Σελίδες

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2025

Lautréamont - Maldoror -Έψαχνα μια ψυχή -Λωτρεαμόν


Λωτρεαμόν, Μαλντορόρ (αποσπάσματα)

Έψαχνα μια ψυχή που να μου μοιάζει, και δεν μπορούσα να τη βρω. Τις πιο απόμερες γωνιές της γης εξερευνούσα, η εμμονή μου ήταν ανώφελη. Ωστόσο, μου ήταν αδύνατο να μείνω μόνος. Χρειαζότανε κάποιος που να εγκρίνει το χαρακτήρα μου. Χρειαζότανε κάποιος που να έχει τις ίδιες ιδέες μ’ εμένα. Ήταν πρωί - ο ήλιος σηκώθηκε στον ορίζοντα, μ' όλη του τη μεγαλοπρέπεια, και νά που ορθώνεται μαζί του εμπρός στα μάτια μου ένας νεαρός, που η παρουσία του γεννούσε στο διάβα του λουλούδια. Με πλησίασε, κι απλώνοντας μου το χέρι: «Ήρθα α εσένα, εσένα, που με ψάχνεις. Ας ευλογήσουμε την ευτυχισμένη τούτη μέρα». Αλλά εγώ: «Φύγε - εγώ δεν σε κάλεσα - δεν έχω ανάγκη τη φιλία σου...».

Ήταν βράδυ - η νύχτα άρχιζε ν’ απλώνει τη μελανότητα του πέπλου της πάνω στη φύση. Μια όμορφη γυναίκα, που μόλις και τη διέκρινα, άπλωνε κι εκείνη πάνω μου τη μαγική της επιρροή, και με κοίταζε με συμπόνια – παρ’ όλα αυτά, δεν τολμούσε να μου μιλήσει. Είπα: «Έλα κοντά μου, θέλω να δω καθαρά τα χαρακτηριστικά του προσώπου σου, γιατί το φως των αστεριών δεν είναι τόσο δυνατό, για να τα φωτίσει σ' αυτή την απόσταση». Τότε, με βάδισμα συνεσταλμένο και με μάτια χαμηλωμένα, πάτησε το γρασίδι, πλησιάζοντας προς το μέρος μου.

Μόλις την είδα: «Βλέπω ότι η αγαθότητα και η δικαιοσύνη έχουν την κατοικία τους μες στην καρδιά σου, δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε μαζί. Τώρα, θαυμάζεις την ομορφιά μου, που έχει αναστατώσει πολλές γυναίκες, όμως, αργά ή γρήγορα, θα μετανιώσεις που μου αφιέρωσες τον έρωτα σου, γιατί δεν ξέρεις την ψυχή μου. Όχι πως θα σου είμαι άπιστος ποτέ - σ' εκείνη που μου δίνεται με τόση ανεμελιά κι εμπιστοσύνη, με άλλη τόση εμπιστοσύνη κι ανεμελιά τής δίνομαι κι εγώ – βάλ’ το καλά, όμως, στο νου σου, και μην το λησμονάς: οι λύκοι και τ' αρνιά δεν ανταλλάσσουν βλέμματα γλυκύτητας». Τι χρειαζόμουνα λοιπόν, εγώ, που απέρριπτα, με τόση αηδία, ό,τι ωραιότερο υπήρχε στην ανθρώπινη φύση! τι χρειαζόμουνα, δεν κατάφερνα να το πω. Δεν είχα συνηθίσει ακόμη να υποβάλλω σε ακριβή ανάλυση τα φαινόμενα του μυαλού μου χρησιμοποιώντας τις μεθόδους που προτείνει η φιλοσοφία.

Κάθισα σ' ένα βράχο, δίπλα στη θάλασσα. Ένα καράβι μόλις είχε ανοίξει όλα του τα πανιά για να μακρύνει απ' αυτά τα μέρη. Ένα ανεπαίσθητο σημάδι είχε φανερωθεί στον ορίζοντα, και πλησίαζε σιγά σιγά, σπρωγμένο από τη ριπή του ανέμου, μεγαλώνοντας με ταχύτητα. Η θύελλα όπου να 'ναι θα ξεκινούσε τις επιθέσεις της, και ήδη ο ουρανός σκοτείνιαζε, μια μαυρίλα όσο αποκρουστική και η καρδιά του ανθρώπου. Το καράβι, που ήταν ένα μεγάλο πολεμικό σκάφος, μόλις είχε ρίξει όλες του τις άγκυρες, για να μη σαρωθεί στα βράχια της ακτής. Ο άνεμος σφύριζε με μανία από τα τέσσερα κύρια σημεία και λιάνιζε τα πανιά. Οι κεραυνοί βροντούσαν με αστραπές, μη μπορώντας να ξεπεράσουν τον ήχο των θρήνων που απλώνονταν στο σπίτι χωρίς θεμέλια, τάφος μετακινούμενος.

Ο κλυδωνισμός των υδάτινων αυτών μαζών δεν κατόρθωνε να σπάσει τις αλυσίδες στις άγκυρες. Οι δονήσεις τους, όμως, είχανε μισανοίξει ένα δρόμο για το νερό, στα πλευρά του πλοίου. Ρωγμή πελώρια, αφού, οι αντλίες δεν επαρκούν για ν' αποβάλλουν οι όγκοι υδάτινης άρμης που έρχονται, αφρίζοντας, να σωριαστούν στη γέφυρα, σαν βουνά. Το καράβι εν απογνώσει κανονιοβολεί στέλνοντας σήματα κινδύνου - όμως, βουλιάζει με βραδύτητα... με μεγαλείο. Όποιος δεν έχει δει σκάφος να βουλιάζει στη μέση της λαίλαπας, με διαλείψεις αστραπών και απύθμενου σκότους, ενώ όσοι είναι μέσα του κυριεύονται από εκείνη τη γνώριμη σας απελπισία, αυτός δεν έχει ιδέα από τα πλήγματα της ζωής. Εντέλει, ξεφεύγει μια οικουμενική κραυγή οδύνης απ' τα πλευρά του σκάφους, ενώ η θάλασσα πολλαπλασιάζει τις τρομερές της επιθέσεις. Είναι η κραυγή που βγαίνει από την εγκατάλειψη των δυνάμεων του ανθρώπου.

Καθένας τυλίγεται σ' ένα μανδύα παραίτησης και παραδίδει τη μοίρα του στα χέρια του Θεού. Συνωστισμός αγέλης προβάτων. Το καράβι εν απογνώσει κανονιοβολεί στέλνοντας σήματα κινδύνου - όμως, βουλιάζει με βραδύτητα... με μεγαλείο. Έβαλαν τις αντλίες να δουλεύουνε όλη μέρα. Προσπάθειες περιττές. Η νύχτα ήρθε, πυκνή, αμείλικτη, για να οδηγήσει στο απόγειο αυτό το θέαμα το αφιλοκερδές. Οι πάντες σκέφτονται πως μόλις βρεθούν στο νερό, δεν θα μπορούν ν' ανασάνουν, αφού, όσο παλιά κι αν ανατρέξουν στη μνήμη τους, κανένα ψάρι δεν αναγνωρίζουν ως πρόγονο, αλλά πασχίζουν να κρατήσουνε την ανάσα τους όσο περισσότερο γίνεται, ώστε να παρατείνουνε τη ζωή τους για δύο ή τρία δευτερόλεπτα - μια ειρωνεία εκδικητική που έχει αποδέκτη το θάνατο.

Το καράβι εν απογνώσει κανονιοβολεί στέλνοντας σήματα κινδύνου - όμως, βουλιάζει με βραδύτητα... με μεγαλείο. Δεν ξέρουν ότι το σκάφος, καθώς βυθίζεται, προκαλεί φουσκοθαλασσιές σε ισχυρή περιέλιξη γύρω απ' τον εαυτό τους, ότι η αναβράζουσα ιλύς έχει αναμειχθεί με τα τρικυμιώδη νερά, κι ότι μια δύναμη που έρχεται από πάνω, αντιπερισπασμός της θύελλας που ασκεί ψηλά τα ολέθρια έργα της, υποβάλλει το στοιχείο σε κινήσεις απότομες και νευρικές. Έτσι, παρ' όλο το απόθεμα ψυχραιμίας που συλλέγει εκ των προτέρων, αυτός που του μέλλεται να πνιγεί, αφού το σκεφτεί ευρύτερα, θα πρέπει να νιώθει ευτυχής, αν παρατείνει τη ζωή του, στις δίνες της αβύσσου, στο μισό μιας κανονικής ανάσας, για να είμαστε γενναιόδωροι.


Άρα θα του είναι αδύνατο ν' αψηφήσει το θάνατο, ό,τι ποθεί πάνω απ' όλα. Το καράβι εν απογνώσει κανονιοβολεί στέλνοντας σήματα κινδύνου - όμως, βουλιάζει με βραδύτητα... με μεγαλείο. Αυτό είναι λάθος. Δεν ρίχνει πια κανονιοβολισμούς, δεν βουλιάζει. Το τσόφλι του καρυδιού καταποντίστηκε τελείως. Ω ουρανέ! Πώς γίνεται να ζει κανείς, άμα δοκιμάσει τόσες ηδονές! Μόλις πριν λίγο μου έτυχε να γίνω μάρτυρας στο ψυχορράγημα πάμπολλων συνανθρώπων μου.

Λεπτό προς λεπτό, παρακολουθούσα τις περιπέτειες της αγωνίας τους. Ενίοτε, το μουγκρητό κάποιας γερόντισσας, τρελής από φόβο, είχε τα πρωτεία στο πανηγύρι. Ενίοτε, το σκούξιμο ενός βρέφους στο βυζί δεν άφηνε ν' ακουστούν οι κατευθυντήριες εντολές. Το σκάφος ήταν πάρα πολύ μακριά για να μπορώ ν' αντιλαμβάνομαι ευκρινώς τις οιμωγές που μου έφερνε η ριπή του ανέμου, μα το πλησίαζα ηθελημένα, κι η οπτική παραίσθηση γινόταν πλήρης. Κάθε τέταρτο της ώρας όταν ένα φύσημα του αέρα, πιο δυνατό απ' τ' άλλα, κάνοντας ν' ακούγονται πένθιμα οι ήχοι του μέσα από την κραυγή των τρομαγμένων θαλασσοβατών, εξάρθρωνε το καράβι μ' ένα τρίξιμο καθ' όλο το μήκος του, αυξάνοντας τους θρήνους εκείνων που επρόκειτο να προσφερθούν σαν ολοκαύτωμα στο θάνατο, βύθιζα εγώ στο μάγουλο μου τη μυτερή αιχμή ενός σίδερου και σκεφτόμουνα μυστικά: «Υποφέρουνε πιο πολύ!» Είχα, τουλάχιστον, έτσι, ένα μέτρο σύγκρισης. Από την όχθη, τους απευθυνόμουν με λεκτικές αποστροφές, εξακοντίζοντας κατάρες και φοβέρες. Μου φαινόταν ότι με άκουγαν! Μου φαινόταν ότι το μίσος μου και τα λόγια μου, υπερπηδώντας την απόσταση, εξουδετέρωναν τους φυσικούς νόμους του ήχου, κι έφταναν, διακριτές, στ' αυτιά τους, που τα ξεκούφαιναν οι βρυχηθμοί του θυμωμένου ωκεανού!

Μου φαινόταν ότι μάλλον εμένα σκέφτονταν, κι εκδήλωναν την εκδικητικότητά τους με αδύναμη λύσσα! Από καιρού εις καιρόν, έστρεφα τα μάτια μου προς τις πόλεις, κοιμισμένες πάνω στην ακλόνητη γη, και, βλέποντας ότι κανείς δεν υποψιαζόταν ότι κάποιο σκάφος επρόκειτο να βυθιστεί, μερικά μίλια από την ακτή, στεφανωμένο μ' αρπακτικά πτηνά και πατώντας σε βάθρο από πεινασμένους υδάτινους γίγαντες, αναθαρρούσα, και η ελπίδα μου ξαναγύριζε - λοιπόν, ήμουνα βέβαιος για την απώλεια τους! Δεν μπορούσανε να ξεφύγουν! Για επιπλέον προφύλαξη, πήγα και βρήκα το δίκαννο μου, ώστε, αν κάποιος ναυαγός προσπαθούσε να φτάσει στα βράχια κολυμπώντας, για ν' αποφύγει τον επικείμενο θάνατο, μια σφαίρα στον ώμο να του συνέθλιβε το χέρι και να τον εμπόδιζε να ολοκληρώσει το σχέδιο του. Την αγριότερη στιγμή της θύελλας, είδα, να ξεχωρίζει κολυμπώντας στα νερά, μ' απέλπιδες προσπάθειες, ένα κεφάλι αεικίνητο, με τα μαλλιά του σηκωμένα. Κατάπινε λίτρα νερού, και βυθιζότανε στην άβυσσο, κλυδωνιζόμενο σαν φελλός.

Σύντομα, όμως, εμφανιζόταν και πάλι, με τα μαλλιά του να τρέχουνε κρουνηδόν, και, καρφώνοντας το βλέμμα στην ακτή, λες και περιφρονούσε το θάνατο. Ήταν αξιοθαύμαστα ψύχραιμος. Μια μεγάλη αιμορροούσα πληγή, απ' την αιχμή κάποιου κρυμμένου ύφαλου, σημάδευε το ατρόμητο κι ευγενικό πρόσωπο του. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από δεκάξι ετών, αφού, μέσα απ' τις αστραπές που φώτιζαν τη νύχτα, μόλις και διακρινόταν ο ίουλος του ροδάκινου πάνω απ' το χείλος του. Και τώρα δεν απείχε πάνω από διακόσια μέτρα απ' την απόκρημνη ακτή, κι εγώ τον διέκρινα χωρίς δυσκολία. Τι θάρρος! Τι πνεύμα ακατάβλητο! Πόσο η σταθερότητα της κεφαλής του έμοιαζε ν' αψηφά το πεπρωμένο, σχίζοντας σθεναρά το κύμα, που οι αυλακιές του ανοίγονταν δύσκολα εμπρός του!... Το είχα εκ των προτέρων αποφασίσει. Το χρωστούσα σ' εμένα τον ίδιο να κρατήσω την υπόσχεση μου: η ύστατη ώρα είχε σημάνει για όλους, κανείς δεν έπρεπε να της ξεφύγει. Ήταν η απόφαση μου, τίποτα δεν θα την άλλαζε... Ακούστηκε ένας ξερός κρότος και το κεφάλι αμέσως βυθίστηκε, για να μην ξαναφανεί. Δεν άντλησα απ' αυτόν το φόνο όση ευχαρίστηση θα νόμιζε κανείς, κι αυτό, γιατί ακριβώς είχα χορτάσει να σκοτώνω πάντα, έτσι ώστε να το κάνω εφεξής μόνο από απλή συνήθεια, που δεν μπορείς να την ξεπεράσεις, αλλά και που δεν σου προσφέρει πάρεξ αμυδρή ευχαρίστηση. Η αίσθηση είχε αμβλυνθεί, σκληρύνει.

Ποια ηδονή να νιώσω από το θάνατο ενός ανθρώπινου όντος, όταν υπάρχουν πάνω από εκατό άλλα, που θα μου προσφέρονταν, ως θέαμα, στην έσχατη πάλη τους με τα κύματα, μόλις το καράβι καταποντιζόταν; Σε αυτόν το θάνατο, δεν είχα καν το θέλγητρο του κινδύνου, γιατί η ανθρώπινη δικαιοσύνη, λικνισμένη από τη λαίλαπα εκείνης της φρικτής νύχτας, κοιμόταν μέσα στα σπίτια, μερικά βήματα από εμένα.

Σήμερα που τα χρόνια βαραίνουν στο σώμα μου, το λέω με ειλικρίνεια, σαν μια υπέρτατη και πανηγυρική αλήθεια: δεν ήμουν όσο απάνθρωπος είπανε οι άνθρωποι πως ήμουν. Κάποιες φορές, όμως, η κακότητά τους ασκούσε τα επίμονα ολέθρια έργα της για χρόνια ο μανία μου, δεν ήξερα πια ναν παροξυσμοί σκληρότητας και γινόμουνα τρομερός για όποιον πλησίαζε το βλοσυρό μου βλέμμα, κυρίως αν ανήκε στη ράτσα μου. Αν επρόκειτο γι’ άλογο ή για σκύλο, το άφηνα να περάσει: το ακούσατε αυτό που σας είπα; Δυστυχώς, τη νύχτα εκείνης της θύελλας, βρισκόμουν μέσα σ' έναν τέτοιο παροξυσμό, η λογική μου είχε κάνει φτερά (αφού, συνήθως, ήμουν το ίδιο στυγνός, αλλά πιο φρόνιμος) - και το καθετί που θα ‘πεφτε, αυτή τη φορά, στα χέρια μου, έπρεπε να αφανιστεί - δεν προτιθεμαι να ζητήσω συγγνώμη για τα παραπτώματα μου. Το λάθος δεν είναι όλο των ομοίων μου. Το μόνο που κάνω είναι να διαπιστώνω αυτό που συμβαίνει, περιμένοντας την έσχατη κρίση που με κάνει να ξύνω τον αυχένα μου εκ των προτέρων... Σκασίλα μου για την έσχατη κρίση! Η λογική μου δεν κάνει ποτέ φτερά, όπως σας έλεγα για να σας παραπλανήσω. Κι όταν διαπράττω ένα έγκλημα, ξέρω τι κάνω: δεν ήθελα να κάνω κάτι διαφορετικό! Όρθιος σ' ένα βράχο, ενώ η λαίλαπα μαστίγωνε τα μαλλιά και το πανωφόρι μου, παραφύλαγα εκστατικός αυτή τη δύναμη της θύελλας, να ξεσπάει σ' ένα καράβι, κάτω από έναν ουρανό χωρίς άστρα.

Παρακολούθησα, με στάση θριαμβική, όλες τις περιπέτειες αυτού του δράματος, από τη στιγμή που το σκάφος αμόλησε τις άγκυρες του, ως τη στιγμή που καταδύθηκε, μοιραίο ένδυμα που παρέσυρε, στα σπλάχνα της θάλασσας, όσους το είχαν φορέσει σαν πανωφόρι. Αλλά, η ώρα πλησίαζε, που επρόκειτο, κι εγώ, να εμπλακώ σαν ηθοποιός σε αυτές τις σκηνές της ανάστατης φύσης. Όταν η θέση όπου το σκάφος είχε αντισταθεί μαχόμενο έδειξε καθαρά ότι θα περνούσε το υπόλοιπο των ημερών του στο ισόγειο της θαλάσσης, τότε, όσοι είχαν παρασυρθεί από τα κύματα, εμφανίστηκαν μερικώς και πάλι στην επιφάνεια. Κρατούσε ο ένας τον άλλον από τη μέση, δυο δυο, τρεις τρεις - ήταν ο τρόπος για να μη σώσουνε τις ζωές τους - γιατί, οι κινήσεις τους γίνονταν δύσκολες, και πήγαιναν στον πάτο σαν τρύπια κανάτια... Ποιος είναι αυτός εκεί ο στρατός των θαλασσίων τεράτων που σχίζει τα κύματα με ταχύτητα; Είναι έξι, τα πτερύγια τους είναι σφριγηλά, κι ανοίγουν δρόμο, μέσα από τα πανύψηλα κύματα. Απ' όλα τ' ανθρώπινα όντα, που αναδεύουν τα τέσσερα μέλη τους μέσα σε αυτή την ήπειρο την ελάχιστα στέρεη, οι καρχαρίες μετά από λίγο φτιάχνουνε ομελέτα χωρίς αυγά και τη μοιράζονται κατά το νόμο του ισχυρότερου.

Το αίμα σμίγει με τα νερά και τα νερά σμίγουνε με το αίμα. Τα θηριώδη μάτια τους φωτίζουν επαρκώς τη σκηνή της σφαγής... Αλλά τι να 'ναι πάλι αυτός ο σάλος των υδάτων, κάτω εκεί, στον ορίζοντα; Θα 'λεγες ένας σίφουνας που ζυγώνει. Τι τράβηγμα κουπιών! Το βλέπω τι είναι. Ένας πελώριος θηλυκός καρχαρίας έρχεται να λάβει μέρος απ' το πατέ συκωτιού χήνας και να φάει κρύο βραστό. Είναι έξαλλη, γιατί έρχεται πειναλέα. Μια πάλη αρχίζει ανάμεσα σ' εκείνη και τους καρχαρίες, ερίζοντας για τα ελάχιστα σπαρταριστά μέλη που επιπλέουν εδώ κι εκεί άλαλα, στην επιφάνεια της ερυθρής κρέμας. Στα δεξιά, στ' αριστερά της, ρίχνει δαγκωματιές που γεννάνε πληγές θανάσιμες. Τρεις, όμως, καρχαρίες ζωντανοί την κυκλώνουν ακόμη, κι είναι υποχρεωμένη να γυρνάει σ' όλες τις κατευθύνσεις, για να χαλάει τους ελιγμούς τους. Με αυξανόμενη συγκίνηση, άγνωστη ως τώρα, ο θεατής, στητός στην όχθη, παρακολουθεί αυτή τη ναυμαχία νέου τύπου. Έχει τα μάτια καρφωμένα σ' αυτόν το θαρραλέο θηλυκό καρχαρία, με τα τόσο δυνατά δόντια. Χωρίς πια να διστάζει, στηρίζει τ' όπλο του στον ώμο, κι επιδέξια ως συνήθως, χώνει τη δεύτερη του σφαίρα στα βράγχια ενός από τους καρχαρίες, την ώρα που είχε ξεμυτίσει πάνω από ένα κύμα. Μένουνε δύο καρχαρίες που ακόμα μεγαλύτερη μανία μαρτυρούν. Ψηλά απ' το βράχο, ο άνθρωπος με το υφάλμυρο σάλιο, πέφτει στη θάλασσα και κολυμπάει προς τον εξαίσια χρωματισμένο τάπητα, έχοντας ανά χείρας το ατσάλινο μαχαίρι που δεν το εγκαταλείπει ποτέ.

Στο εξής, ο κάθε καρχαρίας θα 'χει δοσοληψίες μ' έναν μόνο εχθρό. Προχωρεί προς τον κουρασμένο καρχαρία και, μ' όλο του το πάσο, του βυθίζει μες στην κοιλιά το κοφτερό λεπίδι. Το κινητό προπύργιο απαλλάσσεται εύκολα απ' τον τελευταίο αντίπαλο... Βρίσκονται ενώπιος ενωπίω ο κολυμβητής και ο θηλυκός καρχαρίας, που έσωσε. Κοιτάζονται στα μάτια για μερικά λεπτά, ανακαλύπτοντας έκπληκτοι την ίδια θηριωδία ο ένας στο βλέμμα του άλλου. Γυρίζουνε γύρω τριγύρω, δεν σταματάνε ν' ανταλλάσσουνε ματιές, και λένε ο καθένας από μέσα του: «Ως τώρα έκανα λάθος - νά που υπάρχει κι ένας πιο μοχθηρός». Τότε, από συμφώνου, υποβρυχίως, ο ένας προς τον άλλο γλίστρησε, με αμοιβαίο θαυμασμό, ο θηλυκός καρχαρίας παραμερίζοντας το νερό με τα πτερύγια του, ο Μαλντορόρ χτυπώντας το κύμα με τα χέρια του -και κράτησαν την ανάσα τους, με βαθύ σέβας, καθένας τους επιθυμώντας ν' ατενίσει, για πρώτη φορά, το ζωντανό πορτρέτο του. Φτάνοντας στα τρία μέτρα απόσταση, χωρίς να κάνουν καμιά προσπάθεια, έπεσαν απότομα ο ένας πάνω στον άλλο, σαν εραστές, και αγκαλιάστηκαν μ' αξιοπρέπεια κι ευγνωμοσύνη, σ' ένα σφίξιμο τόσο τρυφερό σαν αδελφός και αδελφή.

Ο σαρκικός πόθος επακολούθησε αμέσως μετά απ' αυτή την επίδειξη φιλίας. Δύο νευρώδεις μηροί κόλλησαν γερά στο γλοιώδες πετσί του τέρατος, σαν δυο βδέλλες, και τα μπράτσα και τα πτερύγια πλεγμένα γύρω απ' το κορμί του αντικειμένου της αγάπης το περιέβαλαν ερωτικά, καθώς οι λαιμοί και τα στήθη τους μετά από λίγο ήταν μόνο μια γλαυκή μάζα από αναθυμιάσεις του φύκους - στη μέση της θύελλας που συνέχιζε να μαίνεται - στη λάμψη των αστραπών - έχοντας για κλίνη του υμεναίου το αφρώδες κύμα, αρπαγμένοι από ένα υποθαλάσσιο ρεύμα σαν σε λίκνο, και κυλώντας, περιστρεφόμενοι, προς τ' άγνωστα βάθη της αβύσσου, ενώθηκαν σ' ένα ζευγάρωμα αργό, αγνό και ειδεχθές!... Εντέλει, μόλις είχα βρει κάποιον που να μου μοιάζει!... Στο εξής, δεν θα 'μουν πια μόνος μες στη ζωή!... Εκείνη είχε τις ίδιες ιδέες μ' εμένα!... Ήμουν απέναντι στην πρώτη μου αγάπη!

Λωτρεαμόν, Μαλντορόρ (αποσπάσματα)

μετάφραση Στρατής Πασχάλης, εκδ. Νεφέλη, 2011 σ. 121-132

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

Άντον Τσέχωφ, O Βάνκας


 Το διήγημα “Ο Βάνκας” ανήκει στη συλλογή των διηγημάτων που εξέδωσε ο `Αντον Τσέχοφ το 1886 με τον τίτλο “Ποικίλα διηγήματα”.

Άντον Τσέχωφ, O Βάνκας

Στο διήγημα που ακολουθεί ο μεγάλος Pώσος συγγραφέας Άντον Τσέχωφ προβάλλει με ρεαλισμό και ευαισθησία το θέμα της παιδικής βιοπάλης. O Βάνκας είναι ένα εννιάχρονο, ορφανό παιδί που οι συνθήκες της ζωής το αναγκάζουν να στερηθεί το πιο αγαπημένο του πρόσωπο, τον παππού του, και να βιώσει μακριά του τη σκληρότητα των ανθρώπων. Τραγικό και χιουμοριστικό στοιχείο συμπλέκονται στο διήγημα μέσα από την αθώα ματιά του μικρού αφηγητή-ήρωα.


O Βάνκας Ζούκοφ, ένα παιδάκι εννιά χρονών, δουλεύει εδώ και τρεις μήνες κάλφας στο τσαγκαράδικο του Αλιάχιν. Τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων δεν πλάγιασε. Περίμενε να φύγει το αφεντικό με τους μαστόρους για τον όρθρο. Και μόλις απόμεινε μονάχος στο μαγαζί, πήρε από το ντουλάπι του αφεντικού το καλαμάρι με το μελάνι, έναν κοντυλοφόρο με σκουριασμένη πένα, άπλωσε το χαρτί στο παλιοτράπεζο με τα εργαλεία και ετοιμάστηκε να γράψει. Προτού ζωγραφίσει το πρώτο γράμμα, γύρισε πολλές φορές το κεφαλάκι του κατά την πόρτα και το παραθύρι, ρίχνοντας κλεφτές, φοβισμένες ματιές, λοξοκοίταξε το μαυρισμένο εικόνισμα που ήταν σφηνωμένο ανάμεσα στα ράφια με τα καλαπόδια και αναστέναξε προσπαθώντας να λευτερώσει το λαιμό του από έναν κόμπο που τον έπνιγε. Ύστερα γονάτισε μπροστά στον τσαγκαράδικο πάγκο και άρχισε να γράφει:


Πολυαγαπημένε μου παππού Κωσταντή Μακάριτς.

Σου γράφω γράμμα. Σου εύχομαι καλά Χριστούγεννα και

ο Θεός να σου δίνει όλα τα καλά. Δεν έχω πια ούτε

πατέρα ούτε μάνα, μονάχα εσύ μου απόμεινες.

O Βάνκας κοίταξε κατά το σκοτεινό παραθύρι και κει πάνω στο σκοτεινό τελάρο που τρεμούλιαζε το φως του κεριού ζωντάνεψε τη μορφή του παππού του, του Κωσταντή Μακάριτς, νυχτοφύλακα στο σπίτι του κυρίου και της κυρίας Ζιβάρεφ. Ήταν ένα γεροντάκι κοντό και ξερακιανό, μα πολύ σβέλτο και ζωηρό κάπου εξηνταπέντε χρονών. Η όψη του ήταν πάντοτε γελαστή και τα μάτια του μπιρμπίλιζαν. Την ημέρα κοιμόταν στην κουζίνα ή έπιανε κουβεντολόι με τις μαγείρισσες και τη νύχτα τυλιγμένος σε μια φαρδιά προβατόγουνα έφερνε γυροβολιά το χτήμα χτυπώντας τη ροκάνα του.

Τον ακολουθούσαν τα σκυλιά του, η γριά Καστάνκα και ο Χέλης, έτσι τον έλεγαν, γιατί είχε μαύρη τρίχα και το κορμί του ήταν μακρουλό. Αυτός ο Χέλης ήταν ένα πολύ υπάκουο και παιγνιδιάρικο σκυλί. Γλυκοκοιτούσε όλο τον κόσμο, ξένους και δικούς, μα μπέσα δεν είχε. Κάτω απ’ αυτά τα παγνιδιάρικα βλέμματα και την ταπεινοφροσύνη έκρυβε μια φαρμακερή κακία Ιησουίτη! Ήταν μοναδικός να ζυγώνει κρυφά και να κόβει δαγκωνιά στο πόδι του διαβάτη, να τρυπώνει στο κελάρι ή να αρπάζει από το λαιμό την κότα του χωριάτη. Πολλές φορές του είχαν λιώσει με τις μπαστουνιές τα πισινά του πόδια. Δυο φορές τον κρέμασαν στο δέντρο, κάθε βδομάδα τον σάπιζαν στο ξύλο και τον πετούσαν ψόφιο στο χαντάκι. Και όμως πάντα ζωντάνευε! Εφτάψυχος!

Αυτήν τη στιγμή, χωρίς άλλο, ο παππούς θα στέκεται μπροστά στην αυλόπορτα. Θα μισοκλείνει τα μάτια και θα αγναντεύει τα βαθυκόκκινα παράθυρα της εκκλησιάς του χωριού. Χτυπάει τα ποδήματά του στο κατώφλι να ζεσταθεί και ψιλοκουβεντιάζει με τις δούλες. Η ροκάνα κρέμεται στο ζουνάρι του. Τρίβει τα χέρια, κουλουριάζεται από το κρύο και με ένα γεροντικό γέλιο πειράζει πότε την καμαριέρα και πότε τη μαγείρισσα.

— Θα πάρετε λίγη πρέζα;, λέει στις γυναίκες και προσφέρει την ταμπακέρα του.

Oι γυναίκες παίρνουν ταμπάκο και φταρνίζονται και ο παππούς καταυχαριστιέται και ξεκαρδίζεται στα γέλια ευτυχισμένος. Δίνει και στα σκυλιά του πρέζα. Η Καστάνκα φταρνίζεται, στραβομουτσουνιάζει και τρυπώνει σε μια γωνιά παραπονεμένη. O Χέλης, σεβαστικός πάντοτε, δε φταρνίζεται, κουνάει μονάχα την ουρά του…

Και ο καιρός είναι θαυμάσιος. Ησυχία, όλα διάφανα και δροσερά. Η νύχτα είναι σκοτεινή, και όμως ξεχωρίζεις όλο το χωριό με τις άσπρες του στέγες και τον καπνό που ανεβαίνει από τις καμινάδες, τα δέντρα ασημωμένα από την πάχνη, τις στοίβες του χιονιού. O ουρανός είναι σπαρμένος με αστέρια που λαμπυρίζουν χαρούμενα και ο γαλαξίας αστράφτει, έτσι που νομίζεις πως τον σφουγγάρισαν και τον έτριψαν με χιόνι για τις γιορτές…

O Βάνκας αναστέναξε, βούτηξε την πένα στο καλαμάρι και εξακολούθησε το γράμμα του:

Σου γράφω τα βάσανά μου, παππού. Χθες το αφεντικό με άρπαξε από τα μαλλιά, με τράβηξε στην αυλή και με ρήμαξε στο ξύλο γιατί εκεί που κουνούσα το μωρό με πήρε ο ύπνος. Την άλλη βδομάδα πάλι η κυρά μού είπε να καθαρίσω μια ρέγγα και ’γω άρχισα από την ουρά. Και τότε μου άρπαξε τη ρέγγα και την έτριβε στα μούτρα μου. Και οι καλφάδες του μαγαζιού όλοι με βασανίζουν. Με στέλνουν στην ταβέρνα να πάρω βότκα και με βάνουν να κλέβω το τουρσί του αφεντικού και κείνος με κοπανάει με ό,τι κρατάει στα χέρια του. Όσο για φαΐ, άσ’ τα! Το πρωί ξεροκόμματο, το μεσημέρι κουρκούτι, το βράδυ πάλι ξεροκόμματο. Oύτε τσάι, ούτε λαχανόσουπα, όλα τα περιδρομιάζουν τα αφεντικά.

Με βάζουν και κοιμάμαι μπροστά στην πόρτα και όταν κλαίει το μωρό, εγώ δεν κλείνω μάτι, γιατί πρέπει να κουνάω την κούνια. Αγαπημένε μου παππού, για όνομα του Θεού, κάνε μου μια χάρη: πάρε με από δω, πάρε με στο σπίτι, στο χωριό, δεν αντέχω άλλο… Τα πόδια θα σου φιλήσω, όλη μου τη ζωή θα παρακαλώ το Θεό για σένα, πάρε με από δω, γιατί θα πεθάνω…

O Βάνκας ζάρωσε τα χείλη του από το παράπονο, σφούγγισε τα μάτια με τη μουτζουρωμένη του γροθίτσα και ένα λυγμός ανέβηκε στο λαιμό του.

Θα σου τρίβω ταμπάκο, θα παρακαλώ το Θεό και αν δε σ’ ακούω, να με δέρνεις όσο βαστούν τα χέρια σου. Και αν δε βρίσκεται δουλειά για μένα, να γυαλίζω παππού τις μπότες του αφεντικού ή να βοηθάω τον τσοπάνη στη Φιέτκα. Παππού, αγαπημένε μου, δε μπορώ πια. Θα πεθάνω, να το ξέρεις! Θα ’ρχόμουνα με τα πόδια στο χωριό, μα δεν έχω παπούτσια και φοβάμαι το κρύο. Και όταν θα μεγαλώσω, εγώ θα σε ταΐζω και δε θα αφήσω κανένα να σου κάνει κακό. Και όταν πεθάνεις, θα παρακαλώ το Θεό ν’ αναπαύσει την ψυχή σου, όπως κάνω και για τη μάνα μου την Πελαγία.

Που λες, παππού, η Μόσχα είναι μεγάλη πολιτεία. Όλο πλουσιόσπιτα και άλογα, άλογα να δουν τα μάτια σου! Πρόβατα όμως δεν είδα και τα σκυλιά δε δαγκώνουν.

Εδώ τα παιδιά δε γυρίζουν στα σπίτια να πουν τα κάλαντα, ούτε ψέλνουν στην εκκλησία και, ξέρεις, μια μέρα είδα σ’ ένα μαγαζί να πουλάνε αγκίστρια με το δόλωμα επάνω και πιάνουν ό,τι ψάρι θέλεις. Είναι πολύ ακριβά και είδα ένα αγκίστρι που μπορεί να σηκώσει ολόκληρο γουλιανό δέκα οκάδες. Είδα και μαγαζιά που πουλάνε ντουφέκια. Ό,τι λογής θέλεις, σαν εκείνα που έχει ο αφέντης. Αυτά θα ’χουνε το λιγότερο εκατό ρούβλια το κομμάτι. Και στα χασάπικα πουλάνε τσαλαπετεινούς και πέρδικες και λαγούς, μα πού τα σκοτώνουν; Oι μαγαζάτορες δε λένε τίποτα.

Αγαπημένε μου παππού, όταν κάνουν το χριστουγεννιάτικο δέντρο στου αφέντη με τα γλυκά, ζήτησε για μένα ένα χρυσό καρύδι και κρύψε το στην πράσινη κασέλα. Παρακάλεσε τη δεσποινίδα Όλγα Ιγκνάτιεβνα και πες της: «είναι για το Βάνκα».


Αναστέναξε βαθιά και στύλωσε ξανά το βλέμμα του στο παραθύρι. Θυμήθηκε πως ο παππούς πήγαινε στο δάσος να κόψει έλατο για τον αφέντη και έπαιρνε πάντοτε μαζί και το εγγονάκι του. Τι όμορφα που ήταν! O παππούς σφύριζε, τριζοβολούσε ο πάγος στο μονοπάτι και ο Βάνκας τα άκουγε όλα και σφύριζε κι αυτός. Πολλές φορές ο παππούς, προτού κόψει το έλατο, κάπνιζε την πίπα του ή έπαιρνε πρέζα και όλο κορόιδευε το εγγονάκι που τουρτούριζε. Τα ελατάκια κουκουλωμένα με χιόνι, παγωμένα, καρτερούσαν ακίνητα: Ποιο έχει σειρά να πεθάνει; Ξαφνικά, ένας λαγός ξεπετιέται πάνω στις στοίβες του χιονιού. O παππούς δεν κρατιέται πια, βάζει τις φωνές:

— Πιασ’ τον, πιάσ’ τον! Άι! Διάολε τρικέρη!

O παππούς έσερνε το κομμένο ελάτι ως το σπίτι του αφέντη και κει άρχιζε το στόλισμα. Και πρώτη και καλύτερη η δεσποινίς Όλγα Ιγκνάτιεβνα, η αγαπημένη του Βάνκα. Όταν ζούσε ακόμα η Πελαγία, η μάνα του Βάνκα, ήταν καμαριέρα της κυράς και η δεσποινίς Όλγα φόρτωνε το Βάνκα γλυκά και για να περάσει την ώρα της τον μάθαινε να διαβάζει, να γράφει και να λογαριάζει ως το εκατό. Και όχι μονάχα αυτά. Τον έμαθε να χορεύει και καντρίλιες. Μα σαν πέθανε η Πελαγία, έστειλαν το ορφανό στον παππού του στην κουζίνα και από κει στη Μόσχα ψυχογιό στον Αλιάχιν, τον τσαγκάρη.

Έλα γρήγορα, αγαπημένε μου παππού, για όνομα του Θεού. Σε παρακαλώ, πάρε με από δω! Λυπήσου με το δύστυχο ορφανό, γιατί όλοι με δέρνουν και πεινάω πολύ. Και έχω τόση στενοχώρια που δεν ξέρω πώς να σου την πω. Όλο κλαίω, παππού. Και μια μέρα το αφεντικό μού 'δωσε μια στο κεφάλι με το καλαπόδι, τόσο δυνατά που έπεσα κάτω και έλεγα πως δε θα σηκωθώ. Δεν είναι ζωή αυτή, χειρότερη και από του σκύλου… Χαιρετίσματα στην Αλιόνα, στον Ιγκόρ το στραβό και στον αμαξά. Και τη φυσαρμόνικά μου να μην την δώσεις σε κανέναν. O εγγονός σου, Ιβάν Ζούκοφ, αγαπημένε μου παππού, έλα.

O Βάνκας δίπλωσε το γράμμα στα τέσσερα και το έβαλε στο φάκελο που είχε αγοράσει την προηγούμενη μέρα ένα καπίκι. Ύστερα, σκέφτηκε λίγο, βούτηξε την πένα στο καλαμάρι και έγραψε τη διεύθυνση:

Για τον παππού. Στο χωριό.

Έξυσε λίγο το κεφάλι του, ξανασκέφτηκε και πρόσθεσε στον φάκελο:

Κωσταντή Μακάριτς.

Ευχαριστημένος που δεν τον ενόχλησε κανείς, έβαλε το κασκέτο του και χωρίς να ρίξει απάνω του την ξεσχισμένη γουνίτσα πετάχτηκε στο δρόμο με το πουκάμισο μονάχα.

Τα παιδιά του χασάπικου που είχε ρωτήσει την προηγούμενη μέρα του είχαν πει πως έριχναν τα γράμματα σ’ ένα κουτί και αποκεί τα κουβαλούσαν σε όλο τον κόσμο με τρόικες που έχουν βροντερά κουδουνάκια και μεθυσμένους αμαξάδες.


Γρήγορα γρήγορα ο Βάνκας έτρεξε στο κοντινότερο κουτί και πέρασε το πολύτιμο μήνυμά του στη χαραμάδα.

Ύστερα από μια ώρα κοιμόταν με σφιγμένες τις γροθίτσες νανουρισμένος από τις γλυκές ελπίδες του. Ονειρευόταν το πατάρι στο χωριό. Ο παππούς κάθεται στο πατάρι και τα πόδια του κρέμονται. Διαβάζει το γράμμα στις δούλες... Και ο Χέλης φέρνει σβούρα το πατάρι κουνώντας την ουρά του...

Ά. Τσέχωφ, Διηγήματα, μτφρ. Κυριάκος Σιμόπουλος, Θεμέλιο

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024

Η σύνθλιψη των σταγόνων: Julio Cortazar ( Χούλιο Κορτάσαρ)

 


Εγώ δεν ξέρω, κοίτα, είναι τρομερό το πώς βρέχει.

Βρέχει όλη την ώρα, έξω πυκνά και γκρίζα, εδώ κόντρα στο μπαλκόνι με σταλαγματιές πηχτές και σκληρές, που κάνουν πλαφ και συνθλίβονται σαν γροθιές μιά μετά την άλλη, τί αηδία.

Τώρα εμφανίζεται μια σταγονίτσα στο πάνω μέρος στο περβάζι του παραθύρου, μένει τρεμάμενη απέναντι στον ουρανό που την κομματιάζει σε χίλιες σβησμένες λάμψεις, μεγαλώνει και ταλαντεύεται, τώρα θα πέσει και δεν πέφτει, ακόμα δεν πέφτει. Είναι κολλημένη με όλα της τα νύχια, δεν θέλει να πέσει και φαίνεται πως γατζώνεται με τα δόντια, ενώ της μεγαλώνει η κοιλιά, πια είναι μια σταγονάρα που κρέμεται μεγαλοπρεπής, και ξαφνικά, ωπ, να την, πλαφ, διαλύεται, τίποτα, ένας λεκές στο μάρμαρο.

Μα υπάρχουν κι αυτές που αυτοκτονούν που παραδίνονται αμέσως, εμφανίζονται στο περβάζι και την ίδια στιγμή πέφτουν, μου φαίνεται ότι βλέπω το τρέμισμα του άλματος, τα ποδαράκια τους ν’ απλώνονται και την κραυγή που τις μεθάει σ’ αυτό το τίποτα της πτώσης και της εξαφάνισης. Θλιβερές σταγόνες, στρογγυλές αθώες σταγόνες.

Αντίο σταγόνες. Αντίο.


Julio Cortázar el aplastamiento de las gotas

I don’t know, look, it’s terrible how it’s raining. It’s raining all the time, dense and gray outside, here drops, dull and hard, come against the balcony with a splat!, squashing themselves like slaps piling one onto another, how tedious. Now a droplet appears just at the top of the window frame; stays there quivering against the sky, shattered into a thousand subdued glints, about to fall down but won’t fall, still won’t fall. It holds on tight, all nails, doesn’t want to fall and it’s clear it grips with its teeth while its belly grows bigger and bigger; it’s now a majestic drop hanging there, and then plonk, there it goes, splat, undone, nothing, only a clammy something on the marble.

But there are those that kill themselves and surrender right away, sprouting in the frame whence they jump off outright; I can even make out the dive’s vibration, their little legs falling off and the inebriating scream in the fleetingness of the fall and their annihilation. Sad, gloomy, despondent drops, plump and gullible drops. Good-bye drops. Good-bye.I don’t know, look, it’s terrible how it’s raining. It’s raining all the time, dense and gray outside, here drops, dull and hard, come against the balcony with a splat!, squashing themselves like slaps piling one onto another, how tedious.

Now a droplet appears just at the top of the window frame; stays there quivering against the sky, shattered into a thousand subdued glints, about to fall down but won’t fall, still won’t fall. It holds on tight, all nails, doesn’t want to fall and it’s clear it grips with its teeth while its belly grows bigger and bigger; it’s now a majestic drop hanging there, and then plonk, there it goes, splat, undone, nothing, only a clammy something on the marble.
But there are those that kill themselves and surrender right away, sprouting in the frame whence they jump off outright; I can even make out the dive’s vibration, their little legs falling off and the inebriating scream in the fleetingness of the fall and their annihilation. Sad, gloomy, despondent drops, plump and gullible drops. Good-bye drops. Good-bye.

 Σε αυτή την κομψή έκδοση, η ιστορία του Χούλιο Κορτάσαρ μας λέει την τύχη των σταγόνων που πέφτουν στο τζάμι, ενώ έξω βρέχει. Σε κανένα σημείο ο εικονογράφος δεν μας δείχνει τις σταγόνες που χορεύουν σε όλη την επιφάνεια. Περιορίζεται στο να δώσει σχήμα στη φωνή που μας προκαλεί στο κείμενο και που δεν είναι άλλη από εκείνη αυτού που παρακολουθεί, παρατηρεί, επιδιώκει και περιγράφει τις γενναίες σταγόνες στα κατορθώματά τους. Ένα βουβό πορτρέτο των δύο θεατών, που με το σώμα και την έκφρασή τους συνοδεύουν τις εμπειρίες των σταγόνων σε αυτή την πλευρά της αυλαίας.

''Μου φαίνεται ότι βλέπω
το τρέμισμα του άλματος, τα ποδαράκια τους
ν' απλώνονται και την κραυγή που τις μεθάει
σ' αυτό το τίποτα της πτώσης
και της εξαφάνισης.
Θλιβερές σταγόνες, στρογγυλές
αθώες σταγόνες. Αντίο σταγόνες. Αντίο.΄'
(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

                    

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2024

Μιχάλης Γκανάς -«κανείς δεν βγαίνει αλώβητος από τις μυλόπετρες της Ιστορίας» -Ποιήματα








Προσωπικό     Γυάλινα Γιάννενα

Επειδή η ζωή μας μοιάζει να φυραίνει

μέρα τη μέρα, δε θα πει πως η ζωή

δεν αξίζει τον κόπο.

 

Επειδή σ’ αγάπησα και σ’ αγαπώ ακόμη

κι ας μην είναι όπως παλιά,

δε θα πει πως πέθανε η αγάπη,

κουράστηκε ίσως σαν καθετί που ανασαίνει.

 

Επειδή περνάς δύσκολες μέρες

σκυμμένη σε χαρτιά και γκρεμούς

που δεν κλείνουν, κι εγώ πηδάω

τις νύχτες επί κοντώ λαχανιάζοντας,

δε θα πει πως δεν έχουμε

μοίρα στον ήλιο, έχουμε

τη δική μας μοίρα.

Επειδή πότε είσαι άνθρωπος

και πότε πουλί, φέρνεις στο σπίτι μας

ψωμάκια μικρά της αποδημίας

κι ελπίζουνε τα παιδιά μας

σε καλύτερες μέρες.

Επειδή λες όχι και ναι κι ύστερα όχι

και δεν παραιτείσαι, ντρέπομαι

για τα ίσως, τα μπορεί τα δικά μου,

μα δεν αλλάζω, όπως δεν αλλάζεις κι εσύ,

αν αλλάζαμε θα ’μαστε πάλι

δυο άγνωστοι και θ’ αρχίζαμε

απ’ το άλφα.

Τώρα ξέρουμε πού πονάς

πού σωπαίνω πότε γίνεται παύση,

διακοπή αίματος και κρυώνουν

τα σώματα, ώσπου μυστικό δυναμό

να φορτίσει πάλι τα μέλη

με δύναμη κι έλξη και δέρμα ζεστό.

 

Επειδή είναι δύσκολο ν’ αγαπάς

και δυσκολότερο ν’ αγαπάς τον ίδιο άνθρωπο

για καιρό, κάνοντας σχέδια και παιδιά

και καβγάδες, εκδρομές, έρωτα, χρέη

κι αρρώστιες, Χριστούγεννα, Κυριακές

και Δευτέρες, νόστιμα φαγητά

και καμένα, θέλοντας ο καθένας

να ’ναι ο άλλος γεφύρι και δέντρο

και πηγή, κατά τις περιστάσεις

ή και όλα μαζί στην ανάγκη,

δε θα πει πως εγώ δεν μπορώ

να γίνω κάτι απ’ αυτά ή και όλα μαζί,

κι αν είναι να περάσω

μια ζωή στη σκλαβιά –έτσι κι αλλιώς–

ας είμαι, λέω, σκλάβος της αγάπης.

Της αγάπης


Σούρουπο      (Μαύρα λιθάρια, 1980)

Σούρουπο, σε γονυκλισία τα χρώματα

και πώς πεθαίνεις χωρίς το πράσινο εκ γενετής

Τα μάτια σου με τον κίτρινο λίβα,

καμένη σοδειά τα χρόνια που έζησα.

Ας φεύγει ο μικρός σκαντζόχοιρος, δε γλιτώνει

τ’ αγκάθια μεγαλώνουν ανάποδα.

 

Ήμερο βράδι

βελάζει σαν το χαμένο πρόβατο,

ζυγώνει στην πόλη κι αλλάζει προβιά,

σκύλος ή γάτα,

με την τρίχα ορθή

κάτω από τόσους τροχούς.

 

Τι γυρεύεις εδώ ψυχή τραυλή,

μακριά από τα βοσκοτόπια της πατρίδας.

Οι φίλοι πέφτουν από ψηλά μπαλκόνια

στο άσπρο μπαμπάκι που τους καταπίνει.


Τα άγρια και τα ήμερα,  [ΙΧ]

Φυσάει ένα άσπρο απ’ το νερόμυλο του πάππου μου. Γύρω κι άλλα δέντρα

ανθισμένα κι άλλο αλεύρι. Χιόνια που πέφτουν μαλακά στην ξυπνημένη γη.

Πάσχα, το μύριζες παντού. Δεν είχα πού να κρύψω τη χαρά μου, δάγκωνα

τρυφερούς κορμούς. Έφτανα κάποτε στη βρώμη λάμνοντας, να δω της

Πασχαλιάς τ’ αρνιά.

Ένα μεγάλο μάτι, το ’νιωθα, με κοίταζε κι ήταν θολό απ’ τα αίματα,

μπορεί απ’ τα σπλάχνα των αρνιών, μπορεί απ’ τα σπλάχνα του χασάπη. Πάντως

από τον ουρανό.

Μετά που έβρεχε βγαίναν βελάσματα σαν ερπετά στους θάμνους, στα

χορτάρια, έφευγε η μέρα η δίκαιη, γινόταν παρελθόν κι ούτε που το ’ξερα με

τι κοτσύφια, τι νερά, τι βόμβο θα με γέμιζε μετά από τόσα χρόνια. Φυσάει

ακόμη απ’ το νερόμυλο του πάππου μου, νομίζω κιόλας πως δυναμώνει τ’

άσπρο, καθώς απλοποιούνται σε οστά οι άνθρωποι που γέμιζαν κείνα τα

χρόνια!

Σε πλάθω λίγο λίγο κάθε νύχτα, Μιχάλης Γκανάς

-Αν είναι να μιλήσει κάποιος ας πει για την αγάπη

-Κλείνομαι μες στο σώμα μου τις νύχτες
κυοφορώντας το δικό σου σώμα.

Μα πώς να πλάσω μέλη που ποθώ
που βλέπω μα δεν άγγιξα ποτέ μου.

Τυφλός κι από τα δυο μου χέρια.

-Σε πλάθω λίγο λίγο κάθε νύχτα.

Έρχεται η μέρα και γκρεμίζομαι μαζί σου.

Ολόκληρη δεν θα σε δω ποτέ.

Ούτε θα σ΄ έχω. Κάθε φορά
πρωτόπλαστα τα μέλη σου και σκόρπια.

Έγινα παντοδύναμος για χάρη σου
δεν έγινα θεός.

Τι να την κάνω τόση παντοδυναμία
όταν απαγορεύεται το θαύμα.

ΑΠΟ ΧΑΔΙ ΣΕ ΧΑΔΙ

Από χάδι σε χάδι
έγινε βότσαλο.
Καμιά παλάμη δεν τη θυμάται.

ΕΤΣΙ ΗΤΑΝ Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΑΝΤΟΤΕ

Έτσι ήταν η Ελλάδα πάντοτε
ένας δίσκος με αντίδωρα.

Κανένας δεν τη χόρτασε.


. . .
Τι να σου κάνω χωρίς άσσο στο μανίκι
μέτριος παίχτης
που δεν μαθαίνει κιόλας απ’ τα λάθη του
όλο θυμάται όσα θα ‘πρεπε να ζει
κι όλο ξεχνάει να ζήσει

Η διάρκεια είναι πάθος.
Ένα πάθος που δεν βλέπεις στο σινεμά
γιατί οι ταινίες διαρκούν το πολύ δυό ώρες
κι όταν πέφτει το τέλος
η ζωή συνεχίζεται.
Ειρήσθω εν παρόδω όχι όπως θέλουμε
αλλά όπως μπορούμε.

. . .

Εγώ τον πόνο τον βαστώ την πίκρα την αντέχω
κλαίω γιατί σε ξέχασα και όχι που δεν σ’ έχω.

Μιχάλης Γκανάς


«Βλέπω το υφαντό του κόσμου να ξηλώνεται/αόρατο το χέρι που ξηλώνει και τρέμω»,

 «Μόνο το φίδι ξέρει τι σημαίνει να αλλάζεις το πετσί σου/γι' αυτό του περισσεύει το φαρμάκι»
  «κανείς δεν βγαίνει αλώβητος από τις μυλόπετρες της Ιστορίας».

ΕΡΓΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ-

Πληροφορίες γέννησης: 17 Ιανουαρίου 1944, Τσαμαντάς
Απεβίωσε: 12 Νοεμβρίου 2024, Αθήνα

Ο Μιχάλης Γκανάς γεννήθηκε στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας το 1944.

Το 1948 βρέθηκε στην Αλβανία και μετά στην Ουγγαρία μαζί με την οικογένειά του.

Επέστρεψε στη Ελλάδα το 1954.

Το χρονικό αυτής της περιπέτειας καταγράφτηκε στο πεζό Μητριά πατρίδα (Κείμενα, Αθήνα 1981).

Το 1962 κατέβηκε στην Αθήνα, για να σπουδάσει Νομικά, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του για λόγους βιοποριστικούς.

Βιβλιοπώλης για μια δεκαπενταετία στη «Δωδώνη», συνεργάστηκε αργότερα με την κρατική τηλεόραση ως επιμελητής λογοτεχνικών εκπομπών και σεναριογράφος.

Από το 1989 ως τη συνταξιοδότησή του το 2005 εργάστηκε ως κειμενογράφος σε διαφημιστική εταιρεία.

Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες, ενώ στίχοι του έχουν μελοποιηθεί από γνωστούς Έλληνες συνθέτες. Μετέφρασε τις Νεφέλες του Αριστοφάνη για το Θέατρο Τέχνης-Κάρολος Κουν (1991), τους Επτά επί Θήβας του Αισχύλου για το ΔΗΠΕΘΕ Πατρών (1994) και το Άσμα ασμάτων (Μελάνι, Αθήνα 2005).

Το 1994 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το βιβλίο του Παραλογή.

Περισσότερες πληροφορίες για το Μιχάλη Γκανά  ΕΔΩ





Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2024

Για ένα ''τίποτα'' του 'Ερωτα


Nύχτα βροχής και αγρύπνιας
Πως να ημερέψεις  το πέλαγος της καρδιάς
όταν μέσα σου ο άνεμος / φυλλορροεί / ψιθύρους
Η μνήμη να κεντρίζει τις αισθήσεις
Πως έγιναν όλα/ τίποτα; 
Κι όμως /αυτή η μνήμη του/ τίποτα
φτιαγμένη απο λυγμό και απόσταση / καίει το κορμί.

-Τι κάνεις ;
-Τίποτα
-Τι είπες; 
 -Τίποτα
-Τι θέλεις;
-Τίποτα 
-Τι σκέφτεσαι;
 -Τί-πο-τα 
Πως να τα συμπυκνώσεις όλα αυτά τα τίποτα
να γίνουν κάτι;
Τι;
Δεν ξέρω...
Εγώ θέλω να βλέπω το αίμα /κόκκινο και ζεστό
 να ρέει στην πληγή και να ξέρω γιατί...
Να μην πονώ/για ένα τίποτα;

Μείνε εδω, (είπες)
Ξάπλωσε κοντά μου και μη φοβάσαι/ τίποτα..
Εδώ κοιμάται ο 'Ερωτας
Αυτό το τίποτα έσπασε τη καρδιά μου
σε χίλια κομμάτια
'Ισως/τελικά/απο ένα τίποτα / γεννιέται /ο 'Ερωτας.
(Μαρία Λαμπράκη)

 

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2024

Αντώνης Σουρούνης- Κυριακάτικες ιστορίες


Τι μπορεί να λέει μια κυριακάτικη ιστορία; Με τις καμπάνες να χτυπούν από το ξημέρωμα, τα παρατεταμένα χασμουρητά, τις σκόρπιες εφημερίδες, τις ευωδιές από την κουζίνα και τη Δευτέρα να περιμένει έξω από το σπίτι μέχρι νά 'ρθει η σειρά της – τι μπορεί να λέει; Αν ήθελε να μιλήσει για τον εαυτό της ειλικρινά και ανυστερόβουλα, θα έπρεπε να το κάνει λέγοντας την ιστορία του Σαββάτου. Έτσι είναι αυτά τα πράγματα. Όπως όταν ήμασταν παιδιά και γράφαμε δευτεριάτικα στο σχολείο πώς περάσαμε την Κυριακή. Γράφαμε αναπολώντας την και προσμένοντάς την, επειδή πιστεύαμε πως η Κυριακή ήταν γεμάτη παιχνίδι για μας και γεμάτη γέλιο για τους μεγάλους. Το μικρό μας μπόι μάς εμπόδιζε να δούμε μέχρι τον πάτο της ημέρας. Όταν γίναμε κι εμείς μεγάλοι, διαπιστώσαμε ότι οι Κυριακές δεν είναι γεμάτες από χαρά, όπως νομίζαμε, αλλά μισογεμάτες, γιατί από τα μισά και κάτω είναι φορτωμένες μελαγχολία.

Αυτές οι Κυριακάτικες ιστορίες γράφτηκαν σχεδόν όλες για την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία και τη Μακεδονία της Κυριακής. Και γράφτηκαν όλες Δευτέρα πρωί – τελευταία μέρα παράδοσης του κειμένου. Λες και ήμουν πάλι στο σχολείο. Ίσως γι' αυτό πολλές μιλάνε για παιχνίδι, όπως τότε που ήμουν μικρός, και άλλες είναι γεμάτες με γέλιο και μελαγχολία, αφού σήμερα είμαι πια μεγάλος.
ΠΗΓΗ
Κυριακάτικες ιστορίες (απόσπασμα)
Ο Οκτώβριος είναι ο μήνας που τοποθετεί τα ορόσημα στη ζωή μου. Οκτώβριο πρωτομπήκα σε τρένο για να πάω στη Γερμανία, Οκτώβριο επέστρεψα, Οκτώβριο πρωτοπαντρεύτηκα, Οκτώβριο χώρισα — όχι τον ίδιο, τον επόμενο. Οκτώβριο πήγα στο στρατό, Οκτώβριο απολύθηκα. Οκτώβριο με συναντάει ο έρωτας συνήθως και Οκτώβριο μ’ εγκαταλείπει. Και όλ’ αυτά το τελευταίο δεκαήμερό του. Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει έτσι, αλλά πολλές φορές έχω την εντύπωση ότι ο μήνας αυτός έχει κηδεμονέψει τη ζωή μου. Η αλήθεια είναι ότι πρώτος εγώ του έδειξα συμπάθεια και αδυναμία. Τον περίμενα πώς και πώς για να δω την πόλη μου να χαίρεται.
Ξεφύλλιζα το ημερολόγιο στον τοίχο κι όταν έδειχνε 26, Δημητρίου μεγαλομάρτυρος του Μυροβλήτου, η Θεσσαλονίκη σημαιοστολιζόταν, οι καμπάνες χτυπούσαν και το μισό μου σόι γιόρταζε. Τη μέρα αυτή έτρωγα όλο γλυκά και άκουγα τους μεγάλους να δίνουν ευχές ο ένας στον άλλο. Ούτε μάλωναν ούτε βρίζονταν μεταξύ τους. Ο Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλήτης τους ένωνε όλους και τους συσπείρωνε μέσα από το υπόγειο της μεγάλης εκκλησίας, εκεί όπου υπήρχε το λείψανό του και περιμέναμε στην ουρά να το προσκυνήσουμε.

«Τα μάτια σου στα κάστρα», μου ’λεγε η γιαγιά μου πρωί πρωί. «Τέτοια μέρα φέρνει βόλτες καβάλα στ’ άλογό του. Αν είσαι καλό παιδί, θα τον δεις».

Προσπαθούσα να ’μαι όσο καλύτερο παιδί μπορούσα εκείνη την ημέρα και κάθε τόσο κοιτούσα στα κάστρα της πόλης, μήπως και τον δω να τα περιδιαβάζει καβάλα στ’ άλογό του, εξακολουθώντας να προστατεύει εμάς και την πόλη του από τους εχθρούς μας. Σήμερα είμαι βέβαιος ότι τον είχα δει. Αν αυτό έγινε στην πραγματικότητα ή στην παιδική μου φαντασία, ελάχιστη σημασία έχει. Άλλωστε ξέρω και πολλούς άλλους από την εποχή εκείνη που επίσης τον είδανε όπως κι εγώ.

Προτού τελειώσει αυτή η γιορτή, άρχιζε η άλλη. Το έδαφος της πόλης ταρακουνιόταν από τα τανκς και ο ουρανός βούιζε από τ’ αεροπλάνα. Οι σημαίες εξακολουθούσαν να κυματίζουν σε αυλές και μπαλκόνια. Ψηλά από το Γεντί Κουλέ το κανόνι βροντούσε, για να θυμίζει στους καλούς το καλό και να προειδοποιεί τους κακούς για το κακό. Ο πατέρας μου έκλαιγε χαϊδεύοντας το πόδι του, που χάλασε στο αλβανικό μέτωπο. Ο στρατός έκανε παρέλαση, τα σχολεία έκαναν παρέλαση, τα κορίτσια το ίδιο, οι κάτοικοι της πόλης, εγώ έκανα παρέλαση. Μια φορά μάλιστα με πηλήκιο Γυμνασίου και μια άλλη με κράνος και τουφέκι.

ΟΧΙ. Η λέξη ΟΧΙ επικρατούσε και βασίλευε αυτή τη μέρα. Την άκουγες από τα στόματα των μαθητριών, των δασκάλων, των στρατηγών, των πολιτικών. ΟΧΙ λοιπόν. ΟΧΙ στον εχθρό μας, ΟΧΙ στον κατακτητή μας, ΟΧΙ στον επιβολέα μας, ΟΧΙ σ’ αυτόν που στήνει σκαλωσιά γύρω απ’ τα κάστρα μας. Ήταν μια μέρα που οι μεγάλοι γίνονταν γίγαντες κι εγώ μεγάλος. Πώς μπορεί, αναρωτιόμουν, μια τόσο μικρή λεξούλα ν’ αλλάζει τόσο πολύ τους ανθρώπους και να τους μονοιάζει; Και γιατί δεν την έλεγαν κάθε μέρα, ώστε να είναι πάντα έτσι περήφανοι; Τι έλεγαν όλες τις άλλες μέρες, ΝΑΙ έλεγαν; Και καλά, ας πούμε ότι δεν υπάρχουν πια εξωτερικοί εχθροί, εσωτερικοί δεν υπάρχουν; Τη λέξη ΟΧΙ την άκουγες ολημερίς από το ραδιόφωνο, την έβλεπες γραμμένη στους τοίχους, ακόμα και στον ουρανό την έβλεπες γραμμένη, καθώς την έσερναν πίσω τους μικρά αεροπλάνα.

Την έσερνα κι εγώ χρόνια ολόκληρα παντού όπου πήγαινα, πότε πίσω μου, πότε μπρος μου. Μπορεί να πονάει το ΟΧΙ, μπορεί να σε απομονώνει και να σε αποξενώνει, αλλά είναι το πετραδάκι που θα χτίσει σιγά σιγά την αξιοπρέπειά σου. Και θα ετοιμάσει το δρόμο για το ΝΑΙ, που όταν το λες πια, ίσως βλέπεις και τον καβαλάρη να περιδιαβάζει τα κάστρα της πόλης σου, που μπορεί να είσαι κι εσύ ο ίδιος αυτός.


O Aντώνης Σουρούνης (1942-2016) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Όταν τελείωσε το γυμνάσιο, έφυγε για τη Γερμανία, όπου είχαν ήδη μεταναστεύσει όλοι του οι συγγενείς. Mετά από μερικά εξάμηνα σε γερμανικά και αυστριακά πανεπιστήμια, διέκοψε τη φοίτησή του και ταξίδεψε δουλεύοντας. Εργάστηκε από τραπεζικός υπάλληλος μέχρι ναυτικός και από ho­tel boy μέχρι επαγγελματίας παίκτης ρουλέτας.

Έγραψε σε όλα τα είδη του πεζού λόγου. Έργα του μεταφράστηκαν σε διάφορες γλώσσες.

Για το μυθιστόρημά του Ο Χορός των Ρόδων (1994) τιμήθηκε με το Κρατι­κό Βραβείο Μυθιστορήματος και για το βιβλίο του Το μονοπάτι στη θάλασσα (2006) με τα Βραβεία Μυθιστορήματος των περιοδικών Διαβάζω και Να ένα μήλο.

Σελίδα συγγραφέα/ εδω

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2024

Xινοπωρινό Σχεδίασμα-- Τέλλος 'Αγρας- Ποιήματα

Ah! nuees accourues des cotes de la Manche,
                    Vous nous avez gate notre dernier dimanche.
                                LAFORGUE


Mε χωρίς φωτοχυσίες, μ' ολίγους ήχους
βρέχει, «επί δικαίους και αδίκους»...
βρέχει στην πλατεία, στη φυλακή,
– οικουμενική βροχή, ευαγγελική.

Bρέχει στα βαγόνια (ώ ευθυμία)
που γυρνάνε απ' τα Nοσοκομεία·
και στις προφητείες του Kαζαμία
(«τροπή του καιρού προς νότον... τρικυμία...»).

Bρέχει στα νερά, βρέχει στα φύτρα,
βρέχει στις γαζίες σου, μαθήτρα!
Bρέχει– τυπικά, και δίχως σημασία...
Bρέχει στις μαθήτρες σου, γαζία!

Στου κενού τον κύκλο κατεβαίνει
της βροχής σου η συνεφαπτομένη...
Στ' ουρανού τη μάταιην αγκαλιά
τρίγωνα, τα εξόριστα πουλιά.

Xινοπωρινές Iσημερίες
(ώ οι βροχές, ώ οι τριγωνομετρίες!).
Kαι να μη μπορώ (με συγχωρείς)
να σου μάθω εκείνα που απορείς.

Bρέχει, Kυριακή... Kανείς, κανείς,
άλλο από «γνωστούς» και «συγγενείς»...
Kρίμας τη χαρά, κρίμας τη σχόλη!
Δεν έχει σεργιάνι στο περβόλι,

που θα παγαινόρχεται, σκυφτός,
στο σταχτί το μουσαμά του A υ τ ό ς !

(από το Eπιλογή απ' τα Ποιήματα, Eρμής 1996)

Πᾶν-Τέλλος Αγρας

Σώπα! Ὧρες-ὧρες, δὲν ἀκοῦς, βαθιὰ ἀπ᾿ τὸ περβόλι;
Θρηνοῦν οἱ ἀγροτικοὶ θεοὶ τὴν πράσινή τους σκόλη,
γιὰ εἶν᾿ οἱ φλογέρες ποῦ γλυκὰ λαλοῦν ἡ μιὰ στὴν ἄλλη;

(Στὶς στέρνες εἶναι ἡ ὄψη σου, Χινόπωρο, καὶ πάλι!)

Ὡστόσο χτὲς -ἡ ξαστεριὰ δὲ μ᾿ εἶχε ξεπλανέσει-
τὸν εἶδα: δρόμο γύρευε στῶν ἀμπελιῶν τὴ μέση:
τὸ μαδημένο του ἔτρεμε στὴ ράχη τὸ τομάρι,
κι ἐστάθη· ἀπάνω χάραζε καλόβουλο φεγγάρι.

Ξάφνω, τ᾿ αὐτὶ ἔστησε μακριά, στὴν αὔρα ποὺ διαβαίνει,
μ᾿ ἀκοὴ καὶ μάτια μίαν ἠχὼ ζητώντας νεκρωμένη.
Ἦταν ἡ ὥρα ποὺ ἡ νυχτιὰ στὴν παγωνιὰ μουδιάζει.

Κι εὐτὺς τὴ σύριγγά του ἁρπάει, στὰ χείλη του τὴ βάζει...

Παράτονος, μὰ γλυκερός, μῖσος πνιχτὸ στὰ γέλια,
ὁ ξωτικὸς σκοπὸς κακὸ φυσοῦσε ἀπὸ τ᾿ ἀμπέλια,
γοερὸς σκοπός, καὶ σκόρπισεν ἄγνωρη ἀνατριχίλα...

Μὰ νὰ χορέψουν σήκωσε τὰ πεθαμένα φύλλα!

Σπιτικό περιβόλι-

Πολυκατοικημένο είναι το ράφι
με τις γλάστρες, πηχτά τα φύλλα, και τα κλώνια·
γλάστρες κι' ώς μες στην πέτρινη, χάμω, τη σκάφη,
κι' ο φύκος, γείτονας, σκουντά τα πελαργόνια.

Το μούσκλο, βελονιά τη βελονιά, και βρίσκει
παντού την κούφια ρίζα να κατασκεπάζη.
Δες, κ' η φραγκοσυκιά που τρέμουν της οι δίσκοι,
ξωτική σάρκα αγκαθερή, πράσινη, μοιάζει.

Κ' έξαφνα, κάπου εδώ στα χόρτα, ή σαν πιο πέρα,
φύσημα ολίγο κίνησε να τα πειράξη:
εσύγχυσε αλαφρά τον άθυμον αέρα.
Χαλάει τα φύλλα, βιάζεται, χαλάει την τάξη,

κ' η σταχτερή, η περπατημένη η πρασινάδα,
το μελαγχολικό κορίτσι που διαβάζει,
τα ημερινά τα μάρμαρα, η περιπλοκάδα,
το σπιτικό περιβολάκι, συννεφιάζει.

Μυριστικά, ποτιστικά γύρω απ' τη βρύση,
παράταιρα, εσυγκλίναν– κ' εξανακαθήσαν·
κάτι ξένο σα νάρθε να συγκατοικήση·
και μια φούχτα σπουργίτια ομόγνωμα εσκορπίσαν...

Μα έλειψε κι' όλας. Μα ήτανε μια απάτη ακόμα,
μούχρωμα–κ' έλυωσε, κ' ίσκιος απλής ημέρας.
Για τη σάρκα πικρός, αχ! πικρός κι' ώς το στόμα,
του πρωτοχινοπώρου πέρασεν ο αγέρας...
Τέλλος 'Αγρας

Τέλλος Ἄγρας (1899-1944): ποιητὴς καὶ κριτικός (φιλολογικὸ ψευδώνυμο τοῦ Εὐαγγέλου Λ. Ἰωάννου)

«Λυρισμὸς εἶναι ὁ δρόμος ποὺ φέρνει ἀπὸ τὸ χειροπιαστὸ στὸ ἄπιαστο, ἀπὸ τὴν ὕλη στὸ μυστήριό της, ἀπὸ τὸ πρᾶγμα στὴν Ἰδέα. Μά... καὶ τὸ ἀντίθετο!»

Ο Τέλλος Άγρας (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ευάγγελου Ιωάννου) γεννήθηκε στην Καλαμπάκα το 1899. Από το 1911 άρχισε να γράφει τακτικά στη στήλη συνεργασίας συνδρομητών της Διάπλασης με το ψευδώνυμο Τέλλος Άγρας. Η πρώτη του ποιητική δημοσίευση ήταν ο Βράχος. Η συνεργασία του με τη Διάπλαση των Παίδων συνεχίστηκε συστηματικά και ο συνολικός όγκος των νεανικών δημοσιευμάτων του υπήρξε πολύ μεγάλος. Η πρώτη επίσημη παρουσία του στις στήλες της Διάπλασης σημειώθηκε τον Μάη του 1916 με το πεζογράφημα Αποχαιρετισμός. Τη μέρα της Απελευθέρωσης της Αθήνας από τους Γερμανούς ναζί χτυπήθηκε από μια αδέσποτη σφαίρα στον αστράγαλο. Μεταφέρθηκε στον Ευαγγελισμό όπου πέθανε τον Νοέμβρη του 1944.

Ο Τέλλος Άγρας τοποθετείται στους Έλληνες ποιητές του μεσοπολέμου, τους λεγόμενους νεορομαντικούς ή παρακμιακούς (Καρυωτάκης, Κλέων Παράσχος, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Κώστας Ουράνης κ.α.). Το ποιητικό του έργο είναι αποτέλεσμα δημιουργικής αφομοίωσης του πνεύματος του γαλλικού συμβολισμού και αισθητισμού αλλά και της ελληνικής ποιητικής παράδοσης από το δημοτικό τραγούδι ως τον Ιωάννη Πολέμη, τον Κωστή Παλαμά, τον Μιλτιάδη Μαλακάση και τον Κωνσταντίνο Καβάφη.
Κινήθηκε στα πλαίσια της εσωτερικότητας, της μελαγχολίας, της νοσηρότητας και της απαισιοδοξίας των συγχρόνων του, υιοθέτησε την ειδυλλιακή ενατένιση του παρελθόντος, ωστόσο παράλληλα χάρη στη βαθιά πνευματική του καλλιέργεια αρνήθηκε να παραδοθεί στην απελπισία και αγωνίστηκε να κρατηθεί από την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Πρέπει τέλος να σημειωθεί η αξία του κριτικού του έργου που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη οξυδέρκεια, ευαισθησία, βαθιά γνώση της φιλοσοφίας και επαρκή ενημέρωση για τις σύγχρονές του ευρωπαϊκές θεωρίες της λογοτεχνίας και τον τοποθετεί στην πρωτοπορία της νεοελληνικής κριτικής σκέψης.