Σελίδες

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2024

Για ένα ''τίποτα'' του 'Ερωτα


Nύχτα βροχής και αγρύπνιας
Πως να ημερέψεις  το πέλαγος της καρδιάς
όταν μέσα σου ο άνεμος / φυλλορροεί / ψιθύρους
Η μνήμη να κεντρίζει τις αισθήσεις
Πως έγιναν όλα/ τίποτα; 
Κι όμως /αυτή η μνήμη του/ τίποτα
φτιαγμένη απο λυγμό και απόσταση / καίει το κορμί.

-Τι κάνεις ;
-Τίποτα
-Τι είπες; 
 -Τίποτα
-Τι θέλεις;
-Τίποτα 
-Τι σκέφτεσαι;
 -Τί-πο-τα 
Πως να τα συμπυκνώσεις όλα αυτά τα τίποτα
να γίνουν κάτι;
Τι;
Δεν ξέρω...
Εγώ θέλω να βλέπω το αίμα /κόκκινο και ζεστό
 να ρέει στην πληγή και να ξέρω γιατί...
Να μην πονώ/για ένα τίποτα;

Μείνε εδω, (είπες)
Ξάπλωσε κοντά μου και μη φοβάσαι/ τίποτα..
Εδώ κοιμάται ο 'Ερωτας
Αυτό το τίποτα έσπασε τη καρδιά μου
σε χίλια κομμάτια
'Ισως/τελικά/απο ένα τίποτα / γεννιέται /ο 'Ερωτας.
(Μαρία Λαμπράκη)

 

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2024

Αντώνης Σουρούνης- Κυριακάτικες ιστορίες


Τι μπορεί να λέει μια κυριακάτικη ιστορία; Με τις καμπάνες να χτυπούν από το ξημέρωμα, τα παρατεταμένα χασμουρητά, τις σκόρπιες εφημερίδες, τις ευωδιές από την κουζίνα και τη Δευτέρα να περιμένει έξω από το σπίτι μέχρι νά 'ρθει η σειρά της – τι μπορεί να λέει; Αν ήθελε να μιλήσει για τον εαυτό της ειλικρινά και ανυστερόβουλα, θα έπρεπε να το κάνει λέγοντας την ιστορία του Σαββάτου. Έτσι είναι αυτά τα πράγματα. Όπως όταν ήμασταν παιδιά και γράφαμε δευτεριάτικα στο σχολείο πώς περάσαμε την Κυριακή. Γράφαμε αναπολώντας την και προσμένοντάς την, επειδή πιστεύαμε πως η Κυριακή ήταν γεμάτη παιχνίδι για μας και γεμάτη γέλιο για τους μεγάλους. Το μικρό μας μπόι μάς εμπόδιζε να δούμε μέχρι τον πάτο της ημέρας. Όταν γίναμε κι εμείς μεγάλοι, διαπιστώσαμε ότι οι Κυριακές δεν είναι γεμάτες από χαρά, όπως νομίζαμε, αλλά μισογεμάτες, γιατί από τα μισά και κάτω είναι φορτωμένες μελαγχολία.

Αυτές οι Κυριακάτικες ιστορίες γράφτηκαν σχεδόν όλες για την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία και τη Μακεδονία της Κυριακής. Και γράφτηκαν όλες Δευτέρα πρωί – τελευταία μέρα παράδοσης του κειμένου. Λες και ήμουν πάλι στο σχολείο. Ίσως γι' αυτό πολλές μιλάνε για παιχνίδι, όπως τότε που ήμουν μικρός, και άλλες είναι γεμάτες με γέλιο και μελαγχολία, αφού σήμερα είμαι πια μεγάλος.
ΠΗΓΗ
Κυριακάτικες ιστορίες (απόσπασμα)
Ο Οκτώβριος είναι ο μήνας που τοποθετεί τα ορόσημα στη ζωή μου. Οκτώβριο πρωτομπήκα σε τρένο για να πάω στη Γερμανία, Οκτώβριο επέστρεψα, Οκτώβριο πρωτοπαντρεύτηκα, Οκτώβριο χώρισα — όχι τον ίδιο, τον επόμενο. Οκτώβριο πήγα στο στρατό, Οκτώβριο απολύθηκα. Οκτώβριο με συναντάει ο έρωτας συνήθως και Οκτώβριο μ’ εγκαταλείπει. Και όλ’ αυτά το τελευταίο δεκαήμερό του. Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει έτσι, αλλά πολλές φορές έχω την εντύπωση ότι ο μήνας αυτός έχει κηδεμονέψει τη ζωή μου. Η αλήθεια είναι ότι πρώτος εγώ του έδειξα συμπάθεια και αδυναμία. Τον περίμενα πώς και πώς για να δω την πόλη μου να χαίρεται.
Ξεφύλλιζα το ημερολόγιο στον τοίχο κι όταν έδειχνε 26, Δημητρίου μεγαλομάρτυρος του Μυροβλήτου, η Θεσσαλονίκη σημαιοστολιζόταν, οι καμπάνες χτυπούσαν και το μισό μου σόι γιόρταζε. Τη μέρα αυτή έτρωγα όλο γλυκά και άκουγα τους μεγάλους να δίνουν ευχές ο ένας στον άλλο. Ούτε μάλωναν ούτε βρίζονταν μεταξύ τους. Ο Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλήτης τους ένωνε όλους και τους συσπείρωνε μέσα από το υπόγειο της μεγάλης εκκλησίας, εκεί όπου υπήρχε το λείψανό του και περιμέναμε στην ουρά να το προσκυνήσουμε.

«Τα μάτια σου στα κάστρα», μου ’λεγε η γιαγιά μου πρωί πρωί. «Τέτοια μέρα φέρνει βόλτες καβάλα στ’ άλογό του. Αν είσαι καλό παιδί, θα τον δεις».

Προσπαθούσα να ’μαι όσο καλύτερο παιδί μπορούσα εκείνη την ημέρα και κάθε τόσο κοιτούσα στα κάστρα της πόλης, μήπως και τον δω να τα περιδιαβάζει καβάλα στ’ άλογό του, εξακολουθώντας να προστατεύει εμάς και την πόλη του από τους εχθρούς μας. Σήμερα είμαι βέβαιος ότι τον είχα δει. Αν αυτό έγινε στην πραγματικότητα ή στην παιδική μου φαντασία, ελάχιστη σημασία έχει. Άλλωστε ξέρω και πολλούς άλλους από την εποχή εκείνη που επίσης τον είδανε όπως κι εγώ.

Προτού τελειώσει αυτή η γιορτή, άρχιζε η άλλη. Το έδαφος της πόλης ταρακουνιόταν από τα τανκς και ο ουρανός βούιζε από τ’ αεροπλάνα. Οι σημαίες εξακολουθούσαν να κυματίζουν σε αυλές και μπαλκόνια. Ψηλά από το Γεντί Κουλέ το κανόνι βροντούσε, για να θυμίζει στους καλούς το καλό και να προειδοποιεί τους κακούς για το κακό. Ο πατέρας μου έκλαιγε χαϊδεύοντας το πόδι του, που χάλασε στο αλβανικό μέτωπο. Ο στρατός έκανε παρέλαση, τα σχολεία έκαναν παρέλαση, τα κορίτσια το ίδιο, οι κάτοικοι της πόλης, εγώ έκανα παρέλαση. Μια φορά μάλιστα με πηλήκιο Γυμνασίου και μια άλλη με κράνος και τουφέκι.

ΟΧΙ. Η λέξη ΟΧΙ επικρατούσε και βασίλευε αυτή τη μέρα. Την άκουγες από τα στόματα των μαθητριών, των δασκάλων, των στρατηγών, των πολιτικών. ΟΧΙ λοιπόν. ΟΧΙ στον εχθρό μας, ΟΧΙ στον κατακτητή μας, ΟΧΙ στον επιβολέα μας, ΟΧΙ σ’ αυτόν που στήνει σκαλωσιά γύρω απ’ τα κάστρα μας. Ήταν μια μέρα που οι μεγάλοι γίνονταν γίγαντες κι εγώ μεγάλος. Πώς μπορεί, αναρωτιόμουν, μια τόσο μικρή λεξούλα ν’ αλλάζει τόσο πολύ τους ανθρώπους και να τους μονοιάζει; Και γιατί δεν την έλεγαν κάθε μέρα, ώστε να είναι πάντα έτσι περήφανοι; Τι έλεγαν όλες τις άλλες μέρες, ΝΑΙ έλεγαν; Και καλά, ας πούμε ότι δεν υπάρχουν πια εξωτερικοί εχθροί, εσωτερικοί δεν υπάρχουν; Τη λέξη ΟΧΙ την άκουγες ολημερίς από το ραδιόφωνο, την έβλεπες γραμμένη στους τοίχους, ακόμα και στον ουρανό την έβλεπες γραμμένη, καθώς την έσερναν πίσω τους μικρά αεροπλάνα.

Την έσερνα κι εγώ χρόνια ολόκληρα παντού όπου πήγαινα, πότε πίσω μου, πότε μπρος μου. Μπορεί να πονάει το ΟΧΙ, μπορεί να σε απομονώνει και να σε αποξενώνει, αλλά είναι το πετραδάκι που θα χτίσει σιγά σιγά την αξιοπρέπειά σου. Και θα ετοιμάσει το δρόμο για το ΝΑΙ, που όταν το λες πια, ίσως βλέπεις και τον καβαλάρη να περιδιαβάζει τα κάστρα της πόλης σου, που μπορεί να είσαι κι εσύ ο ίδιος αυτός.


O Aντώνης Σουρούνης (1942-2016) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Όταν τελείωσε το γυμνάσιο, έφυγε για τη Γερμανία, όπου είχαν ήδη μεταναστεύσει όλοι του οι συγγενείς. Mετά από μερικά εξάμηνα σε γερμανικά και αυστριακά πανεπιστήμια, διέκοψε τη φοίτησή του και ταξίδεψε δουλεύοντας. Εργάστηκε από τραπεζικός υπάλληλος μέχρι ναυτικός και από ho­tel boy μέχρι επαγγελματίας παίκτης ρουλέτας.

Έγραψε σε όλα τα είδη του πεζού λόγου. Έργα του μεταφράστηκαν σε διάφορες γλώσσες.

Για το μυθιστόρημά του Ο Χορός των Ρόδων (1994) τιμήθηκε με το Κρατι­κό Βραβείο Μυθιστορήματος και για το βιβλίο του Το μονοπάτι στη θάλασσα (2006) με τα Βραβεία Μυθιστορήματος των περιοδικών Διαβάζω και Να ένα μήλο.

Σελίδα συγγραφέα/ εδω

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2024

Xινοπωρινό Σχεδίασμα-- Τέλλος 'Αγρας- Ποιήματα

Ah! nuees accourues des cotes de la Manche,
                    Vous nous avez gate notre dernier dimanche.
                                LAFORGUE


Mε χωρίς φωτοχυσίες, μ' ολίγους ήχους
βρέχει, «επί δικαίους και αδίκους»...
βρέχει στην πλατεία, στη φυλακή,
– οικουμενική βροχή, ευαγγελική.

Bρέχει στα βαγόνια (ώ ευθυμία)
που γυρνάνε απ' τα Nοσοκομεία·
και στις προφητείες του Kαζαμία
(«τροπή του καιρού προς νότον... τρικυμία...»).

Bρέχει στα νερά, βρέχει στα φύτρα,
βρέχει στις γαζίες σου, μαθήτρα!
Bρέχει– τυπικά, και δίχως σημασία...
Bρέχει στις μαθήτρες σου, γαζία!

Στου κενού τον κύκλο κατεβαίνει
της βροχής σου η συνεφαπτομένη...
Στ' ουρανού τη μάταιην αγκαλιά
τρίγωνα, τα εξόριστα πουλιά.

Xινοπωρινές Iσημερίες
(ώ οι βροχές, ώ οι τριγωνομετρίες!).
Kαι να μη μπορώ (με συγχωρείς)
να σου μάθω εκείνα που απορείς.

Bρέχει, Kυριακή... Kανείς, κανείς,
άλλο από «γνωστούς» και «συγγενείς»...
Kρίμας τη χαρά, κρίμας τη σχόλη!
Δεν έχει σεργιάνι στο περβόλι,

που θα παγαινόρχεται, σκυφτός,
στο σταχτί το μουσαμά του A υ τ ό ς !

(από το Eπιλογή απ' τα Ποιήματα, Eρμής 1996)

Πᾶν-Τέλλος Αγρας

Σώπα! Ὧρες-ὧρες, δὲν ἀκοῦς, βαθιὰ ἀπ᾿ τὸ περβόλι;
Θρηνοῦν οἱ ἀγροτικοὶ θεοὶ τὴν πράσινή τους σκόλη,
γιὰ εἶν᾿ οἱ φλογέρες ποῦ γλυκὰ λαλοῦν ἡ μιὰ στὴν ἄλλη;

(Στὶς στέρνες εἶναι ἡ ὄψη σου, Χινόπωρο, καὶ πάλι!)

Ὡστόσο χτὲς -ἡ ξαστεριὰ δὲ μ᾿ εἶχε ξεπλανέσει-
τὸν εἶδα: δρόμο γύρευε στῶν ἀμπελιῶν τὴ μέση:
τὸ μαδημένο του ἔτρεμε στὴ ράχη τὸ τομάρι,
κι ἐστάθη· ἀπάνω χάραζε καλόβουλο φεγγάρι.

Ξάφνω, τ᾿ αὐτὶ ἔστησε μακριά, στὴν αὔρα ποὺ διαβαίνει,
μ᾿ ἀκοὴ καὶ μάτια μίαν ἠχὼ ζητώντας νεκρωμένη.
Ἦταν ἡ ὥρα ποὺ ἡ νυχτιὰ στὴν παγωνιὰ μουδιάζει.

Κι εὐτὺς τὴ σύριγγά του ἁρπάει, στὰ χείλη του τὴ βάζει...

Παράτονος, μὰ γλυκερός, μῖσος πνιχτὸ στὰ γέλια,
ὁ ξωτικὸς σκοπὸς κακὸ φυσοῦσε ἀπὸ τ᾿ ἀμπέλια,
γοερὸς σκοπός, καὶ σκόρπισεν ἄγνωρη ἀνατριχίλα...

Μὰ νὰ χορέψουν σήκωσε τὰ πεθαμένα φύλλα!

Σπιτικό περιβόλι-

Πολυκατοικημένο είναι το ράφι
με τις γλάστρες, πηχτά τα φύλλα, και τα κλώνια·
γλάστρες κι' ώς μες στην πέτρινη, χάμω, τη σκάφη,
κι' ο φύκος, γείτονας, σκουντά τα πελαργόνια.

Το μούσκλο, βελονιά τη βελονιά, και βρίσκει
παντού την κούφια ρίζα να κατασκεπάζη.
Δες, κ' η φραγκοσυκιά που τρέμουν της οι δίσκοι,
ξωτική σάρκα αγκαθερή, πράσινη, μοιάζει.

Κ' έξαφνα, κάπου εδώ στα χόρτα, ή σαν πιο πέρα,
φύσημα ολίγο κίνησε να τα πειράξη:
εσύγχυσε αλαφρά τον άθυμον αέρα.
Χαλάει τα φύλλα, βιάζεται, χαλάει την τάξη,

κ' η σταχτερή, η περπατημένη η πρασινάδα,
το μελαγχολικό κορίτσι που διαβάζει,
τα ημερινά τα μάρμαρα, η περιπλοκάδα,
το σπιτικό περιβολάκι, συννεφιάζει.

Μυριστικά, ποτιστικά γύρω απ' τη βρύση,
παράταιρα, εσυγκλίναν– κ' εξανακαθήσαν·
κάτι ξένο σα νάρθε να συγκατοικήση·
και μια φούχτα σπουργίτια ομόγνωμα εσκορπίσαν...

Μα έλειψε κι' όλας. Μα ήτανε μια απάτη ακόμα,
μούχρωμα–κ' έλυωσε, κ' ίσκιος απλής ημέρας.
Για τη σάρκα πικρός, αχ! πικρός κι' ώς το στόμα,
του πρωτοχινοπώρου πέρασεν ο αγέρας...
Τέλλος 'Αγρας

Τέλλος Ἄγρας (1899-1944): ποιητὴς καὶ κριτικός (φιλολογικὸ ψευδώνυμο τοῦ Εὐαγγέλου Λ. Ἰωάννου)

«Λυρισμὸς εἶναι ὁ δρόμος ποὺ φέρνει ἀπὸ τὸ χειροπιαστὸ στὸ ἄπιαστο, ἀπὸ τὴν ὕλη στὸ μυστήριό της, ἀπὸ τὸ πρᾶγμα στὴν Ἰδέα. Μά... καὶ τὸ ἀντίθετο!»

Ο Τέλλος Άγρας (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ευάγγελου Ιωάννου) γεννήθηκε στην Καλαμπάκα το 1899. Από το 1911 άρχισε να γράφει τακτικά στη στήλη συνεργασίας συνδρομητών της Διάπλασης με το ψευδώνυμο Τέλλος Άγρας. Η πρώτη του ποιητική δημοσίευση ήταν ο Βράχος. Η συνεργασία του με τη Διάπλαση των Παίδων συνεχίστηκε συστηματικά και ο συνολικός όγκος των νεανικών δημοσιευμάτων του υπήρξε πολύ μεγάλος. Η πρώτη επίσημη παρουσία του στις στήλες της Διάπλασης σημειώθηκε τον Μάη του 1916 με το πεζογράφημα Αποχαιρετισμός. Τη μέρα της Απελευθέρωσης της Αθήνας από τους Γερμανούς ναζί χτυπήθηκε από μια αδέσποτη σφαίρα στον αστράγαλο. Μεταφέρθηκε στον Ευαγγελισμό όπου πέθανε τον Νοέμβρη του 1944.

Ο Τέλλος Άγρας τοποθετείται στους Έλληνες ποιητές του μεσοπολέμου, τους λεγόμενους νεορομαντικούς ή παρακμιακούς (Καρυωτάκης, Κλέων Παράσχος, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Κώστας Ουράνης κ.α.). Το ποιητικό του έργο είναι αποτέλεσμα δημιουργικής αφομοίωσης του πνεύματος του γαλλικού συμβολισμού και αισθητισμού αλλά και της ελληνικής ποιητικής παράδοσης από το δημοτικό τραγούδι ως τον Ιωάννη Πολέμη, τον Κωστή Παλαμά, τον Μιλτιάδη Μαλακάση και τον Κωνσταντίνο Καβάφη.
Κινήθηκε στα πλαίσια της εσωτερικότητας, της μελαγχολίας, της νοσηρότητας και της απαισιοδοξίας των συγχρόνων του, υιοθέτησε την ειδυλλιακή ενατένιση του παρελθόντος, ωστόσο παράλληλα χάρη στη βαθιά πνευματική του καλλιέργεια αρνήθηκε να παραδοθεί στην απελπισία και αγωνίστηκε να κρατηθεί από την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Πρέπει τέλος να σημειωθεί η αξία του κριτικού του έργου που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη οξυδέρκεια, ευαισθησία, βαθιά γνώση της φιλοσοφίας και επαρκή ενημέρωση για τις σύγχρονές του ευρωπαϊκές θεωρίες της λογοτεχνίας και τον τοποθετεί στην πρωτοπορία της νεοελληνικής κριτικής σκέψης.

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2024

JULIO CORTÁZAR - BOLERO


JULIO CORTÁZAR-BOLERO

Qué vanidad imaginar
que puedo darte todo, el amor y la dicha,
itinerarios, música, juguetes.
Es cierto que es así:
todo lo mío te lo doy, es cierto,
pero todo lo mío no te basta
como a mí no me basta que me des
todo lo tuyo.

Por eso no seremos nunca
la pareja perfecta, la tarjeta postal,
si no somos capaces de aceptar
que sólo en la aritmética
el dos nace del uno más el uno.

Por ahí un papelito
que solamente dice:

Siempre fuiste mi espejo,
quiero decir que para verme tenía que mirarte.

Y este fragmento:

La lenta máquina del desamor
los engranajes del reflujo
los cuerpos que abandonan las almohadas
las sábanas los besos

y de pie ante el espejo interrogándose
cada uno a sí mismo
ya no mirándose entre ellos
ya no desnudos para el otro
ya no te amo,
mi amor.

«Μπολερό». Από το βιβλίο του Χούλιο Κορτάσαρ, Η σύνθλιψη των σταγώνων

Τι ματαιοδοξία να φανταστείς
ότι μπορώ να σου δώσω τα πάντα, αγάπη και ευτυχία,
δρομολόγια, μουσική, παιχνίδια.
Είναι αλήθεια ότι είναι έτσι:
Σου δίνω όλα τα δικά μου, είναι αλήθεια,
αλλά όλα τα δικά μου δεν σου φτάνουν
αφού δεν μου φτάνει που μου δίνεις
όλα δικά σου.

Γι' αυτό δεν θα είμαστε ποτέ
το τέλειο ζευγάρι, η καρτ ποστάλ,
αν δεν είμαστε σε θέση να δεχτούμε
ότι μόνο στην αριθμητική
δύο γεννιέται από ένα συν ένα.

Εκεί πέρα ​​ένα κομμάτι χαρτί
που λέει μόνο:

ήσουν πάντα ο καθρέφτης μου,
Εννοώ ότι για να δω τον εαυτό μου έπρεπε να σε κοιτάξω.


Και αυτό το απόσπασμα:

Η αργή μηχανή της θλίψης
τα γρανάζια της παλινδρόμησης
τα σώματα που εγκαταλείπουν τα μαξιλάρια
τα σεντόνια τα φιλιά

και στέκεται μπροστά στον καθρέφτη αμφισβητώντας τον εαυτό του
ο καθένας για τον εαυτό του
δεν κοιτάζουν πια ο ένας τον άλλον
δεν είναι πια γυμνοί ο ένας για τον άλλον
Δεν σε αγαπώ πια,
αγάπη μου.

                                               



Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024

Georges Rodenbach, Épilogue (Ζωρζ Ρόντενμπαχ, μετάφραση: Καρυωτάκης)

The Indolent Mist Of Autumn

The indolent mist of autumn at last dispersed…
It hovers between the towers, like the incense full of dreams
That will linger in the naves after the most solemn Mass;
And it sleeps like cloth spread on the dejected, grey ramparts.

It comes unfolded then folds back on itself, like a wing
In imperceptible motion, yet incessant, in the fog;
All is shaded to a blur and turns slightly divine,
As beneath the pallid brushing, all is vague and lost in dreams.

All is a shade of grey, cloaked in the colour of fog:
The sky with its ancient pinions, the water and the poplars,
Old friends, reconciled, so easily, with the haze of the past autumn,
Like all things that will soon be nothing but the faintest memory.

The victorious mist, against the pale depth of air,
Has diluted even the accustomed towers,
Whose grey thoughts are now gone forever,
Like some vague dream, or a geometry of vapour.

Georges Rodenbach

Η νωχελική ομίχλη του φθινοπώρου επιτέλους σκορπίστηκε…
Αιωρείται ανάμεσα στους πύργους, σαν το θυμίαμα γεμάτο όνειρα
που θα μείνει στους ναούς μετά την πιο επίσημη Λειτουργία.
Και κοιμάται σαν ύφασμα απλωμένο στις καταβεβλημένες, γκρίζες επάλξεις.

Ξεδιπλώνεται και διπλώνει πίσω στον εαυτό του, σαν φτερό
Σε ανεπαίσθητη κίνηση, αλλά αδιάκοπη, στην ομίχλη.
Όλα σκιάζονται σε μια θαμπάδα και γίνονται ελαφρώς θεϊκά,
Καθώς κάτω από το χλωμό βούρτσισμα, όλα είναι ασαφή και χαμένα στα όνειρα.

Όλα είναι μια απόχρωση του γκρι, ντυμένη στο χρώμα της ομίχλης:
Ο ουρανός με τα αρχαία πιόνια του, το νερό και τις λεύκες,
παλιοί φίλοι, συμφιλιώθηκαν, τόσο εύκολα, με την ομίχλη του περασμένου φθινοπώρου,
Όπως όλα τα πράγματα που σύντομα θα γίνουν τίποτα άλλο από την πιο αχνή ανάμνηση.

Η νικηφόρα ομίχλη, ενάντια στο χλωμό βάθος του αέρα,
έχει αραιώσει ακόμη και τους συνηθισμένους πύργους,
των οποίων οι γκρίζες σκέψεις έχουν φύγει τώρα για πάντα,
Σαν κάποιο ασαφές όνειρο, ή μια γεωμετρία ατμού.

Ζορζ Ρόντενμπαχ
 

Georges Rodenbach, Épilogue (Ζωρζ Ρόντενμπαχ, μετάφραση: Καρυωτάκης)

C’est l’automne, la pluie et la mort de l’année !
La mort de la jeunesse et du seul noble effort
Auquel nous songerons à l’heure de la mort :
L’effort de se survivre en l’œuvre terminée.

Mais c’est la fin de cet espoir, du grand espoir,
Et c’est la fin d’un rêve aussi vain que les autres :
Le nom du dieu s’efface aux lèvres des apôtres
Et le plus vigilant trahit avant le soir.

Guirlandes de la gloire, ah ! Vaines, toujours vaines !
Mais c’est triste pourtant quand on avait rêvé
De ne pas trop périr et d’être un peu sauvé
Et de laisser de soi dans les barques humaines.

Las ! Le rose de moi je le sens défleurir,
Je le sens qui se fane et je sens qu’on le cueille !
Mon sang ne coule pas ; on dirait qu’il s’effeuille…
Et puisque la nuit vient, — j’ai sommeil de mourir !

   






Φθινόπωρο είναι, βρέχει, να, και ο χρόνος όλο σβήνει!
Η νιότη σβήνει, σβήνεις, ω προσπάθεια ευγενική,
που μόνο εσέ θα σκεφτούμε πεθαίνοντας, σεμνή
προσπάθεια να περάσουμε και το Έργο μας να μείνει.

Αχ! πάει κι αυτή που μ' έθρεφεν ελπίδα η πιο μεγάλη·
μάταιο σαν άλλα ονείρατα, τ' όνειρο πάει κι αυτό.
Όλα περνούν, οι πόθοι μας περνούν, ένα βουητό,
περνούμε, τέλος οι ίδιοι εμείς για να 'ρθουν αύριο
περνούμε τέλος οι ίδιος εμείς για να 'ρθουν αύριον άλλοι.

Γιρλάντα η δόξα εμάδησε κι είναι οι γιορτές φυγάτες.
Μόνο πικρία μένει σ' εκείνον που 'χε ονειρευτεί
πολύ να μην επέθανε και λίγο να σωθεί
και κάπως ναν τον αγαπούν χρόνοι, καιροί διαβάτες!

Αλίμονο! Με ρόδο τον εαυτό μου παρομοιάζω,
με ρόδο που μαραίνεται και γίνεται χλωμό!
Αίμα δεν τρέχει· θα 'λεγε κανείς πως φυλλορροώ...
Κι αφού πια τώρα ενύχτωσε — για θάνατο νυστάζω!















































































Σάββατο 27 Ιουλίου 2024

Tα λόγια της σιωπής

 


Mε τ' ακροδάχτυλα των λέξεων
ψηλαφίζω τη σιωπή.

Με κινήσεις ασκητικές
αναζητώ τα λόγια που,
στόλισαν το αμετάκλητο
λίγο πριν χαθείς
όπως στη θάλασσα
ο ναυαγός.

Τ' ανακαλώ όλα με ευλάβεια
στην επιφάνεια της μνήμης
μεγεθύνω την εικόνα σου
στο χώρο της ορατής
σύλληψης
των πραγμάτων
και γίνομαι μαζί σου
ένα και αυτόφωτο.

Εκεί που, το ''άλεκτο'' βγάζει στο Φως.
Γιατί, όπως, αναφέρει ο Eugène Ionesco:
''Οταν όλα θα έχουν ειπωθεί
θα ανήκουμε σε άλλους καιρούς''.

(Μαρία Λαμπράκη)
                                   


Δευτέρα 1 Ιουλίου 2024

Βράχος στη μέση του γιαλού


Βράχος στη μέση του γιαλού
τα πέλαγα  αγναντεύει
βλέπει καράβια να περνούν
γλάρους να φτερουγίζουν
δελφίνια να σκίζουν τα νερά
ψάρια να παιχνιδίζουν

Κι εκείνος στέκει ακίνητος
Χειμώνες- Καλοκαίρια
να τον νε δέρνουν  οι βροχές
ο ήλιος να το καίει
τα αφρισμένα κύματα
πάνω του να χτυπούνε

Να τανε λέει μπορετό
κι αυτός να ταξιδέψει
να δει καινούργιες θάλασσες
να μάθει για άλλος τόπους

Τον πιάνει το παράπονο
κι αρχινά να κλαίει

Το κύμα που τον άκουσε
να κλαίει λυπημένα
πάει κοντά του
κι άρχισε να τον παρηγορεί

Πονώ  κι εγώ όταν χτυπώ
πάνω σου μανιασμένα
σαν ανταριάζει  ο καιρός
κι η θάλασσα φουσκώνει
όμως ποτέ δεν έκανα
παράπονο κανένα

Πολλές  φορές ευχήθηκα
την αντοχή σου να 'χω
Γιατί άμα δεν άντεχες
πως θα σε λέγαν βράχο...

Μαρία Λαμπράκη
 
''Υπάρχουνε και στη στεριά
άνθρωποι που ναι βράχοι
όρθιοι στέκουν στη ζωή
όσες φουρτούνες να χει''

Κυριακή 16 Ιουνίου 2024

Στον αστερισμό των εγκλίσεων και των χρόνων του ρήματος “έρχομαι''-Βαβούρης Σταύρος (1925-2008)

 Που λέτε, μια ολόκληρη ζωή σχεδόν
από τον ένα άνυδρο και φυσικά παντέρημο πλανήτη
στον άλλο και στον άλλο του μεγάλου αστερισμού
των εγκλίσεων και των χρόνων
του ρήματος: έρχομαι.

“Έρχομαι” μου `λεγαν δηλαδή
(έγκλιση οριστική και χρόνος Ενεστώς)
κι έπειτα “Ερχόμουνα” (σε Παρατατικό)
“μα μ’ έπιασε η βροχή”.
“Ήρθα” σε χρόνο Αόριστο “αλλ’ είχες φύγει πια”
“θα `ρθω και πάλι αν κατορθώσω” (Μέλλων).

Και μ’ όλα τ’ “αν”, τα “θα” και τα “αλλά”
που συνοδεύαν Παρατατικό, Αόριστο και Μέλλοντα
είχα μια απεριόριστη πεποίθηση –πιστέψτε με–
(ήτανε χρόνοι Οριστικής – πώς ν’ αμφιβάλλεις;)
Αν και τότε ακόμα ο ερχομός τους
έμπαινε πια σε πλαίσια ιστορικά
μιας δηλαδή κατά το μάλλον κι ήττον πιθανής αφίξεως.

Ο Παρακείμενος με τον Υπερσυντέλικο
δε μ’ έπεισαν ποτέ βεβαίως.
Σε τι θα μ’ ωφελούσε άλλωστε;
Χρόνοι παρωχημένοι κι άσχετοι τελείως
με το τώρα ή το αύριο
που σε κάνουν παρανάλωμα.
“Έχω έρθει” κι “είχα έρθει”
Τ ό τ ε, μ’ άλλα λόγια
Και;
Το ζήτημα ήταν, τ ώ ρ α, τι γινόταν.
Τίποτα δε γινόταν, σήμερα τ’ απόγευμα
το βράδυ έστω αργά.
Οι χρόνοι της Οριστικής
τελειώσανε και κλείσανε
στο “τότε”, στο “αν”, στο “θα” και στο “αλλά”.

Μετά οι σαθρές της Ευκτικής
και τόσο λίγο προσιτές ελπίδες
(να `ρχόσουνα, να `ρχόσουν και τι να `ταν!)
Ουσιαστικά στηρίχθηκαν
στ’ ανύπαρκτα ερείσματα της Υποτακτικής:
“Αν έρθω”… “όταν έρθω”… “για να `ρθω”…
Υποθέσεις δίχως θέσεις κι αποδόσεις
σύνδεσμοι χρονικοί και τελικοί
χωρίς σκοπό, μετέωροι στο χάος του αορίστου
που διά μέσου τους μοιραία οδηγήθηκα
στης Προστακτικής τις παραισθήσεις.

Μ’ άλλα λόγια, ό,τι δεν ήταν εφικτό
με την Οριστική, την Υποτακτική
την Ευκτική (ναι, Θεέ μου, τόση ευχετική!),
είχα την ψευδαίσθηση ότι θα το πετύχαινα
προστάζοντας: “Να `ρθεις. Ξεκίνα.
Είναι τέσσερις. Στις πέντε να `σαι εδώ”.

Ενώ η Προστακτική δεν είν’ επίτευξη
πρόκειται για μια μονάχα ακόμα φαντασίωση
που διαρκεί ως τις πέντε, έξι το πολύ.
Περνάει καμιά φορά στις ικεσίες:
“ελέησον και σώσον, έλα” λόγου χάριν
και σε λίγες περιπτώσεις μόνο
λίγων τυχερών
γίνεται κυριολεκτική.
Μα ποιοι `ναι κείνοι που προστάζουν
δίχως την ψευδαίσθηση μονάχα πως προστάζουν;

Στις νόθες καταστάσεις του Απαρέμφατου
προσπάθησα ένα διάστημα μετά
να βρω μια διέξοδο.
Μα τι σημαίνουν άραγε το “ιέναι” και το “ελθείν”;
Ότι έρχεσαι, ότι ήρθες, να `ρχεσαι, να `ρθεις,
ίσως και να `ρχόσουνα, να `ρθεις; Αν έρθεις.

Γύριζα πλησίστιος στους υποθετικούς και τελικούς συνδέσμους
πάλι μ’ άλλα λόγια στα φαντάσματα της Υποτακτικής
και λίγα βήματα πιο πέρα
προσγειωνόμουνα γυμνός κι αμέτοχος
στης Μετοχής τη μπλόφα:

ερχόμενοι κι ιόντες
εληλυθότες –α! Ναι!- Κι ελθόντες:
Εκείνοι που έρχονται και θα `ρχονται
μα θα τους πιάνει πάντοτε η βροχή στο δρόμο

που ήρθανε,
που θα `ρθουν αν μπορέσουν πάλι.

Τέλος, όλοι κείνοι
που `χουν κι είχαν έρθει
όταν οι πλανήτες των εγκλίσεων
και των χρόνων του ρήματος “έρχομαι”
όλοι τους, όλοι τους
μ’ είχανε κλείσει έξω απ’ την τροχιά τους.
Βιογραφία, εργογραφία του Ποιητή, Σταύρου Βαβούρη/ ΕΔΩ