Σελίδες

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2023

Η Αποκριάτικη μάσκα στην Ποίηση

Η λέξη μάσκα σε μας είναι δάνειο απο τα Ιταλικά.
Η Ιταλική λέξη  maschera σημαίνει το “προσωπείο”.  Το maschera παράγεται από το masca, το οποίο ακόμα και σήμερα στη διάλεκτο του Piemonte προσδιορίζει τη μάγισσα.
Κατα τους Deviz, Dozy, Mahn  το υστερολατινικό masca παράγεται από το αραβικό maskara (: γελωτοποιός).
Πάντως για την ετυμολογία της λατινικής λέξης δεν υπάρχει μια ευρέως αποδεκτή άποψη. Ίσως, όπως γράφει το βιβλίο του Νίκου Σαραντάκου «Λέξεις Που Χάνονται», να είναι δάνειο από το αραβικό ‘’maskharah’’, γελωτοποιός, από το οποίο μπορεί να προέρχεται το δικό μας «μασκαράς», ιδίως αν σκεφτούμε τη λέξη «μασκαραλίκι» - η γελοία πράξη.
Δηλαδή, τα λεξικά αναγνωρίζουν δύο ελληνικές λέξεις «μασκαράς», τη μία με τη σημασία «μεταμφιεσμένος», που ετυμολογείται από το βενετικό ‘’mascara’’ και αυτό από το υστερολατινικό ‘’masca’’, με άγνωστη την απώτερη προέλευση, και μία με τη σημασία «γελωτοποιός», που προέρχεται από τα Αραβικά, μέσω Τουρκικών. Από την ίδια ρίζα έχουμε και τη «μασκότ», καθώς και τη «μάσκαρα».


Τάσος Λειβαδίτης,

από τη συλλογή Οι Τελευταίοι (απόσπασμα)

Αλήθεια, αν μπει κανείς, ξαφνικά, στο δωμάτιο θα μας
περάσει για θεατρίνους- η Κλυταιμνήστρα, ο Πυλάδης..
Εξάλλου μια σειρά από μάσκες κρέμονται στον τοίχο,που τις χρησιμοποιήσαμε μάσκες άλλοτε για ν' αρέσουμε ή να ωφεληθούμε
κι άλλοτε μονάχα από συνήθεια ή σαν την αυτόματη κίνηση
που κάνει κανείς
για να σωθείς από 'να κίνδυνο-η μάσκα του ανδρείου,
του κυνικού, του αλαζόνα ή του σεμνού...

Όμως οι μάσκες κάποτε θα τελειώσουν, σαν τα τραγούδια
και τις γιορτές,
και τότε θα φανεί αυτό το ανύπαρχτο πρόσωπο που υπήρξαμε...

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ [ΕΦΗΒΙΚΟΙ ΣΤΙΧΟΙ, 1913‒1916]

Αποκριάτικο

Με ξέσκεπα τα στήθια, με κρυμμένα
τα μάγουλα στη μάσκα, τριγυρίζουν
οι βλάχες, οι κοντέσες, και χαρίζουν
ολούθε χαμογέλια ονειρεμένα.

Πιερότοι κι αρλεκίνοι, μ’ αναμμένα
τα μάτια τους, τις γύμνιες αντικρίζουν
και —απόκριση στα γέλια— πλημμυρίζουν
τη γλύκα πά’ στα χείλια τα βαμμένα,
τη γλύκα του φιλιού. Κάποιος ιππότης

με μια που ’ναι ντυμένη σα δεσπότης
—παράξενο ζευγάρι— σιργιανάει.
Κι ο διάολος μες στου ντόμινου τ’ ατλάζι
φιλιά μ’ έν’ αγγελούδι σαν αλλάζει,
ουρλιάζοντας τη μαύρη ουρά κουνάει.

Αποκριάτικο

Με ξέσκεπα τα στήθια, με κρυμμένα
τα μάγουλα στη μάσκα, τριγυρίζουν
οι βλάχες, οι κοντέσες, και χαρίζουν
ολούθε χαμογέλια ονειρεμένα.

Πιερότοι κι αρλεκίνοι, μ’ αναμμένα
τα μάτια τους, τις γύμνιες αντικρίζουν
και —απόκριση στα γέλια— πλημμυρίζουν
τη γλύκα πά’ στα χείλια τα βαμμένα,
τη γλύκα του φιλιού. Κάποιος ιππότης

με μια που ’ναι ντυμένη σα δεσπότης
—παράξενο ζευγάρι— σιργιανάει.
Κι ο διάολος μες στου ντόμινου τ’ ατλάζι
φιλιά μ’ έν’ αγγελούδι σαν αλλάζει,
ουρλιάζοντας τη μαύρη ουρά κουνάει.

Ναπολέων  Λαπαθιώτης-Προσωπίδες-
Βάναμε τις παλιές προσωπίδες, και πάμε, τραγουδώντας,
στο χορό.
Ένας πιερότος σου μιλεί. Γελάς.
Γνέφεις κρυφά σε κάποιον αρλεκίνο. Σου ρίχνει ένα μά-
τσο μενεξέδες.
Ωστόσο παίζουν πάντα τα βιολιά.

Ένας ιππότης κάτι ψιθυρίζει.
Καθώς περνάμε δίπλα στον μπουφέ, πέφτει μπροστά σου
ένα λευκό ρόδο. Δε μάθαμε ποτέ ποιος το’ χει ρίξει…
Ωστόσο παίζουν πάντα τα βιολιά…

Κάνει ζέστη…πετώ τη μάσκα.
Συ, όμως, δεν τη βγάζεις-τη φορείς.
Και τότε, ξαφνικά, χωρίς να θέλω,-γεννιέται πάλι, μέσα
μου, μια σκέψη: Νομίζω τη φορούσες από πάντα-νομίζω
δεν την έβγαλες ποτέ!
Η μάσκα που μου κρύβει τη μορφή σου βρίσκεται πιο πο-
λύ μες στην ψυχή σου…
Περιοδικό Μπουκέτο, 16-05-1929.

Μάσκα δεν έχω να γυρνώ....
Διαβάστε περισσότερα/ΕΔΩ --https://pyroessa-logotimis.blogspot.com/2015/02/blog-post_13.html


Chie Yoshii | Surrealist /Visionary painter
Στις χαραυγές ξεχνιέμαι-Θανάσης Παπακωνσταντίνου

Στίχοι:Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Μουσική:Θανάσης Παπακωνσταντίνου


Mάσκα δεν έχω να γυρνώ στο καρναβάλι ετούτο
μόνο μια απόχη να τρυγώ της θάλασσας την πονηριά
και της σιωπής τον πλούτο

Bάρα καλή, βάρα γερή, μια ντουφεκιά ζαχαρωτή
κι άσε να νιώσει η γαλαρία του χαρτοπόλεμου τη βία

Σκουπίδι η σκέψη την πετώ, τη λογική απαρνιέμαι
μ' ένα σαράκι αρμένικο για δρόμους που δε θέλησα
στις χαραυγές ξεχνιέμαι

Bάστα το νού, βάστα το νου να μην γκρινιάξει του καιρού
πού `φτιαξε με τον πόνο κλίκα και τσιγκουνεύεται στη γλύκα