Η ''Εαρινή Συμφωνία'' γράφτηκε απο το Γιάννη Ρίτσο, ένα χρόνο μετά τη νοσηλεία του στο σανατόριο της Πάρνηθας, και την αρρώστια της πολυαγαπημένης του αδερφής, Λούλας.
Η ''Εαρινή συμφωνία'' (1937-38) έρχεται να επουλώσει πληγές: ψυχική ανάταση και θάμβος μπροστά στο θαύμα του πρωτοφανέρωτου έρωτα.
Γεννήθηκα για να προφτάσω
να χαιρετίσω στην άκρη του δρόμου
τον ήλιο των ματιών σου.
Εάν δεν είχες έλθει, αγάπη,
τι θ' απαντούσα στο θεό
όταν μια νύχτα
κάτω από τους πυρσούς των άστρων
θα με ρωτούσε
πώς όργωσα το κόκκινο χώμα
πώς ξόδεψα
τους σπόρους των ανθών
που μου εμπιστεύτηκε;
Αφησέ με να κλάψω
στα γόνατά σου μες στην ευεργεσία του χαδιού σου.
Στίχοι:
Γιάννης Ρίτσος
Μουσική:
Γιάννης ΜαρκόπουλοςΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΝΘΕΤΗ
Χίλια εννιακόσια τριάντα οκτώ. Ο Ρίτσος τελειώνει την εαρινή συμφωνία.
Η εαρινή συμφωνία είναι ένα ποίημα κοινωνικό ερωτικό, γεμάτο με όλα
τα χρώματα της ίριδος. Ο ποιητής δίνει ένα παγκόσμιο μήνυμα εναντίον
του επερχομένου πολέμου, αντιπαραθέτοντας την ομορφιά της ζωής.
"Ανοίχτε τα παράθυρα να μπει το σύμπαν ανθισμένο μ’ όλες τις παπαρούνες
του αίματός μας", μερικές φράσεις. Και.......
Απλώνουμε τα χέρια στον ήλιο στον ήλιο
και τραγουδάμε και τραγουδάμε.
Το φως κελαηδάει, άιντε κελαηδάει
στις φλέβες του χόρτου και της πέτρας.
Άξιζε να υπάρξουμε για να συναντηθούμε.
Αγαπούμε τη γη, τους ανθρώπους και τα ζωα.
Τα ερπετά, τον ουρανό και τα έντομα.
Είμαστε, είμαστε κι εμείς όλα μαζί.
Μαζί κι ο ουρανός και η γη.
Απλώνουμε τα χέρια στον ήλιο στον ήλιο
και τραγουδάμε και τραγουδάμε.
Ο ήλιος με φωνάζει, ο ήλιος με φωνάζει.
Χαρά, χαρά. Δε μας νοιάζει τι θ’ αφήσει
το φιλί μας μες στο χρόνο και στο τραγούδι.
Γιάννης Ρίτσος - ''Ἐαρινὴ Συμφωνία''
-Θ' ἀφήσω / τὴ λευκή χιονισμένη κορυφή / ποὺ ζέσταινε μ' ἕνα γυμνό χαμόγελο / τὴν ἀπέραντη μονωσή μου. // Θὰ τινάξω ἀπ' τοὺς ὤμους μου / τὴ χρυσή τέφρα τῶν ἄστρων, / καθὼς τὰ σπουργίτια / τινάζουν τὸ χιόνι / ἀπ' τὰ φτερά τους. //Ἔτσι σεμνός, ἀνθρώπινος, ἀκέριος / ἔτσι πασίχαρος κι ἀθῶος / θὰ πέρασω / κάτω ἀπ' τὶς ἀνθισμένες ἀκακίες / τῶν χαδιῶν σου / καὶ θὰ ραμφίσω / τὸ πάμφωτο τζάμι τοῦ ἔαρος!.. //
Κοίταξε, ἀγαπημένη, / πῶς σὲ κοιτάζουν τὰ λυπημένα χέρια μου! // Σὰ δυό παιδιά ὀρφανά, / ποὺ κλαίγαν μὲς στὸ βράδυ, / χωρὶς ψωμί, / καὶ κοιμηθῆκαν τρέμοντας / πάνω στὸ χιόνι. // Ἀγαπημένη, / κοίταξε πῶς διστάζουν / τὰ νυχτωμένα χέρια μου.
Βηματίζεις / μέσα στὰ σκονισμένα δώματά μου / μ' ἕνα πλατύ ἀνοιξιάτικο φόρεμα, / ποὺ εὐωδιάζει πράσινα φύλλα, / φρεσκοπλυμένο οὐρανό / καὶ φτερά γλαρῶν / πάνω ἀπὸ θάλασσα πρωινή. //
Ποὖναι ἕνας ἀχθοφόρος, / νὰ μεταφέρῃ αὐτά τὰ ἔπιπλα / στὸ ὑπόγειο;.. //Πᾶμε στοὺς ἀγρούς, / νὰ φορέσουμε στὰ δάχτυλα / τὶς παπαροῦνες καὶ τὸν ἥλιο / καὶ τὴ νέα χλόη. // Στὰ μάτια σου δέ λιμνάζει / μήτ' ἕνας κόκκος ἴσκιου...
-Ἡ κωδωνοκρουσία τοῦ φωτός / μας ὑποδέχεται / στὸ ξανθό ἀκροθαλάσσι. // Ἡ αὐγή περνάει στὴν ἀμμουδιά / βρέχοντας μόλις τὰ γυμνά της πέλματα / στὸ χρυσό κῦμα. //
Κοίταξε τὶς φωτογραφίες: / ἡ πεθαμένη μητέρα, / ὁ πεθαμένος ἀδελφός, / κ' οἱ χλωμές ἀδελφοῦλες μου / μὲ τὶς φεγγαρίσιες μποῦκλες / καὶ μ' ἕνα μακρυνό χαμόγελο / κρεμασμένο στὴ μορφή τους, / καθὼς ἕνα κλουβὶ μὲ καναρίνια, / κρεμασμένο σὲ σπίτι φτωχικό, / ποὺ ἔχουν ὅλοι πεθάνει... //
Μιὰ νέα κοπέλλα / ἄνοιξε τὸ παράθυρο, / χαμογέλασε στὴ θάλασσα / κ' ἔκλεισε τὰ μάτια στὸ φῶς, / γιὰ ν' ἀτενίσῃ βαθιά τῆς / τὴν ὑπόκωφη λάμψη /τοῦ χαμογέλοιου της..
- - - -Ἄκου τὰ σήμαντρα / τῶν ἐξοχικῶν ἐκκλησιῶν! / Φτάνουν ἀπὸ πολύ μακρυά, / ἀπὸ πολύ βαθιά. / Ἀπ'τὰ χείλη τῶν παιδιῶν, / ἀπ' τὴν ἄγνοια τῶν χελιδονιῶν, / ἀπ' τὶς ἄσπρες αὐλές τῆς Κυριακῆς, / ἀπ' τ' ἁγιοκλήματα καὶ τοὺς περιστεριῶνες / τῶν ταπεινῶν σπιτιῶν!.. // Ἄκου τὰ σήμαντρα / τῶν ἐαρινῶν ἐκκλησιῶν!..
-Ἀγαπημένη, / κόβοντας χαμομήλια / καὶ βλέποντας τὴ θάλασσα, / θὰ ξαναποῦμε / τὴν παιδική μας δέηση / μαζί μὲ τὰ πουλιά καὶ μὲ τὰ φύλλα. // Κι ἀπὸ βαθιά, κι ἀπὸ μακρυά, τὰ σήμαντρα / τῶν παιδικῶν ἐκκλησιῶν / θὰ τραγουδοῦν τὸ τραγούδι / τῆς τρυφερῆς Ναζαρέτ / πάνω ἀπ' τοὺς πράσινους κάμπους...
painter, Csaba Markus |
Πόσο
εἶμαι νέος, / πόσο εἶμαι νέος / κάτω ἀπ' τὰ βλέφαρά σου! // Ἡ μνήμη
τῶν ἀποχαιρετισμῶν / δέ ρυτιδώνει τὰ χέρια μου / ποὺ ὤρθρισαν μέσα στὰ
χέρια σου. //
Γεύομαι στὰ χείλη σου / τὴν πρασινάδα τῆς ἔξοχης, /ἡ
ζέστα τοῦ κορμιοῦ σου / μὲ ντύνει τὸν ἥλιο, // τὸ φῶς τῶν ἡγεμονικῶν
μαλλιῶν σου / σκεπάζει τοὺς ὤμους τῆς νύχτας! // Βυθίζονται τ' ἄστρα /
στοὺς βυθούς τῶν ματιῶν σου / κι ἀνθίζουμε μεῖς / ἔμπιστοι κι ὡραῖοι, /
καθὼς τὰ πλάσματα / στὴν πρώτη μέρα τοῦ θεοῦ, / ποὺ δέν εἰχαν ρωτήσει κι
ἀπορήσει. // Πέταξα / στὸ φωτεινό σου διάδρομο / τὴν πανοπλία μου!
//
painter, Alex Alemany |
Ἤμουν γυμνός ὅταν ἐχτύπησα / τὴ θύρα τοῦ κοιτῶνα σου! // Λουσμένος τὰ φέγγη / τῆς προσδοκίας / μιᾶς ἀκέριας ζωῆς / ἔσταζαν ἀπ' τὰ μέλη μου / σταγόνες ἥλιου ! // Κι ὅταν ἡ κλίνη ἀνοίχτηκε / πρὸς τὸ βαθύφωτο οὐρανό σου / κατέθεσα στὰ πόδια σου / τὴν τελευταία μου προσωπίδα! //
Ἕνας θεὸς ἐγκατέλειψέ / τη βαρειά του ἐξουσία / καί / ντυμένος τὸ λευκό φόρεμα τῆς ἁγνότη- τὰς / ἦρθε νὰ τύλιξῃ τὸ λαιμό του / γύρω στοὺς ρόδινους μηρούς / τῆς Λήδας ! //
Ἀγαπημένη, / ὅλη ἡ ψυχή μου τρέμει / φύλλωμα εὐγνωμοσύνης ! // Γονατισμένος προσεύχομαι: Θεέ μου, θεέ μου, / ἡ ἀγάπη μοὖχε λείψει / γιὰ νὰ χαρῶ καὶ νὰ νοήσω / τὸ μεγαλεῖο σου! //
painter, Csaba Markus |
Τὸ κορμί σου γυμνό, / γυμνό τὸ κορμί σου / ὁλόγυμνο / καρφωμένο στὴ καρδιά τῆς νύχτας / χρυσή ἀνατολή / – τὸ ἐνσαρκωμένο φῶς!
// Τυλιγμένος ἐγώ τὸ κορμί σου / γυμνός / κανένα φῶς ἄλλο / νὰ μὴν ἰσκιώνῃ τὸ φῶς / ποὺ ἀνατέλλει ἀπ' τὴ σάρκα σου ! /
/ Ἡ ἀγάπη / γεμίζει τὸ χάσμα / μὲ φτερά καὶ λουλούδια! // Κλείνω τὰ μάτια! / Ζῶ κι ἀγαπῶ! /
Μουσική χορδή / τεντωμένη στὰ μέλη σου / ἀγρυπνᾶ κι ἀπαντᾶ / στὸ σφρῖγος τ' οὐρανοῦ / καὶ τοῦ χώματος! //Γόος εὐτυχίας / ἀπ' τὰ σπλάχνα τῆς γῆς, / ἀπ' τὰ σπήλαια τοῦ δάσους, / μὲς στὴν ἔκθαμβη νύχτα / διαπερνάει τὸ χρόνο / καὶ τὸ διάστημα! / Μέσα του σφαδάζει / ὅλη ἡ ζωή κι ὅλος ὃ θάνατος!..
painter, Csaba Markus |
-Ἀγάπη, Ἀγάπη, δέ μοὖχες φέρει ἐμένα / μητ' ἕνα ψίχουλο φωτός γιὰ νὰ δειπνήσω! / Νήστης, γυμνός κι ἀδάκρυτος / περιφερόμουν στὰ ὄρη, / καὶ τ' ἀνένδοτα ματιά μου στύλωνα / στοὺς οὐρανούς / γυρεύοντας τὴν ἀμοιβή μου / ἀπ' τὴ σιωπή καὶ τὸ τραγοῦδι. // Τὰ τρυφερά λυκόφωτα, / οἱ πρᾶες καμπύλες τῶν βουνῶν / καὶ τὰ λαμπρά βράδυα τοῦ θέρους / μὲ ρωτούσανε ποῦ εἶσαι, ὦ Ἀγάπη!
// Μὰ ἐγώ δὲν εἶχα τί ν' ἀποκριθῶ / κ' ἔφευγα σιωπηλός / ρίχνοντας χάμω τὴ μορφή μου / γιὰ νὰ καλύψω τὴν ταπείνωσή μου. / Οἱ ὠχρὲς αὐγές / ἀκουμποῦσαν στὸ περβάζι μου / τὸ διάφανο πηγούνι τους, / κάρφωναν στὸ πλατύ μου μέτωπο / τὰ μεγάλα γαλάζια τους μάτια / καὶ μὲ κοιτοῦσαν μὲ πικρία / ζητῶντας ν' ἀπολογηθῶ... // Τί ν' ἀπαντήσω, Ἀγάπη;..
Καὶ δρασκελοῦσα τὸ κατώφλι, / τίναζα τὰ κατάμαυρα μαλλιά μου μὲς στὸ
φῶς / καὶ τραγουδοῦσα πλατιά στοὺς ἀνέμους / τὸ τραγοῦδι τοῦ ἀδέσμευτου! // Πεισμωμένος, χλωμός κι ἀκατάδεχτος, / κοιτοῦσα τδν κόσμο καὶ κραύγαζα: / Δέν ἔχω τίποτα! / Δικά μου εἶναι τὰ πάντα!.. //
Κι ὅμως μιὰ παιδική φωνή / ἐπίμονα ἔκλαιγε βαθιά μου, / γιατί δέν εἰχες
ἔρθει, Ἀγάπη !// Τὶς νύχτες τοῦ ἔαρος, / ποὺ ἡ γύρη τῶν ἄστρων / καὶ
τῶν λουλουδιῶν / ἀγρυπνοῦσε στὸ δέρμα μου, / μιὰ λυπημένη ἀνταύγεια /
σερνόταν στὴν ἀπέραντη ψυχή μου / γιατί ἀργοῦσες νἄρθης, Ἀγάπη! //
Ζητῶντας τὸ θεό, / ζητοῦσα ἐσένα! // Γιὰ σένα, Ἀγάπη, ἑτοίμασα τὰ πάντα! / Κι ἂν ἔμαθα νὰ τραγουδῶ, / ἦταν γιατὶ στὴν ἴδια τη φωνή μου / ζητοῦσα νἄβρω τὰ ἴχνη τῶν βημάτων σου / – ζητοῦσα νὰ φιλήσω / μονάχα καὶ τὴ σκόνη τοῦ ἴσκιου σου, / ὦ Ἀγάπη!..
Τόσο φτωχός ἤμουν, Ἀγάπη, / τόσο φτωχός, / ποὺ δέν εἶχα στὴν παλάμη ἕνα χάδι / γιὰ ν' ἀγοράσω τὶς ὦρες μου, / ποὺ δέν εἶχα ἕνα νόμισμα φιλιοῦ, / γιὰ νὰ δώσω τοῦ σκιώδη καπετάνιου / νὰ μὲ περάσῃ στὴν ἀντίπερα ὄχθη!..
painter, Alex Alemany |
Ἄξιζε νὰ ὑπάρξουμε, / γιὰ νὰ συναντηθοῦμε!.. // Τίποτ' ἄλλο! / Τίποτ' ἄλλο!.. // Τί θὰ πρόσθεσῃ ἕνα διάδημα / στὸ διάδημα / τῶν φιλημένων μαλλιῶν μας;.. // Ἕνα μικρό παράθυρο / βλέπει τὸν κόσμο. / Ἕνα σπουργίτι λέει / τὸν οὐρανό. / Σώπα! // Στὴν κόγχη τῶν χειλιῶν μας / ἑδρεύει τὸ ἀπόλυτο!.. // Ἕνα ἄστρο ἔπεσε / – εἶδες;.. / Σιωπή... / Κλεῖσε τὰ μάτια!..
- - - -Δέ φοβοῦμαι! / Ντυμένος τὸ φέγγος / τῆς θωπείας σου / περνῶ τολμηρός / μὲς ἀπ'τὴ λόχμη τοῦ σκότους. // Ἂς ἔλθουν οἱ θύελλες, / ἂς κλείσῃ τὸ χιόνι τὴ θύρα μου, / ἂς καλύψῃ / μὲ τὴν παλάμη της ἡ νύχτα / τὸν τελευταῖο φεγγίτη μου! //
Ἐγώ θὰ δείχνω στὴ βροχὴ / αὐτό τὸ ἐαρινό τριαντάφυλλο / που ἀπόθεσε στὰ χέρια μου ἡ θωπεία σου / καὶ θὰ χαμογελῶ ἱλαρός!../ Ποιά τιμωρία θ'ἀπαλείψῃ / τὰ παμφωτα ἴχνη τῶν ματιῶν σου / ἀπ' τὰ μάτια μου;..
painter, Bruno Di Maio |
-Κλείνω
τὰ βλέφαρα / κάτω ἀπ' τὴν ἤρεμη νύχτα / κι ἀκούω νὰ κελαηδοῦν /
μυριάδες ἄστρα / ὅπου συρθῆκαν / τὰ λευκά δάχτυλά σου / πάνω στὴ
σάρκα μου.
// Εἶμαι / ὁ ἔναστρος οὐρανός / τοῦ Θέρους. // Τόσο βαθύς κι
ὡραῖος, / τόσο μεγάλος ἔγινα / ἀπ' τὴν ἀγάπη σου, / ποὺ δέ δύνεσαι πιά /
νὰ μ' ἀγκαλιάσῃς!.. //
Ἀγαπημένη, / ἔλα νὰ μοιραστοῦμε / τὰ δῶρα ποὺ
μοῦ ’φερες!.. // Ἰδού, τὸ δάσος λυγίζει / ἀπ' τὸ βάρος τῶν ἄσπρων ἀνθῶν
του!..
-Ἡ
καλοκαιρινὴ βραδυά / ἔμπαινε ἀπ’ τὸ παράθυρο / στὴ λευκή κάμαρα / τοῦ
πατρικοῦ σπιτιοῦ μου. // Μιὰ μυρωδιά χόρτου νωποῦ καὶ γιασεμιοῦ /
κυμάτιζε στὸν ἤπιο ἀέρα∙ / κ' ἕνα βῆμα ἐλαφρό, / σὰν ἀπὸ ἀκτινοβόλο πόδι
ἀγγέλου, / τριγύριζε τὸ σπίτι μας... // Ἦταν τὸ βῆμα σου, ὦ Ἀγάπη, /
ποὺ ἔψαχνε τόσα χρόνια πρίν / κάτω ἀπ' τὴ θερινή σελήνη / νὰ μ' ἀνταμώσῃ
!
Ὅλη μου ἡ ὀμορφιά συνάζεται / νὰ στολίσῃ τὰ μαλλιά σου. / Κι
ὅ,τι γλυκό καὶ τρυφερό, / πού ’ταν δικό μου κ' ἔμενε σὰν ξένο / καὶ μ'
εἶχε λησμονήσει, / ξανάρχεται στὰ χέρια σου / νὰ ζεσταθῇ, / νὰ ξαναζήσῃ /
καὶ νὰ σὲ φιλήσῃ! // Πῶς θὰ βαστάξουμε / στοὺς φιλημένους ὤμους μας /
ὅλη τὴν πλάση;..
Ἔντρομο πουλί / τὸ φιλί μας / νωπό ἀκόμη / ρωτάει: / Ἀγάπη γιατί ἦρθες; / Ἄν φύγῃς, Ἀγάπη;..
painter, Serge Marshennikov |
- - - -Ἡ ἐσθῆτα τῆς βραδιᾶς μενεξεδένια, / μὲ μιὰ λεπτή χρυσή παρυφή / στὸ μακρὺ κράσπεδο, / περνάει σαρώνοντας / τὰ πεθαμένα φιλιά μας / κι ἀγγίζοντας / τὰ λευκά γόνατά σου... //
Κρυώνεις;.. / Τὰ φύλλα θρόισαν... //
Τοῦ χεριοῦ σου ἡ λευκότης / θαμπώνει καὶ δύει / στὴ γαλανή διαφάνεια τῶν
σκιῶν, / κρίνος χλωμός ποὺ βυθίζεται / σὲ βραδυνά νερά... //
Ἄκου
τὶς ὁπλές / τῶν μαύρων ἀλόγων / ἔξω στὸ λιθόστρωτό τῆς νύχτας!.. //
Μή σηκωθῇς / νὰ κοιτάξῃς ἀπ' τὸ παράθυρο. / Πρὸς τί μιὰ κίνηση, / ἀφοῦ
γνωρίζουμε;..
painter, Tomasz Rut |