Βομβίζοντας ένα νυσταγμένο συγκοπτόμενο ρυθμό
Λικνιζόμενος πέρα δώθε μ’ ένα γλυκό τραγούδι,
Άκουσα έναν Νέγρο να παίζει.
Κάτω στη Λεωφόρο Λένοξ το περασμένο βράδυ
Μες τη χλωμή θαμπάδα ενός παλιού φωτιστικού
Ταλαντευόταν τεμπέλικα…
Ταλαντευόταν τεμπέλικα…
Στο ρυθμό αυτού του Βαριεστημένου Μπλουζ.
Με τα εβένινα χέρια του σε κάθε φιλντισένιο πλήκτρο
Έκανε αυτό το φτωχό πιάνο να στενάζει με μελωδία.
Ω Μπλουζ!
Λικνιζόμενος πέρα δώθε στο ξεχαρβαλωμένο του σκαμνί
Έπαιξε αυτή τη μελαγχολική μελωδία σαν ένας τρελός μουσικός.
Γλυκό Μπλουζ!
Που έβγαινε απ’ την ψυχή ενός μαύρου άντρα.
Ω Μπλουζ!
Με μια βαθιά μελωδική φωνή σε μελαγχολικό ρυθμό
Άκουσα αυτόν το Νέγρο να τραγουδά, αυτό το παλιό πιάνο να στενάζει
‘Δεν νοιαζόμουν για κανένα σ’ αυτόν τον κόσμο,
Δεν νοιαζόμουν για κανένα, μόνο για τον εαυτό μου.
Κι άφησα στην άκρη τις σκέψεις μου
Κι έβαλα τις σκοτούρες μου στο ράφι’.
Χτύπαγε, χτύπαγε, χτύπαγε, κοπάναγε το πόδι του στο πάτωμα.
Έπαιξε μερικά ακόρντα και μετά τραγούδησε λίγο ακόμα –
‘Έχω τις μαύρες μου
Και δεν ευχαριστιέμαι.
Έχω τις μαύρες μου
Και δεν ευχαριστιέμαι.
Δεν είμαι πια ευτυχισμένος
Κι εύχομαι να είχα πεθάνει’.
Και μακριά μέσ’ στη νύχτα τραγούδαγε αυτή τη μελωδία.
Βγήκαν τα αστέρια και το φεγγάρι.
Ο τραγουδιστής σταμάτησε να παίζει και πήγε στο κρεβάτι
Ενώ τα Βαριεστημένα Μπλουζ επαναλαμβάνονταν μέσα στο κεφάλι του.
Και κοιμήθηκε σαν πέτρα ή σαν άνθρωπος πεθαμένος.
Το ‘The Weary Blues’ είναι ένα ποίημα του Αμερικανού ποιητή Λάνγκστον Χιουζ που γράφτηκε το 1925 και δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό ‘Opportunity’.
The Weary Blues by Langston Hughes
Droning a drowsy syncopated tune,
Rocking back and forth to a mellow croon,
I heard a Negro play.
Down on Lenox Avenue the other night
By the pale dull pallor of an old gas light
He did a lazy sway…
He did a lazy sway…
To the tune o’ those Weary Blues.
With his ebony hands on each ivory key
He made that poor piano moan with melody.
O Blues!
Swaying to and fro on his rickety stool
He played that sad raggy tune like a musical fool.
Sweet Blues!
Coming from a black man’s soul.
O Blues!
In a deep song voice with a melancholy tone
I heard that Negro sing, that old piano moan—
“Ain’t got nobody in all this world,
Ain’t got nobody but ma self.
I’s gwine to quit ma frownin’
And put ma troubles on the shelf.”
Thump, thump, thump, went his foot on the floor.
He played a few chords then he sang some more—
“I got the Weary Blues
And I can’t be satisfied.
Got the Weary Blues
And can’t be satisfied—
I ain’t happy no mo’
And I wish that I had died.”
And far into the night he crooned that tune.
The stars went out and so did the moon.
The singer stopped playing and went to bed
While the Weary Blues echoed through his head.
He slept like a rock or a man that’s dead.