαρντίνες καὶ κρεμαστὰ μουστάκια, ποὺ ἔσκυβαν καὶ μουρμούριζαν κι ὅλο μετροῦσαν σκυθρωποί, ὅτι θὰ πλάταιναν τὸ δρόμο πλάι του.
Κι ἂν συνέβαινε αὐτό, τί τύχη τὸ περίμενε; Θὰ τὸ πελέκιζαν, θὰ τὸ ξερίζωναν;
Θὰ τὸ πετοῦσαν μήπως στὰ σκουπίδια;
Ἐκεῖνο τὸ χριστουγεννιάτικο δειλινὸ τὸ δέντρο αἰσθανόταν πιὸ παραμελημένο, πιὸ παραπονεμένο ἀπὸ ποτέ. Στὰ ὁλόφωτα παράθυρα γύρω του διέκρινε ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς κουρτίνες χριστουγεννιάτικα ἔλατα, ποὺ χαρωπὰ παιδιὰ τὰ στόλιζαν μὲ κόκκινα κεριά, καμπανοῦλες, ἀγγελούδια, ἀσημένια πέταλα καὶ γιορτινὲς γιρλάντες καὶ ζήλευε. Ζήλευε πολύ.
Πόσο θὰ ἤθελε νὰ εἶναι ἔτσι κι αὐτό. Χριστουγεννιάτικο ἔλατο στὴ θαλπωρὴ ἑνὸς σπιτιοῦ. Νὰ τὸ φροντίζουν, νὰ τὸ στολίζουν, νὰ τὸ καμαρώνουν...
Ποτὲ δὲν εἶχε γνωρίσει τὴ ζεστασιὰ μιᾶς ἀγκαλιᾶς, τὴ θαλπωρὴ ἑνὸς ἀληθινοῦ σπιτιοῦ.
Ἐκεῖνο τὸ κρύο χριστουγεννιάτικο βράδυ τὸ ἀγόρι αἰσθανόταν πιὸ παραμελημένο, πιὸ παραπονεμένο ἀπὸ ποτέ, γιατί εἶχε μάθει ὅτι μετὰ τὶς γιορτὲς θὰ κατεδάφιζαν τὸ μιζεροκτίριο μὲ τὸ πλυσταριὸ καὶ δὲν θά ῾χε ποῦ νὰ μείνει.
Τυλιγμένο στὸ τριμμένο του παλτό, κοιτοῦσε ἀπ᾿ τὰ φωτισμένα παράθυρα τὰ λαμπερὰ σαλόνια μὲ τὰ γκὶ καὶ τὰ μπαλόνια, τὶς φρουτιέρες μὲ τὰ ρόδια καὶ τὰ χρυσωμένα κουκουνάρια, ἔβλεπε γελαστὰ ἀγόρια καὶ κορίτσια νὰ κρεμοῦν στὰ χριστουγεννιάτικα δέντρα πλουμίδια ἀστραφτερὰ καὶ ζήλευε. Ζήλευε πολύ, πόσο θά ῾θελε νὰ στόλιζε κι αὐτὸ ἕνα ἔλατο σὲ κάποιου τζακιοῦ τὸ ἀντιφέγγισμα, μὲ τὰ δῶρα ὑποσχέσεις μαγικὲς ὁλόγυρά του...
Πῶς τό ῾φερε ἡ τύχη ἔτσι κι ἐκεῖνο τὸ χριστουγεννιάτικο βράδυ καὶ συναντήθηκαν κάποια στιγμὴ τὸ δέντρο ἐκεῖνο κι ἐκεῖνο τὸ παιδί...
Η συνέχεια /εδω
Δύο κόσμοι διαφορετικοί.
Ο κόσμος της χαρά και ο κόσμος της λύπης.
Ο κόσμος της μαγείας και ο κόσμος της πραγματικότητας.
Φταίει το πνεύμα των Χριστουγέννων;
Τα ζόρια των καιρών; Αυτές τις ημέρες αναζητάμε την απόδραση μέσω της παραμυθίας.
Μερικές φορές τα παραμύθια μπορούν να βγουν αληθινά εξάλλου είναι Χριστούγεννα..
Η “αστερόσκονη”βρίσκεται ακόμα σ' εκείνο το μπουκαλάκι, που κρύψαμε όταν ήμασταν παιδιά!
Ευγένιος Τριβιζάς: «Τα παραμύθια δεν κινδυνεύουν»
Χριστουγιεννιάτικα παραμύθια του Ευγένιου ΤριβιζάΕὐγένιος Τριβιζᾶς - Ἕνα δέντρο, μιὰ φοράΔιήγημα, δημοσιεύθηκε στὴν ἐφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, Ἰούλιος 2007
(μετὰ τὶς μεγάλες πυρκαϊὲς σὲ Πάρθνηθα καὶ Ὑμηττό)Τὸ δέντρο
Σ᾿ ἕνα ἄχαρο πεζοδρόμιο μιᾶς πολύβουης πολιτείας ἦταν κάποτε ἕνα ἄσχημο παραμελημένο δέντρο. Κανεὶς δὲν τὸ πρόσεχε.Κανεὶς δὲν τὸ φρόντιζε.
Κανεὶς δὲν τοῦ ἔδινε τὴν παραμικρὴ σημασία. Τὰ φύλλα του εἶχαν μαραζώσει, εἶχαν πέσει ἀπὸ καιρὸ κι εἶχε ἀπομείνει γυμνό, σκονισμένο καὶ καχεκτικό.
Ποτὲ δὲν εἶχε γνωρίσει τοῦ δάσους τὴ δροσιά.
Δὲν εἶχαν κελαηδήσει ποτὲ στὰ φύλλα του πουλιά, μὲ δυσκολία νὰ τὸ ἄγγιζε ποῦ καὶ ποῦ κάποια πονετικὴ ἡλιαχτίδα ποὺ γλιστροῦσε στὰ κρυφὰ ἀνάμεσα στὶς μουντὲς καὶ ἄχαρες πολυκατοικίες ποὺ τὸ περιστοίχιζαν.
Οἱ περαστικοὶ διάβαιναν δίπλα του μὲ ἀδιαφορία, βλοσυροὶ καὶ βιαστικοί, χωρὶς νὰ τοῦ δίνουν καθόλου σημασία, μερικοὶ μάλιστα πετοῦσαν ἀποτσίγαρα, φλούδια ἀπὸ κάστανα καὶ λερωμένα χαρτομάντηλα κι ἄλλοι φτύνανε στὸ χωμάτινο τετραγωνάκι γύρω ἀπὸ τὴ ρίζα του.
Καὶ σὰ νὰ μὴν ἔφταναν ὅλα αὐτά, κατάλαβε ἀπὸ κάτι μηχανικοὺς μὲ σκοῦρες καμπαρντίνες καὶ κρεμαστὰ μουστάκια, ποὺ ἔσκυβαν καὶ μουρμούριζαν κι ὅλο μετροῦσαν σκυθρωποί, ὅτι θὰ πλάταιναν τὸ δρόμο πλάι του.
Κι ἂν συνέβαινε αὐτό, τί τύχη τὸ περίμενε; Θὰ τὸ πελέκιζαν, θὰ τὸ ξερίζωναν;
Θὰ τὸ πετοῦσαν μήπως στὰ σκουπίδια;
Ἐκεῖνο τὸ χριστουγεννιάτικο δειλινὸ τὸ δέντρο αἰσθανόταν πιὸ παραμελημένο, πιὸ παραπονεμένο ἀπὸ ποτέ. Στὰ ὁλόφωτα παράθυρα γύρω του διέκρινε ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς κουρτίνες χριστουγεννιάτικα ἔλατα, ποὺ χαρωπὰ παιδιὰ τὰ στόλιζαν μὲ κόκκινα κεριά, καμπανοῦλες, ἀγγελούδια, ἀσημένια πέταλα καὶ γιορτινὲς γιρλάντες καὶ ζήλευε. Ζήλευε πολύ.
Πόσο θὰ ἤθελε νὰ εἶναι ἔτσι κι αὐτό. Χριστουγεννιάτικο ἔλατο στὴ θαλπωρὴ ἑνὸς σπιτιοῦ. Νὰ τὸ φροντίζουν, νὰ τὸ στολίζουν, νὰ τὸ καμαρώνουν...
Τὸ παιδί
Ἦταν κι ἕνα παιδί. Τὶς μέρες ἔκανε δουλειὲς τοῦ ποδαριοῦ. Τὰ βράδια κοιμόταν στὸ πάτωμα ἑνὸς κρύου πλυσταριοῦ στὴν αὐλὴ ἑνὸς ἐγκαταλελειμμένου κτιρίου μὲ ἑτοιμόρροπα μπαλκόνια. Κανεὶς δὲν τὸ πρόσεχε. Κανεὶς δὲν τὸ φρόντιζε. Κανεὶς δὲν τοῦ ἔδινε τὴν παραμικρὴ σημασία. Τὰ μάγουλά του εἶχαν χλωμιάσει, τὰ χέρια του εἶχαν ροζιάσει, τὰ μάτια του εἶχαν γεμίσει θλίψη.Ποτὲ δὲν εἶχε γνωρίσει τὴ ζεστασιὰ μιᾶς ἀγκαλιᾶς, τὴ θαλπωρὴ ἑνὸς ἀληθινοῦ σπιτιοῦ.
Ἐκεῖνο τὸ κρύο χριστουγεννιάτικο βράδυ τὸ ἀγόρι αἰσθανόταν πιὸ παραμελημένο, πιὸ παραπονεμένο ἀπὸ ποτέ, γιατί εἶχε μάθει ὅτι μετὰ τὶς γιορτὲς θὰ κατεδάφιζαν τὸ μιζεροκτίριο μὲ τὸ πλυσταριὸ καὶ δὲν θά ῾χε ποῦ νὰ μείνει.
Τυλιγμένο στὸ τριμμένο του παλτό, κοιτοῦσε ἀπ᾿ τὰ φωτισμένα παράθυρα τὰ λαμπερὰ σαλόνια μὲ τὰ γκὶ καὶ τὰ μπαλόνια, τὶς φρουτιέρες μὲ τὰ ρόδια καὶ τὰ χρυσωμένα κουκουνάρια, ἔβλεπε γελαστὰ ἀγόρια καὶ κορίτσια νὰ κρεμοῦν στὰ χριστουγεννιάτικα δέντρα πλουμίδια ἀστραφτερὰ καὶ ζήλευε. Ζήλευε πολύ, πόσο θά ῾θελε νὰ στόλιζε κι αὐτὸ ἕνα ἔλατο σὲ κάποιου τζακιοῦ τὸ ἀντιφέγγισμα, μὲ τὰ δῶρα ὑποσχέσεις μαγικὲς ὁλόγυρά του...
Πῶς τό ῾φερε ἡ τύχη ἔτσι κι ἐκεῖνο τὸ χριστουγεννιάτικο βράδυ καὶ συναντήθηκαν κάποια στιγμὴ τὸ δέντρο ἐκεῖνο κι ἐκεῖνο τὸ παιδί...
Η συνέχεια /εδω
Ο χιονάνθρωπος και το κορίτσι (Ευγένιος Τριβιζάς)
Όλο το βράδυ χιόνιζε σιωπηλά, τόσο σιωπηλά που κανείς δέν το κατάλαβε .
Κι όταν ξημέρωσε ,φάνταζε πάλλευκη η πολιτεία .
Στη μεγάλη στρογγυλή πλατεία ,το μαρμαρένιο άγαλμα του ατρόμητου καβαλάρη
κόντευε να φταρνιστή από το κρύο .
Αυτός ο ατρόμητος καβαλάρης ,ξέρετε ,νόμιζε ότι όλη η πλατεία είναι δική του
και του κακοφαινόταν όταν γέμιζε με κόσμο .
Ιδιαίτερα δέν του άρεσαν τα παιδιά που έκαναν φασαρία και δέν έδειχναν καθόλου σεβασμό.
Γι’ αυτό ,εκείνο το χειμωνιάτικο το πρωινό που αρχίζει η ιστορία μας ,ήταν έξω φρενών με τα παιδιά
του δημάρχου ,τη Μαριάννα και τα δίδυμα .το Φανούλη και το Θανούλη,που τον σημάδευαν
κι έριχναν χιονιές στη μύτη και στ’ αυτιά του .
Η Μαριάνα είχε ολόξανθα μαλλιά και φορούσε μενεξελί παλτό
μενεξελί κασκόλ και μπότες με χρυσά κουμπιά.
Τα δίδυμα που ήταν ολόιδια ,φορούσαν τα γκρίζα τους παλτά και δώστου όλοι
μαζί έριχναν ολοένα χιονιές στο άγαλμα του ατρόμητου καβαλάρη .
Οι πιό πολλές χιονιές δέν το πετύχαιναν ,αλλά μερικές τον πετύχαιναν κι ο μαρμαρένιος
καβαλάρης σκεφτόταν τι ωραία που θα ήταν να μπορούσε να κατέβει από το άλογο του
και να τα ξυλοφορτώσει,
όταν τα παιδιά βαρέθηκαν αυτό το παιχνίδι κι αποφάσισαν να φτιάξουν ένα χιονάνθρωπο .
Αλλά ο ατρόμητος καβαλάρης και πάλι δεν ήταν ευχαριστημένος .
- Δέν μπορώ να καταλάβω γιατί φτιάχνουν χιονάνθρωπο, σκεφτόταν . Λές και δεν φτάνω εγώ
για να στολίζω την πλατεία ! Άσε που ο χιονάνθρωπος – δεν μπορεί – θα λιώσει και είναι περιττό
να φτιάχνεις κάτι που κάποτε θα λιώσει . Τσουτ τσουτ τσουτ ! … τι ανόητη απασχόληση ! …
Η Μαριάννα του έβαλε τρυφερά δυο χαλικάκια στη θέση των ματιών .ο Φανούλης πέντε φουντούκια
για κουμπιά κι ο Θανούλης έφερε απο το σπίτι το τσιμπούκι του μπαμπά ,
ένα ωραίο σκαλιστό τσιμπούκι από σπάνιο ξύλο βυσσινιάς ,
και το ‘ βαλε στου χιονάνθρωπου το στόμα .
- Τι όμορφος χιονάνθρωπος !
- Κύριος σωστός !
- Πώς να τον λέμε;
-Να τον λέμε Τουρτούρι ,πρότεινε η Μαριάνα κι ήταν τα χείλη της σαν κερασένια
και γινόταν η ανάσα της αχνός .
<< Τουρτούρι ; μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο μαρμαρένιος καβαλάρης .
Άκου όνομα ! Άκου όνομα ! Όνομα είναι αυτό ;
Για να μείνεις στην ιστορία πρέπει να σε λένε η Μεγαλέξαντρο η Ναπολέοντα η έστω Ριχάρδο !
Να μου το θυμηθείτε ! Αυτός ο χιονάνθρωπος ό ‘τι και να κάνει ,δέν πρόκειται να μείνει στην ιστορία !
Με τέτοιο όνομα που έχει ,κανένας σοβαρός ιστορικός ,που σέβεται τον εαυτό του ,
δέν πρόκειται να τον μνημονέψει σε δερματόδετο ,ούτε βέβαια σε χρυσόδετο βιβλίο .
Τουρτούρι ! Χα ! Ας γελάσω ! >>
Τα δίδυμα άρχισαν να παίζουν χιονοπόλεμο με τ ‘ άλλα παιδιά .
Η Μαριάνα όμως έμεινε κοντά στον Τουρτούρι και τον καμάρωνε ,Ο χιονάνθρωπος είχε ύφος
στοχαστικό και μια αδιόρατη θλίψη στο πρόσωπο του .
- Σ ‘αρέσει που σε φτιάξαμε ; ρώτησε το κορίτσι
- Αμέ ! … ψιθύρισε δειλά ,πολύ δειλά ο χιονάνθρωπος .
Η Μαριάννα έμεινε για λίγο σιωπηλή . Μετά είπε :
- Θέλω να ζήσεις για πάντα !
- Πόσο πάντα ; ρώτησε ο χιονάνθρωπος που δεν ήξερε πόσο μεγάλο είναι ένα <<πάντα>>
- Πάντα , πάντα , ΠΑΝΤΑ ! Να μη λιώσεις ποτέ ! Μου το υπόσχεσαι ;
- Αφού μου το ζητάς εσύ ,θα ζήσω για πάντα , πάντα ΠΑΝΤΑ .Δε θα λιώσω ποτέ !
υποσχέθηκε ο χιονάνθρωπος χωρίς δισταγμό .
Αν καμιά χειμωνιάτικη νύχτα, την ώρα που κοιτάς απ' το θαμπό τζάμι του παράθυρου, δεις ένα χιονάνθρωπο να στρίβει τη γωνιά του δρόμου, μπορεί να κάνεις λάθος, μπορεί να μην είδες καλά, αλλά πάλι - ποιος ξέρει - μπορεί να είδες ένα χιονάνθρωπο που πηγαίνει στο Βόρειο Πόλο...
Το παραμύθι αυτό είναι η ιστορία ενός χιονάνθρωπου και ενός κοριτσιού. Ενός κοριτσιού που έφτιαξε ένα χιονάνθρωπο και του ζήτησε να μη λιώσει ποτέ...
Είναι η ιστορία όλων των κοριτσιών που φτιάχνουν ένα χιονάνθρωπο, όλων των χιονάνθρωπων που ξεκινάνε κάποιο πρωί για το μακρινό ταξίδι, το ταξίδι για το Βόρειο Πόλο...
Όλο το βράδυ χιόνιζε σιωπηλά, τόσο σιωπηλά που κανείς δέν το κατάλαβε .
Κι όταν ξημέρωσε ,φάνταζε πάλλευκη η πολιτεία .
Στη μεγάλη στρογγυλή πλατεία ,το μαρμαρένιο άγαλμα του ατρόμητου καβαλάρη
κόντευε να φταρνιστή από το κρύο .
Αυτός ο ατρόμητος καβαλάρης ,ξέρετε ,νόμιζε ότι όλη η πλατεία είναι δική του
και του κακοφαινόταν όταν γέμιζε με κόσμο .
Ιδιαίτερα δέν του άρεσαν τα παιδιά που έκαναν φασαρία και δέν έδειχναν καθόλου σεβασμό.
Γι’ αυτό ,εκείνο το χειμωνιάτικο το πρωινό που αρχίζει η ιστορία μας ,ήταν έξω φρενών με τα παιδιά
του δημάρχου ,τη Μαριάννα και τα δίδυμα .το Φανούλη και το Θανούλη,που τον σημάδευαν
κι έριχναν χιονιές στη μύτη και στ’ αυτιά του .
Η Μαριάνα είχε ολόξανθα μαλλιά και φορούσε μενεξελί παλτό
μενεξελί κασκόλ και μπότες με χρυσά κουμπιά.
Τα δίδυμα που ήταν ολόιδια ,φορούσαν τα γκρίζα τους παλτά και δώστου όλοι
μαζί έριχναν ολοένα χιονιές στο άγαλμα του ατρόμητου καβαλάρη .
Οι πιό πολλές χιονιές δέν το πετύχαιναν ,αλλά μερικές τον πετύχαιναν κι ο μαρμαρένιος
καβαλάρης σκεφτόταν τι ωραία που θα ήταν να μπορούσε να κατέβει από το άλογο του
και να τα ξυλοφορτώσει,
όταν τα παιδιά βαρέθηκαν αυτό το παιχνίδι κι αποφάσισαν να φτιάξουν ένα χιονάνθρωπο .
Αλλά ο ατρόμητος καβαλάρης και πάλι δεν ήταν ευχαριστημένος .
- Δέν μπορώ να καταλάβω γιατί φτιάχνουν χιονάνθρωπο, σκεφτόταν . Λές και δεν φτάνω εγώ
για να στολίζω την πλατεία ! Άσε που ο χιονάνθρωπος – δεν μπορεί – θα λιώσει και είναι περιττό
να φτιάχνεις κάτι που κάποτε θα λιώσει . Τσουτ τσουτ τσουτ ! … τι ανόητη απασχόληση ! …
Σε λίγο ο χιονάνθρωπος ήταν έτοιμος . Δηλαδή , όχι ακριβώς έτοιμος ,αλλά σχεδόν έτοιμος .
Η Μαριάννα του έβαλε τρυφερά δυο χαλικάκια στη θέση των ματιών .ο Φανούλης πέντε φουντούκια
για κουμπιά κι ο Θανούλης έφερε απο το σπίτι το τσιμπούκι του μπαμπά ,
ένα ωραίο σκαλιστό τσιμπούκι από σπάνιο ξύλο βυσσινιάς ,
και το ‘ βαλε στου χιονάνθρωπου το στόμα .
- Τι όμορφος χιονάνθρωπος !
- Κύριος σωστός !
- Πώς να τον λέμε;
-Να τον λέμε Τουρτούρι ,πρότεινε η Μαριάνα κι ήταν τα χείλη της σαν κερασένια
και γινόταν η ανάσα της αχνός .
<< Τουρτούρι ; μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο μαρμαρένιος καβαλάρης .
Άκου όνομα ! Άκου όνομα ! Όνομα είναι αυτό ;
Για να μείνεις στην ιστορία πρέπει να σε λένε η Μεγαλέξαντρο η Ναπολέοντα η έστω Ριχάρδο !
Να μου το θυμηθείτε ! Αυτός ο χιονάνθρωπος ό ‘τι και να κάνει ,δέν πρόκειται να μείνει στην ιστορία !
Με τέτοιο όνομα που έχει ,κανένας σοβαρός ιστορικός ,που σέβεται τον εαυτό του ,
δέν πρόκειται να τον μνημονέψει σε δερματόδετο ,ούτε βέβαια σε χρυσόδετο βιβλίο .
Τουρτούρι ! Χα ! Ας γελάσω ! >>
Τα δίδυμα άρχισαν να παίζουν χιονοπόλεμο με τ ‘ άλλα παιδιά .
Η Μαριάνα όμως έμεινε κοντά στον Τουρτούρι και τον καμάρωνε ,Ο χιονάνθρωπος είχε ύφος
στοχαστικό και μια αδιόρατη θλίψη στο πρόσωπο του .
- Σ ‘αρέσει που σε φτιάξαμε ; ρώτησε το κορίτσι
- Αμέ ! … ψιθύρισε δειλά ,πολύ δειλά ο χιονάνθρωπος .
Η Μαριάννα έμεινε για λίγο σιωπηλή . Μετά είπε :
- Θέλω να ζήσεις για πάντα !
- Πόσο πάντα ; ρώτησε ο χιονάνθρωπος που δεν ήξερε πόσο μεγάλο είναι ένα <<πάντα>>
- Πάντα , πάντα , ΠΑΝΤΑ ! Να μη λιώσεις ποτέ ! Μου το υπόσχεσαι ;
- Αφού μου το ζητάς εσύ ,θα ζήσω για πάντα , πάντα ΠΑΝΤΑ .Δε θα λιώσω ποτέ !
υποσχέθηκε ο χιονάνθρωπος χωρίς δισταγμό .
Το παραμύθι αυτό είναι η ιστορία ενός χιονάνθρωπου και ενός κοριτσιού. Ενός κοριτσιού που έφτιαξε ένα χιονάνθρωπο και του ζήτησε να μη λιώσει ποτέ...
Hans Christian Andersen: The Little Match-Seller
Ἦταν Δεκέμβριος, ἡ τελευταία ἡμέρα τοῦ χρόνου. Χιόνιζε ἀσταμάτητα καὶ ἡ μεγάλη πόλη εἶχε σκεπαστεῖ μὲ ἕνα κατάλευκο πέπλο, ἐνῶ τὸ σούρουπο ἔπεφτε μουντό. Στοὺς χιονισμένους δρόμους, χαρούμενοι διαβάτες βάδιζαν βιαστικά, φορτωμένοι μὲ φανταχτερὰ πακέτα καὶ δῶρα.
Μὰ κανεὶς δὲν ἔδινε σημασία στὸ κοριτσάκι μὲ τὰ σπίρτα! Ἄδικα ἡ μικρὴ ὀρφανὴ διαλαλοῦσε τὴ φτωχικὴ πραμάτεια της καὶ σίμωνε δειλὰ τοὺς περαστικούς, ζητώντας μὲ σβησμένη φωνὴ νὰ ἀγοράσουν ἕνα κουτὶ σπίρτα.
Ἄδικα ψιθύριζε ἀχνὰ πὼς δὲν ζητιάνευε, πῶς πουλοῦσε σπίρτα γιὰ νὰ ζήσει, ἀφοῦ δὲν εἶχε κανένα στὸν κόσμο. Δὲν εἶχαν ὥρα γιὰ μία πλανόδια πωλήτρια.
Νύχτωνε καὶ ὅλοι βιάζονταν νὰ ἐπιστρέψουν στὰ ζεστά τους σπίτια, στὴν οἰκογενειακὴ θαλπωρή, στὸ γιορτινὸ τραπέζι μὲ τὶς χίλιες λιχουδιές, στὸ καταστόλιστο χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Οἱ διαβάτες, τυλιγμένοι στὰ ζεστὰ πανωφόρια τους, μὲ τὰ μάλλινα καπέλα κατεβασμένα ὡς τὰ αὐτιὰ καὶ τὶς ἐσάρπες γύρω ἀπὸ τὸ λαιμό, ἔτρεχαν κρατώντας πακέτα στὰ γαντοφορεμένα τους χέρια, ἐνῶ ἡ ζεστὴ ἀνάσα τους ἄχνιζε στὸν παγωμένο ἀγέρα.
Οἱ καρότσες περνοῦσαν βιαστικὰ καὶ οἱ ρόδες τους ἄφηναν βαθιὲς αὐλακιὲς στὸ χιονισμένο δρόμο. Τὰ ἄλογα ρουθούνιζαν καλπάζοντας ρυθμικὰ πάνω στὸ λιθόστρωτο καὶ τὰ πέταλά τους τίναζαν λάσπη καὶ μισολειωμένο χιόνι.
Ξαφνικά, μιὰ ἅμαξα πέρασε τόσο γρήγορα ποὺ ἡ μικρούλα μόλις ποὺ πρόλαβε νὰ τραβηχτεῖ στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου. Καὶ ὅπως ἡ παιδούλα γλιστροῦσε στὸ χιόνι, τὸ ἕνα της ξύλινο τσόκαρο τινάχτηκε πέρα μακριά, ἐνῶ τὰ σπίρτα ξέφυγαν ἀπὸ τὴν ποδιά της καὶ σκορπίστηκαν δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ στὸν ὑγρὸ δρόμο.
Τὸ κοριτσάκι γονάτισε στὸ χιόνι καὶ ἄρχισε νὰ μαζεύει ἕνα-ἕνα τὰ μουσκεμένα σπίρτα. Αὐτὰ ἦταν ὅλο τὸ βιὸς καὶ ὅλος ὁ κόσμος της. Γονεῖς, σπίτι, οἰκογένεια δὲν ἦταν παρὰ μία μακρινὴ ἀνάμνηση γιὰ τὴ φτωχὴ ὀρφανή.
Μόνη της περιουσία, τὰ νοτισμένα ἀπὸ τὸ χιόνι ξυλάκια, τὰ μουσκεμένα σπίρτα.
Τρέμοντας ἀπὸ τὸ κρύο μέσα στὰ φθαρμένα ρουχαλάκια της, μὲ τὰ ποδαράκια γυμνὰ μέσα στὸ χιόνι, ἡ μικρούλα μάζευε μὲ τὰ ξυλιασμένα ἀπὸ τὸ κρύο χεράκια ἕνα-ἕνα τὰ σπίρτα καὶ τὰ ξανάχωνε προσεκτικὰ στὸν κόρφο της.
Τὸ χιόνι ἔπεφτε πυκνὸ πάνω στὰ ἁπαλὰ μαλλάκια, βρέχοντας τὶς πυρόξανθες μποῦκλες ποὺ κολλοῦσαν στὸ ὠχρὸ προσωπάκι της.
Καὶ ὅπως μάζευε βιαστικὰ τὰ σπίρτα, ἕνα ἀγόρι κουκουλωμένο ζεστά, πέρασε σιμά, εἶδε τὸ ξύλινο τσόκαρο, ἔσκυψε, τὸ πῆρε καὶ ἔφυγε γοργά, πρὶν ἡ μικρούλα προλάβει νὰ μιλήσει.
Ἀναστενάζοντας ἀπογοητευμένη, ἡ μικρούλα με τὰ σπίρτα ἀνασηκώθηκε καὶ ξαναπῆρε τὴ στράτα, σέρνοντας βαριὰ τὰ βήματά της. Ἔνιωθε πιὰ βασανιστικὰ τὸ κρύο, τὴν κούραση, τὴν πείνα, μὰ δὲν εἶχε πουλήσει οὔτε ἕνα κουτὶ σπίρτα ἀπὸ τὸ πρωί.
Πῶς νὰ γυρίσει νηστική, χωρὶς οὔτε ἕνα ξεροκόμματο, πίσω στὴν παγωμένη τρώγλη;
Ἀλλὰ πάλι, ποιὸς θὰ ἀγόραζε σπίρτα τὴ νύχτα τῆς παραμονῆς τῆς Πρωτοχρονιᾶς; Ὅλοι εἶχαν τὰ πάντα περισσά. Οἱ δρόμοι εἶχαν τώρα ἐρημώσει.
Ἀπὸ τὶς σφαλιστὲς ἐξώθυρες ἀκούγονταν κάλαντα, τραγούδια καὶ γέλια καὶ πίσω ἀπὸ τὰ φωτισμένα παράθυρα φάνταζαν πανέμορφα τὰ στολισμένα δέντρα.
Ὕστερα ἡ φλόγα τοῦ σπίρτου τρεμόπαιξε κι ἔσβησε. Ἡ μικρούλα δὲν δίστασε διόλου. Πῆρε ἕνα δεύτερο σπίρτο, τὸ ἔτριψε μὲ δύναμη καὶ στὰ μαγεμένα μάτια της παρουσιάστηκε ἕνα πλούσια στρωμένο γιορτινὸ τραπέζι. Πάνω στὸ φρεσκοσιδερωμένο κεντητὸ λινὸ τραπεζομάντηλο, ἡ ροδοκόκκινη καλοψημένη γαλοπούλα εὐωδίαζε στὴν πιατέλα, ἡ σούπα ἄχνιζε στὴ σουπιέρα καὶ τὰ ἀφρᾶτα ψωμάκια μοσχομύριζαν γλυκάνισο καὶ μυρωδικά.
Στὸ φῶς τοῦ φανοστάτη τοῦ γκαζιοῦ οἱ κοῦπες μὲ τὰ γλυκίσματα γίνονταν ἀκόμα πιὸ λαχταριστές, ἐνῶ κάπου ἀπὸ τὸ βάθος ἔφθανε λιγωτικὴ ἡ εὐωδιὰ ἀπὸ τὰ τσουρέκια. Ὥσπου ἡ φλογίτσα ἔσβησε ἤρεμα καὶ τὸ ξυλάκι στὸ παγωμένο χέρι τῆς μικρούλας ἀπέμεινε μαῦρο, καρβουνιασμένο.
Χωρὶς χρονοτριβή, τὸ κοριτσάκι πῆρε ἕνα ἀκόμα σπίρτο καὶ τὸ ἄναψε μὲ λαχτάρα. Καὶ ἡ μαγική του φλόγα φώτισε γιὰ λίγο ἄλλη μιὰ ὀπτασία. Στὴν ἔρημη πλατεία τῆς πόλης ὑψώθηκε ξαφνικὰ ἕνα τεράστιο καταπράσινο καὶ φουντωτὸ ἔλατο. Ἐπάνω στὰ κλωνιά του ἄστραφταν δεκάδες πολύχρωμα κεράκια καὶ στὸ φῶς τους οἱ βελόνες τοῦ δέντρου ἔλαμπαν.
Γιρλάντες ἁπλώνονταν μὲ χάρη στὰ κλαριὰ καὶ χρωματιστὲς μπαλίτσες ἰρίδιζαν στὸ μισόφωτο. Ἐδῶ κι ἐκεῖ μικρὰ δωράκια, τυλιγμένα σὲ γυαλιστερὸ χριστουγεννιάτικο χαρτί, περίμεναν νὰ ἁπλώσεις τὸ χέρι καὶ νὰ τὰ πάρεις... Μὰ σὰν ἔσβησε τὸ σπίρτο, χάθηκε μονομιᾶς ὅλη τούτη ἡ ὀμορφιά.
Τὸ κοριτσάκι δὲν ἄντεξε.
Πῆρε ὅλα τὰ σπίρτα ἀπὸ τὴν ποδιά της καὶ ἕνα ἕνα ἄρχισε νὰ τὰ ἀνάβει. Τότε, τὰ ἀναμμένα ξυλάκια ξέφυγαν ἀπὸ τὰ παγωμένα δάχτυλά της, τινάχτηκαν στὸ νυχτερινὸ ἀγέρα καὶ ἄρχισαν νὰ διαγράφουν μικρὲς φωτεινὲς τροχιές, ποὺ σπίθιζαν σὰν πυροτεχνήματα ἢ σὰν ἀναρίθμητα ἀστεράκια στὴν οὐρὰ ἑνὸς τεράστιου κομήτη. Καὶ σὲ λίγο ὁ κομήτης ἦρθε καὶ καρφώθηκε στὸ βελούδινο οὐρανό, πελώριος, ὁλόφωτος, ἐκτυφλωτικός...
Ἦταν Δεκέμβριος, ἡ τελευταία ἡμέρα τοῦ χρόνου. Χιόνιζε ἀσταμάτητα καὶ ἡ μεγάλη πόλη εἶχε σκεπαστεῖ μὲ ἕνα κατάλευκο πέπλο, ἐνῶ τὸ σούρουπο ἔπεφτε μουντό. Στοὺς χιονισμένους δρόμους, χαρούμενοι διαβάτες βάδιζαν βιαστικά, φορτωμένοι μὲ φανταχτερὰ πακέτα καὶ δῶρα.
Μὰ κανεὶς δὲν ἔδινε σημασία στὸ κοριτσάκι μὲ τὰ σπίρτα! Ἄδικα ἡ μικρὴ ὀρφανὴ διαλαλοῦσε τὴ φτωχικὴ πραμάτεια της καὶ σίμωνε δειλὰ τοὺς περαστικούς, ζητώντας μὲ σβησμένη φωνὴ νὰ ἀγοράσουν ἕνα κουτὶ σπίρτα.
Ἄδικα ψιθύριζε ἀχνὰ πὼς δὲν ζητιάνευε, πῶς πουλοῦσε σπίρτα γιὰ νὰ ζήσει, ἀφοῦ δὲν εἶχε κανένα στὸν κόσμο. Δὲν εἶχαν ὥρα γιὰ μία πλανόδια πωλήτρια.
Νύχτωνε καὶ ὅλοι βιάζονταν νὰ ἐπιστρέψουν στὰ ζεστά τους σπίτια, στὴν οἰκογενειακὴ θαλπωρή, στὸ γιορτινὸ τραπέζι μὲ τὶς χίλιες λιχουδιές, στὸ καταστόλιστο χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Οἱ διαβάτες, τυλιγμένοι στὰ ζεστὰ πανωφόρια τους, μὲ τὰ μάλλινα καπέλα κατεβασμένα ὡς τὰ αὐτιὰ καὶ τὶς ἐσάρπες γύρω ἀπὸ τὸ λαιμό, ἔτρεχαν κρατώντας πακέτα στὰ γαντοφορεμένα τους χέρια, ἐνῶ ἡ ζεστὴ ἀνάσα τους ἄχνιζε στὸν παγωμένο ἀγέρα.
Οἱ καρότσες περνοῦσαν βιαστικὰ καὶ οἱ ρόδες τους ἄφηναν βαθιὲς αὐλακιὲς στὸ χιονισμένο δρόμο. Τὰ ἄλογα ρουθούνιζαν καλπάζοντας ρυθμικὰ πάνω στὸ λιθόστρωτο καὶ τὰ πέταλά τους τίναζαν λάσπη καὶ μισολειωμένο χιόνι.
Ξαφνικά, μιὰ ἅμαξα πέρασε τόσο γρήγορα ποὺ ἡ μικρούλα μόλις ποὺ πρόλαβε νὰ τραβηχτεῖ στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου. Καὶ ὅπως ἡ παιδούλα γλιστροῦσε στὸ χιόνι, τὸ ἕνα της ξύλινο τσόκαρο τινάχτηκε πέρα μακριά, ἐνῶ τὰ σπίρτα ξέφυγαν ἀπὸ τὴν ποδιά της καὶ σκορπίστηκαν δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ στὸν ὑγρὸ δρόμο.
Τὸ κοριτσάκι γονάτισε στὸ χιόνι καὶ ἄρχισε νὰ μαζεύει ἕνα-ἕνα τὰ μουσκεμένα σπίρτα. Αὐτὰ ἦταν ὅλο τὸ βιὸς καὶ ὅλος ὁ κόσμος της. Γονεῖς, σπίτι, οἰκογένεια δὲν ἦταν παρὰ μία μακρινὴ ἀνάμνηση γιὰ τὴ φτωχὴ ὀρφανή.
Μόνη της περιουσία, τὰ νοτισμένα ἀπὸ τὸ χιόνι ξυλάκια, τὰ μουσκεμένα σπίρτα.
Τρέμοντας ἀπὸ τὸ κρύο μέσα στὰ φθαρμένα ρουχαλάκια της, μὲ τὰ ποδαράκια γυμνὰ μέσα στὸ χιόνι, ἡ μικρούλα μάζευε μὲ τὰ ξυλιασμένα ἀπὸ τὸ κρύο χεράκια ἕνα-ἕνα τὰ σπίρτα καὶ τὰ ξανάχωνε προσεκτικὰ στὸν κόρφο της.
Τὸ χιόνι ἔπεφτε πυκνὸ πάνω στὰ ἁπαλὰ μαλλάκια, βρέχοντας τὶς πυρόξανθες μποῦκλες ποὺ κολλοῦσαν στὸ ὠχρὸ προσωπάκι της.
Καὶ ὅπως μάζευε βιαστικὰ τὰ σπίρτα, ἕνα ἀγόρι κουκουλωμένο ζεστά, πέρασε σιμά, εἶδε τὸ ξύλινο τσόκαρο, ἔσκυψε, τὸ πῆρε καὶ ἔφυγε γοργά, πρὶν ἡ μικρούλα προλάβει νὰ μιλήσει.
Ἀναστενάζοντας ἀπογοητευμένη, ἡ μικρούλα με τὰ σπίρτα ἀνασηκώθηκε καὶ ξαναπῆρε τὴ στράτα, σέρνοντας βαριὰ τὰ βήματά της. Ἔνιωθε πιὰ βασανιστικὰ τὸ κρύο, τὴν κούραση, τὴν πείνα, μὰ δὲν εἶχε πουλήσει οὔτε ἕνα κουτὶ σπίρτα ἀπὸ τὸ πρωί.
Πῶς νὰ γυρίσει νηστική, χωρὶς οὔτε ἕνα ξεροκόμματο, πίσω στὴν παγωμένη τρώγλη;
Ἀλλὰ πάλι, ποιὸς θὰ ἀγόραζε σπίρτα τὴ νύχτα τῆς παραμονῆς τῆς Πρωτοχρονιᾶς; Ὅλοι εἶχαν τὰ πάντα περισσά. Οἱ δρόμοι εἶχαν τώρα ἐρημώσει.
Ἀπὸ τὶς σφαλιστὲς ἐξώθυρες ἀκούγονταν κάλαντα, τραγούδια καὶ γέλια καὶ πίσω ἀπὸ τὰ φωτισμένα παράθυρα φάνταζαν πανέμορφα τὰ στολισμένα δέντρα.
Τὰ ματάκια της βούρκωσαν. Ἀποκαμωμένη καὶ μελαγχολικὴ κούρνιασε στὸ πλατύσκαλο τῆς βαριᾶς πόρτας, ποὺ τὴ στόλιζαν στεφάνια καὶ γιρλάντες ἀπὸ γκὶ καὶ οὔ.
Τότε κοντοζύγωσε δειλὰ ἕνα ἀδέσποτο σκυλάκι. Ἡ καρδιὰ τῆς μικρῆς σπάραξε.
Δὲν εἶχε τίποτε νὰ τὸ φιλέψει, οὔτε μία μπουκιὰ φαγητὸ νὰ μοιραστεῖ μαζί του. Μόνο χάδια μποροῦσε νὰ τοῦ δώσει καὶ λόγια παρηγοριᾶς.
Ἡ ὥρα περνοῦσε καὶ τὸ κρύο γινόταν ὅλο καὶ πιὸ διαπεραστικό. Κανεὶς δὲν θὰ ἀγόραζε πιὰ σπίρτα. Ἂν ἄναβε ἕνα, ἕνα μονάχα, γιὰ νὰ ζεστάνει στὴ φλογίτσα του τὰ ξυλιασμένα δάχτυλά της;
Τότε κοντοζύγωσε δειλὰ ἕνα ἀδέσποτο σκυλάκι. Ἡ καρδιὰ τῆς μικρῆς σπάραξε.
Δὲν εἶχε τίποτε νὰ τὸ φιλέψει, οὔτε μία μπουκιὰ φαγητὸ νὰ μοιραστεῖ μαζί του. Μόνο χάδια μποροῦσε νὰ τοῦ δώσει καὶ λόγια παρηγοριᾶς.
Ἡ ὥρα περνοῦσε καὶ τὸ κρύο γινόταν ὅλο καὶ πιὸ διαπεραστικό. Κανεὶς δὲν θὰ ἀγόραζε πιὰ σπίρτα. Ἂν ἄναβε ἕνα, ἕνα μονάχα, γιὰ νὰ ζεστάνει στὴ φλογίτσα του τὰ ξυλιασμένα δάχτυλά της;
Καθὼς ἄναψε τὸ σπίρτο, μὲ τὰ μάτια τῆς φαντασίας της ἡ μικρούλα εἶδε μὲς στὴ λάμψη του, μιὰ εἰκόνα γεμάτη ὀμορφιά, ζεστασιὰ τρυφερότητα καὶ εὐτυχία.
Καταμεσῆς τοῦ δρόμου, λέει, ἀνάμεσα στὰ ψηλὰ σπίτια μὲ τὶς χιονισμένες στέγες καὶ τὶς καμινάδες ποὺ καπνίζουν, ἔστεκε ζεστὴ καὶ πυρακτωμένη μία ἀναμμένη σόμπα ἀπὸ μαῦρο μαντέμι. Οἱ φλόγες φάνταζαν κατακόκκινες καὶ πελώριες μέσα ἀπὸ τὴ μισάνοιχτη πορτούλα καὶ μία τσαγιέρα μὲ εὐωδιαστὸ τσάι ἄχνιζε στὴ φωτιά, ἐνῶ μία τρυφερὴ γατούλα μισοκοιμόταν γουργουρίζοντας πάνω στὸ μαλακὸ χαλάκι. Ὕστερα ἡ φλόγα τοῦ σπίρτου τρεμόπαιξε κι ἔσβησε. Ἡ μικρούλα δὲν δίστασε διόλου. Πῆρε ἕνα δεύτερο σπίρτο, τὸ ἔτριψε μὲ δύναμη καὶ στὰ μαγεμένα μάτια της παρουσιάστηκε ἕνα πλούσια στρωμένο γιορτινὸ τραπέζι. Πάνω στὸ φρεσκοσιδερωμένο κεντητὸ λινὸ τραπεζομάντηλο, ἡ ροδοκόκκινη καλοψημένη γαλοπούλα εὐωδίαζε στὴν πιατέλα, ἡ σούπα ἄχνιζε στὴ σουπιέρα καὶ τὰ ἀφρᾶτα ψωμάκια μοσχομύριζαν γλυκάνισο καὶ μυρωδικά.
Στὸ φῶς τοῦ φανοστάτη τοῦ γκαζιοῦ οἱ κοῦπες μὲ τὰ γλυκίσματα γίνονταν ἀκόμα πιὸ λαχταριστές, ἐνῶ κάπου ἀπὸ τὸ βάθος ἔφθανε λιγωτικὴ ἡ εὐωδιὰ ἀπὸ τὰ τσουρέκια. Ὥσπου ἡ φλογίτσα ἔσβησε ἤρεμα καὶ τὸ ξυλάκι στὸ παγωμένο χέρι τῆς μικρούλας ἀπέμεινε μαῦρο, καρβουνιασμένο.
Χωρὶς χρονοτριβή, τὸ κοριτσάκι πῆρε ἕνα ἀκόμα σπίρτο καὶ τὸ ἄναψε μὲ λαχτάρα. Καὶ ἡ μαγική του φλόγα φώτισε γιὰ λίγο ἄλλη μιὰ ὀπτασία. Στὴν ἔρημη πλατεία τῆς πόλης ὑψώθηκε ξαφνικὰ ἕνα τεράστιο καταπράσινο καὶ φουντωτὸ ἔλατο. Ἐπάνω στὰ κλωνιά του ἄστραφταν δεκάδες πολύχρωμα κεράκια καὶ στὸ φῶς τους οἱ βελόνες τοῦ δέντρου ἔλαμπαν.
Γιρλάντες ἁπλώνονταν μὲ χάρη στὰ κλαριὰ καὶ χρωματιστὲς μπαλίτσες ἰρίδιζαν στὸ μισόφωτο. Ἐδῶ κι ἐκεῖ μικρὰ δωράκια, τυλιγμένα σὲ γυαλιστερὸ χριστουγεννιάτικο χαρτί, περίμεναν νὰ ἁπλώσεις τὸ χέρι καὶ νὰ τὰ πάρεις... Μὰ σὰν ἔσβησε τὸ σπίρτο, χάθηκε μονομιᾶς ὅλη τούτη ἡ ὀμορφιά.
Πῆρε ὅλα τὰ σπίρτα ἀπὸ τὴν ποδιά της καὶ ἕνα ἕνα ἄρχισε νὰ τὰ ἀνάβει. Τότε, τὰ ἀναμμένα ξυλάκια ξέφυγαν ἀπὸ τὰ παγωμένα δάχτυλά της, τινάχτηκαν στὸ νυχτερινὸ ἀγέρα καὶ ἄρχισαν νὰ διαγράφουν μικρὲς φωτεινὲς τροχιές, ποὺ σπίθιζαν σὰν πυροτεχνήματα ἢ σὰν ἀναρίθμητα ἀστεράκια στὴν οὐρὰ ἑνὸς τεράστιου κομήτη. Καὶ σὲ λίγο ὁ κομήτης ἦρθε καὶ καρφώθηκε στὸ βελούδινο οὐρανό, πελώριος, ὁλόφωτος, ἐκτυφλωτικός...
Ὥσπου τὸ πελώριο ἀστέρι σιγὰ-σιγὰ μεταμορφώθηκε. Τὸ ἐκτυφλωτικὸ φῶς τοῦ γέμισε σκιὲς ποὺ πῆραν σχῆμα καὶ μορφὴ καὶ ξαφνικὰ ὁ κομήτης ἄλλαξε ὄψη καὶ ἔγινε μία γριούλα μὲ τρυφερὸ πρόσωπο καὶ ζεστὸ χαμόγελο, μὲ γελαστὰ μάτια καὶ μία ὀρθάνοιχτη στοργικὴ ἀγκαλιά.
«Γιαγιά!» ψιθύρισε ἐκστατικὴ ἡ μικρούλα, ἀναγνωρίζοντας τὴ σεβάσμια γυναίκα. «Πολυαγαπημένη μου, γλυκιὰ γιαγιούλα! Ἐσὺ εἶσαι, ποὺ μοῦ ἕψηνες πίτες καὶ χίλιες ἄλλες λιχουδιές, ποὺ μοῦ σιγοτραγουδοῦσες νανουρίσματα καὶ μὲ κοίμιζες μὲ παραμύθια γιὰ νεράιδες καὶ ξωτικά, ποὺ μὲ σκέπαζες στοργικὰ κι ἕγιανες τὸ λαβωμένο γόνατό μου! Μὴ μὲ ἀφήσεις μόνη ἄλλο πιά. Πάρε με κοντά σου!».
Καὶ ἡ γιαγιά, σὰν ὅλες τὶς γιαγιάδες τοῦ κόσμου, ἄνοιξε τὴ ζεστὴ ἀγκαλιά της κι ἔκλεισε μέσα σφιχτά τη μονάκριβη ἐγγόνα της. Καὶ ὅπως τὴ γλυκοφιλοῦσε, τὴν πῆρε καὶ πέταξαν ψηλὰ στὰ οὐράνια, πάνω στὰ σπίτια καὶ στὰ δέντρα.
«Κοίτα!» εἶπε ἡ γιαγιά. «Κάθε σπιτικὸ εἶναι καὶ μία οἰκογένεια καὶ τὸ κάθε παραθύρι φωτίζει ὄχι τὸ φῶς μιᾶς λάμπας, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη ποὺ ἑνώνει τὴν οἰκογένεια. Μὲ τὴν ἀγάπη μπορεῖς νὰ φωτίσεις καὶ νὰ ζεστάνεις τὸν κόσμο ὅλο! Μὴ διώξεις ποτὲ τὴν καλωσύνη ἀπὸ τὴν καρδιά σου καὶ τότε θὰ βρίσκεις, μὰ καὶ θὰ χαρίζεις πάντα τὴν ἀγάπη».
Σὰν ξημέρωσε ἡ Πρωτοχρονιά, οἱ περαστικοὶ εἶδαν ἀπορημένοι μία γλυκιὰ φτωχοντυμένη παιδούλα νὰ κοιμᾶται γαλήνια στὸ πλατύσκαλο ἑνὸς σπιτιοῦ ἐπάνω στὸ χιόνι, τριγυρισμένη ἀπὸ ἀναρίθμητα καμένα σπίρτα. Καὶ σὰν ἄνοιξε ἡ ἐξώθυρα καὶ βγῆκαν οἱ νοικοκυραῖοι τοῦ σπιτιοῦ, συγκινήθηκαν. Ἄνοιξαν ὀρθάνοιχτη τὴν ἀγκαλιά τους καὶ πῆραν κοντὰ τοὺς τὸ κοριτσάκι μὲ τὰ σπίρτα καὶ μαζὶ τὸ φτωχὸ ἀδέσποτο σκυλάκι. Καὶ στὸ σπιτικὸ αὐτὸ δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ βασιλεύει ἡ ἀγάπη, ποὺ ζέσταινε καὶ φώτιζε ὅλους γύρω.
Χρόνια πολλά !
Χρόνια καλά!
Χρόνια καλά!
Καλά Χριστούγεννα !