Σελίδες

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2025

Θυμάμαι... (Μαρία Λαμπράκη)

Θυμάμαι...
Άπλωνε δίχτυα το φεγγάρι
αποθερίζοντας
τα τελευταία ίχνη
 του Καλοκαιριού
πάνω σε νωπά βήματα
στην βρεγμένη άμμο

Ο φλοίσβος των κυμάτων
ένα τραγούδι σιγανό
και συνάμα
Ερωτικό
Θυμάμαι...
Στεκόμουν στην άκρη
 της θάλασσας
αναδυόμουν μέσα σ' όνειρο
ως να έπαυα να υπάρχω

Είχα την αίσθηση...
Εκεί συναντηθήκαμε
 κοιτώντας με
ίσως, είναι το βλέμμα σου
το μόνιμο μου όνειρο

Γεμίζει με φως η ψυχή μου
αυτό το βλέμμα αναζητώ
ανάμεσα σε τόσα άλλα
Για να μου πει:
<<εγώ σε περίμενα.
 Πάντοτε σε περίμενα.>>

(Μαρία Λαμπράκη)




Δευτέρα 2 Ιουνίου 2025

Μιροσλάβ Χόλουμπ -Miroslav Holub-Ποιήματα

Παρ’ όλον ότι ένα ποίημα γεννιέται όταν δεν μένει
τίποτ’ άλλο να γίνει, παρ’ όλον ότι ένα ποίημα είναι
μια τελευταία προσπάθεια να μπει κάποια τάξη όταν
δεν μπορεί κανείς να υποφέρει άλλο την αταξία,
παρ’ όλον ότι χρειαζόμαστε τους ποιητές πιο πολύ
όταν χρειαζόμαστε επίσης πιο πολύ την ελευθερία,
την βιταμίνη C, τις επικοινωνίες, τους νόμους και την
θεραπεία της υπέρτασης,
παρ’ όλον ότι το να ‘σαι καλλιτέχνης σημαίνει
αποτυχία και τέχνη σημαίνει αφοσίωση στην
αποτυχία, όπως λέει ο Σάμουελ Μπέκετ,
ένα ποίημα δεν είναι από τα τελευταία αλλά απ’ τα
πρώτα πράγματα του ανθρώπου.

*Μετάφραση: Βασίλης Καραβίτης

foto by  Ivica Rajcic

Μιροσλάβ Χόλουμπ, Παραμύθι                             

Έχτισε το σπιτάκι του
τα θεμέλιά του
τις πέτρες του
τους τοίχους του
τη στέγη του
το τζάκι του και τον καπνό
τη θέα του απ’ το παράθυρο.

Έφτιαξε τον κήπο του
το φράχτη του
το θυμάρι του
το σκουλίκι του
τη βραδινή δροσιά του.

Ξεχέρσωσε
ένα κομμάτι ουρανό πάνω απ’το κεφάλι του.

Και τύλιξε τον κήπο μες στον ουρανό
το σπίτι μες στον κήπο
κι όλα μαζί σ’ένα μαντήλι

και βγήκε μόνος
σαν αρκτική αλεπού
στην παγερή
ατέλειωτη
βροχή
μέσα στον κόσμο.

(μετφρ.Σπύρος Τσακνιάς)


Μίροσλαβ Χόλουμπ, Η γάτα

‘Εξω ήταν νύχτα

σαν βιβλίο χωρίς γράμματα.

Και το αιώνιο σκοτάδι

έφτανε μέχρι τ’ άστρα μεσ’ απ ‘το κόσκινο της πολιτείας.

Της είπα

μη φύγεις

μονάχα θα παγιδευτείς

και θα σου κάνουν μάγια

και μάταια θα υποφέρεις.

Της είπα

μη φύγεις

γιατί ν’αποζητάς

το τίποτε;

‘Ομως το παράθυρο ήταν ανοιχτό

κι έφυγε,

μια μαύρη γάτα μες στη μαύρη νύχτα,

διελύθη,

μια μαύρη γάτα μες στη μαύρη νύχτα

εντελώς διελύθη

κι έκτοτε κανείς δεν την ξανάδε.

Μήτε κι η ίδια τον εαυτό της.

Αλλά μπορείς να την ακούεις

κάποτε,

όταν είναι γαλήνη

και υπάρχει ένας βόρειος άνεμος

και με προσοχή ακροάζεσαι

τον εαυτό σου.

~μτφρ. Γιώργος Χριστοδουλίδης~

Love-Miroslav Holub

A hundred miles
from wall to wall.
An eternity and a half of vigils
blanker than snow.

Tons of words
old as the tracks
of a platypus in the sand.

A hundred books we didn't write
A hundred pyramids we didn't build.

Sweepings.
Dust.

Bitter
as the beggining of the world.

Believe me when I say
it was beautiful.

[Αγάπη] του Μιροσλάβ Χόλουμπ

Δυο χιλιάδες τσιγάρα. 
Εκατό μίλια από τοίχο σε τοίχο. 
Μια αιωνιότητα και μισή 
από ολονυκτίες πιο λευκές κι από χιόνι. 
Τόνοι λέξεων παλιές 
σαν ίχνη πλατύποδα στην άμμο. 
Εκατό βιβλία που δεν γράψαμε. 
Εκατό πυραμίδες που δεν χτίσαμε. 
Σκουπίδια. 
Σκόνη. 
Πικρή σαν την αρχή του κόσμου. 
Πιστέψτε με όταν λέω ήταν όμορφη. 

[μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός]

Dreams Poem by Miroslav Holub

They sap man's substance
as moon the dew.
A rope grows erect
from the crown of the head.
A black swan hatches
from a pebble.
And a flock of angels in the sky
is taking an evening class
on the skid pan.

I dream, so I dream.
I dream
that three times three is nine,
that the right-hand
rule applies;
and when the circus leaves
the trampled ground will
once more overgrow with grass.

Yes, grass.
Unequivocal grass.
Just grass.


Η πόρτα, Μίροσλαβ Χόλουμπ

Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.

Μπορεί απ’ έξω εκεί να στέκει

ένα δέντρο, ένα δάσος,

ένας κήπος

ή μια πόλη μαγική.

Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.

Μπορεί να είναι το σκυλί που ψαχουλεύει.

Μπορεί να δεις κάποια μορφή,

ή ένα μάτι,

ή την εικόνα

μιας εικόνας.


Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.

Αν είναι η καταχνιά

θα καθαρίσει.

Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.

Κι αν είναι μόνο η σκοτεινιά

που θορυβεί

κι αν είναι μόνο κούφιος άνεμος

κι αν

τίποτα

δεν είναι

έξω εκεί,

πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.

Τουλάχιστον

θα γίνει

κάποιο

ρεύμα.

μτφρ. Σπύρος Τσακνιάς

ΧΩΡΟΧΡΟΝΟΣ-Μίροσλαβ Χόλουμπ

Όταν εγώ μεγαλώσω κι εσύ μικρύνεις
τότε
(στη θεωρία του Καλούζα η πέμπτη διάσταση
παρουσιάζεται ως κύκλος
συνδεόμενος με κάθε σημείο
του χωροχρόνου)
-τότε, όταν πεθάνω, δε θα ζήσω ποτέ ξανά;
Ποτέ.
Ποτέ ποτέ;
Ποτέ ποτέ.
Ναι, αλλά ποτέ ποτέ ποτέ;
Όχι… όχι ποτέ ποτέ ποτέ
απλώς ποτέ ποτέ.
Πραγματοποιήσαμε λοιπόν
μια μικρή οικογενειακή συνεισφορά
στο κβαντικό πρόβλημα της υπερβαρύτητας των ένδεκα διαστάσεων.

(μετάφραση: Δημήτριος Μουζάκης)

Ο Μίροσλαβ Χόλουμπ (1923-1998) υπήρξε ένας από τους κορυφαίους ποιητές της νεότερης τσεχικής ποίησης. Ο Ted Hughes δε τον χαρακτήρισε «έναν από τους πέντε ή έξι σπουδαιότερους ποιητές του 20ού αιώνα».

Η κλασική του παιδεία συνδυάζεται με τη γνώση των φυσικών επιστημών, της ιατρικής,της φιλοσοφίας, της ιστορίας της επιστήμης και το λαμπρό ποιητικό του ταλέντο. Στο πρόσωπο του Χόλουμπ συναντούμε τη ξεχασμένη αρχαιοελληνική αντίληψη για τη διεπιστημονικότητα και τη συνύπαρξη της τέχνης και της επιστήμης. Ο διακεκριμένος γιατρός Χόλουμπ συναντά τον ποιητή Χόλουμπ, και ο ποιητής τον φιλόσοφο Χόλουμπ: το ιατρικό λεξιλόγιο εμπλέκεται με τον ποιητικό λόγο, η λογική με το συναίσθημα, το σκεπτικισμό και την ειρωνεία, η συστηματικότητα, η έρευνα και η επιστημονική πειθαρχία με την άρνηση να ακολουθήσει στεγανά και να υποταχθεί στους ισοπεδωτικούς μηχανισμούς του καθεστώτος.

Μια άλλη πτυχή της ποίησης του Χόλουμπ είναι ο πολιτικός της χαρακτήρας. Βίωσε από πρώτο χέρι, αρχικά, τον αυταρχισμό του ναζισμού και εν συνεχεία την ανελευθερία της σταλινικής εκδοχής του σοσιαλισμού. Λόγω της άρνησής του να εγγραφεί μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, αλλά και του οχληρού για το καθεστώς έργου του, έζησε ως πολίτης δεύτερης κατηγορίας: του αφαιρέθηκε για χρόνια η δυνατότητα να ταξιδέψει στο εξωτερικό, απολύθηκε από τη θέση του στην Ακαδημία, ενώ για περισσότερο από μια δεκαετία (από το 1971 έως το 1982) δεν του επιτρεπόταν να εκδώσει κείμενά του. 
Εξαιτίας αυτών, συχνά η ποίησή του λειτουργεί ως φορέας πολιτικών μηνυμάτων, συνήθως με τρόπο υπαινικτικό, καταφεύγοντας σε μοτίβα δανεισμένα από τη μυθολογία και την Ιστορία, προκειμένου να συνομιλήσει κριτικά με την εποχή της.


Κυριακή 13 Απριλίου 2025

Ποιήματα -Βύρων Λεοντάρης-Από τη συλλογή: Ψυχοστασία


 Κλειστό είναι το ανοιχτό βιβλίο που κρατάς.
Αλλιώς θα ανοίξει.
Όπως ανοίγει σφαλιστή δίφυλλη πόρτα. Από τη μέση.
Στο στάχωμά τους θα χωρίσουνε τα φύλλα
και με τις έξω άκρες τους στα δάχτυλά σου τρίζοντας
αργά σαν σε ρεζέδες θα περιστραφούν.
Και τότε είναι πού θα διαβάσεις το κενό
- γιατί, ποιο άνοιγμα χωρίς κενό;
Έτσι κι όταν ανοίγω την ψυχή μου.
Για το κενό του ανοίγματος και μόνο.
Όλα τ' άλλα είναι γνωστά. Σαν "ανοιχτό" βιβλίο. [Από την έκδοση]


"Το αίμα της άνοιξης" Βύρων Λεοντάρης

Ετούτη η άνοιξη έχασε πολύ αίμα
Άνοιξη όλο καρδιά
Άνοιξη όλο ξεκίνημα
Ετούτη η άνοιξη πληγώθηκε βαριά
– νιότη μας έχασες πολύ αίμα ......
Άνοιξη όλο ξαστεριά
άνοιξη όλο στήθος,
γενναία μας άνοιξη, πληγώθηκες βαριά
-νιότη μας έχασες πολύ αίμα.

Μάτωσαν όλες οι αυγές, βαρύνανε τα αρώματα,
τρομάζει ο άνεμος, τινάζεται-
αίμα μπρος και πίσω του, αίμα παντού-
δεν ξέρει πια που να καλπάσει
ετούτη η άνοιξη πληγώθηκε βαριά
-νιότη μας έχασες πολύ αίμα…

Μάτωσαν όλες οι αυγές
βαρύνανε τα αρώματα,
τρομάζει ο άνεμος,
τινάζεται ο άνεμος,τινάζεται-
αίμα μπρος και πίσω του, αίμα παντού-
δεν ξέρει πού να καλπάσει...
ετούτη η άνοιξη πληγώθηκε βαριά
-νιότη μας έχασες πολύ αίμα.

Είδαμε ουρανούς θολούς από χειρονομίες απελπισίας,
ημέρες πιο σπαραχτικές
κι από το πρόσωπο τρελού παιδιού,
βαδίσαμε στην άμμο , που βουλιάζει,
ήρθαν πειρατικά στη χώρα της καρδιάς
- πολλά χέρια χαθήκαν μέσα στα απ' τα δικά μας,
πολλά γράμματα μείνανε χωρίς απάντηση,
γράμματα που ,άσπρες πυρκαγιές εξόριστες ,
περιδινούνται στο πέλαγος της πίκρας.

Όμως παλέψαμε σκληρά ,
για να μη γίνουμε του πόνου παίγνια,
για να μην πούμε : " Φτάνει πια,
αρκετά βασανίστηκε ο άνθρωπος στη γη.
Τώρα ας χαθούμε .

Ας παραδώσουμε την ελπίδα στον όλεθρο
κι ας συντριφτεί το μέτωπό της στα παγωμένα σκαλοπάτια των μνημείων
κι ας σαλπίσει υποχώρηση το θάρρος"
Για να μην πούμε : " Φτάνει πια,
τώρα ας χαθούμε , ας μη γεννούμε άλλα παιδια",
για να μην πούμε :
" Φτάνει πια"
και μείνουν οι οχιές να γεννούν οχιές,
τα τέλματα να ξερνούν τέλματα,
και δεν είναι πια στόματα να φιλιούνται
και δεν είναι πια δάχτυλα να παρηγορούν,
βήματα να θροΐζουν την άνοιξη,
μα μοναχά τα σύννεφα να βήχουν,
μα μόνο τα παράλυτα βουνά
κι οι φρικαλέες χειρονομίες των κεραυνών
και σαν κουφοί, ακατάληπτα,
νεκροταφεία να μιλούν με νεκροταφεία…
γι' αυτό παλέψαμε σκληρά.

Ποιος έχει τώρα δάχτυλα να λογαριάσει,
χείλια να τραυλίσει,
τι χάσαμε και τι κερδίσαμε;
Όρθιοι, με ακόπαστη μανία της ομορφιάς στο πρόσωπο,
Αλύγιστοι καταμεσί στη θύελλα καταχτήσαμε
την αστραπή της δύσκολης ελπίδας.”

*Από τη “Ψυχοστασία”, εκδ. Ύψιλον


Της Άνοιξης και του Πολέμου-Βύρων Λεοντάρης

I

Δεν ξεχωρίζω πια τον ερχομό σου από την άνοιξη
Το βάδισμά σου απ’ το άνοιγμα των λουλουδιών
Τη νιότη από το χαμόγελό σου.
Δεν ξεχωρίζω το κορμί σου απ’ των περιβολιών το θρόισμα
Την αφή σου απ’ την αφή όλου του κόσμου
Τη γεύση σου απ’ τη γεύση των τρικυμισμένων μυστικών.
Δεν ξεχωρίζω πια τα μάτια σου
Μάτια; Ουρανός; Θάλασσα; Αστέρια;
– δεν ξεχωρίζω πια
Εσπαταλήθηκες πολύ μες στη ζωή μου.

III

Έξω από το χαράκωμα της μοίρας
Στόμα του τριαντάφυλλου
Μάτια της βροχής
Δάχτυλα που δεν έχουν αδερφούς
Και αδερφές στον κόσμο
Σφίγγουν τα ηνία του χαμόγελου, καθώς
Το αίμα στο χαράκωμα του ορίζοντα σαλπίζει
Σιωπητήριο καρδιάς.

VI

Πάθος ανθρώπινο
Δε γιατρεύεται τούτη η ομορφιά
Λουσμένη σε πληγές και ηφαίστεια…
Άνοιξη, άνοιξη!…κι αχ, δε γιατρεύεται
Τούτη η ελπίδα της ζωής, η ελπίδα της αγάπη…

Βύρων Λεοντάρης-Ψυχοστασία

Να ‘χυνες τα χέρια σου

μέσα σ’ αυτή τη φοβερή πληγή

ν’ απίθωνες μιαν υγρασία φιλιού στο μέτωπό μου

μ’ ένα χαμόγελο να μου έπλενες τα μάτια

κόρη με τα χρυσάνθεμα μαλλιά

χέρια από αγιόκλημα/αίμα πνιγμένο μες στα γιασεμιά

άνοιξη ανάμεσα στα χέρια της Αγάπης

Να ‘σκυβες με μια θάλασσα φτερούγα πάνω μου

Θα σε κρατούσα σαν φλύαρο νερό στις φούχτες μου

σαν φυλλωσιά από άστρα.

Θ’ ανέμιζα, έπειτα, το φόρεμα της αστραπής σου στον κόσμο

κατάματα στο θάνατο προτού χυθώ

βροχή απ’ τα μάτια μου στα μάτια σου

βροχή απ’ το σώμα μου στο σώμα σου…

Έπειτα θα μπορούσα ακόμα και να σε ξεχάσω

αίμα πνιγμένο μες στα γιασεμιά

Ανοιξη στα χέρια της Αγάπης.

Μα έχεις και συ ανάμεσα στα φρύδια/την ίδια σπαθιά πίκρας

τον ίδιο κόμπο υπομονής στα χείλη σου δαγκώνεις

καίει τα χέρια σου ο ίδιος λυγμός τιμόνι-Πρόσεχε!

Τρέμεις σαν δάκρυ σε βασανισμένο βλέφαρο

η κόμη σου αντηχεί στον άνεμο-μια μυρουδιά δαφνόφυλλου

υποφέρεις από νιότη….

Έχεις και συ την ίδια ουλή ανάμεσα στα φρύδια.

ακόμα ένα βουνό, ακόμα ένα βάλτο

να πηδήσουμε κι αυτό το κύμα

να περάσουμε κι αυτή τη πτυχή αηδίας

ακόμα ένας χειμώνας, ακόμα μια άνοιξη

ακόμα ένας σφυγμός

Τα χέρια σου μυρίζουνε τα μανταρίνια όλης της γης

συνωμοσία χαμόγελου ξυπνάει στο πρόσωπό σου.

Δε θα βουλιάξεις! Στις κακοτοπιές

ένας ήλιος σε κρατάει από τις μασχάλες.

~Ψυχοστασία, εκδ. Ύψιλον~

 Βύρων Λεοντάρης…«Λεηλασία

Αλίμονό σου, όταν αρχίσεις να ξεκόβεις απ’ τον πόνο του αδερφού σου,
κι απογυρνάς το βλέμμα απ’ τις πληγές, που σε φωνάζουν

και εξοικειώνεσαι με τη ζωή που ζουν τα τέρατα,
κι αρχίζει το ασυμβίβαστο να συμβιβάζεται
και το απαράδεχτο να μοιάζει βολικό
κι αρχίζει η αλήθεια μέσα σου να σώνεται και να ‘ρχεται το ψέμα
σιγά σιγά, όπως η μέρα γίνεται σκοτάδι
όπως το καλοκαίρι γίνεται χειμώνας.

Αλίμονό σου, όταν το δύσκολο σου γίνει βαρετό
κι αβέρτα ρίχνεις δίκιο στους αδίκους κι αρχινάς ν’ ανακαλύπτεις
σοφίες κι ομορφιές μες στα ξεράσματα της πλήξης,
ιδανικά μες στο βυθό της αηδίας
και λες, και λες και λες…

Όταν πια δε σου φαίνονται και τόσο δύσκολα τα πράγματα
η ζωή, ο έρωτας, ο ύπνος,
όταν τριγύρω μαχαιρώνουνε τη Νύχτα
κι οι λόφοι στηθοδέρνονται,
όταν παχύνουνε τα χείλια σου τόσο πολύ, που να μπορούν
να πουν: «Κατέστην ευτυχής», αλίμονό σου.

Γιατί όλοι αυτοί, που σε τριγύριζαν,
γιατί όλοι αυτοί που σε χάιδευαν,
άλλα γυρεύουν τώρα, άλλα απαιτούν
-τώρα σε θέλουν τέλεια δικό τους.

Γιατί αυτοί, που απ’ την αρχή καλά το ήξερες,
τώρα περνούν τα σύνορα,
γιατί η λεηλασία σου άρχισε – τώρα τι θα κάνεις,
τι θα κάνεις , τώρα που πια δε μένει παρά ένα βήμα ακόμα μοναχά,
για να συρθείς και να συνάψεις τη «συμμαχία» που σου ζητούν,
την τρομερή κι επαίσχυντη και μάταιη συμμαχία με το θάνατο;

Βύρων Λεοντάρης, Ψυχοστασία, Ύψιλον/βιβλία


ΣΤΑΖΕΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΑΣ--Βύρων Λεοντάρης

Στάζει το σπίτι μας απόψε, πάλι στάζει.
Σπάνε στο μέτωπό σου οι στάλες και σημαίνουν
το εγερτήριο των λυγμών.
Και να! φουσκώνουνε τα βλέφαρά σου
– φλόκοι τού ονείρου που χτυπούν
στον άνεμο της λύπης – Ξεχειλίσαν
τα μάτια σου – και πού είναι; –
πλημμύρισε το πρόσωπό σου – και πού είναι
τα μάτια σου, πού είναι το πρόσωπό σου;

Μια λίμνη, που βογκάει, το πρόσωπό σου, και μια θάλασσα το σώμα σου.
Μα εκεί μέσα θα χυθώ,
στα βάθη της μια πολιτεία φωνάζει τ’ όνομά σου,
πηδάνε τα γαλάζια φώτα της, χορεύουν
στα σταυροδρόμια οι ελπίδες των μαλλιών σου.
Εκεί σε καρτερεί ένα σπίτι από ελαφρόπετρα,
χτυπούν την πόρτα – μπαίνεις,
στο μέτωπό σου λάμπει
το χαμόγελο της βροχής,
μυρίζουν τα βρεμένα ρούχα σου νύχτα κι αγάπη…

Μια λίμνη, που βογκάει, το πρόσωπό σου.
Πόσες φορές δεν πέρασα συρματοπλέγματα κι αγκάθια
για να ‘ρθω αυτού να δω για λίγο
πόσο γλυκά χτυπά η καρδιά μου μες στα μάτια σου,
για να ‘βρω το νερόκρινο το στόμα σου,
επάνω σου σκυμμένος να γυρεύω
τους παιδικούς σεισμούς σου να τρυγήσω…

Μια λίμνη, που βογκάει, το πρόσωπό σου και μια θάλασσα το σώμα σου.
Μια λίμνη φιλώ, μια θάλασσα αγκαλιάζω,
αιώνες θα μπορούσα αυτού να ναυαγώ
μα αυτός ο ωκεανός τού πόνου μού γλιστρά απ’ τα χέρια,
υψώνει το λαιμό του ο τυφώνας και ψηλά
το πρόσωπο της θύελλας αστράφτει!

Στάζει το σπίτι μας απόψε, πάλι στάζει και χτυπούν
στο μέτωπο οι σταγόνες και χτυπούν
μια λίμνη που φιλώ, μια θάλασσα που αγκαλιάζω.
– Πού είσαι; πού είμαι; πού είναι το σπίτι μας;

– Δεν έχουμε σπίτι εμείς,
ποτέ δεν είχαμε σπίτι, ποτέ μια νύχτα αδιάβροχη στον πόνο.
Να ‘σαι σίγουρη μονάχα

γι’ αυτό που μπορούν να σκεπάσουν οι πλάτες μου
κι αγάπα αχόρταγα
τα μάτια, το στόμα και την τιμή μου.



Δευτέρα 31 Μαρτίου 2025

Ντίνος Χριστιανόπυλος -Ποιήματα

ΒΟΛΕΜΑΤΑ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ

90 ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1949-1999)

 Αλέξη, ας το πάρουμε απόφαση:
προκοπή απ' τους όμορφους δεν έχει.
Είναι καιρός να κοιτάξουμε κι εκείνους
που χέρι δεν τους χάιδεψε ακόμα,
που τα κορίτσια δε γυρίζουν να τους δούνε,
που δεν τους αποθέωσαν στα γήπεδα.
Είναι καιρός να κοιτάξουμε τους άσκημους,
που γόνιμη προσφέρεται η μοναξιά τους.

Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ρήμαγμα

Τις παγωμένες νύχτες,
όταν κι ο τελευταίος τράχηλος σʼ αρνείται,
ποια αρετή σου μένει ακόμη να ρημάξεις,
ποια χαρά να στολίσεις τα όνειρα σου,
ποια αθωότητα να δικαιωθείς;

Τις παγωμένες νύχτες,
ψυχή μου, πως αντέχεις τέτοιο ρήμαγμα,
εσύ που αναζήταγες τον ουρανό;

ΝΕΚΡΗ ΠΙΑΤΣΑ - ΝΕΩΤΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1990-1996)

 "Ποίηση 1453":
Κανένας βασιλιάς του Βυζαντίου δεν έγραψε ποτέ
ποιήματα, ενώ οι σουλτάνοι ήταν όλοι ποιητές,
διατείνεται ο Τουργκούτ Οζάλ.

Πόσο ποιητές μπορεί να ήταν οι σουλτάνοι, που
η χατζάρα τους κολύμπαγε στο αίμα των θυμάτων
τους; Ενώ ο τελευταίος Παλαιολόγος, το ένα
και μοναδικό του ποίημα, το 'γραψε με το ίδιο του
το αίμα


[Από την ενότητα Νεκρή πιάτσα]

Παλιό, ακατοίκητο αρχοντικό, με κήπο στο βάθος, και στην άκρη του κήπου ένα εκκλησάκι. Μια τρελή, που ζούσε εκεί μέσα ολομόναχη, άναβε κάθε βράδυ το καντήλι. Το έβλεπα, από μια χαραμάδα στο πορτάκι του κήπου, να λαμπυρίζει μέσ’ από τις φυλλωσιές, και γαλήνευε η ψυχή μου.

Η διάθεσή μου ήταν σχεδόν πάντα χαλασμένη, καθώς τα βράδια επέστρεφα στο σπίτι γυρνώντας από το ερωτικό μου δωμάτιο. Δεν ξέρω πώς, αυτό το καντήλι είχε γίνει η πιο κρυφή παρηγοριά μου. Και καταλάβαινα γιατί χιλιάδες άνθρωποι σ’ όλο τον κόσμο ακόμη εξακολουθούν ν’ ανάβουν το καντήλι τους.

Ένα βράδυ, το βρήκα σβηστό. Κάτι είχε πάθει, φαίνεται, η τρελή. Λίγο αργότερα έχασα κι εγώ το ερωτικό μου δωμάτιο κι έπαψα πια να περνάω από κείνο τον δρόμο. Κανένα καντήλι δεν παρηγόρησε από τότε τη ζωή μου.

Από τη συλλογή Πεζά ποιήματα (1986)

 Τα Πεζά ποιήματα αποτελούνται από τις ποιητικές συλλογές Νεκρή Πιάτσα και Η πιο βαθιά πληγή.

Ντίνος Χριστιανόπουλος, Στο νεκροταφείο

[Ενότητα Νεκρή πιάτσα]


Ήμουν σκυμμένος πάνω από τον τάφο της μητέρας μου, τακτοποιώντας τα λουλούδια που της πήγα, όταν κατάλαβα πως κάποιος είχε έρθει και στεκόταν από πίσω μου. Γύρισα κι είδα μια αδερφή, από αυτές που συναντούσα χρόνια στο Βαρδάρι. «Έχετε εδώ τη μητέρα σας;» με ρώτησε ευγενικά. Βαμμένα μαλλιά, γυναικωτά φερσίματα, η γνωστή θηλυπρεπής φωνή. «Βλέπω, την περιποιείστε πολύ», συνέχισε· «όμως δε νομίζετε πως αυτές οι μάνες μάς κατέστρεψαν; Αν σήμερα σερνόμαστε στο Βαρδάρι, αυτές δεν είναι η αιτία;» «Δεν έχει νόημα να ψάχνουμε για ευθύνες επάνω σ’ έναν τάφο», είπα με δυσφορία· «πάντως να ξέρετε ένα πράγμα: Αυτοί που δε λατρεύουνε τους πεθαμένους τους, δεν έχουνε αγάπη ούτε για τους ζωντανούς. Ίσως αυτό να οδήγησε τους πιο πολλούς μας στο Βαρδάρι – όχι η μάνα μας.»

Όταν απομακρύνθηκε, το μικρό νεκροταφείο ξαναβρήκε τη γαλήνη του. Σκυφτές γυναικούλες, εδώ κι εκεί, άναβαν με ευλάβεια τα καντήλια.

Από τη συλλογή Πεζά ποιήματα (εκδ. Ιανός, 2004)

Ντίνος Χριστιανόπουλος, Οι φτωχοί

[Ενότητα Νεκρή πιάτσα]


Όταν πέθανε η μητέρα μου, είπα να μοιράσω τα λίγα ρούχα της στους φτωχούς. Ρώτησα μια γειτόνισσα μήπως ήξερε καμιά φτωχιά γριούλα· μου απάντησε πως δεν υπήρχαν πια φτωχοί. Τα ίδια μου είπε και μια κυρία που κρατούσε το ταμείο των πτωχών στην ενορία μας: «Κανείς πια δε φοράει παλιά ρούχα. Μπλουζάκια ολοκαίνουρια τα βλέπεις στα σκουπίδια.»

Είδα κι απόειδα, αποφάσισα να τα κρατήσω. Δε θα μου έπιαναν τόπο, χώρια που κάθε ρουχαλάκι θα μου θύμιζε και μια εποχή. Άλλωστε, μπορεί και πάλι να ’ρχονταν δύσκολοι καιροί, τότε που ανοίγεις με απόγνωση παλιά μπαούλα κι ανακαλύπτεις ξεχασμένα στον πάτο τους ένα σωρό χρήσιμα πράγματα, και δοξάζεις τον πανάγαθο που δεν τα είχες πετάξει.

Από τη συλλογή Πεζά ποιήματα (εκδ. Ιανός, 2004)

 



Ντίνος Χριστιανόπουλος, Σταυροκοπιέται

[Ενότητα Νεκρή πιάτσα]

Στρογγυλοκαθισμένη, προσέχει τις εκκλησίες της Εγνατίας και κάθε λίγο κάνει ευλαβικά τον σταυρό της. Δε βλέπει το ετοιμόρροπο γεροντάκι, που στέκεται όρθιο μπροστά της κοντεύοντας να καταρρεύσει σε κάθε τράνταγμα του λεωφορείου.

Από τη συλλογή Πεζά ποιήματα (εκδ. Ιανός, 2004) 
 
Τα Πεζά ποιήματα αποτελούνται από τις ποιητικές συλλογές Νεκρή Πιάτσα και Η πιο βαθιά πληγή.

Ντίνος Χριστιανόπουλος, Το πεινασμένο σκυλί

Μια διαδήλωση κατεβαίνει στην Τσιμισκή. Ο κόσμος βρήκε θέαμα. Μονάχα ένα κοπρόσκυλο δε δίνει σημασία. Πέτυχε ένα κόκαλο σε μια σακούλα και προσπαθεί να την ξεσκίσει. Δείχνει ευτυχισμένο. Δεν περιμένει τίποτα απ’ τις ιδεολογίες.

Από τη συλλογή Πεζά ποιήματα (εκδ. Ιανός, 2004)
 
Τα Πεζά ποιήματα αποτελούνται από τις ποιητικές συλλογές Νεκρή Πιάτσα και Η πιο βαθιά πληγή.

 [Ενότητα Ο αλλήθωρος (ποιήματα 1949-1970)]

Η νύχτα επιδεινώνει τη μοναξιά,
καλλιεργεί τα κρυφά μας ερείπια.

Η νύχτα επεξεργάζεται την ομορφιά,
καταρρακώνει την ικεσία μας.

Η νύχτα ξεκουμπώνει τις φλέβες μας,
βρίσκει κρυμμένα τα όνειρά μας και τα τρώει.

Η νύχτα πετσοκόβει την τρυφερότητα,
ανανεώνει τις πληγές μας –

και σαν εξασφαλίσουμε κάνα κορμί

αμέσως αμολάει τα φεγγάρια της.

Ντίνος Χριστιανόπουλος, Μυγδαλιές

Αυτό το μέρος το λέγαν Μυγδαλιές.
Τις πρόλαβα. Μοσκοβολούσε ο τόπος.
Φίσκα η αγράμπελη, κι ένα ρυάκι
κατέβαζε ξερόφλουδα απ’ τα αλώνια.

Εδώ ερχόμασταν τα βράδια για κορμί.

Σιγά σιγά τις κόψαν όλες. Ένα ένα
ξεφύτρωναν στη θέση τους σπιτάκια.
Πρώτοι εμείς τα εγκαινιάζαμε. Η αγάπη μας
ζυμώθηκε στις σκαλωσιές και τα τσιμέντα τους.

Τώρα δεν έμεινε ούτε μία μυγδαλιά.
Γέμισε ο τόπος μαγαζιά και κατοικίες.
Μας έφαγαν ακόμα ένα τσαΐρι.

Από τη συλλογή Ανυπεράσπιστος καημός (1960)

Παρασκευή 14 Μαρτίου 2025

Φεγγάρι, Αγάπη, Χωρισμός

                                 Ακροβατώ στις λέξεις
Τεντωμένο το δοξάρι της νύχτας
Ντυμένη σε οπτασίες
Μπαλώνω τα ραγίσματα,
της θλίψης.
Ανυπεράσπιστη
στην ορμή του Ερωτα
Που είσαι;
Ακόμα και το φεγγάρι
κρύφτηκε στις φυλλωσιές
κρίμα,
τόσο ασήμι και να πάει χαμένο. (Μαρία Λαμπράκη)

     

Κυριακή 2 Μαρτίου 2025

'Ασπρες πασχαλιές φιλούν έφηβο (Κική Δημουλά)

Αδρανούσε ξαπλωμένος
πάνω στη μόλις ηλικία του

σκεπασμένη
με κάτι ανάρμοστα σκληρό
ανάξιο για την ευαίσθητη ομορφιά του

κι αν ήταν ξύλο απλό
ίσως να το μετέπειθε μιλώντας του η θλίψη
μα ήτανε καπάκι και δε μετανοούσε

λευκό βαμμένο
μα αυτό
αντί να εξημερώσει το άγριο θέλημα του
το εξαγρίωνε χειρότερα

τί κι αν ήτανε ταιριασμένο
με τα ολόασπρα λουλούδια

τίποτα
αυτό το άσπρο επάνω στο λευκό
τα μαύριζε όλα.

Ο πατέρας. Σκυφτός. Απασχολημένος
βάναυσα να πνίγει

μέσα στη γούρνα των δακρύων του
ένα ένα τα αθώα του αναφιλητά

μη και τ'ακούσει το παιδί
και καταλάβει πως δεν κοιμάται.

Αίφνης, ενώ βουβά η συντριβή
στη σειρά με τάξη αποχαιρετούσε
τον αποχωρισμό

μια γροθιά χτυπώντας άγρια το καπάκι
επάνω ακριβώς στα τελευταία χείλη
του ασπασμού
ταρακούνησε το θαύμα ουρλιάζοντας
σήκω

αλλά δεν φάνηκε Λάζαρος κανείς.

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2025

[Έχων σώας τὰς φρένας] του Αργύρη Χιόνη


 TΗΝ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ γιὰ τὰ τετράποδα πρέπει νὰ τὴν κληρονόμησα ἀπ’ τὸν πατέρα μου πού, καθότι νησιώτης, δηλαδὴ Νιώτης, ἔτρεφε σχεδὸν ἱερὴ λατρεία γιὰ τὶς γάτες.

Ἀπὸ αὐτὰ τὰ πλάσματα ξεκίνησε καὶ ἡ δική μου ἀγάπη, γιὰ νὰ ἐπεκταθεῖ, σιγὰ σιγά, καὶ σὲ ὅλα τ’ ἄλλα τετράποδα. Σήμερα, μαγκούφης πάντα καὶ συνταξιοῦχος πλέον, συζῶ, κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέγη, μὲ μία γάτα, τρία σκυλιά, δώδεκα καρέκλες, ἕνα κρεβάτι καὶ ἕνα τραπέζι.

Ὅλα αὐτὰ τὰ ὄντα χαίρουν, γιὰ διαφορετικοὺς λόγους τὸ καθένα, τῆς ἀπεριόριστης ἐκτιμήσεώς μου καὶ τοῦ εἰλικρινοῦς θαυμασμοῦ μου: ἡ γάτα, γιὰ τὴν ἀνεξαρτησία τοῦ πνεύματός της, τὴν διακριτική, ἀθόρυβη παρουσία της, τὴ διατροφική της ἐγκράτεια καὶ τὴν ἁρμονικὴ κίνησή της μέσα στὸ χῶρο· τὰ σκυλιά, γιὰ τὴν ἀνυπόκριτη ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση ποὺ τρέφουν γιὰ μένα καὶ τὴ μοναδικὴ ἱκανότητά τους νὰ ἐκφράζουν αὐτὰ τὰ συναισθήματα, καθὼς καὶ τὴ χαρὰ ἢ τὴ θλίψη τους, μὲ τὰ ἰδιαίτερα ὁμιλητικὰ μάτια τους· οἱ καρέκλες γιὰ τὴν ἀνεκτικότητά τους, τὴν ἀντοχή τους στὸ βάρος μου καὶ τὸ ὑποκριτικὸ ταλέντο τους στὸ νὰ προσποιοῦνται ὅτι προσαρμόζονται στὴ φόρμα τοῦ κορμιοῦ μου, ἐνῶ εἶναι, στὴν οὐσία, αὐτὲς ποὺ διαμορφώνουν αὐτὴ τὴ φόρμα· τὸ κρεβάτι, γιὰ τὸ νανουριστικὸ καὶ ὀνειροποιὸ χάρισμά του καί, τέλος, τὸ τραπέζι, τὸ πιστότερο καὶ λιγότερο ἀπαιτητικὸ ἀπ’ τὰ τετράποδά μου γιὰ τὴν ὑπομονή του, τὴν προθυμία του νὰ ἀνταποκρίνεται στὶς πιὸ παράταιρες ἐπιθυμίες ἢ ἀνάγκες μου καὶ τὴν ἀνθεκτικότητά του στὶς κακουχίες ποὺ ὑφίσταται ἀπὸ τοὺς χρῆστες του ἢ τὸν χρόνο.
Ὑπομονετικό, ἴσως ἀκόμη περισσότερο κι ἀπ’ τὸ τραπέζι, ἤτανε, κάποτε, στὰ νιάτα ἢ στὰ δικά μου, καὶ τὸ κρεβάτι. Καὶ τί δὲν εἶχε, τότε, ὑπομείνει ἀπὸ τὶς θυελλώδεις ἐρωτικὲς συνευρέσεις μου πάνω στὸ καταπονημένο στρῶμα του, ἀπ’ τοὺς ἀτέρμονους ὕπνους μου, μετὰ ἀπό, μέχρις ἀναισθησίας ὁλοήμερες ἢ ὁλονύχτιες κραιπάλες… Κάποια στιγμή, ὡστόσο, ἄρχισε νὰ ἐπαναστατεῖ. Τώρα ὅλο καὶ πιὸ συχνὰ ἀγριεύει κι ἀρχίζει νὰ καλπάζει γύρω γύρω στὸ δωμάτιο, νὰ μὲ τινάζει ἀπὸ πάνω του· κάποτε, μάλιστα, μὲ ποδοπατᾶ κιόλας. Ὅσο γιὰ τὸ ὀνειροποιὸ χάρισμά του, ἔχει πλέον μεταμορφωθεῖ σὲ ἐφιαλτοποιό. Ἀκόμη κι ὅταν δὲν μὲ ἀδειάζει ἀπὸ τὴ ράχη του, μάτι δὲν κλείνω ὅλη τὴ νύχτα καὶ ἀνυπομονῶ νὰ ξημερώσει γιὰ νὰ βγῶ ἀπὸ τὴν ἀφιλόξενη ἀγκαλιά του, νὰ γλιτώσω ἀπὸ αὐτὴ τὴ φρικτὴ αἴσθηση ὅτι οἱ κουβέρτες δὲν εἶναι κουβέρτες ἀλλὰ χώματα ποὺ κάποιοι φτυάρισαν ἐπάνω μου.
 
Ὡστόσο, ἐγώ, ἀναγνωρίζοντας τὶς ὑπηρεσίες πού, κάποτε, ἀφειδῶς μοῦ πρόσφερε, καθὼς καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι γιὰ τὴ σημερινὴ συμπεριφορά του εἶμαι ὁπωσδήποτε συνυπεύθυνος, δὲν ἔπαψα καὶ οὔτε ποτὲ θὰ πάψω νὰ τὸ καλύπτω γιὰ νὰ μὴ φαίνεται τὸ γῆρας του, μὲ τὰ πιὸ ὡραῖα, τὰ πιὸ φανταχτερὰ κλινοσκεπάσματα.
Τὴν ἴδια στοργὴ καὶ ἀφοσίωση ἀπολαμβάνουν καὶ τὰ ἄλλα τετράποδά μου. Μὲ τὴ γάτα καὶ τὰ σκυλιά μου τρῶμε σχεδὸν ἀπὸ τὸ ἴδιο πιάτο καὶ πάντα φροντίζω νά ’χουν καθαρὸ νερό, δροσιὰ τὸ καλοκαίρι, θαλπωρὴ τὸ χειμώνα καὶ πλουσιοπάροχα χάδια πάνω στὸ ὑγιὲς καὶ ἁπαλὸ τρίχωμά τους. Ὅσο γιὰ τὶς καρέκλες μου, αὐτὲς χρήζουν εἰδικῆς μεταχειρίσεως, καθότι, ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια τόσο καὶ λιγοστεύουν τῆς μοναξιᾶς μου οἱ ἐπισκέπτες, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ νιώθουν, οἱ καημένες, σὰν ἀπόμαχες ἀρσιβαρίστριες. Γιὰ νὰ διασκεδάσω, λοιπόν, αὐτὴ τὴ θλιβερὴ διάθεσή τους, τὶς χρησιμοποιῶ ὅλες ἐναλλάξ, κάνοντας, ἀκόμη καὶ τὴν ὥρα τοῦ φαγητοῦ, τὸν γύρο τοῦ τραπεζιοῦ, ὥστε καμιά τους νὰ μὴ μείνει παραπονεμένη.
Εἶναι σαφὲς πὼς σ’ ὅλα τα τετράποδά μου φέρομαι σὰν στοργικὸς πατέρας ποὺ παραμελεῖ, ἐντούτοις, τὸ πιὸ καλὸ παιδί του, τὸ πιὸ πιστὸ καὶ τὸ λιγότερο διεκδικητικό, γιατὶ θεωρεῖ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀφοσίωσή του δεδομένη, αὐτονόητη. Ἐνῶ, φυσικά, τὸ τραπέζι μου, τὸ πιὸ σταθερό, τὸ πιὸ ἰσορροπημένο, τὸ πιὸ συνετὸ καί, παρὰ τὸν ἀγαθὸ καὶ κάπως ἀφελὴ χαρακτήρα του, τὸ πιὸ σοφὸ ἀπ’ τὰ τετράποδά μου.
 
Στέκεται ἀκλόνητο στὰ τέσσερα χοντρά του πόδια, ἐδῶ, στὸ κέντρο τῆς κουζίνας, προσφέροντας τὴ ράχη του ὄχι γιὰ χάδια ἀλλὰ γιὰ χρήσεις, κάθε εἴδους χρήσεις.
 
Πάνω σ’ αὐτὴ τὴν ἀργασμένη ράχη, τὴ γεμάτη ρόζους καὶ καψίματα ἀπὸ τσιγάρα, ἀμέτρητες φορὲς ζυμώθηκαν ψωμιὰ καὶ φύλλα ἀνοίχτηκαν, γιὰ πίτες καὶ σκαλτσούνια, κρέατα τεμαχίστηκαν, ποτίζοντας μὲ τὸ αἷμα τους τὶς ἴνες της, σάλτσες καυτές, κρασιὰ χαρᾶς, δάκρυα πένθους καὶ καφέδες τῆς παρηγοριᾶς χυθήκανε, σκεύη μόλις κατεβασμένα ἀπὸ τὴ φωτιά, νύχια ἀνυπόμονα ἢ νευρικά, γροθιὲς ὀργῆς, ἀγκῶνες, ποὺ στηρίξανε τὴ σκέψη, τὴν ἀπόγνωση ἢ τὴν ὀνειροπόληση, ἀφῆσαν, ἀνεξίτηλα, τὰ ἴχνη τους, ποιήματα θνησιγενῆ καὶ ἄλλα, θνητὰ κι αὐτὰ ἀλλὰ μακροβιότερα, χαράχτηκαν…
 
Ἐτοῦτο τὸ τραπέζι εἶν᾽ ὁλόκληρη ἡ ζωή μου καί, τώρα, μὲ τὴ γριά μου Remington ἀκουμπισμένη πάνω του, γέρος πλέον κι ἐγώ, βλέπω ξανὰ ὅσους κατὰ καιροὺς καθίσαν γύρω του ἢ καὶ χορέψαν πάνω του (γιατὶ κι αὐτὸ συνέβη), φίλους, ἐχθροὺς ἀλλὰ καὶ ἀδιάφορους γνωστοὺς (δεχόταν, βλέπετε, ἀδιαμαρτύρητα τοὺς πάντες), ὅσους χαθήκανε γιὰ πάντα, ἀφοῦ ἄλλους τοὺς ρούφηξε ἀνεπιστρεπτὶ ἡ λαίμαργη αἰωνιότητα κι ἄλλοι ἀμαχητὶ παραδοθήκανε στῆς καθημερινότητας τὴν Κίρκη.

Μὲ τὴ γριά μου Remington ἀκουμπισμένη πάνω του, κοιτάζω τὸ τραπέζι μου καὶ τύψεις μὲ καταλαμβάνουνε φρικτές. Μετὰ ἀπὸ τόσα ποὺ ἐπὶ χρόνια ἔκανε γιὰ μένα, τίποτε ἐγὼ γι’ αὐτὸ δὲν ἔχω κάνει. Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ τὸ ἀποζημιώσω, σκέφτομαι, μὲ ἁπαλὸ γυαλόχαρτο νὰ τὸ λειάνω, μὲ ἐκλεκτὸ βερνίκι νὰ καλύψω τὶς ρυτίδες του, μὲ πλουμιστὸ τραπεζομάντιλο νὰ τὸ σκεπάσω. Μὲ ὅλ’ αὐτὰ τὰ καλλωπίσματα ὅμως θὰ ἔφραζαν οἱ πόροι του, καὶ τότε πῶς θά ’ταν δυνατὸν νὰ συνεχίσει νὰ ὀσμίζεται στὸ μέλλον καὶ τὶς ὀσμὲς τοῦ παρελθόντος νὰ ἀναδίδει; Ὄχι, ὄχι! Ἔτσι φτιασιδωμένο θὰ ἔπαυε νὰ εἶναι ὂν καὶ θὰ γινόταν ἔπιπλο, δίχως ψυχὴ ἀντικείμενο. Πῶς θά ’ταν δυνατὸν μιὰ τέτοια προσβολὴ ἐγὼ νὰ κάνω σ’ αὐτὸ τὸ πλάσμα πού, μὲ ὅσα ἔχει ζήσει κι ἔχει δεῖ, εἶναι πλέον σοφότερο ἀπ’ ὅσους κάθισαν ποτὲ τριγύρω του; Ὄχι καὶ πάλι ὄχι! Ἄλλη πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀμοιβή του, ναί, κι ἀφοῦ τὸ συνετότερο, τὸ πιὸ ἰσορροπημένο, τὸ πιὸ δίκαιο ἀνάμεσα στ’ ἄλλα τετράποδά μου εἶναι, κι ἀφοῦ εἶναι σίγουρο πὼς ἡ ζωή του πιὸ μακρὰ ἀπ’ τὴ δική μου θά ’ναι, μοναδικό μου κληρονόμο θὰ τὸ καταστήσω καὶ ὅ,τι ἔχω καὶ δὲν ἔχω σ’ αὐτὸ θὰ τὸ ἀφήσω.
 
Ναί, αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ ἀμοιβή του! Καί, γιὰ νὰ μὴ λέμε καὶ ξελέμε, καθισμένος τώρα, ἐδῶ, πλάι του, μὲ τὴ γριά μου Remington ἀκουμπισμένη πάνω του, ἀρχίζω νὰ συντάσσω τὴ διαθήκη μου ποὺ ἔχει ὡς ἑξῆς:
Ὁ κάτωθι ὑπογεγραμμένος Ἀργύριος Χιόνης τοῦ Στεφάνου καὶ τῆς Μαρίας, τὸ γένος Στυλιανουδάκη, γεννηθεὶς ἐν Ἀθήναις τὴν 22αν Ἀπριλίου τοῦ 1943, μόνιμος κάτοικος ἀπὸ τοῦ ἔτους 1992 καὶ ἐντεῦθεν τοῦ χωρίου Θροφάριον τῆς ὀρεινῆς Κορινθίας, ἐπαγγελλόμενος τὴν ποίησιν (ἐὰν ἡ ποίησις δύναται νὰ θεωρηθῆ ἐπάγγελμα) καὶ ἔχων σώας τὰς φρένας καὶ ὑγείαν φθίνουσαν μὲν ἀλλὰ οὐδόλως ἐπηρεάζουσαν τὴν πνευματικὴν διαύγειάν μου, καθιστῶ, διὰ τῆς παρούσης διαθήκης, γενικὴν κληρονόμον ὅλης τῆς κινητῆς καὶ ἀκινήτου περιουσίας μου ἀποτελουμένης ἀπὸ ἀγροτεμάχιον ἐκτάσεως ἕξι καὶ ἡμίσεος στρεμμάτων, διώροφον κατοικίαν ἑκατὸν καὶ τριάκοντα τετραγωνικῶν μέτρων, καθὼς καὶ τὸ σύνολον τῶν ( μηδαμινῆς ἢ ἀμυθήτου ἀξίας — ποῖος δύναται σήμερον νὰ γνωρίζη;) πνευματικῶν δικαιωμάτων μου, τὸ προσφιλέστερον τῶν τετραπόδων μου, τὴν τράπεζάν μου, ὑπὸ τὸν μοναδικὸν ὅρον ὅτι αὕτη θὰ ἔχη ὑπὸ τὴν σκέπην της τὰ ὑπόλοιπα τετράποδά μου, προσφιλῆ ἐπίσης, ἀνίκανα, ἐντούτοις, ὅπως μεριμνῶσιν διὰ τὴν διαβίωσίν των.
 
Ἡ παροῦσα συνετάχθη ἐν Θροφαρίῳ τὴν 16ην Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 2009.
 
Ὁ κληροδοτῶν
Ἀργύρης Χιόνης

ΥΓ. Καὶ ἐπειδὴ ὑποπτεύομαι ὅτι πλεῖστοι ὅσοι θὰ ἀποπειραθοῦν νὰ προσβάλουν τὴν παροῦσαν διαθήκην, δηλῶ, διὰ μίαν εἰσέτι φορὰν κατηγορηματικῶς, ὅτι συνέταξα ταύτην ΕΧΩΝ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΣΩΑΣ ΤΑΣ ΦΡΕΝΑΣ!

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2025

Ουίλιαμ Μπάροουζ: Η γάτα μέσα μας

«Δεν μισώ τους σκύλους. Μισώ όμως αυτό που κατάντησε ο άνθρωπος τον καλύτερο του φίλο. Το γρύλισμα ενός πάνθηρα είναι σίγουρα πιο επικίνδυνο από το γρύλισμα ενός σκύλου, αλλά δεν είναι άσχημο. Η οργή μιας γάτας είναι πανέμορφη, βράζει με μια αγνή γατίσια φλόγα, το τρίχωμά της έχει σηκωθεί όρθιο και πετάει μπλε σπίθες, τα μάτια της στραφταλίζουν και σπιθοβολούν.

Όμως το γρύλισμα ενός σκύλου είναι άσχημο, είναι το γρύλισμα του όχλου των μισαλλόδοξων λευκών που λυντσάρει έναν πακιστανό… το γρύλισμα εκείνου με το αυτοκόλλητο «Σκότωσε μια αδερφή για χάρη του Χριστού» στο αμάξι του, ένα γρύλισμα γεμάτο φαρισαϊσμό. Όταν βλέπεις αυτό το γρύλισμα, βλέπεις πως δεν έχει δικό του πρόσωπο. Η οργή ενός σκύλου δεν είναι δική του. Υπαγορεύεται από τον εκπαιδευτή του. Και η οργή του όχλου που λυντσάρει, υπαγορεύεται από εξαρτημένα αντανακλαστικά».

«Για να μυηθεί ένας ναζί στις ανώτερες βαθμίδες των SS, έπρεπε να βγάλει το μάτι μιας κατοικίδιας γάτας που την είχε ταΐσει και φροντίσει για ένα μήνα. Στόχος αυτής της άσκησης ήταν να εξαλείψει κάθε ίχνος του δηλητηρίου που λέγεται οίκτος και να διαμορφώσει έναν ολοκληρωμένο  Übermensch.

«Κάποιος είπε ότι οι γάτες είναι εκείνο το ζώο που απέχει περισσότερο από το ανθρώπινο μοντέλο. Εξαρτάται περισσότερο από το είδος των ανθρώπων στο οποίο αναφέρεσαι, και φυσικά από το είδος των γατών. Πότε-πότε βρίσκω τις γάτες αλλόκοτα ανθρώπινες».

Πρόκειται για βασική αρχή της μαγείας: ο ασκούμενος κατακτά την ιδιότητα του υπερανθρώπου, εκτελώντας μια τρομερή, αποκρουστική πράξη υπανθρώπου».


Lawrence Kansas 1986

Οι ρόλοι μπορούν να αλλάξουν, και η ίδια γάτα μπορεί να υποδυθεί διαφορετικούς ρόλους: της μητέρας μου, της γυναίκας μου της Τζόαν, της Τζέιν Μπόουλς, του γιου μου του Μπίλλυ, του πατέρα μου, του Κίκι και των άλλων αμίγκο, του Ντέντον Γουέλτς, που με επηρέασε όσο κανένας άλλος συγγραφέας, αν και δε συναντηθήκαμε ποτέ. Οι γάτες μπορεί να είναι ο τελευταίος μου ζωντανός κρίκος με ένα είδος που τείνει να εκλείψει…».

«Οι σκύλοι είχαν εξαρχής τον ρόλο των φρουρών. Και αυτό εξακολουθεί να είναι το κύριο καθήκον τους στις φάρμες και τα χωριά, να ειδοποιούν αν πλησιάσει κάποιος, ως κυνηγοί και φύλακες, και γι’ αυτό μισούν τις γάτες. "Εμείς προσφέρουμε τόσες υπηρεσίες, ενώ οι γάτες το μόνο που κάνουν είναι να χουζουρεύουν εδώ κι εκεί και να γουργουρίζουν. Κυνηγούν ποντίκια; Ναι, τους παίρνει μισή ώρα για να σκοτώσουν ένα ποντικάκι. Το μόνο που κάνουν οι γάτες είναι να γουργουρίζουν και να αποσπούν την προσοχή του Αφέντη από την τίμια κοπρίτικη φάτσα μου. Και το χειρότερο είναι ότι δεν ξεχωρίζουν το σωστό από το λάθος"»

«Κάποιος είπε ότι οι γάτες είναι εκείνο το ζώο που απέχει περισσότερο από το ανθρώπινο μοντέλο. Εξαρτάται περισσότερο από το είδος των ανθρώπων στο οποίο αναφέρεσαι, και φυσικά από το είδος των γατών. Πότε-πότε βρίσκω τις γάτες αλλόκοτα ανθρώπινες».

«Αναρωτιέμαι αν τα σκυλιά και οι γάτες αφήνουν γραπτά σημάδια, όπως οι περιπλανώμενοι αλήτες: "Προσοχή, σκύλος". "Μην πλησιάζετε". "Γεροπαράξενος με όπλο". "Καλός για ελεημοσύνη". Κι αστέρια ποιότητας, όπως στους οδηγούς της Michelin: "Φαγητό, ρούχα, λεφτά και τσιγάρα. Δύο αστέρια. Μάσα και ποτό. Τρία αστέρια". Πρόσεξα ότι κανένα σκυλί δεν πλησίασε ποτέ το Πέτρινο Σπίτι: Κωλόσπιτο με γάτες».

Απόσπασματα απο το βιβλίο του Ουίλιαμ Μπάροουζ "Η γάτα μέσα μας" στα ελληνικά κυκλοφορεί απο τις  εκδόσεις: Απόπειρα
ΠΗΓΗ