Σελίδες

Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2023

Τα βαριεστημένα μπλουζ (The Weary Blues) του Λάνγκστον Χιουζ (Langston Hughes)

Βομβίζοντας ένα νυσταγμένο συγκοπτόμενο ρυθμό

Λικνιζόμενος πέρα ​​δώθε μ’ ένα γλυκό τραγούδι,

Άκουσα έναν Νέγρο να παίζει.

Κάτω στη Λεωφόρο Λένοξ το περασμένο βράδυ

Μες  τη χλωμή θαμπάδα ενός παλιού φωτιστικού

Ταλαντευόταν τεμπέλικα…

Ταλαντευόταν τεμπέλικα…

Στο ρυθμό αυτού του Βαριεστημένου Μπλουζ.

Με τα εβένινα χέρια του σε κάθε φιλντισένιο πλήκτρο

Έκανε αυτό το φτωχό  πιάνο να στενάζει με μελωδία.

Ω Μπλουζ!

Λικνιζόμενος πέρα ​​δώθε στο ξεχαρβαλωμένο του σκαμνί

Έπαιξε αυτή τη μελαγχολική μελωδία σαν ένας τρελός μουσικός.

Γλυκό Μπλουζ!

Που έβγαινε απ’ την ψυχή ενός μαύρου άντρα.

Ω Μπλουζ!

Με μια βαθιά μελωδική φωνή σε μελαγχολικό ρυθμό

Άκουσα αυτόν το Νέγρο να τραγουδά, αυτό το παλιό πιάνο να στενάζει

‘Δεν νοιαζόμουν  για κανένα σ’ αυτόν τον κόσμο,

Δεν νοιαζόμουν  για κανένα, μόνο για τον εαυτό μου.

Κι άφησα στην άκρη τις σκέψεις μου

Κι έβαλα τις σκοτούρες μου στο ράφι’.


Χτύπαγε, χτύπαγε, χτύπαγε, κοπάναγε το πόδι του στο πάτωμα.

Έπαιξε μερικά ακόρντα και μετά τραγούδησε λίγο ακόμα –

‘Έχω τις μαύρες μου

Και δεν ευχαριστιέμαι.

Έχω τις μαύρες μου

Και δεν ευχαριστιέμαι.

Δεν είμαι πια ευτυχισμένος

Κι εύχομαι να είχα πεθάνει’.

Και μακριά μέσ’ στη νύχτα τραγούδαγε αυτή τη μελωδία.

Βγήκαν τα αστέρια και το φεγγάρι.

Ο τραγουδιστής σταμάτησε να παίζει και πήγε στο κρεβάτι

Ενώ τα Βαριεστημένα Μπλουζ επαναλαμβάνονταν μέσα στο κεφάλι του.

Και κοιμήθηκε σαν πέτρα ή σαν  άνθρωπος πεθαμένος.

Το ‘The Weary Blues’ είναι ένα ποίημα του Αμερικανού ποιητή Λάνγκστον Χιουζ που γράφτηκε το 1925 και  δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό ‘Opportunity’.


The Weary Blues by Langston Hughes

Droning a drowsy syncopated tune,

Rocking back and forth to a mellow croon,

      I heard a Negro play.

Down on Lenox Avenue the other night

By the pale dull pallor of an old gas light

      He did a lazy sway…

      He did a lazy sway…

To the tune o’ those Weary Blues.

With his ebony hands on each ivory key

He made that poor piano moan with melody.

      O Blues!

Swaying to and fro on his rickety stool

He played that sad raggy tune like a musical fool.

      Sweet Blues!

Coming from a black man’s soul.

      O Blues!

In a deep song voice with a melancholy tone

I heard that Negro sing, that old piano moan—

      “Ain’t got nobody in all this world,

      Ain’t got nobody but ma self.

      I’s gwine to quit ma frownin’

      And put ma troubles on the shelf.”

Thump, thump, thump, went his foot on the floor.

He played a few chords then he sang some more—

      “I got the Weary Blues

      And I can’t be satisfied.

      Got the Weary Blues

      And can’t be satisfied—

      I ain’t happy no mo’

      And I wish that I had died.”

And far into the night he crooned that tune.

The stars went out and so did the moon.

The singer stopped playing and went to bed

While the Weary Blues echoed through his head.

He slept like a rock or a man that’s dead.

ΠΗΓΗ

Τσαρλς Μπουκόβσκι, «Για τον έρωτα»


«Για τον έρωτα», Τσαρλς Μπουκόβσκι, μτφρ.: Γιώργος Λαμπράκος, Εκδόσεις Πατάκη

Το ποίημα «ο πρώτος έρωτας» του Τσαρλς Μπουκόβσκι βρέθηκε στα χειρόγραφά του, είχε ημερομηνία 21 Ιουλίου 1974 και εκδόθηκε στη μεταθανάτια συλλογή «Bone Palace Ballet» (1997).


Συμπεριλαμβάνεται στην ανθολογία με τα καλύτερα ερωτικά ποιήματά του «Για τον έρωτα» (εκδόσεις Πατάκη, 2018), μια έκδοση εμπλουτισμένη με αυθεντικά σκίτσα του.

 Τσαρλς Μπουκόβσκι, «Για τον έρωτα»

μια φορά
όταν ήμουν 14
οι δημιουργοί μού έφεραν
το μοναδικό που είχα ποτέ αίσθημα
τύχης.

στον πατέρα μου δεν άρεσαν
τα βιβλία ούτε
στη μητέρα μου άρεσαν
τα βιβλία (επειδή στον πατέρα μου
δεν άρεσαν τα βιβλία)
ιδίως εκείνα που έφερνα σπίτι
απ’ τη βιβλιοθήκη:
Ντ. Χ. Λόρενς
Ντοστογιέβσκι
Τουργκένιεφ
Γκόρκι
Α. Χάξλεϋ
Σίνκλερ Λούις
κι άλλους.

είχα το δικό μου υπνοδωμάτιο
μα στις 8 μ.μ.
όλοι μας έπρεπε να πάμε για ύπνο:
«Θέλεις πλούτη και τιμή;
Μην κοιμάσαι την αυγή»
έλεγε ο πατέρας μου.

«ΦΩΤΑ ΣΒΗΣΤΑ!» φώναζε.

ύστερα έπαιρνα το πορτατίφ
το έβαζα κάτω απ’ τα σκεπάσματα
και με τη ζέστη και το κρυφό φως
συνέχιζα να διαβάζω:
Ίψεν
Σαίξπηρ
Τσέχοφ
Τζέφερς
Θέρμπερ
Κόνραντ Έικεν
κι άλλους.

μου έφεραν τύχη και ελπίδα και
συναίσθημα σ’ ένα μέρος χωρίς τύχη
χωρίς ελπίδα, χωρίς συναίσθημα.

το πάλευα.
ζεσταινόμουν κάτω απ’ τα σκεπάσματα.
κάποιες φορές το φωτιστικό άρχιζε να καπνίζει
ή τα σεντόνια – θα έπιαναν
φωτιά·
τότε έσβηνα το φωτιστικό,
το κρατούσα απέξω να
κρυώσει.

χωρίς εκείνα τα βιβλία
δεν είμαι και πολύ σίγουρος
πώς θα είχα
καταντήσει:
να παραληρώ· ο
φονιάς του πατέρα·
βλαμμένος· καθυστερημένος·
σε μουντή απελπισία.

όταν ο πατέρας μου φώναζε
«ΦΩΤΑ ΣΒΗΣΤΑ!»
είμαι σίγουρος πως φοβόταν
τoν καλογραμμένο λόγο
που εμφανιζόταν με ευγένεια
και φρόνηση
στην καλύτερη και
πιο ενδιαφέρουσα
λογοτεχνία μας.

κι ήταν εκεί
κοντά μου
κάτω απ’ τα σκεπάσματα
πιο γυναίκα από γυναίκα
πιο άντρας από άντρα.

τα είχα όλα
και
τα πήρα.

Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2023

Η προσφορά των σωμάτων


Μυστικές  ιεροτελεστίες
Στο βωμό του Ερωτα
Σπονδή
Μέλι
Και ύδωρ
Ικεσία στο φως
Κάθαρση
Το παίδεμα του νου και της ψυχής
Για την αποκάλυψη
Τη λύτρωση
Τη γνώση


Καταδύομαι
Για να αναληφθώ
Στους ουρανούς σου
Μια στάλλα χαμένου
Παραδείσου
Μεταλαμβάνοντας...

Τα σώματα ''μικρές  Αχερουσίες''
Στο στόμα μου κρατώ τον ''οβολό''
Πέρνα με απέναντι

Κι ο 'Ερωτας
Νάμα  στα χείλη  των εραστών
Ταξιδεύοντας στη γνώση
Που αναδύει η προσφορά
Των σωμάτων...
(Μαρία Λαμπράκη)

Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2023

Μάνος Χατζιδάκις, Εκτιμώ βαθύτατα ένα παιδί που εξεγείρεται


Aπόσπασμα απο το βιβλίο -Πάνος Λουκάκος, Η αθέατη όψη, εκδόσεις της Εστίας

Τον Ιανουάριο του 1990 ήμαστε καλεσμένοι κάποιο βράδυ στο σπίτι του Δημήτρη Χορν, στην οδό Βασιλέως Γεωργίου. Παρόντες άλλοι δέκα φίλοι του, προερχόμενοι κυρίως από καλλιτεχνικούς χώρους. Στη διάρκεια του δείπνου, κύριο θέμα συζήτησης ήταν η δίκη του αστυνομικού Αθανάσιου Μελίστα, που είχε πυροβολήσει και σκοτώσει τον δεκαπεντάχρονο Μιχάλη Καλτεζά, κατά τη διάρκεια επεισοδίων στα Εξάρχεια.

Το Εφετείο, δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, τον είχε αθωώσει καθώς είχε δεχτεί ότι τελούσε σε κατάσταση άμυνας, δεδομένου ότι ο νεαρός είχε πετάξει εναντίον του βόμβα μολότωφ.

Οι συνδαιτυμόνες του Χορν επαινούσαν την απόφαση του δικαστηρίου και πρόσθεταν ότι λογικά και σωστά ένας αστυνομικός πυροβολεί όταν κινδυνεύει να καεί ο ίδιος από τις μολότοφ.

Το δείπνο συνεχιζόταν όπως και η συζήτηση -χτύπησε το κουδούνι και μπήκε καθυστερημένος, ως συνήθως, ο Μάνος Χατζιδάκις. Παρακολούθησε για λίγο τα λεγόμενα. Και πήρε το λόγο, με έντονο ύφος:

“Οταν έχω να κρίνω ανάμεσα σ’ ένα παιδί 15 χρονών που πετάει μολότωφ κι έναν τριαντάρη εκπαιδευμένο αστυνομικό που κρατάει πιστόλι, εγώ είμαι με το μέρος του παιδιού και όχι του αστυνομικού. Εκτιμώ βαθύτατα ένα παιδί που εξεγείρεται και βγαίνει στους δρόμους για να διαμαρτυρηθεί, έστω κι αν υπερβάλλει, έστω και αν κρατάει μολότοφ. Και δεν εκτιμώ καθόλου έναν αστυνομικό που το πυροβολεί. Ο,τι και αν έχει γίνει, όπως και αν έχουν τα πράγματα, θεωρώ τραγικό λάθος την αθώωση του αστυνομικού. Και πολύ κακό μήνυμα που στέλνουμε στα νέα αυτά παιδιά, το υγιέστερο κομμάτι της κοινωνίας μας, που δεν έχει διαφθαρεί, όπως εμείς.”

Σώπασαν όλοι. Κανείς δεν απάντησε. Και ο Χορν άλλαξε αμέσως θέμα συζήτησης. Λίγο αργότερα ο Μάνος Χατζιδάκις έφυγε, δείχνοντας με τον τρόπο του ότι δεν τον ενδιέφερε ιδιαιτέρως η συγκεκριμένη παρέα και οι συζητήσεις της.

Πάνος Λουκάκος, Η αθέατη όψη, εκδόσεις της Εστίας

Παρουσίαση

Οι περισσότεροι Έλληνες συμφωνούμε ότι η σημερινή κρίση δεν είναι απλώς οικονομική και κοινωνική. Είναι προεχόντως πολιτική. Ένα είναι βέβαιο: ότι θα οδηγήσει σε μείζονες πολιτικοκοινωνικές ανατροπές, άγνωστο προς το παρόν ποιες. Η Ελλάδα που θα βγει από την κρίση δεν θα είναι αυτή που ως τώρα γνωρίζαμε.
Το βιβλίο του Πάνου Λουκάκου χαρτογραφεί επιτυχώς τον χώρο της πολιτικής και του Τύπου από το 1970 έως το 2000. Ο συγγραφέας του, διαπρεπής δημοσιογράφος που έζησε από την πρώτη γραμμή τα γεγονότα σε συνεχή επαφή με τους πρωταγωνιστές, καταθέτει τη μαρτυρία του για όσα εξ ιδίας αντιλήψεως γνωρίζει. Δημοσιοποιεί πολύτιμα στοιχεία από τις προσωπικές του σημειώσεις, αδημοσίευτα μέχρι σήμερα, που θα βοηθήσουν τους ιστορικούς του μέλλοντος, όταν θα γράφουν το χρονικό των τελευταίων τριάντα ετών του 20ού αιώνα και θα ερμηνεύουν τις αιτίες της σημερινής καταστροφής.

Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου 2023

Μοίρα τ' ονόμασα


'Ερημο μεγαλώνει το δέντρο
στην άκρη της Θάλασσας
Με την αγάπη του ήλιου ψηλώνει
το φεγγάρι του μαθαίνει
την Άνοιξη να καρτερεί.
Η παλίρροια των κυμάτων
του διδάσκει την υπομονή
το πέταγμα των γλάρων την Ελπίδα
'Ερημο μεγαλώνει το δέντρο
στην άκρη της θάλασσας..
Εκεί, όπου, ευδοκιμούν τα όνειρα
σε τόπους σιωπηλούς.
Μοίρα τ' ονόμασα...
΄Εχει τις ρίζες μαύρες
και τα κλαδιά  φτερά
Μαρία Λαμπράκη)
                                          


Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2023

Το βάρος του Φωτάκη Σεβαστοκράτορα -Νίκος Χουλιάρας



Η βροχή είναι πολλών ειδών: είναι η ψιλή που πέφτει, πλαγιαστά κι ανάλογα με τον αέρα, όλο βελονίτσες βελονίτσες· αυτή που σχεδόν δε φαίνεται αλλά τα καταφέρνει, με την υπομονή της, να μουσκεύει λίγο λίγο τα ρούχα και να ποτίζει ώς μέσα τον άνθρωπο που περπατάει στο δρόμο, με τρόπο ύπουλο και μεθοδικό κι η άλλη, η χοντρή βροχή, που φαίνεται: με τις βαριές σταγόνες, τις στρογγυλές, που κάνουν θόρυβο στα τσίγκια ― αυτή που θέλουν τα μικρά παιδιά γιατί τα νανουρίζει αλλά κι η γη, γιατί το φχαριστιέται.
     Είναι πάλι εκείνο το νερό που πέφτει με το τουλούμι, για ώρες: βροχή, δηλαδή, στα γεμάτα και κατακλυσμός που λένε. Να πλημμυρίζει ο τόπος νερά και να κατεβαίνουν ποταμάκια σωστά στους δρόμους. Να γίνονται, δηλαδή, οι δρόμοι χείμαρροι και να παρασέρνουν ό,τι βρουν μπροστά τους. Χώματα να παρασέρνουν, φλούδες και ξύλα· χαρτόκουτα, παπούτσια και ζωύφια: κάτι μικρά κι ανήμπορα πλασματάκια που χτυπάνε, για λίγο, απελπισμένα τα φτερά κι ύστερα αφήνονται να κατηφορίζουν ―ανάσκελα και ψόφια― σε άλλες γειτονιές ή χάνονται, πρόωρα, στους ύπουλους τους υπονόμους που καραδοκούν, με το ξεδοντιασμένο στόμα τους, πάντοτε, ανοιχτό σε κάτι απίθανες μεριές γι’ αυτόν, ακριβώς, το λόγο.

     Υπάρχουν όμως κι άλλα είδη βροχής. Ανάλογα με το μέρος και με τον άνθρωπο.
     Για παράδειγμα, ο Φωτάκης ο Σεβαστοκράτορας, που κάθεται στο στενό πίσω απ’ το γηροκομείο, μπορεί να σας πει για τη βροχή που βλέπει πολύ συχνά να τρέχει παράλληλα με το ταβάνι του σπιτιού του χωρίς ποτέ να πέφτει σταγόνα στο δωμάτιο ή για την άλλη, τη διαρκώς σταματημένη μα πάντα ευδιάκριτη, ιδίως τις νύχτες του καλοκαιριού: βροχή, δηλαδή, κανονική με κόκκους κόκκους έντομα, πάνω στο άσπρο καπελάκι και γύρω απ’ τον δημόσιο λαμπτήρα: εκείνο το παμπάλαιο φωτιστικό του δρόμου, που μένει, πάντα, ξεχασμένο ανοιχτό ώς τα χαράματα έξω, ακριβώς, από το κόκκινο το σπίτι με τις γεροντοκόρες· για τη βροχή που βρέχει, χειμώνα-καλοκαίρι, αυτές τις δυο γυναίκες που μένουν, χρόνια τώρα, μόνες τους, σε κείνο το μεγάλο σπίτι, και βγαίνουν από κει, αραιά και πού, κρατώντας πάντοτε εκείνες τις παλιομοδίτικες ομπρέλες― με τα μικρά μαβιά ανθάκια, για το καλοκαίρι και τις γκριζόμαυρες παράλληλες γραμμές, για το χειμώνα ―όπως, μπορεί ακόμα, να σας μιλήσει για τη βροχή που πέφτει, εδώ και κάμποσο καιρό, στο πίσω μέρος του μυαλού του, θαμπώνοντας, ολοένα, το τζαμιλίκι εκείνο που χωρίζει το παρόν από το μέλλον, γιατί το παρελθόν, έτσι κι αλλιώς, είναι πίσω, σ’ άλλο δωμάτιο ―βαθιά και ξεκομμένο― μιας κι ο Φωτάκης ο Σεβαστοκράτορας, που έκλεισε κιόλας τα πενήντα του χωρίς καθόλου να το καταλάβει, δε θέλει να βλέπει πια τίποτα προς τα πίσω, αφού, έτσι κι αλλιώς, δεν έχει και τίποτα σπουδαίο πια να θυμηθεί.


     Τη μισή ζωή του την πέρασε σαν γιος του Άγγελου Σεβαστοκράτορα, του συμβολαιογράφου, και στην υπόλοιπη μισή έπρεπε πάντα να θυμάται πως ήταν αυτό που ήταν χάρις στο κύρος του πατέρα του.
     Και τι ήταν, δηλαδή, τέλος πάντων ο Φωτάκης για να πρέπει να το θυμάται; Ένας ταμειακός υπάλληλος ήταν. Αυτό, με λίγα λόγια, ήταν όλο κι όλο! Χαρά στο πράμα δηλαδή. Η τελευταία τρύπα της φλογέρας. Κι όμως. Σ’ αυτή την τρύπα έπαιζε, για χρόνια ολόκληρα, η μάνα του εκείνο τοn μονότονο σκοπό: «Εσύ, αχαΐρευτε… Ένας υιός Σεβαστοκράτορος!» κι ας είχαν γίνει τελείως ρεζίλι με τον πατέρα του στα τελευταία ― τότε που ξέσπασε εκείνο το σκάνδαλο με τα λυκόπουλα, όπου ο γέρος του ήταν έφορος από παλιά και τον έπιασαν, μια μέρα, στα πράσα, με κάτι μικρά στην εκδρομή που είχαν κάνει οι πρόσκοποι ―τάχα για λόγους εκπαιδευτικούς― ψηλά, στον Κάμπο του Δεσπότη.

     Ας είναι. Τους άφησε χρόνους, νωρίς νωρίς και ευτυχώς, μετ’ από κάμποσο, τον ακολούθησε κι η μάνα του ― αφού όμως πρώτα, κατάφερε να ξεκοκαλίσει και την τελευταία δεκάρα απ’ την περιουσία που είχαν, με τη μεγαλομανία που την έδερνε.
     Έτσι ήταν να γίνουν τα πράματα κι έτσι έγιναν. Πάνω εκεί ήταν που έκανε και το λάθος ο Φωτάκης να παντρευτεί. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά να κάνει και παιδί· στα σαράντα πέντε του.
     Έτσι έγιναν, λοιπόν, τα πράματα και τώρα πια, στα πενήντα, τριγυρνάει μοναχός του, σαν την άδικη κατάρα, απ’ το ένα δωμάτιο στο άλλο, νιώθοντας σαν κουβαράκι που ολοένα ξετυλίγεται και χάνει, σιγά σιγά, το νήμα του απ’ τις πολλές τις βόλτες.
     Γιατί, εδώ που τα λέμε, δεν έμεινε και τίποτα ορθό απ’ όλη αυτή την ιστορία. Το υπόλοιπο της περιουσίας που ’χε απομείνει, σπαταλήθηκε γρήγορα κι η γυναίκα του τον παράτησε σύξυλο κι έφυγε, μια νύχτα, μ’ άλλον.
     Έμεινε μόνος του, λοιπόν, με το παιδί και σε σπίτι νοικιασμένο πια: σ’ ένα σπίτι σαράβαλο και μοναχά με τα χρειώδη.

     Τίποτα δεν κατάφερε να κρατήσει ο Φωτάκης ο Σεβαστοκράτορας. Το μόνο πράμα που ’χε μείνει ακέραιο ―κι ήταν δυσβάσταχτα μεγάλο― ήταν αυτό το επίθετο που κληρονόμησε απ’ τον πατέρα του: Σεβαστοκράτωρ το επίθετο, λοιπόν, κι ήταν μεγάλος πονοκέφαλος αυτό για το Φωτάκη. Σαν κράνος το ’νιωθε, στίλβον και μεγαλοπρεπές: περικεφαλαία, βαριά, αρχαίου ηγεμόνα, πάνω σ’ ένα κεφάλι νεοσσού.
     Φωτάκης Σεβαστοκράτορας, σου λέει ― σαν να λέμε Φωτάκης με πονοκέφαλο δηλαδή. Γιατί, τέτοιο ήταν αυτό το επίθετο. Πονοκέφαλος ήταν. Κράνος τεράστιο που τον βάραινε και που, καθόλου, δεν του πήγαινε, να πούμε, του Φωτάκη αυτό το πράμα. Αντίθετα. Τον έκανε να φαίνεται πιο κωμικός κι ασήμαντος ακόμα, απ’ όσο ήταν.
     Γιατί, τι ήταν, εδώ που τα λέμε, για να τ’ αντέχει αυτό το βάρος. Ένας δημόσιος υπάλληλος ήταν ο Φωτάκης και μάλιστα κατώτερος. Το επίθετό του όμως, παρέπεμπε σε άλλα πράματα, μεγάλα. Ήταν κι αυτή η κατάληξη η φοβερή που τον τσάκιζε: «Κράτωρ» σού λέει κι αμέσως σκέφτεσαι, να πούμε: Αυτοκράτωρ, Κοσμοκράτωρ και Παντοκράτωρ! Τέτοια πράματα δηλαδή· δυσβάσταχτα. Πράματα που έχουν σχέση μόνο με τα επουράνια και με τα μεγαλεία.
     Γι’ αυτό κι έρχονταν στιγμές που πολύ τον βασάνιζε το Φωτάκη αυτή η υπόθεση και σκέψεις έκανε πάνω σ’ αυτό. Αντιστοιχίες έψαχνε να βρει με άλλα επίθετα ―εξίσου πομπώδη και αρχαιοπρεπή― αλλά πάντα κατέληγε ―μετά από τέτοιες έρευνες― στο συμπέρασμα πως, τελικά, αυτός ήταν ο πιο άτυχος απ’ όλους. Σ’ αυτόν είχε τύχει το χειρότερο, γιατ’ είχε και κείνη την κατάληξη που δεν κόλλαγε με τίποτα σ’ έναν κατώτερο δημόσιο υπάλληλο όπως ήταν αυτός.

Ακόμα και το επίθετο με κατάληξη σε «ξ», που είχε βρει, άφηνε πολλά περιθώρια, βρε αδερφέ… Υπήρχε, να πούμε, ο Σκευοφύλαξ ―που ήταν ποδοσφαιριστής, παλιά, στην ΑΕΚ, και το επίθετό του, όσο να ’ναι, έπεφτε κάπως βαρύ για τη δουλειά που έκανε, αλλά, από την άλλη, σ’ αυτή, την κατάληξη, χώραγαν κι ένα σωρό επαγγέλματα της σειράς, όπως, αγροφύλαξ, νυχτοφύλαξ, τελωνοφύλαξ και ούτω καθεξής. Ακόμα και το «βλαξ» χώραγε εκεί, ενώ στο δικό του το «κράτωρ» δε χώραγε τίποτα το πεζό, παρά μονάχα εκείνα τα μεγάλα και τα φοβερά που λέγαμε πιο πριν, κι αυτό το πράμα στη δική του την περίπτωση, έμοιαζε με φάρσα χοντρή. Μ’ αστείο έμοιαζε που του ’χε κάνει η ζωή κι οι συγκυρίες της: Σεβαστοκράτωρ, σου λέει, κι ο Φωτάκης, ούτε το σέβας κανενός απολάμβανε ούτε να κρατήσει είχε καταφέρει, τελικά, τίποτα απ’ τα πολλά που είχε έναν καιρό η οικογένεια η δική του.
     Μάλιστα. Εκεί είχε καταντήσει. Το ξέφτι ήταν μιας οικογένειας μεγάλης και ιστορικής που κράταγε από πολύ παλιά: από τον Άγγελο-Ιωάννη Σεβαστοκράτορα κι από το γιο του το Μιχαήλ.

     Από το 1204 μετά Χριστόν, παρακαλώ, άντρες και γυναίκες από το σόι των Σεβαστοκρατόρων, έφτασαν μέχρι την άκρη κι άφησαν αυτόν εδώ, το Φωτάκη Σεβαστοκράτορα, μοναχά με τ’ όνομα. Σ’ ένα σπίτι ερείπιο, τον άφησαν, δίχως γυναίκα δίπλα του, χωρίς καθόλου περιουσία και κύρος και μ’ ένα γιο πέντε χρονώ, να κοιμάται στο διπλανό δωμάτιο, χωρίς να υποπτεύεται το τι του επεφύλασσε το μέλλον σ’ αυτό τον κόσμο που όσο πήγαινε γινόταν όλο πιο σκληρός και πιο αβάσταχτος.
     Αυτό το παιδί ήταν που σκεφτόταν ο Φωτάκης: το γιο του τον Άγγελο, σκεφτόταν, που μεγάλωνε χωρίς τη μάνα δίπλα του, μιας κι η Θεώνη τούς είχε εγκαταλείψει πριν από ένα χρόνο κι είχε κινήσει κιόλας τις διαδικασίες για το διαζύγιο, χωρίς να βρει καμιά αντίδραση, αφού, πάνω σ’ αυτό, δεν είχε κάνει και τίποτα ο Φωτάκης που να την εμποδίσει. Είχε παραιτηθεί τελείως. Έτσι κι αλλιώς ―ήταν καιρός τώρα― που ’χε παραιτηθεί από τα πάντα. Δεν έβρισκε τη δύναμη που χρειαζόταν ούτε και διάθεση είχε, εδώ που τα λέμε, να το πολεμήσει το πράμα, παρόλο που το δίκιο ήταν με το μέρος του.
     Το μόνο που σκεφτόταν τώρα ήταν πώς θα τα κατάφερνε να προστατέψει εκείνο το παιδί που δε χρώσταγε σε κανέναν τίποτα, ούτε και καμιά ευθύνη είχε που αυτός πια δεν μπορούσε να σηκώνει άλλο το βάρος της ζωής και του δυσβάσταχτου ονόματος που ’χε κληρονομήσει παρά τη θέλησή του.



     Χωμένος στη βαθιά ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα ―δίπλα, ακριβώς, στο παραθύρι― κοίταγε, έξω, τη βροχή να πέφτει ασταμάτητα κι όλο συλλογιζόταν πια πως τίποτα το σίγουρο δεν είχε να προσφέρει στο γιο του· τίποτα που να τον προστατεύει, τέλος πάντων. Ούτε σπίτι είχε ούτε λεφτά. Ούτε και υπόληψη, πια, εδώ που τα λέμε. Μονάχα τ’ όνομα του είχε απομείνει, κι αυτό, πρόσθετο βάρος ήταν. Βάρος μεγάλο κι ειρωνεία θα ’ταν αυτό το επίθετο για έναν καινούργιο άνθρωπο που θα ’πρεπε να βγει στο στίβο της ζωής· γιατί, ήταν καιρός τώρα, που ’χαν τελειώσει αυτά. Τα ονόματα δεν είχαν, πια, πέραση. Μονάχα τα λεφτά μέτραγαν. Ο κόσμος είχε μπει σ’ άλλους ρυθμούς και μ’ άλλο τρόπο λειτουργούσε η κοινωνία. Κανένα ρόλο, πια, δεν έπαιζε η καταγωγή και το ήθος του ανθρώπου. Η δύναμη, μονάχα, μέτραγε, ο πλούτος και το κύρος ― που κανέναν, πια, δεν ενδιέφερε με ποιο τρόπο είχε αποκτηθεί: με τι απάτες και βρομιές· με τι κομπίνες και με τι εγκλήματα σε βάρος των αδύνατων ή και εκείνων, τέλος πάντων, που εξακολουθούν να ’χουν ακόμα ενδοιασμούς.

     Δεν είχε τίποτα, λοιπόν, ν’ αφήσει στο γιο του ο Φωτάκης ο Σεβαστοκράτορας· τίποτα απ’ αυτά να του κληροδοτήσει. Το αντίθετο μάλιστα. Θα ’ταν αναγκασμένος να του αφήσει κάτι που θα τον δυσκόλευε ακόμα πιο πολύ, γι’ αυτό και σκέφτηκε πως αφού, έτσι κι αλλιώς, δεν είχε τη δυνατότητα να του προσφέρει κάτι το θετικό, θα ’πρεπε, τουλάχιστον, να τον απαλλάξει από κάτι που θα τον βάραινε για μια ολόκληρη ζωή.
     Όλο κάτι σκέψεις τέτοιες έκανε, τη μέρα εκείνη με τη βροχή, ο Φωτάκης, αλλά και τις προηγούμενες πάλι το ίδιο έκανε, γιατ’ ήταν μόνος του στο σπίτι κι εκτός υπηρεσίας, όπως λένε.
     Με άδεια ήταν, αναρρωτική, μιας και τον είχε κλείσει μέσα μια γρίπη για δυο μέρες και του περίσσευαν ακόμα δυο, μέχρι που να γυρίσει πάλι στο γραφείο, γι’ αυτό και σκέφτηκε να κάνει κάτι με το πρόβλημα, που λέγαμε, το γρηγορότερο.

     Σηκώθηκε, λοιπόν, από την πολυθρόνα, κι έκοψε δυο-τρεις βόλτες στο δωμάτιο μπας και του κατέβει καμιά ιδέα. Έριξε μια βιαστική ματιά στο γιο του που κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο κι αμέσως ύστερα ―λες και φωτίστηκε― άρπαξε την ομπρέλα απ’ την κρεμάστρα και βγήκε, ξαφνικά, από το σπίτι.
     Πέρασε, γρήγορα, απέναντι ―τσαλαβουτώντας στα νερά― και πήγε στις γεροντοκόρες. Τις παρακάλεσε. Αν ήταν δυνατόν, τους είπε, να καθήσουν για μια-δυο ώρες σπίτι του, να κάνουν παρέα στο παιδί και του ’παν, ναι, γι’ αυτό κι αμέσως ύστερα, πήρε το δρόμο που οδηγούσε πάνω στην πλατεία.
     Ούτε που το κατάλαβε για πότε βρέθηκε μπροστά στο κτίριο της δημαρχίας. Τίναξε την ομπρέλα απ’ τα νερά και πήγε, κατευθείαν, στο γραφείο του Τριβλή που ’ταν γραφέας στο ληξιαρχείο.
     Με συστολή μεγάλη τού εξέθεσε το πρόβλημα που τον βασάνιζε τόσον καιρό και κατέληξε, αποφασιστικά, πως έπρεπε, πάση θυσία, ν’ αλλάξει το επίθετό του.
     Αυτός έμεινε άναυδος. Προσπάθησε να τον πείσει πως ήταν μεγάλη τιμή να φέρει ένα τέτοιο ιστορικό όνομα αλλά ο Φωτάκης ο Σεβαστοκράτορας ήταν αμετάπειστος. Το επίθετο έπρεπε ν’ αλλάξει οπωσδήποτε. Το ’χε πάρει απόφαση, ήταν ανένδοτος πάνω σ’ αυτό. Όταν δε μετά από αρκετή ώρα διαβουλεύσεων τον ρώτησε, τελικά, ο Τριβλής, ποιο, τέλος πάντων, θα ’θελε να ’ναι το καινούργιο το επίθετο που θα ’χε από δω και πέρα, ο Φωτάκης δε δίστασε καθόλου.
     Όση ώρα κουβέντιαζαν και παζάρευαν πάνω σ’ αυτό το θέμα, εκείνος σκεφτόταν, συνέχεια, πως το παιδί του θα μεγάλωνε μοναχό του, γι’ αυτό κι όταν τον ρώτησε, να πούμε, ο Τριβλής, του ’ρθε, αμέσως, στο στόμα. Το ’χε, κιόλας, έτοιμο ο Φωτάκης: «Μοναχός. Φώτιος Μοναχός…» του ’πε, «και για το γιο μου, Άγγελος Μοναχός. Πώς σου φαίνεται;»
     «Βαρύ μού φαίνεται», απάντησε ο Θωμάς ο Τριβλής. «Ακόμα πιο βαρύ κι από το άλλο».
     «Ε, τότε, ας το κάνουμε Μονάχος…» έκανε διστακτικά, ο Φωτάκης ο Σεβαστοκράτορας.
     «Δεν αλλάζει τίποτε…» έκανε να πει ο Τριβλής αλλά, την ώρα εκείνη, είδε να περνάει έξω απ’ την πόρτα ο καφετζής του κυλικείου.
     «Γκρέμο…» του φώναξε. «Μου φέρνεις, σε παρακαλώ, ένα βαρύ γλυκό...» κι αμέσως ύστερα, γυρίζοντας προς το Φωτάκη τού ξανάπε: «Τι Μοναχός, τι Μονάχος, Φωτάκη… Ο τόνος μάς μάρανε τώρα; Δεν αλλάζει τίποτε…»
     «Γκρέμος!» είπε, τότε, αποφασιστικά ο Φωτάκης ο Σεβαστοκράτορας. «Κάν’ το, Γκρέμος, να σκολνάμε μ’ αυτό το βάσανο!»
Η βροχή, έξω στο δρόμο, δεν έλεγε να σταματήσει. Τα νερά είχαν σκεπάσει για τα καλά το πεζοδρόμιο μπροστ’ απ’ το Δημαρχείο κι όλο κατέβαιναν μ’ ορμή, σα να ’ταν χείμαρρος, προς τη μεριά της Καλούτσιανης, παρασέρνοντας ό,τι έβρισκαν μπροστά τους.
     Μες στο γραφείο είχε μεγάλη ησυχία τώρα πια και μοναχά το σούρσιμο της πένας πάνω στο χαρτί ακουγόταν. Μετά σταμάτησε κι αυτό κι ο Φωτάκης ο Σεβαστοκράτορας σηκώθηκε. Πήρε το έγγραφο, που του ’δωσε ο Τριβλής, το δίπλωσε προσεκτικά και το ’βαλε στη μέσα τσέπη του παλτού. Τον ευχαρίστησε, τράβηξε την ομπρέλα απ’ την ομπρελοθήκη και βγήκε απ’ το γραφείο.
     Σαν Γκρέμος βγήκε ο Φωτάκης, διστακτικά, έξω στο δρόμο, πάλι, και στον κόσμο, αλλά μετ’ από λίγο άρχισε να νιώθει καλύτερα. Τα πόδια του είχαν λυθεί κι ένιωθε τώρα πιο ανάλαφρα, λες κι είχε απαλλαγεί, μεμιάς, από το βάρος που τον βάραινε όλα αυτά τα χρόνια.
     Περπάταγε, πια, γρήγορα και κάπως σαν χαρούμενα, προς τη μεριά που ήταν το γηροκομείο. Στο σπίτι του πήγαινε τώρα, ο Φωτάκης, σιγοσφυρίζοντας, όπου είχε αφήσει το γιο του να κοιμάται, σαν Άγγελος Σεβαστοκράτορας ―δίχως καν να το ξέρει― κι όπου, μετ’ από λίγο, θα ξύπναγε πάλι σαν Άγγελος, αλλά σαν Γκρέμος πια, από δω και πέρα.


(από το Η μέσα βροχή, Νεφέλη 1991)


Ο Νίκος Χουλιαράς (1940-2015) γεννήθηκε στα Γιάννενα. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους ζωγράφους.
Κατά το χρονικό διάστημα 1965-1970 ασχολήθηκε με τη μουσική. Έγραψε πολλά τραγούδια -που τα τραγούδησε ο ίδιος, καθώς και άλλοι γνωστοί τραγουδιστές- με μεγάλη επιτυχία. Ήταν, επίσης, ο πρώτος που έκανε διασκευές δημοτικών τραγουδιών και παρουσίασε τα ηπειρώτικα στο κοινό της Αθήνας.
Έχουν εκδοθεί τα παρακάτω βιβλία του: "Σαράντα Σχέδια", Ώρα 1974, Νεφέλη 1985· "Ζωγραφική-Κείμενα", Κέδρος 1978 (Α΄ βραβείο στη Διεθνή Έκθεση της Λειψίας για το καλύτερα σχεδιασμένο βιβλίο στον κόσμο)· "Ο Λούσιας", Κέδρος 1979, Νεφέλη 1987· "Το Μπακακόκ", Κέδρος 1981, Νεφέλη 1988· "Το χιόνι που ήξερα", Κέδρος 1983 (Γ΄ βραβείο στη Διεθνή Έκθεση της Λειψίας για το καλύτερα σχεδιασμένο βιβλίο στόν κόσμο)· "Ζωή την άλλη φορά", Νεφέλη 1985· "Το άλλο μισό", Νεφέλη 1987· "Ο χρόνος είναι πάντα με το μέρος του", Νεφέλη 1989· "Μια ιστορία του μακρύ χειμώνα", Νεφέλη 1990· "Η μέσα βροχή", Νεφέλη 1991· "Νίκος Χουλιαράς - Ζωγραφική" 1966-1991, Εκδόσεις Εργαστήρι 1992· "Οι λεπτομέρειες του μαύρου", Νεφέλη 1993· "Οι ζωγραφιές του νυχτερινού χάρτη", Νεφέλη 1994· "Στο σπίτι του εχθρού μου", Νεφέλη 1995· "Οι κατοικήσιμοι τόποι της ζωγραφικής", Νεφέλη 1997· "Μία μέρα πριν δύο μέρες μετά", Νεφέλη 1998· "Εικόνες στο ύψος της ζωής", Νεφέλη 2000· "Το εργαστήριο του ύπνου", Νεφέλη 2001· "Οι εξοχές του νου", Νεφέλη 2003· "Νερό στο πρόσωπο", Νεφέλη 2005· "Οι μαύρες ζωγραφιές", Νεφέλη 2006.
Διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, τα ιταλικά, τα αγγλικά, τα σουηδικά και τα γερμανικά, ενώ έχουν εκδοθεί στα γαλλικά από τον εκδοτικό οίκο Hatier η συλλογή διηγημάτων "Το Μπακακόκ" και τα μυθιστορήματα "Ο Λούσιας", "Ζωή την άλλη φορά", και "Στο σπίτι του εχθρού μου".
Το 1996 ήταν υποψήφιος για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας με το βιβλίο "Στο σπίτι του εχθρού μου".
Έχουν μεταφερθεί στην τηλεόραση διηγήματά του. Το μυθιστόρημά του "Ο Λούσιας" έγινε τηλεοπτική σειρά και μεταδόθηκε από την ΕΤ-1 το 1989.
Έχει λάβει μέρος σε πάρα πολλές ομαδικές εκθέσεις ζωγραφικής στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και εκπροσώπησε την Ελλάδα στην VIII Biennale της Αλεξάνδρειας το 1969, στην έκθεση που έγινε στην Εθνική Πινακοθήκη για την πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης το 1985, στη μεγάλη έκθεση του μουσείου του Dallas των Η.Π.Α. το 1990 και στην παγκόσμια έκθεση EXPO '92 που έγινε στη Σεβίλλη.
Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη καθώς και σε ιδιωτικές συλλογές, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής:
ASTOR, Αθήνα, 1969 - ASTOR, Αθήνα, 1972 - ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΕΧΝΗΣ, Θεσ/νίκη, 1976 - STUDIO I, Αθήνα, 1972 - ΩΡΑ, Αθήνα, 1974 - ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ, Θεσ/νίκη, 1976 - ΝΕΕΣ ΜΟΡΦΕΣ, Αθήνα, 1976 - ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ, Θεσ/νίκη, 1978 - ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (Αναδρομική), 1978 - ΝΕΕΣ ΜΟΡΦΕΣ, Αθήνα, 1979 - ΩΡΑ, Αθήνα, 1982 - ΝΕΕΣ ΜΟΡΦΕΣ, Αθήνα, 1984 - ΝΕΕΣ ΜΟΡΦΕΣ, Αθήνα, 1987 - ΓΑΛΛΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ (Αναδρομική), 1990 - Αιθουσα Τέχνης ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ, Θεσ/νίκη, 1993 - ΝΕΕΣ ΜΟΡΦΕΣ, Αθήνα, 1994 - ΝΕΕΣ ΜΟΡΦΕΣ, Αθήνα, 1997 - ΝΕΕΣ ΜΟΡΦΕΣ, Αθήνα, 2001 - TERRACOTTA, Αθήνα, 2001 - ΝΕΕΣ ΜΟΡΦΕΣ, Αθήνα, 2004 - Τ.Ν.Τ., Θεσ/νίκη, 2004 - ΝΕΕΣ ΜΟΡΦΕΣ, Οι μαύρες ζωγραφιές, Αθήνα, 2006, ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ, Αθήνα 2011 (Νίκος Χουλιαράς. Τα πίσω δωμάτια του νου).
 ΠΗΓΗ




Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2023

"Η Μαρίνα των βράχων"- Οδυσσέας Ελύτης

 ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ανήκει στη συλλογή ''Προσανατολισμοί'' γράφτηκε στα 1940. Ο ποιητής, επηρεασμένος από τις αρχές του υπερρεαλισμού, στηρίζεται βασικά στο υλικό των εικόνων και των λέξεων. Κύριο χαρακτηριστικό των λέξεων και των εικόνων, που χρησιμοποιεί, είναι η συναισθηματική φόρτιση και, πολλές φορές, η κάποια ασάφεια ως προς το νόημά τους (για τις λέξεις) ή ως προς το ακριβές τους περίγραμμα (για τις εικόνες). Έτσι, με μια φαντασία παντοδύναμη και υποταγμένη στο όνειρο, θέλει, όπως έγραψε ο ίδιος για τους σύγχρονους υπερρεαλιστές ποιητές, «να ξαναδώσει το όραμα του κόσμου με όλη την ιερή χαρά της υλικής του υπόστασης, αλλά και με όλο το ρίγος της καθαυτό ποιητικής του στιγμής».

Οι "προσανατολισμοί" είναι το  πρώτο ποιητικό βιβλίο του Ελύτη, το  οποίο περιέχει επιμέρους ποιητικές συλλογές. Σε πολλά από τα ποιήματα της συλλογής είναι έντονη η επίδραση του Υπερρεαλισμού. Έρωτας, κόρες, θάλασσα, ήλιος, απουσία, αισθήματα είναι τα μαγικά υλικά του Ελύτη. Τα ποιήματα "Ελένη,"  "Η Μαρίνα των βράχων", "Ηλικία της γλαυκής θύμησης" και όχι μόνο, είναι αριστουργήματα της παγκόσμιας ποίησης. 


Πίνακας, Michael & Inessa Garmash
 Η Μαρίνα των βράχων
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη – Μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χίμαιρας

Ριγώνοντας μ’ αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου

Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια

– Μα πού γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σού ‘λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
Ή πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ’ ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ’ άρωμα των γυακίνθων – Μα πού γύριζες


Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ’ έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ’ όνομα του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.

Άκουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.

Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι
Για ν’ αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Ή για να πας καβάλα στο μαΐστρο.

Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ’ αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.

Δευτέρα 21 Αυγούστου 2023

Οι λογισμοί της ηδονής

Taras Loboda, 1961 | Abstract painte
''Οι λογισμοί της ηδονής είναι πουλιά
που νύχτα-μέρα διασχίζουν τον αέρα'' αναφέρει, ο Ανδρέας Εμπειρίκος.
Με τέτοιους λογισμούς
κόβεται στη μέση η νύχτα
σαν το κορμί που ώρες πολλές
στο σκοτεινό πεζοδρόμιο
αναζητά να βρει τη μοναξιά του. 
Αέναοι έρωτες -Τέρψης ηδονών ...
''καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν''
 Προσκυνητάρι έρημης Σικυώνας.
(Maρία Λαμπράκη)