Τον Ιούλιο κάποτε μισανοίξανε
τα μεγάλα μάτια της μες στα σπλάχνα μου την παρθένα ζωή μια στιγμή να φωτίσουν μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο |
«Ψελλιστί παίρνεται ο υπνάκος μέσα σ’ ένα στεντόρειο μεσημέρι,
γεμάτο τζιτζίκια που μαίνονται. Ιούλιος. Α, νάρθει η ώρα που θα
δαγκώνεις το περγαμόντο και που ύστερα θα πίνεις πίνεις δροσερό
νερό, καφέδες, και σιγάρο ατελεύτητο σαν την Ελλάδα.»
Πίνακας ζωγραφικής, Γιάννης Τσαρούχης
Οδυσσέας Ελύτης, [Γυμνός, Ιούλιο μήνα]«Μυρίσαι το άριστον (VIII)»
Γυμνός, Ιούλιο μήνα, το καταμεσήμερο. Σ’ ένα στενό κρεβάτι
ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω
στο μπράτσο μου, που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του.
Κοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας.
Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά η κασέλα
όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια,
τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με
την πελώρια ψάθα. Χάμου, στ’ άσπρα και μαύρα πλακάκια,
τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο.
Γεννήθηκα για να ‘χω τόσα. Δε μου λέει τίποτα να παραδοξολογώ.
Από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. Μόνο πού ‘ναι
πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά
θέλεις να ξέρεις να τ’ αγγίξεις οπόταν η φύση σου υπακούει. Κι από
τη φύση- άλλα θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της.
Ιουλίου Λόγος – Οδυσσέας Ελύτης
Μετρημένο τόπο έχουν οι άνθρωποι
Και στα πουλιά δοσμένος είναι ο ίδιος αλλ’απέραντος!
Απέραντος ο κήπος όπου μόλις αποχωρισμένος απ’ τον (πριν και πάλι
μεταμφιεσμένος μου αγγιχτεί) θάνατο, έπαιζα και μου έφταναν εύκολα όλα
έως την απαλάμη
Ο ιππόκαμπος κείνος! Και της φυσαλίδας τσιούπ το σπάσιμο!
Του βατόμουρου το βαποράκι μες στα βαθιά των φυλλωμάτων ρεύματα!
Κι ο πρωραίος ιστός όλο σημαίες!
Τι τώρα μου ήρθαν. Αλλά σαν χθές δεν υπήρξα
Κι ύστερα η μακριά μακριά ζωή των αγνώστων η άγνωστη έστω.
Και μόνο να τα λές ωραία ξοδεύεσαι˙ όπως του νερού η ροή
πού ψυχή την ψυχή δένει τις αποστάσεις
Κι από ‘να σ’ άλλον Γαλαξία βρίσκεσαι να σχοινοβατείς
ενώ κάτω απ’ τα πόδια σου να βοούν τα βάραθρα. Κι ή φτάνεις ή όχι
‘Αχ αχνά σχεδιασμένες πάνω στα σεντόνια μου πρώτες ορμές. Θήλεις άγγελοι
Που από ψηλά μου ενεύατε άφοβα να προχωρώ μες στα όλα
Μιας που κι από το παράθυρο να πέσω, η θάλασσα
πάλι θα μου κάνει το άλογο
Το πελώριο καρπούζι όπου κάποτε ανίδεος εκατοίκησα
κι οι μικρές εκείνες παρακόρες, το μαλλί τους λυτό που
με τη νοημοσύνη ανέμου γνώριζε να ξετυλίγεται πάνω τις καμινάδες!
Τέτοια του κίτρινου στα μπλε αρμοσιά που αλήθεια να σαστίζεις
Και γραφές πουλιών που ο άνεμος τις μπάζει απ’ το παράθυρο
την ώρα που κοιμάσαι και παρακολουθείς τα μέλλοντα
Ξέρει ο ήλιος. Κατεβαίνει μέσα σου να δει. Έπειδή τ’ απέξω
είναι καθρέφτης. Μες στο σώμα η φύση κατοικεί κι από κει
εκδικείται
Όπως σε μιαν αγριότητα ιερή σαν του Λέοντα ή του Αναχωρητή
το δικό σου λουλούδι φυτρώνει που το λένε Σκέψη
(Άλλο αν, και μελετώντας, πάλι βγήκα εκεί πού το κολύμπι μ’ έβγαζε απ’ ανέκαθεν)
Μετρημένο τόπο έχουν οι σοφοί
Και στα παιδιά δοσμένος είναι ο ίδιος αλλ’ απέραντος!
Απέραντος ο θάνατος δίχως μήνες κι αιώνες
τρόπος κι εκεί να ενηλικιωθείς κανένας˙
ώστε στις ίδιες κάμαρες ξανά στους ίδιους κήπους θα γυρνάς
κρατώντας το τζιτζίκι που είναι ο Δίας και πάει από ‘ν σ’ άλλον Γαλαξία τα καλοκαίρια του.
“Τα ελεγεία της Οξώπετρας” του Οδυσσέα Ελύτη
ΕΚ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΟΝ (1998)
Λιόφυτα λιωτὰ σε Ιούλιο και στριγκὴ μάγγανου ήχησις.
Λάχεσιν έχει το νόημα του φωτὸς εκνοεμβρίσει.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ- Ναοί στο σχήμα τ΄ ουρανού - 1964
Ναοί στο σχήμα του ουρανού
και κορίτσια ωραία
με το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε!
Πουλιά το βάρος της καρδιάς μας ψηλά μηδενίζοντας
και πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε!
Φύγανε φύγανε
ο Ιούλιος με το φωτεινό πουκάμισο
και ο Αύγουστος ο πέτρινος με τα μικρά του ανώμαλα σκαλιά.
Φύγανε φύγανε
και βαθιά κάτω απ’ το χώμα συννέφιασε ανεβάζοντας
χαλίκι μαύρο
και βροντές, η οργή των νεκρών
και αργά στον άνεμο τρίζοντας
εγυρίσανε πάλι με το στήθος μπροστά
φοβερά των βράχων τ’ αγάλματα
Επειδή και οι Ώρες γύριζαν όπως οι μέρες