Σελίδες

Παρασκευή 8 Αυγούστου 2014

Φεγγάρι μάγια μου ' κανες ....

Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.....

ΤΕΛΕΥΤΑlΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ-Γιώργος Σεφέρης (απόσπασμα)

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ' αρέσαν.
Τ' αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της  τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.

Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη~
νησιά, χρώμα Θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση
ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε
σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων
βαριά μια νάρκη
Β' Μυκήνες-Γιώργος Σεφέρης 
Δώσ' μου τα χέρια σου, δώσ' μου τα χέρια σου, δώσ' μου τα χέρια σου.
Είδα μέσα στη νύχτα
τη μυτερή κορυφή του βουνού
είδα τον κάμπο πέρα πλημμυρισμένο
με το φως ενός αφανέρωτου φεγγαριού
είδα, γυρίζοντας το κεφάλι
τις μαύρες πέτρες συσπειρωμένες
και τη ζωή μου τεντωμένη σα χορδή
αρχή και τέλος
η τελευταία στιγμή·
τα χέρια μου.
Γιώργος Σεφέρης, Ελένη (απόσπασμα)
Το φεγγάρι
βγήκε απ' το πέλαγο σαν Αφροδίτη.
σκέπασε τ' άστρα του Τοξότη, τώρα πάει να 'βρει
την καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ' αλλάζει.
Πού είναι η αλήθεια;
Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης.
το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.


 ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ
Η ΧΡΗΣΙΜΟΤΑ ΤΗΣ ΑΠΕΙΛΗΣ

Έχουν αρχίσει να με κυκλώνουν επικύνδινα οι ώρες.
Ακούω τα φυλλώματα σήμερα
γίνηκαν ανήσυχα χορικά.
Πρέπει να ζήσω τις αντίστροφες δυνάμε
ις.
Ω καρδιά μου - τρομαχτικότερη σελήνη!
 Νίκος Καρούζος:
«Ψηλά η νύχτα μοιάζει έρωτας…
 Ελκύομαι απ’ τα φεγγάρια
τι δρόμους ανοίγουν για να βρεις αγαπημένη.» 


ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ
 [...] Αἰσθάνομαι μόνος
ἀφοῦ δὲν ἔχει δεύτερη ζωὴ ν᾿ ἀλλάξουμε

καὶ τὸ φεγγάρι ταξιδεύει πάντα ἴδιο.
Σύντροφε οὐρανὲ
ἄλλοτε ἡ ἐλπίδα φεγγοβολοῦσε στὰ χέρια
κοιτάζω τὸ σῶμα βρίσκω τ᾿ ὄνειρο
πάει κ᾿ ἡ ἀγάπη
χάνεται
σὰν τὸ νερὸ στὴν πέτρα.
Τί εἶναι πιὰ ἕνα δέντρο τί εἶναι τ᾿ ἀσημένια φύλλα;
Μέσ᾿ στὴν ὁρμὴ τῆς ἐρημιᾶς γινόμαστε διάφανοι

Βύρων Λεοντάρης, [Έλεος δεν έχει τούτο το φεγγάρι]-απόσπασμα
«Έλεος δεν έχει τούτο το φεγγάρι

απλώνει απλώνει αδιάκοπα στο δέρμα του καλοκαιριού

πήζει τον ουρανό πήζει τον άνεμο

κερώνει την καρδιά και τις χαραματιές της θύμησης

και τα σκιαγμένα πρόσωπα ψηλά στις πολεμίστρες….

Διονύσης Καρατζάς
 Σπάζοντας στα δυο τη θάλασσα βγαίνει το φεγγάρι
και ταξιδεύει στο μικρό βοριά
που ξενυχτάει στα μαλιά σου.
Και όταν κατέβει χαμηλά στην τελευταία δροσιά σου
ώσπου να μεγαλώσουν τα νερά
και συ να με ζητήσεις

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα 1972-1997 (1999)


  Φεγγαρόφωτο - Paul Verlaine
Είναι η ψυχή σας ένα θεσπέσιο τοπίο
όπου συρρέουν μασκοφόροι μαγευτικοί
παίζοντας τον αυλό, χορεύοντας, κι ίσως σχεδόν
θλιμμένοι κάτω απ’ τις εξαίσιες φορεσιές τους
Σύσσωμοι όλοι τραγουδούν σε κλίμακες οδύνης
για νικηφόρους έρωτες και ανθοστόλιστους βίους
ίσως να μην πιστεύουν μέσα στην ευτυχία τους
και οι φωνές τους μπλέκονται στο
φεγγαρόφωτο
Ω, γαλήνιο φως του φεγγαριού πανέμορφο όμως και τόσο μελαγχολικό
που δίνεις στα πουλιά τη δύναμη να ονειρευτούν μέσα στα δέντρα
και κάνεις τις πηγές με όλο λυγμούς να κλαίνε εκστατικές
εκείνες τις πελώριες πηγές ανάμεσα απ’ τα αγάλμα
τα

Τα Ερωτικά -Γιάννης Ρίτσος (απόσπασμα)
Ένδοξοι κι άδοξοι
συναντημένοι κάποτε
στον ίδιο σφυγμό.
Δεν κάνει ο έρωτας
διακρίσεις.
Ούτε απόψε πανσέληνος.
Ένα κομμάτι λείπει.
Το φιλί σου.


Γιάννη Ρίτσου, «Αναφυλλητό. V»-απόσπασμα
Ένας κήπος, ένα φεγγάρι
ένα πουλί από φεγγάρι
σε φωνάζουν. Έλα.

Τα φύλλα ξεχάσανε το χρώμα τους.
Μην αργείς.
Σταχτί χρώμα, σταχτιά σκέψη,
ξεχνάω να δω, ξεχνάω να πάω
— πού πάω;

Θέλω τον πόνο ολόκληρο
όρθιο τον πόνο
πέτρινο
όρθιο κι ακέριο.
Μη φύγεις.

Από τη συλλογή Υδρία (1957-1958)

ΣΙΩΠΗΛΟΣ ΧΩΡΙΣΜΟΣ--Γιάννης Ρίτσος
Ξεκρέμασε τη ζακέτα της δίχως να κλάψει κι έφυγε 
σα να ξεκρέμασε το φεγγάρι απ’ τον καλοκαιριάτικο ουρανό.
Αυτός δέν πίστευε. Περίμενε την ίδια νύχτα,
την άλλη μέρα και την άλλη. Περίμενε.
Σαν κλείσαν δυό βδομάδες, με το γύρισμα του φεγγαριού,
το ‘ξερε πώς δέ θά ΄ρθει. Μοναχά ο καθρέφτης
έμεινε να θυμάται σαν παράθυρο ανοιχτό

σ’ έναν ουρανό χωρίς φεγγάρι.
Γιατί είχε πάρει μαζί της τη ζακέτα της.
Παραθέματα ποιητικού λόγου -Τάσος Λειβαδίτης
 «ο έρωτας μοιάζει με το φεγγάρι, αναβάλει την προδοσία»
Τάσος Λειβαδίτης - Αλλά τα βράδια

 Και να που φτάσαμε εδώ
χωρίς αποσκευές
μα μ' ένα τόσο ωραίο φεγγάρι.
Κι εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο
φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες
ούτε ένα κεφάλαιο να γράψεις ακόμα.
Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο
ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος.
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…
Τάσος Λειβαδίτης, «Μοιρολόι για ένα νεκρό»(απόσπασμα)
“Φεγγάρι, ερημοφέγγαρο/ κριθάρινο φεγγάρι των φτωχών
αγέρα, πικραγέρα/ πολύλαλε αγέρα των μουγγών
σ’ ένα σταυροδρόμι απόψε/ μήνα Μάη
σταυρώσανε το νιο,/ μήνα Μάη
σταυρώσαν το ροδόσταμο και το λεμονανθό –
ροδιά, δος του το αίμα σου
δος του το φέγγος σου, στερνό του ηλιοβασίλεμα...
Άνθρωποι που έζησαν τόσο μυστικά που όταν πέθαναν ο θάνατος δεν βρήκε τίποτα να τους πάρει.
Κι όπως χθες βγήκε κι απόψε ανυποψίαστο το φεγγάρι 
 (Περιμένοντας το βράδυ- Τάσος Λειβαδίτης)
Οι ταξιδιώτες χάθηκαν στο βάθος
άλλους τους κράτησε για πάντα το φεγγάρι
οι καγκελόπορτες το βράδυ ανοίγουνε μ’ ένα λυγμό
οι ταχυδρόμοι ξέχασαν το δρόμο
κι η εξήγηση θα ‘ρθει κάποτε
όταν δεν θα χρειάζεται πια καμία εξήγηση

ΝΑ ΕΜΠΟΔΙΖΕΙΣ ΤΙΣ ΣΚΙΕΣ (ΧΡΙΣΤΟΣ ΛΑΣΚΑΡΗΣ)
ΕΡΗΜΩΣΗ
Υποχωρούν με τον καιρό τα όνειρα
τ' ολόγιομο φεγγάρι γίνεται δρεπάνι
κι αυτή, που μες στο φως του χτενιζότανε,
τώρα πενθεί
κι έχει κλεισμένα
τα παράθυρά της.
Χρόνης ΜίσσιοςΠολλές φορές όταν είμαι «φορτωμένος» και έχει Πανσέληνο βγαίνω στην βεράντα εδώ έξω ανοίγω τα χέρια μου -όπως όταν σταύρωσαν τον Χριστό- κι ανοίγω το στόμα μου και προσπαθώ να... καταπιώ το φεγγάρι. Στέκω, έτσι, πέντε με δέκα λεπτά, και κάποια στιγμή χάνομαι, σταματάω μόνος μου, γιατί δεν ξέρω αν θα γυρίσω πίσω…
(Οδυσσέας Ελύτης)Ξέρω πως απ' τις λέξεις όλες μόνο μία
το φέρνει κατευθείαν στο νου ή το καθορίζει
Το μυστικό για μένα, είναι να την πεις
με ταπεινότητα.
Η λέξη είναι φεγγάρι...
Έλα να γονατίσουμε μαζί και να προσευχηθούμε

Φεγγάρι εδώ φεγγάρι εκεί. Αίνιγμα διαβασμένο από τη θάλασσα...Οδυσσέας Ελύτης


Ζωή Καρέλλη, Της σελήνης (I)
[Από την ενότητα Της σελήνης]

Με ξύπνησαν τα δάχτυλα από το σεληνόφως.
Άυλο χάδι, ψυχρό.
Αισθανόμουν ρίγη.
Τούτη η απροσδιόριστη, αόριστη θωπεία
μετέδινε στην παρουσία μουτην αργυρόηχη δύναμή της,
ελαφρότατη σαν σκιά,
επίμονη, άγνωστη ομιλία.
Ω, η αδυσώπητη αφή, αίσθηση δεινή,
όπως ν' αγγίξει μπορεί
ήχος μακρινός, εξαίσια λυπητερός.
Έτρεμα απ' την πιο ακίνητην ηδονή
και το φως ήθελε να μ' ανησυχεί

σιωπηλό, άλλου κόσμου φωνή ερωτική.

Τούτ' η ανησυχία,
μέσ' στην πλήρη νυχτερινήν ησυχία,
με περιτρέχει. Ήμουν ακίνητος σαν κοιμισμένος
κι όμως, μαζί φοβερά ξυπνητός,
όπως στα όνειρα.

                Στην τέλεια σιγή μέσα,
έξαφνα, αισθάνθηκα τότε,
όλη την ψυχρήν ειρωνεία απ' το φως αυτό,
εκείνην που έχουν τα σκιώδη, τα φευγαλέα,
εκείνα που γλιστράν απ' τα χέρια μας,
τα ονειρώδη εκείνα, που η αφή μας αποζητά
και χάνονται,
αφήνοντας τα χέρια μας ανοιχτά,
πεινασμένα, πυρετώδη να περιμένουν.

Θα βγει να σε μαλώσει, Κική Δημουλά

Λίγο πολύ όλες οι λέξεις
φέρνουν και διώχνουν κόσμο
αθωώνουν ή καταδικάζουν
λίγο πολύ όλες μας οδηγούν
με κάποιαν έκλαμψη κοντά στο νόημά τους.

Αλλά τη λέξη φεγγάρι
κανένα φως δεν τη φτάνει.

Δεν εννοώ εκείνο που εκπέμπει
όταν διακινεί πετρώδες ασήμι.
Για τη λέξη μιλώ που και χωρίς φορτίο
αδειανή
ακόμα και ως απλή νυχτοφύλαξ
του λεξιλογίου
ή και ως δραπέτης από έκλειψη ολική
πάλι γεμάτη είναι
από δική της αυθεντική επιρροή

δική της θαυματουργία.


Κάθε που της γλώσσας μου τα χείλη
βρίσκονται σε ζοφερή θέση
μόλις την προφέρουν με άκρα ταπεινότητα
αμέσως προβάλλει
διαχέεται τιμά καταξιώνει
καμιά άλλη λέξη δεν έδωσε ποτέ
τέτοιο ουράνιο λάμπον κύρος
στον σκοτεινό, άσημο
του ουρανίσκου μου θόλο.


Κι όχι μόνο.
Κάθε που της γλώσσας μου τα χείλη
ατιμάζονται διωγμένα
από το θεοσκότεινο αντίο

αμέσως προβάλλει η λέξη φεγγάρι

με λαμπερή παρρησία
μ ένα φως δριμύ θυμωμένο
και μαλώνει
τί μαλώνει, πές το άφοβα
φτύνει κατάμουτρα
το θεοσκότεινο αντίο.

Από τη συλλογή Το πλοίο (1955)
Της σελήνης-Ζωή Καρέλλη

II
Αργυρόηχη, μελίχροη, χρυσορόδινη,
μειλιχόμειδη ερωμένη, ασύλληπτη.
Ηδονή ομιχλώδης η χάρη σου, η καλλονή
πάρα πολύ σιωπηλή,
βασίλισσα
στο μαβί, στιλπνό στερέωμα,
του σκοταδιού αργυρή αρχόντισσα, μακρινή.


Είναι το φως σου παράξενα οδυνηρό
και μαγικό, σαν τη σκιά
εκείνων που αγαπήσαμε τρυφερά
και ξανάρχονται να μας ψιθυρίσουν,
να πουν για τ’ ανύπαρχτα, για τα φανταστικά,
για κείνα τα μυστικά,
που μόνο οι ανήσυχες ψυχές
έχουν μέσα τους.


Παρηγοριά εκείνων που γνωρίζουν τη μοναξιά,
την πλήρη ονείρων κατάσταση
που το φως σου ξυπνά,
καθώς τις σκιές διαπερνά,
δίχως να τις κυνηγά να φύγουν.

Τόσο υπερήφανη, ασυγκίνητη στην εμορφιά σου
λάμψη διαβρωτική, ύπουλα διαπεραστική
εντός μου σταλάζεις
τα μυστικά της νύχτας.

Από τη συλλογή Το πλοίο (1955) της Ζωής Καρέλλη



 ΑΣΗΜΕΝΙΑ ΒΗΜΑΤΑ (ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ)
Πως κατεβαίνουν, προχωρούν ανάλαφρα,
φανταστικά πατήματα, τ' αργυρόηχα
περπατήματα του φεγγαριού!

Ακούς πως προχωρούν τα φωτεινά σημάδια;
Αχ, τούτο το φως
είναι καυμός φανταστικός κι' επίμονος.

Κι' είναι ο θόρυβος του μακρινός
αντίλαλος ωχρών ονείρων
ήχος οδυνηρός ο θρους ο ανεπαίσθητος,
ανάσα φαντασμάτων λυπημένων,
όπως κι αδιάφορων μαζύ,
που στέκονται κοντά σου, περιμένουν...
Γιάννης Τόλιας
Άργησα και με κλείδωσαν έξω οι λέξεις σου.
Σε ποιους βυθούς
Χτίζεις και γκρεμίζεις ποιήματα;

Κάθε πρωί που έφευγες
άφηνες πάνω στον καθρέφτη
την αιχμηρή δύση των χειλιών
Τόσα φιλιά ηλιοβασιλέματα
έχω στη συλλογή μου.

Πείτε μου τώρα αν αρέσω
Γιατί με πλάνεψε
κι έκοψα κοντά τα μαλλιά μου
Να μην αναρριχούνται λέει
πάνω τους τα ποιήματα.

Θα συντρίψω όλες τις αντιστάσεις σου
Έστω κι αν χρειαστούν ζωές
Θα φυσάω άνεμος κρυφός
πάνω από την κλίνη σου
σκορπώντας τα σεντόνια
Γυμνή να καθρεφτίζεσαι στα μάτια μου

Με χαμηλόφωνες ματιές
Τώρα που ο άνεμος
το γαλάζιο σου
ανεμίζει
νυχτικό

Έτσι που η νύχτα
γυμνή να εκτεθεί
Αμετανόητος
Ανταλλάσσω την πανσέληνο
με το κορμί σου

 Η σελήνη, JORGE LUIS BORGES
Τόση και τόση μοναξιά σε τούτο το χρυσάφι.
Η σελήνη της νύχτας δεν είναι η σελήνη
που είδε ο Αδάμ.

Οι μεγάλοι αιώνες
της ανθρώπινης αγρύπνιας την έχουν πλημμυρίσει
με πανάρχαιο θρήνο.
Κοίτα την: Ο καθρέφτης σου είναι.
Ποίημα από τον τόμο "Χόρχε Λουίς Μπόρχες - Ποιήματα",
μτφρ.-εισ.-σχ.: Δημήτρης Καλοκύρης

'Αρης Αλεξάνδρου
Ολόκληρη νύχτα(απόσπασμα)


Ώρα να πιάσει βάρδια το φεγγάρι.
Σαββατόβραδο κ’ οι ταβέρνες κλειστές
Μουλιάζει ο χρόνος στο καπέλο του ζητιάνου
οι δρόμοι αποτραβιούνται σε άδειες κάμαρες
και μόνο εκεί στο μαξιλάρι μένουνε
ακόμα μένουνε τα αποχτενίδια του ύπνου της.


Μια συνοδεία νοτισμένα αστέρια έστριβε απ’ τη γωνία της χαραυγής.
Απίθωνα στα χείλη της το αλάτι της αγάπης.
Ύστερα μας έπαιρνε το κύμα. Ταξιδεύαμε μαζί
σαν μια φωνή που σβήνει στο πηγάδι.

Ένα μικρό φεγγάρι σκαλωμένο μες στα σύννεφα
ένα μικρό φεγγάρι σύννεφο.

Ξύπναγε σαν φύτρωνε στην άκρη του γιαλού
ένα κοχύλι φρέσκος ήλιος.


Καλημέρα. Ένα μικρό φεγγάρι
έσβηνε στη φωνή της.

Έβλεπα τα χέρια μου και είταν μονάχα δυο
μέτραγα τα μάτια μου και είταν μονάχα δυο
μουλιάζουν τώρα μες στο καπέλο του ζητιάνου
μονάχα δυο.
 Φαντασία στο τραγούδι μιας νυχτερινής κιθάρας (Μαρία Πολυδούρη)
Ὁ Ἀπρίλης κ᾿ ἡ Σελήνη μέσα στὸ ἄλσος
σμίξαν.

Τὸ μεσονύχτι μεθυσμένοι
περάσαν μ᾿ εὐθυμία.
Καὶ τώρα στὴ γαλήνη εἶνε ἁπλωμένη
ρεμβαστικὴ ματιά, ἡ μελαγχολία.

Δυὸ δέντρα ἀναπολοῦνε
μία νύχτα καταιγίδας, ποὺ οἱ κορφές τους
ἐρωτικὰ μπλεχτῆκαν
καὶ στὴν ἀνάμνησή τους ξεπετιέται
λυγμὸς ἀπὸ χορδὲς ποὺ δονηθῆκαν.

– Στὸν ὕπνο σου κόρη γλυκειά…
Ἕν᾿ ἀνοιχτὸ παράθυρο
στὸ ἁγιόκλημα πνιγμένο
κ᾿ ἡ κόρη κρίνο, μὲ τὸ φῶς
τοῦ φεγγαριοῦ ντυμένο.


– Τοῦ τραγουδιοῦ μου ἡ φωνή…
Κι᾿ ἀγγίζει στὸν ἀμύριστο
κάλυκα τῆς καρδιᾶς της
σὰν ὄνειρον ἀθώας χαρᾶς
ὁ πρῶτος ἔρωτάς της.
Καὶ λίγο λίγο σκοτεινιάζει τὸ ἄλσος.
Στὸ κυπαρίσσι στάθηκε ἡ Σελήνη
βαθιὰ συλλογισμένη.


Ὁ Ἀπρίλης πιὰ βαρέθηκε νὰ δίνη
φιλιά. Φεύγει κ᾿ ἡ Νύχτα κουρασμένη.
Ὅλα σιγῆσαν μόνο γιὰ νὰ μείνη
τὸ φλογερὸ παράπονο:
– Γιατί μ᾿ ἔχεις σ᾿ αἰώνια τυράννια…
τὸ κλάμα τῆς κιθάρας ποὺ ἀνεβαίνει
πρὸς τὴ χλωμὴ Σελήνη, πρὸς τὰ οὐράνια…



Γιώργος  Σαραντάρης
Σε ποια βρώμικη ώρα
Σε ποια τρέλλα σε ποια μουσική
Την αγάπη την είχα χαρίσει

Σαν να είταν η ζωή μας ένα πουλί
Πού χάθηκε χωρίς να τραγουδήσει

 Δίχως ήλιο ένα πουλί τραγουδά
Ακουμπώντας τη φωνή του στα νερά
Του φεγγαριού


Γιώργος  Σαραντάρης= Σελήνη
Ἀπὸ ἕνα θαῦμα
Ἀπὸ ἕνα πρόσωπο πρωίας
Παίρνεται ὁ θυμός μου


Σελήνη ἀθρόα παρουσία
Ἑλένη ἡ καμπύλη τοῦ κόσμου
M᾿ ἐβένινη σημασία
Ἡ πύλη ἀνοίγει στὸν ξένο
Στ᾿ ἀγέρι
T᾿ ἀλέτρι ὀργώνει τὸν κάμπο
Ἐκεῖ ποὺ δὲ βλέπει ἡ καρδιὰ
Βελάζουν τ᾿ ἀστέρια στὴν κρύπτη
Κόκκινο το φεγγάρι στα πεύκα
σε θυμίζει ανατέλλοντας – οδύνη μαζί
και τριαντάφυλλο
(Νικηφόρος Βρεττάκος)

 Νικηφόρος Βρεττάκος -Απ'την ποιητική συλλογή "Το βάθος του κόσμου''
"Το φεγγάρι κι η θάλασσα
Με αόρατα νήματα κυβερνά
το φεγγάρι τη θάλασσα.

Κατεβαίνει βαθιά, τη δένει απ'τις ρίζες,
της αλλάζει το χρώμα, της ορίζει τα κύματα.

Η όψη σου είναι ένα φεγγάρι.
Έχω κι εγώ μια θάλασσα μέσα μου.
Ώρες-ώρες κυλά, προχωρεί στ'αχανές,
γαλαζώνεται ανήσυχη, τρεμουλιάζει.

Σα να'ναι ένα ατσάλινο δίχτυ το φως σου
που μέσα του η θάλασσα μπλέκεται ολόκληρη.
Και πάλι της δίνεις γαλήνη κι ανάπαυση.
Πάνω της παίζουν γλυκιές αποχρώσεις.

Γιομίζει παιχνίδια.

Το φεγγάρι κι η θάλασσα.
Τι παράξενο πρόσωπο τούτος ο κόσμος.
Όμοια πάνω μου ο δείχτης του χεριού σου
περνά σαν καμπύλη ουρανού.
Και σκεπάζει τη θάλασσα.

Νικηφόρος Βρεττάκος -Ο δρόμος του φεγγαριού
«Στρωμένος με φύλλα μαλακού χρυσαφιού
που σαλεύανε λάμποντας πάνω στη θάλασσα,
σπατάλη αμύθητου φωτός ο δρόμος του φεγγαριού.
Μεσάνυχτα, Αύγουστος.

Με μεγάλη πανσέληνο»
(Νικηφόρος Βρεττάκος)
Είχα
Είχα ένα εγώ που το χρησιμοποιούσα πολύ,
είχα μια νιότη που έφτιαχνε χρώματα από το τίποτα,
είχα μι’ αγάπη που τραγούδαγε στα πληγωμένα ζώα,
μια πίστη που περιέκλεινε και τις πέτρες ακόμη
μέσα στ’ άγια των αγίων της.

Τώρα, όχι πως έχασα

τα πράγματα μου καθώς εβάδιζα, αλλά

θα διπλώθηκαν μέσα μου κάπου, βαθιά
περιμένοντας ίσως τη σάλπιγγα
της ανάστασης.

Κ’ η Ελλάδα,
τώρα, σαν ένα μακρινό φεγγάρι από κιμωλία,
φέγγει, αμυδρά, στης μνήμης μου το διάστημα.


''Το φεγγάρι σ΄αυτόν τον τόπο-Μάνος  Χατζιδάκις

 είναι πολύ κοντά στους ανθρώπους και 


κυρίως στους νέους.


Καμιά φορά, όταν το

 φεγγάρι κάνει τον κύκλο, την νύχτα όλα 

παίρνουν ένα ψεύτικο πρόσωπο...

Κοιτάξτε αυτό... Είναι ένα χάρτινο φεγγάρι..


 Ο έρωτας θα το κάνει πραγματικό...



 



Στο φεγγάρι-Δημήτρης Παπαδίτσας

Τώρα ας τραγουδήσουμε το φεγγάρι
Κανείς δεν θα μας πει ότι το περιέχουμε σαν έμβρυο
Η γνωστή ιστορία ότι τα έμβρυα μεγαλώνουν
Και στο τέλος αποχωρίζονται απ’ τις μητέρες τους
Θα επαναληφθεί κι εδώ
Και τότε μ’ έκπληξη οι συγγενείς οι φίλοι κι εμείς οι ίδιοι ακόμα
Θα πηγαίνουμε το φεγγάρι περίπατο
Θα το τραγουδάμε και θα μας τραγουδάει
Θα το ‘χουμε στα χέρια μας
Στο μυαλό μας στη συνήθεια να ξυπνάμε πρωί
Δεν γίνεται λόγος για τη σκέψη
Αυτή ανέκαθεν είναι το φεγγάρι

Και κάτι άλλο
Αν σε ρωτήσουν να τους πεις το μυστικό
Πες τους ένα ψέμα:
Υπάρχει ένα και μοναδικό φεγγάρι

Αυτό που είναι στον ουρανό.


Πανσέληνος
Πλέκει όνειρα
Ερωτοτροπεί
      Ταξιδεύει    
Μαγεύει 
Περιμένει
Κι αποταμιεύει Αγάπη
Πανσέληνος
....Ηθελα ....Μόνο να μ'αγαπάς  ....

Μαρία Λαμπράκη

Θα βγει να σε μαλώσει – Κική Δημουλά Λίγο πολύ όλες οι λέξεις φέρνουν και διώχνουν κόσμο αθωώνουν ή καταδικάζουν λίγο πολύ όλες μας οδηγούν με κάποιαν έκλαμψη κοντά στο νόημά τους. Αλλά τη λέξη φεγγάρι κανένα φως δεν τη φτάνει. Δεν εννοώ εκείνο που εκπέμπει όταν διακινεί πετρώδες ασήμι. Για τη λέξη μιλώ που και χωρίς φορτίο αδειανή ακόμα και ως απλή νυχτοφύλαξ του λεξιλογίου ή και ως δραπέτης από έκλειψη ολική πάλι γεμάτη είναι από δική της αυθεντική επιρροή δική της θαυματουργία. Κάθε που της γλώσσας μου τα χείλη βρίσκονται σε ζοφερή θέση μόλις την προφέρουν με άκρα ταπεινότητα αμέσως προβάλλει διαχέεται τιμά καταξιώνει καμιά άλλη λέξη δεν έδωσε ποτέ τέτοιο ουράνιο λάμπον κύρος στον σκοτεινό, άσημο του ουρανίσκου μου θόλο. Κι όχι μόνο. Κάθε που της γλώσσας μου τα χείλη ατιμάζονται διωγμένα από το θεοσκότεινο αντίο αμέσως προβάλλει η λέξη φεγγάρι με λαμπερή παρρησία μ ένα φως δριμύ θυμωμένο και μαλώνει τί μαλώνει, πές το άφοβα φτύνει κατάμουτρα το θεοσκότεινο αντίο. Διάβασε περισσότερα: http://vaeva.gr/archives/3911

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Γιάννης Ρίτσος ''Τα ερωτικά ''

Είπε:
Πιστεύω στην ποίηση, στον έρωτα, στο θάνατο,
γι’ αυτό ακριβώς πιστεύω στην αθανασία. 

Γράφω ένα στίχο,
γράφω τον κόσμο˙ υπάρχω˙ υπάρχει ο κόσμος.
Από την άκρη του μικρού δαχτύλου μου ρέει ένα ποτάμι.
Ο ουρανός είναι εφτά φορές γαλάζιος. Τούτη η καθαρότητα
είναι και πάλι η πρώτη αλήθεια, η τελευταία μου θέληση.
«Με το κόκκινο του αίματος / είμαι. / Είμαι για σένα. / Τ' όνομά σου μονάχα / πάλι και πάλι - / βαθειά ερημιά μου, / ο αρχάγγελος, / το ποιήμα. / Αλλη κατοικία δεν έχω. / Κατοικώ στο σώμα σου». 

«Τα Ερωτικά», κυκλοφόρησαν το 1981 σ' ένα καλαίσθητο λεύκωμα (από τον «Κέδρο»), σχεδιασμένο από τον ίδιο τον ποιητή, με τον υπέροχο γραφικό του χαρακτήρα, δίπλα στο τυπωμένο, στολισμένα με αισθησιακά σκίτσα. 
https://s-media-cache-ak0.pinimg.com/236x/72/37/1c/72371cc7310b1ba98162731ba72f84a8.jpg
''Tα Ερωτικά'' του Γιάννη Ρίτσου (αποσπάσματα)

Μικρὴ σουΐτα σὲ κόκκινο μεῖζον

Ι.

Πλῆθος λεμόνια
ἐπάνω στὸ τραπέζι
στὶς καρέκλες
στὸ κρεβάτι
κίτρινες λάμψεις
τρέχουν τὸ σῶμα σου
μ᾿ ἀρέσει ποὺ βρέχει
νύχτα μὲ χίλια λεμόνια
καὶ ξαφνικὰ ὁ φακὸς τοῦ δασοφύλακα
νὰ σταματάει τοὺς βρεγμένους λαγοὺς
στὰ πισινά τους πόδια.

Διακοφτὸ 18.11.80
 ΙΙ.
Ὢ ἀλάνθαστο σῶμα
πόσα καὶ πόσα λάθη

μ᾿ ἕνα μικρὸ διαβατικὸ φεγγάρι
στὰ γυμνὰ δέντρα τοῦ πεζοδρομίου
ἀδειοῦχοι στρατιῶτες καπνίζουν
κάτω ἀπ᾿ τὸ ὑπόστεγο
βρέχει ὅλη μέρα
ἀκούω τὸ νερὸ νὰ κυλάει ἀτέλειωτο
ἀπ᾿ τὰ λούκια στὸ δρόμο
παρότι τὸ ξέρω
αὐτὸ τὸ εἰσιτήριο
εἶναι ἐκπρόθεσμο πιά.

Ἀθήνα 18.11.80
ΙΙΙ.
Τὸ σῶμα -λέει-
στὴ γενική: τοῦ σώματος
καὶ γενικὰ τὸ σῶμα

ἄλλη λέξη πυκνότερη δὲν ἔχω
παίρνω τὴ νάϋλον σακούλα
μπαίνω στὰ λαϊκὰ ἑστιατόρια
μαζεύω ψαροκόκαλα
γιὰ τὶς ἄγριες γάτες τῆς γειτονιᾶς
στὰ διαλείματα -λέει-
κουβεντιάζω μὲ τοὺς μουσικοὺς
στὰ σκοτεινὰ παρασκήνια-
τί ἀπέραντη ἀπόσταση διανύω
ἀπ᾿ τὸ σῶμα σου
ἕως τὸ σῶμα σου.

Ἀθήνα 19.11.80
Μικρή σουίτα σε κόκκινο μείζον ( Γιάννης Ρίτσος)
Έσμιξαν τα χείλη
τις γλώσσες
το σάλιο τους
το σάλιο τους έπηζε
έτσι έπλασαν
ένα θεό
μικρές μαργαρίτες
στο τρίχωμα του στήθους του
ένα ψωμί στα γόνατά του
κι ό διαβήτης καρφωμένος
στο κέντρο του χάρτη —
ο κόσμος είναι κύκλος.

 Αθήνα, 12.11.80
 “…Αίμα το δείλι,/ αίμα η νύχτα,/ αίμα τα τριαντάφυλλα.

Εσύ – το αίμα μου…/Σε μικρούς στίχους/ μεγάλα πράγματα κρύβονται

ανείπωτα./ Εσύ το ξέρεις.”  (Γ. Ρίτσος, Γυμνό σώμα)
Πεινάνε τα μάτια

πεινάνε τ' αυτιά τα ρουθούνια

το στόμα η γλώσσα

πεινάει το σώμα

οσμίζεται αφουγκράζεται ψάχνει

τα γόνατα τα ρούχα τις τσέπες

τη μορφή τ' άλλο σώμα

τα ματόκλαδα ένα ένα

αγάλματα τρέχουν τις νύχτες

άνθρωποι με σημαίες

φανοστάτες

το σώμα αμετάπειστο ψάχνει

τις κλειδώσεις της μιας χειρονομίας

πάνω απ’ το θάνατο ψάχνει

μέσα στο θάνατο

ακούει τις σταλαματιές της βρύσης

μες στον μαρμάρινο λουτρώνα

με τις μεγάλες κόκκινες πετσέτες

μουσκεμένες.

Αθήνα 16.ΙΙ.80

Το σώμα σου στην αμμουδιά

η άμμος κολλημένη στη σάρκα σου

η άμμος στα χέρια μου

στη γλώσσα μου

να σε ανακαλύπτω

πίσω απ' το λεπτότατο εμπόδιο

κι’ η άμμος να πέφτει απ' τα μαλλιά μας

να κατακάθεται στο βυθό της σιωπής

κ’  εμείς

ωραίοι φρεσκολουσμένοι

απ’  τα δικά μας νερά αναδυμένοι

στο φώς και στο σώμα

τούτης της Γής.

Αθήνα, 23.11.80

Από την Εαρινή Συμφωνία
Δε μας νοιάζει
τι θα αφήσει το φιλί μας
μέσα στο χρόνο και στο σκοτάδι

Αγγίξαμε
το μέγα άσκοπο
που δε ζητά το σκοπό του.

Ο Θεός
πραγματοποιεί τον εαυτό του
στο φιλί μας
περήφανοι εκτελούμε
την εντολή του απείρου.
Ένα μικρό παράθυρο
βλέπει τον κόσμο
Ένα σπουργίτι λέει
στον ουρανό
Σώπα
Στην κόγχη των χειλιών μας
εδρεύει το απόλυτο.

Σωπαίνουμε κι ακούμε
μες στο γαλάζιο βράδι
την ανάσα της θάλασσας
καθώς το στήθος του κοριτσιού ευτυχισμένου
που δε μπορεί να χωρέσει
την ευτυχία του.
Ενα άστρο έπεσε
Είδες;
Σιωπή
Κλείσε τα μάτια. 
Από το "Ελάχιστο Χρονικό του Έρωτα"
Βιάζονταν πολύ να φιληθούν. Μπήκαν στο σπίτι. Κλείδωσαν.

Τις δυό καρέκλες τις άφησαν στον κήπο. Όσο έλειπαν
τα πουλιά οικειοποιήθηκαν τις καρέκλες τους,
τις έκαναν σκάλες γιά τα δωμάτια τους. Οταν βράδιασε,
όλα τα κατάπιανε τα φύλλα, χτυπώντας ηδονικά τις γλώσσες τους.
Οι δυό καρέκλες περίμεναν ακόμη σα δυό μικρά ικριώματα
στο χείλος μιάς πράσινης μοναξιάς στο φεγγάρι.
 Από το «Γυμνό σώμα»
 Κείνη η καρέκλα.
Πάντα.
Εκεί που καθόσουν.
Αμετακίνητη.
Έλεγες:
είμαι εσύ, εσύ, εσύ.
Κι εγώ;
Εσύ
κ’ ήρθες.
Χιλιάδες φορές
ξανάπα τ’ όνομά σου.
Δεν σε είπα.
Τ’ όνομά σου ανεξάντλητο.

Υποσχόμενη μέρα.
Κ’ ήρθες.
Φωτιά και καπνός.
Καπνός και νύχτα.
Το κρεβάτι καίγεται.
Από φωτιά τα φτερά μας.
Δεν καίγονται.
Κοιμήσου στο στήθος μου, έλεγες
K’ εγώ διανυχτέρευα στο στήθος σου

Ψηλά που μ’ ανεβάζουν τα φιλιά σου
Χάνομαι Κράτα με Τώρα
O ουρανός είναι η γη μου
Η πλατειά γη μου
Eίναι ο ουρανός
Μέσα στο σώμα σου Γεννιέμαι και πεθαίνω Και γεννιέμαι…

Αποσπάσματα από το "Γυμνό σώμα"
Όταν συναντηθούμε πάλι

θάμαστε οι ίδιοι;
Και βέβαια
υπάρχουν κι άλλα χρώματα
κι άλλα τοπία.
Στη μέση του ύπνου μου θυμάμαι.
Και ξυπνώ.
Τώρα
προς ποιά πλευρά του ορίζοντα

τα μαλλιά σου ανεμίζουν;

Ούτε Απόψε πανσέληνος.
Ένα κομμάτι λείπει.
Το φιλί σου.

Art, chris dellorco Γυμνὸ σῶμα

Ι.

Εἶπε:
ψηφίζω τὸ γαλάζιο.
Ἐγὼ τὸ κόκκινο.
Κι ἐγώ.

Τὸ σῶμα σου ὡραῖο

Τὸ σῶμα σου ἀπέραντο.
Χάθηκα στὸ ἀπέραντο.
Διαστολὴ τῆς νύχτας.

Διαστολὴ τοῦ σώματος.

Συστολὴ τῆς ψυχῆς.
Ὅσο ἀπομακρύνεσαι
Σὲ πλησιάζω.
Ἕνα ἄστρο
ἔκαψε τὸ σπίτι μου.

Οἱ νύχτες μὲ στενεύουν

στὴν ἀπουσία σου.
Σὲ ἀναπνέω.
Ἡ γλῶσσα μου στὸ στόμα σου
ἡ γλῶσσα σου στὸ στόμα μου-
σκοτεινὸ δάσος.
Οἱ ξυλοκόποι χάθηκαν
καὶ τὰ πουλιά.

Ὅπου βρίσκεσαι

ὑπάρχω.
Τὰ χείλη μου
περιτρέχουν τ᾿ ἀφτί σου.
Τόσο μικρὸ καὶ τρυφερὸ
πῶς χωράει
ὅλη τὴ μουσική;

Ἡδονή-
πέρα ἀπ᾿ τὴ γέννηση,
πέρα ἀπ᾿ τὸ θάνατο.
Τελικὸ κι αἰώνιο
παρόν.
Ἀγγίζω τὰ δάχτυλα
τῶν ποδιῶν σου.
Τί ἀναρίθμητος ὀ κόσμος.
Μέσα σε λίγες νύχτες
πῶς πλάθεται καὶ καταρρέει
ὅλος ὁ κόσμος;

Ἡ γλῶσσα ἐγγίζει

βαθύτερα ἀπ᾿ τὰ δάχτυλα.
Ἑνώνεται.
Τώρα
μὲ τὴ δική σου ἀναπνοὴ
ρυθμίζεται τὸ βῆμα μου
κι ὁ σφυγμός μου.
Δυὸ μῆνες ποὺ δὲ σμίξαμε.
Ἕνας αἰῶνας
κι ἐννιὰ δευτερόλεπτα.
Τί νὰ τὰ κάνω τ᾿ ἄστρα
ἀφοῦ λείπεις;
Μὲ τὸ κόκκινο τοῦ αἵματος
εἶμαι.
Εἶμαι γιὰ σένα.
Ἀθήνα 24.9.80

 Από τη συλλογή «Σάρκινος λόγος» («Τα ερωτικά»)
 Τα ποιήματα που έζησα στο σώμα σου σωπαίνοντας,
θα μου ζητήσουν, κάποτε, όταν φύγεις, τη φωνή τους.
Όμως εγώ δεν θάχω πια φωνή να τα μιλήσω.

 Γιατί εσύ
συνήθιζες πάντα
να περπατάς γυμνόποδη στις κάμαρες, κι ύστερα μαζευόσουν
στο κρεβάτι
ένα κουβάρι πούπουλα, μετάξι κι άγρια φλόγα. Σταύρωνες τα χέρια σου
γύρω στα γόνατά σου, αφήνοντας προκλητικά προτεταμένα
τα σκονισμένα σου ρόδινα πέλματα.

Να με θυμάσαι- μούλεγες- έτσι·
έτσι να με θυμάσαι με τα λερωμένα πόδια μου· με τα μαλλιά μου
ριγμένα στα μάτια μου- γιατί έτσι βαθύτερα σε βλέπω. Λοιπόν,
πώς νάχω πια τη φωνή. 

Ποτέ της η Ποίηση δεν περπάτησε έτσι
κάτω από τις πάλλευκες ανθισμένες μηλιές κανενός Παραδείσου.

Αθήνα, 16. 11. 81

(από τα Ερωτικά του Γιάννη Ρίτσου)
“Όταν λείπεις, δεν ξέρω που είμαι. Το σπίτι αδειάζει. Οι κουρτίνες ανεμίζουν έξω από τα παράθυρα.
Κλειδιά στο τραπέζι. Στο πάτωμα χάμω βαλίτσες ανοιχτές από παλιά ταξίδια, με παράξενα κοστούμια ενός θιάσου που κάποτε θριάμβευσε κι αργότερα διελύθη.

Η ωραία πρωταγωνίστρια αυτοκτόνησε κάποτε πάνω στη σκηνή.

 Όταν λείπεις, έξω στους δρόμους τρέχουν στρατιώτες, γυναίκες φωνάζουν, κροτούν τα βαριά μηχανοκίνητα, σφυρίζουν οι σειρήνες, περνούν τ’ασθενοφόρα, σταματούν οι νοσοκόμοι στ’ άσπρα μαζεύουν τραυματίες απ’ την άσφαλτο, μαζεύουν κι εμένα, με μεταφέρουν σ’ ένα κάτασπρο νοσοκομείο χωρίς κρεβάτια κλείνω τα μάτια σαν παιδί πολιορκημένο απ’το επικίνδυνο άσπρο.

Μια νοσοκόμα έχει μείνει στον κήπο, πλάι στο συντριβάνι, σκύβει και μαζεύει κάτι λευκά λουλούδια που τα’ριξε ο αέρας απ’ τις ακακίες

 Και να που ανοίγει πάλι η πόρτα, μπαίνεις εσύ μ’ ένα καλάθι-μυρίζουν τα ώριμα αχλάδια. Κοιμάσαι;-λέει η φωνή σου.

 Κοιμάσαι μόνος; Δε με περιμένεις; Ανοίγω τα μάτια. Κι είναι εδώ το σπίτι. Κι είμαι εδώ. Κι οι δυό πολυθρόνες. Κόκκινες πολυθρόνες. Και τα σπίρτα στο τραπέζι.
 Ω κατάλευκο φως, ω κόκκινο αίμα, αγάπη, αγάπη.” 
[...]

(από τα Ερωτικά του Γιάννη Ρίτσου)

Κ' οι λέξεις
φλέβες είναι
μέσα τους
αίμα τρέχει
όταν σμίγουν οι λέξεις
το δέρμα του χαρτιού
ανάβει κόκκινο
όπως
την ώρα του έρωτα

το δέρμα του άντρα
και της γυναίκας.


[...]
"Ανάβω σπίρτα, κόβω τα νύχια μου, τρυπάω τα σεντόνια Λείπεις. 

Είχες πει: αγαπώ τα μαλλιά σου. Τα μαλλιά μου μεγάλωσαν, μ'έκρυψαν. Υποσχεμένος μήνας.

 Υποσχεμένη μέρα. Θα'ρθω είπες. Περιμένω στην πόρτα. Η πόρτα είναι γεμάτη σφραγίδες.

 Αυτά τα ελάχιστα για μας τους δυό, πόσο μεγάλα για μένα. Όλα. Όχι τσιμέντο. Άδειο διαπερασμένο από΄να σιδεροδοκό.

Τα ρούχα σου ζεστά απ'το σώμα σου, σε ποιά καρέκλα; Πού είναι ριγμένα; Ο καφές, το τσιγάρο η αναμονή, η αναμονή, το τσιγάρο.

Τα μάτια μου είναι πιο γαλάζια. Περιμένοντάς σε, ξέχασα να παρατηρώ, ξέχασα να παρατηρούμαι. Το όνειρο με κρατάει στο να σου χέρι γερμένο στον ώμο σου.

Το σώμα σου αόρατο. Απλό. Δυό πουλιά στις μασκάλες σου. Ένας σταυρός στο στήθος σου. Θάνατος. Τίποτα. Όχι. Όχι.

 Η ανάμνηση του σώματος δεν είναι σώμα. Σφίγγω συμπυκνωμένο αέρα..."
    Αθήνα 16.11.81


 Ολόκληρον με πήρες. Ο θάνατος πια δε θάχει τίποτα να πάρει.
Μέσα στο σώμα σου αναπνέω.  

Χίλια αγόρια έχω σπείρει στον ιδρωμένο αγρό σου˙
χίλια άλογα καλπάζουν στο βουνό, σέρνοντας πίσω τους ξεριζωμένα ελάτια,
κατηφορίζουν ως τα πρόθυρα της πολιτείας, υψώνουν το κεφάλι,
κοιτούν με τ’ αμυγδαλωτά μαύρα τους μάτια την Ακρόπολη, τους ψηλούς φανοστάτες,
ανοιγοκλείνουν τα κοντά τους τσίνορα.
Τα πράσινα, κόκκινα σήματα τους φέρνουν
σε μια δυσάρεστην αμηχανία.
Κι αυτός ο τροχονόμος
κουνάει τα χέρια του σαν για να κόψει έναν αόρατο καρπό απ’ τη νύχτα
ή να πιάσει απ’ την ουρά ένα αστέρι.
Στρέφουν τη ράχη
σαν ηττημένα σε μια μάχη που δε δόθηκε.
 Κι έξαφνα,
τινάζουν πάλι τη χαίτη και καλπάζουν προς τη θάλασσα.

 Στο λευκότερο απ’ όλα

καβάλα εσύ γυμνή. Σε φωνάζω.
 Στα στήθη σου

χιαστί ζωσμένα δυο κλωνάρια κισσού. 
Ένα σαλιγκάρι

ακινητεί στα μαλλιά σου. Σε φωνάζω, αγάπη.
Τρεις ξενυχτισμένοι χαρτοπαίχτες

μπαίνουν στο γαλατάδικο της γειτονιάς.
 Ξημερώνει.

Σβήνουν τα φώτα της πόλης. Το μεγάλο ωχρό χύνεται λείο

πάνω στο δέρμα σου.

Είμαι μέσα σου. Φωνάζω από μέσα. Σε φωνάζω

εδώ που συγκλίνουν τα ποτάμια βουίζοντας κι ο ουρανός κυλάει

μες στο ανθρώπινο σώμα, ανεβάζοντας μαζί του 

τα θνητά πλάσματα και πράγματα – αγριόπαπιες, παράθυρα, βουβάλια,

τα θερινά σαντάλια σου, τόνα βραχιόλι σου, έναν αχινό, δυο περιστέρια,

στον ανοιχτό περίβολο μιας ανεξήγητης κι αζήτητης αθανασίας.
      Αθήνα, 17.11.81

Σάρκινος λόγος

Ι.

Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Μὲ τρομάζει ἡ ὀμορφιά σου. Σὲ πεινάω. Σὲ διψάω.
Σοῦ δέομαι: Κρύψου, γίνε ἀόρατη γιὰ ὅλους, ὁρατὴ μόνο σ᾿ ἐμένα.

Καλυμμένη ἀπ᾿ τὰ μαλλιά ὡς τὰ νύχια τῶν ποδιῶν μὲ σκοτεινὸ διάφανο πέπλο
διάστικτο ἀπ᾿ τοὺς ἀσημένιους στεναγμοὺς ἐαρινῶν φεγγαριῶν.

Οἱ πόροι σου ἐκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ἰμερόεντα.
Ἀρθρώνονται ἀπόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιὲς ἐκρήξεις ἀπ᾿ τὴ πράξη τοῦ ἔρωτα.

 Μὴ φεύγεις. Μὴ φεύγεις. Τόσο ὑλική, τόσο ἄπιαστη. Φυλάξου. Ἐσένα ζητοῦν. Κρύψου βαθύτερα στὰ χέρια μου.

 
Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Ἡ ὀμορφιά σου μὲ τρομάζει.
Καὶ σὲ πεινάω. Καὶ σὲ διψάω. Καὶ σοῦ δέομαι: Κρύψου.
Ἀθήνα 18.11.80