Σελίδες

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

Ἡ πληγωμένη Ἄνοιξη των Ποιητών


Καρυωτάκης - Άνοιξη

Κι ο Κώστας Καρυωτάκης  σ' αυτό το ποίημα μας υπενθυμίζει ότι η ποίηση παντρεύει την αισιοδοξία με το πένθος.
"Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπους.

Στον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολία.
Βυθίζει κάποια μυγδαλιά το ανθοχαμόγελό της
στου βάλτου το θολό νερό. Και η θύμηση της νιότης
παλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακία…

Εξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέρα,
όπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστρα.
Το κυπαρίσσι, ατελείωτο σα βάσανο, προς τ' άστρα
σηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέρα.

Και πάνε, πένθιμη πομπή λες, της δεντροστοιχίας
οι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τους.
Οι δύο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισία τουςτα χέρια. Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας".

Κώστας Καρυωτάκης

Άνοιξη

Έφτασ’ η ώρια Άνοιξη —το λεν τα χελιδόνια—
κι ο σκυθρωπός Χειμώνας εκίνησε να φύγει·του στέλνει κείνη λούλουδα, αυτός τής ρίχνει χιόνια,
και με τ’ αθώο γέλιο της τα δάκρυά του σμίγει.

Στο γαλανό παλάτι του ο Φοίβος τριγυρίζει 
 και, χύνοντας, αφόβιστα ολόχρυσες αχτίδες,σ’ ό,τι στο δρόμο του βρεθεί το χρώμα του χαρίζει κι αφήνει πίσω του χαρά και άσβεστες ελπίδες. Τα δέντρα πρασινίσανε και γιόμισαν λουλούδια·  του πιστικού ακούγεται η γέρικη φλογέρα
να σιγολέει άφταστα κάθε πρωί τραγούδια,

και τα πουλιά να κελαηδούν τον ύμνο τους στη μέρα.

Παντού ξεχύνετ' η χαρά. Μόνον εσύ, μικρή μου, βλέπεις τις τόσες
ομορφιές με μάτια δακρυσμένα.
Έλα να βρεις παρηγοριά στ'

ολόθερμο φιλί μου! Επρόβαλε η Άνοιξη! Ξέχνα τα περασμένα!


Ο Κύκνος:Νικηφόρος Βρεττάκος
Σάμπως να αιστάνθη τη ζωή του πιο πλατιά
κι άξιο το νου του κάτι πιο βαθύ να κλείσει,
κοίταξε πένθιμος κι ασάλευτος τη φύση
απ' άστρο σ' άστρο τριγυρνώντας τη ματιά.
Δεν ήταν πιότερον η μέρα απ' τη νυχτιά
του κόσμου τ' άφεγγο μυστήριο να φωτίσει.
Και την ολόλευκη ομορφιά του είχε μισήσει,
σαν σκοταδιού νάταν πυρή σταλαγματιά.

Την άνοιξη έκλεινε τα βλέφαρα σφιχτά
να δείξει τ' άμετρο το πένθος του στη φύση?
κι όταν εβάρυνεν επάνω στα νερά,
σαν νάχε κάπου το βαθύ μυστήριο αγγίσει
με τη λευκή τον ήλιο εσκέπασεν ουρά
κι αποκοιμήθηκε χωρίς να τραγουδήσει.
Οι λυπημένες φράσεις-Κική Δημουλά (απόσπασμα)
Nα είχαμε μιαν άνοιξη.
Mη γελάς.

Mε πράγματα που δεν υπάρχουν μη γελάς.
Aς λένε τα πουλιά κι οι μυρωδιές στα πλάγια
πως είναι Aπρίλης.
Tο λένε τα πουλιά κι οι έρωτες των άλλων.
Eμένα μ' εξαπατούνε οι θεοί
κάθε που αλλάζει ο καιρός,
κάθε που δεν αλλάζει.
Mη γελάς.
Έαρ δεν γίνεται
με ρίμες
ήλιοι-Aπρίλιοι,
ήλιοι-Aπρίλιοι,
ομοιοκατάληκτες στιγμές,
χρόνος χρωμάτων,
στρέμματα φωτός,
χαμομηλιών ανυπομονησία να μυρίσουν.
Δημοτικά τραγούδια απ' τα παράθυρα
ποια γυναί- ποια γυναί- ποια γυναίκα θα σε πάρει,
και όλα τ' άλλα τρόποι
για να πεθαίνουνε ανώδυνα τα ημερολόγια.

Tην Kυριακή τραβάει σε μάκρος
των τραγουδιών η αγωνία
ποια γυναί- ποια γυναί-
Aχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,
στους δρόμους τους εμπορικούς,
τις Kυριακές τις ανοιξιάτικες.

(από Tο λίγο του κόσμου, Στιγμή 1994)

Στο ποίημά της "Όλα θα σβήσουν", η Μαρία Πολυδούρη γράφει για τον έρωτα, σε φόντο ανοιξιάτικο.
Ακολουθεί το σχετικό απόσπασμα.
Άνοιξη! Ο ήλιος χρυσαφιού πλημμύρα. Μάγια, μύρα
παντού και σαγαπώ, σε καρτερώ.
Βραδύνεις κ' υποψιάζομαι, ζηλεύω, δεν σου πήρα
όλης σου της ψυχής το θησαυρό.
Τα λόγια σου! Ω, τα λόγια σου, μια υπόσχεση που καίει
μια υπόσχεση που αργεί πολύ ναρθή.
Τ' ακούω παντού, δεν παύουνε. Μέσα τους κάτι κλαίει,
μέσα τους τρέμει η αγάπη σου, προτού μοιραία χαθεί.
Τα λόγια σου με μέθυσαν τη μέθη του θανάτου
κι' ακόμα δεν εσίγασαν. Μιλούν
και με τρελλαίνουν, με μεθούν, με φέρνουν πιο σιμά σου,
ενώ πιο ακαταμάχητα στην ύπαρξη καλούν.


Αγαπημένε, αν τη ζωή τη δώσω πίσω, 'πε μου,
τι θα ωφελήση, αφού δε θα σε βρω;
Δε λογαριάζω τη ζωή, μα πως μπορεί καλέ μου,
να σβήση πια η αγάπη μου; Και να μη σ' αγαπώ,

ενώ θάναι Άνοιξη παντού που ακούστηκε η φωνή μας
να επικαλήται τον αιώνιο έρωτα και μεις
στεφάνι να του πλέκουμε με μόνο το φιλί μας,
μέσα στο γιορτασμό λατρείας θερμής.
Ω, δε μου δίνει ο θάνατος καμμιά καμμιάν ελπίδα
και μου τις έσβησε η ζωή σα μια ψυχρή πνοή.
Τώρα μου μένει στου έρωτα την άγρια καταιγίδα
να ιδώ να μετρηθούν για με θάνατος και ζωή.

Γιώργος  Σεφέρης
Κι ας ήρθε ο Απρίλης με τα βάγια και τις πασχαλιές· πια δεν ακούω τίποτε, θαρρείς και χιόνισε όλη νύχτα.
5. 4. 1946