Σελίδες

Κυριακή 2 Μαρτίου 2025

'Ασπρες πασχαλιές φιλούν έφηβο (Κική Δημουλά)

Αδρανούσε ξαπλωμένος
πάνω στη μόλις ηλικία του

σκεπασμένη
με κάτι ανάρμοστα σκληρό
ανάξιο για την ευαίσθητη ομορφιά του

κι αν ήταν ξύλο απλό
ίσως να το μετέπειθε μιλώντας του η θλίψη
μα ήτανε καπάκι και δε μετανοούσε

λευκό βαμμένο
μα αυτό
αντί να εξημερώσει το άγριο θέλημα του
το εξαγρίωνε χειρότερα

τί κι αν ήτανε ταιριασμένο
με τα ολόασπρα λουλούδια

τίποτα
αυτό το άσπρο επάνω στο λευκό
τα μαύριζε όλα.

Ο πατέρας. Σκυφτός. Απασχολημένος
βάναυσα να πνίγει

μέσα στη γούρνα των δακρύων του
ένα ένα τα αθώα του αναφιλητά

μη και τ'ακούσει το παιδί
και καταλάβει πως δεν κοιμάται.

Αίφνης, ενώ βουβά η συντριβή
στη σειρά με τάξη αποχαιρετούσε
τον αποχωρισμό

μια γροθιά χτυπώντας άγρια το καπάκι
επάνω ακριβώς στα τελευταία χείλη
του ασπασμού
ταρακούνησε το θαύμα ουρλιάζοντας
σήκω

αλλά δεν φάνηκε Λάζαρος κανείς.

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2025

[Έχων σώας τὰς φρένας] του Αργύρη Χιόνη


 TΗΝ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ γιὰ τὰ τετράποδα πρέπει νὰ τὴν κληρονόμησα ἀπ’ τὸν πατέρα μου πού, καθότι νησιώτης, δηλαδὴ Νιώτης, ἔτρεφε σχεδὸν ἱερὴ λατρεία γιὰ τὶς γάτες.

Ἀπὸ αὐτὰ τὰ πλάσματα ξεκίνησε καὶ ἡ δική μου ἀγάπη, γιὰ νὰ ἐπεκταθεῖ, σιγὰ σιγά, καὶ σὲ ὅλα τ’ ἄλλα τετράποδα. Σήμερα, μαγκούφης πάντα καὶ συνταξιοῦχος πλέον, συζῶ, κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέγη, μὲ μία γάτα, τρία σκυλιά, δώδεκα καρέκλες, ἕνα κρεβάτι καὶ ἕνα τραπέζι.

Ὅλα αὐτὰ τὰ ὄντα χαίρουν, γιὰ διαφορετικοὺς λόγους τὸ καθένα, τῆς ἀπεριόριστης ἐκτιμήσεώς μου καὶ τοῦ εἰλικρινοῦς θαυμασμοῦ μου: ἡ γάτα, γιὰ τὴν ἀνεξαρτησία τοῦ πνεύματός της, τὴν διακριτική, ἀθόρυβη παρουσία της, τὴ διατροφική της ἐγκράτεια καὶ τὴν ἁρμονικὴ κίνησή της μέσα στὸ χῶρο· τὰ σκυλιά, γιὰ τὴν ἀνυπόκριτη ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση ποὺ τρέφουν γιὰ μένα καὶ τὴ μοναδικὴ ἱκανότητά τους νὰ ἐκφράζουν αὐτὰ τὰ συναισθήματα, καθὼς καὶ τὴ χαρὰ ἢ τὴ θλίψη τους, μὲ τὰ ἰδιαίτερα ὁμιλητικὰ μάτια τους· οἱ καρέκλες γιὰ τὴν ἀνεκτικότητά τους, τὴν ἀντοχή τους στὸ βάρος μου καὶ τὸ ὑποκριτικὸ ταλέντο τους στὸ νὰ προσποιοῦνται ὅτι προσαρμόζονται στὴ φόρμα τοῦ κορμιοῦ μου, ἐνῶ εἶναι, στὴν οὐσία, αὐτὲς ποὺ διαμορφώνουν αὐτὴ τὴ φόρμα· τὸ κρεβάτι, γιὰ τὸ νανουριστικὸ καὶ ὀνειροποιὸ χάρισμά του καί, τέλος, τὸ τραπέζι, τὸ πιστότερο καὶ λιγότερο ἀπαιτητικὸ ἀπ’ τὰ τετράποδά μου γιὰ τὴν ὑπομονή του, τὴν προθυμία του νὰ ἀνταποκρίνεται στὶς πιὸ παράταιρες ἐπιθυμίες ἢ ἀνάγκες μου καὶ τὴν ἀνθεκτικότητά του στὶς κακουχίες ποὺ ὑφίσταται ἀπὸ τοὺς χρῆστες του ἢ τὸν χρόνο.
Ὑπομονετικό, ἴσως ἀκόμη περισσότερο κι ἀπ’ τὸ τραπέζι, ἤτανε, κάποτε, στὰ νιάτα ἢ στὰ δικά μου, καὶ τὸ κρεβάτι. Καὶ τί δὲν εἶχε, τότε, ὑπομείνει ἀπὸ τὶς θυελλώδεις ἐρωτικὲς συνευρέσεις μου πάνω στὸ καταπονημένο στρῶμα του, ἀπ’ τοὺς ἀτέρμονους ὕπνους μου, μετὰ ἀπό, μέχρις ἀναισθησίας ὁλοήμερες ἢ ὁλονύχτιες κραιπάλες… Κάποια στιγμή, ὡστόσο, ἄρχισε νὰ ἐπαναστατεῖ. Τώρα ὅλο καὶ πιὸ συχνὰ ἀγριεύει κι ἀρχίζει νὰ καλπάζει γύρω γύρω στὸ δωμάτιο, νὰ μὲ τινάζει ἀπὸ πάνω του· κάποτε, μάλιστα, μὲ ποδοπατᾶ κιόλας. Ὅσο γιὰ τὸ ὀνειροποιὸ χάρισμά του, ἔχει πλέον μεταμορφωθεῖ σὲ ἐφιαλτοποιό. Ἀκόμη κι ὅταν δὲν μὲ ἀδειάζει ἀπὸ τὴ ράχη του, μάτι δὲν κλείνω ὅλη τὴ νύχτα καὶ ἀνυπομονῶ νὰ ξημερώσει γιὰ νὰ βγῶ ἀπὸ τὴν ἀφιλόξενη ἀγκαλιά του, νὰ γλιτώσω ἀπὸ αὐτὴ τὴ φρικτὴ αἴσθηση ὅτι οἱ κουβέρτες δὲν εἶναι κουβέρτες ἀλλὰ χώματα ποὺ κάποιοι φτυάρισαν ἐπάνω μου.
 
Ὡστόσο, ἐγώ, ἀναγνωρίζοντας τὶς ὑπηρεσίες πού, κάποτε, ἀφειδῶς μοῦ πρόσφερε, καθὼς καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι γιὰ τὴ σημερινὴ συμπεριφορά του εἶμαι ὁπωσδήποτε συνυπεύθυνος, δὲν ἔπαψα καὶ οὔτε ποτὲ θὰ πάψω νὰ τὸ καλύπτω γιὰ νὰ μὴ φαίνεται τὸ γῆρας του, μὲ τὰ πιὸ ὡραῖα, τὰ πιὸ φανταχτερὰ κλινοσκεπάσματα.
Τὴν ἴδια στοργὴ καὶ ἀφοσίωση ἀπολαμβάνουν καὶ τὰ ἄλλα τετράποδά μου. Μὲ τὴ γάτα καὶ τὰ σκυλιά μου τρῶμε σχεδὸν ἀπὸ τὸ ἴδιο πιάτο καὶ πάντα φροντίζω νά ’χουν καθαρὸ νερό, δροσιὰ τὸ καλοκαίρι, θαλπωρὴ τὸ χειμώνα καὶ πλουσιοπάροχα χάδια πάνω στὸ ὑγιὲς καὶ ἁπαλὸ τρίχωμά τους. Ὅσο γιὰ τὶς καρέκλες μου, αὐτὲς χρήζουν εἰδικῆς μεταχειρίσεως, καθότι, ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια τόσο καὶ λιγοστεύουν τῆς μοναξιᾶς μου οἱ ἐπισκέπτες, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ νιώθουν, οἱ καημένες, σὰν ἀπόμαχες ἀρσιβαρίστριες. Γιὰ νὰ διασκεδάσω, λοιπόν, αὐτὴ τὴ θλιβερὴ διάθεσή τους, τὶς χρησιμοποιῶ ὅλες ἐναλλάξ, κάνοντας, ἀκόμη καὶ τὴν ὥρα τοῦ φαγητοῦ, τὸν γύρο τοῦ τραπεζιοῦ, ὥστε καμιά τους νὰ μὴ μείνει παραπονεμένη.
Εἶναι σαφὲς πὼς σ’ ὅλα τα τετράποδά μου φέρομαι σὰν στοργικὸς πατέρας ποὺ παραμελεῖ, ἐντούτοις, τὸ πιὸ καλὸ παιδί του, τὸ πιὸ πιστὸ καὶ τὸ λιγότερο διεκδικητικό, γιατὶ θεωρεῖ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀφοσίωσή του δεδομένη, αὐτονόητη. Ἐνῶ, φυσικά, τὸ τραπέζι μου, τὸ πιὸ σταθερό, τὸ πιὸ ἰσορροπημένο, τὸ πιὸ συνετὸ καί, παρὰ τὸν ἀγαθὸ καὶ κάπως ἀφελὴ χαρακτήρα του, τὸ πιὸ σοφὸ ἀπ’ τὰ τετράποδά μου.
 
Στέκεται ἀκλόνητο στὰ τέσσερα χοντρά του πόδια, ἐδῶ, στὸ κέντρο τῆς κουζίνας, προσφέροντας τὴ ράχη του ὄχι γιὰ χάδια ἀλλὰ γιὰ χρήσεις, κάθε εἴδους χρήσεις.
 
Πάνω σ’ αὐτὴ τὴν ἀργασμένη ράχη, τὴ γεμάτη ρόζους καὶ καψίματα ἀπὸ τσιγάρα, ἀμέτρητες φορὲς ζυμώθηκαν ψωμιὰ καὶ φύλλα ἀνοίχτηκαν, γιὰ πίτες καὶ σκαλτσούνια, κρέατα τεμαχίστηκαν, ποτίζοντας μὲ τὸ αἷμα τους τὶς ἴνες της, σάλτσες καυτές, κρασιὰ χαρᾶς, δάκρυα πένθους καὶ καφέδες τῆς παρηγοριᾶς χυθήκανε, σκεύη μόλις κατεβασμένα ἀπὸ τὴ φωτιά, νύχια ἀνυπόμονα ἢ νευρικά, γροθιὲς ὀργῆς, ἀγκῶνες, ποὺ στηρίξανε τὴ σκέψη, τὴν ἀπόγνωση ἢ τὴν ὀνειροπόληση, ἀφῆσαν, ἀνεξίτηλα, τὰ ἴχνη τους, ποιήματα θνησιγενῆ καὶ ἄλλα, θνητὰ κι αὐτὰ ἀλλὰ μακροβιότερα, χαράχτηκαν…
 
Ἐτοῦτο τὸ τραπέζι εἶν᾽ ὁλόκληρη ἡ ζωή μου καί, τώρα, μὲ τὴ γριά μου Remington ἀκουμπισμένη πάνω του, γέρος πλέον κι ἐγώ, βλέπω ξανὰ ὅσους κατὰ καιροὺς καθίσαν γύρω του ἢ καὶ χορέψαν πάνω του (γιατὶ κι αὐτὸ συνέβη), φίλους, ἐχθροὺς ἀλλὰ καὶ ἀδιάφορους γνωστοὺς (δεχόταν, βλέπετε, ἀδιαμαρτύρητα τοὺς πάντες), ὅσους χαθήκανε γιὰ πάντα, ἀφοῦ ἄλλους τοὺς ρούφηξε ἀνεπιστρεπτὶ ἡ λαίμαργη αἰωνιότητα κι ἄλλοι ἀμαχητὶ παραδοθήκανε στῆς καθημερινότητας τὴν Κίρκη.

Μὲ τὴ γριά μου Remington ἀκουμπισμένη πάνω του, κοιτάζω τὸ τραπέζι μου καὶ τύψεις μὲ καταλαμβάνουνε φρικτές. Μετὰ ἀπὸ τόσα ποὺ ἐπὶ χρόνια ἔκανε γιὰ μένα, τίποτε ἐγὼ γι’ αὐτὸ δὲν ἔχω κάνει. Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ τὸ ἀποζημιώσω, σκέφτομαι, μὲ ἁπαλὸ γυαλόχαρτο νὰ τὸ λειάνω, μὲ ἐκλεκτὸ βερνίκι νὰ καλύψω τὶς ρυτίδες του, μὲ πλουμιστὸ τραπεζομάντιλο νὰ τὸ σκεπάσω. Μὲ ὅλ’ αὐτὰ τὰ καλλωπίσματα ὅμως θὰ ἔφραζαν οἱ πόροι του, καὶ τότε πῶς θά ’ταν δυνατὸν νὰ συνεχίσει νὰ ὀσμίζεται στὸ μέλλον καὶ τὶς ὀσμὲς τοῦ παρελθόντος νὰ ἀναδίδει; Ὄχι, ὄχι! Ἔτσι φτιασιδωμένο θὰ ἔπαυε νὰ εἶναι ὂν καὶ θὰ γινόταν ἔπιπλο, δίχως ψυχὴ ἀντικείμενο. Πῶς θά ’ταν δυνατὸν μιὰ τέτοια προσβολὴ ἐγὼ νὰ κάνω σ’ αὐτὸ τὸ πλάσμα πού, μὲ ὅσα ἔχει ζήσει κι ἔχει δεῖ, εἶναι πλέον σοφότερο ἀπ’ ὅσους κάθισαν ποτὲ τριγύρω του; Ὄχι καὶ πάλι ὄχι! Ἄλλη πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀμοιβή του, ναί, κι ἀφοῦ τὸ συνετότερο, τὸ πιὸ ἰσορροπημένο, τὸ πιὸ δίκαιο ἀνάμεσα στ’ ἄλλα τετράποδά μου εἶναι, κι ἀφοῦ εἶναι σίγουρο πὼς ἡ ζωή του πιὸ μακρὰ ἀπ’ τὴ δική μου θά ’ναι, μοναδικό μου κληρονόμο θὰ τὸ καταστήσω καὶ ὅ,τι ἔχω καὶ δὲν ἔχω σ’ αὐτὸ θὰ τὸ ἀφήσω.
 
Ναί, αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ ἀμοιβή του! Καί, γιὰ νὰ μὴ λέμε καὶ ξελέμε, καθισμένος τώρα, ἐδῶ, πλάι του, μὲ τὴ γριά μου Remington ἀκουμπισμένη πάνω του, ἀρχίζω νὰ συντάσσω τὴ διαθήκη μου ποὺ ἔχει ὡς ἑξῆς:
Ὁ κάτωθι ὑπογεγραμμένος Ἀργύριος Χιόνης τοῦ Στεφάνου καὶ τῆς Μαρίας, τὸ γένος Στυλιανουδάκη, γεννηθεὶς ἐν Ἀθήναις τὴν 22αν Ἀπριλίου τοῦ 1943, μόνιμος κάτοικος ἀπὸ τοῦ ἔτους 1992 καὶ ἐντεῦθεν τοῦ χωρίου Θροφάριον τῆς ὀρεινῆς Κορινθίας, ἐπαγγελλόμενος τὴν ποίησιν (ἐὰν ἡ ποίησις δύναται νὰ θεωρηθῆ ἐπάγγελμα) καὶ ἔχων σώας τὰς φρένας καὶ ὑγείαν φθίνουσαν μὲν ἀλλὰ οὐδόλως ἐπηρεάζουσαν τὴν πνευματικὴν διαύγειάν μου, καθιστῶ, διὰ τῆς παρούσης διαθήκης, γενικὴν κληρονόμον ὅλης τῆς κινητῆς καὶ ἀκινήτου περιουσίας μου ἀποτελουμένης ἀπὸ ἀγροτεμάχιον ἐκτάσεως ἕξι καὶ ἡμίσεος στρεμμάτων, διώροφον κατοικίαν ἑκατὸν καὶ τριάκοντα τετραγωνικῶν μέτρων, καθὼς καὶ τὸ σύνολον τῶν ( μηδαμινῆς ἢ ἀμυθήτου ἀξίας — ποῖος δύναται σήμερον νὰ γνωρίζη;) πνευματικῶν δικαιωμάτων μου, τὸ προσφιλέστερον τῶν τετραπόδων μου, τὴν τράπεζάν μου, ὑπὸ τὸν μοναδικὸν ὅρον ὅτι αὕτη θὰ ἔχη ὑπὸ τὴν σκέπην της τὰ ὑπόλοιπα τετράποδά μου, προσφιλῆ ἐπίσης, ἀνίκανα, ἐντούτοις, ὅπως μεριμνῶσιν διὰ τὴν διαβίωσίν των.
 
Ἡ παροῦσα συνετάχθη ἐν Θροφαρίῳ τὴν 16ην Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 2009.
 
Ὁ κληροδοτῶν
Ἀργύρης Χιόνης

ΥΓ. Καὶ ἐπειδὴ ὑποπτεύομαι ὅτι πλεῖστοι ὅσοι θὰ ἀποπειραθοῦν νὰ προσβάλουν τὴν παροῦσαν διαθήκην, δηλῶ, διὰ μίαν εἰσέτι φορὰν κατηγορηματικῶς, ὅτι συνέταξα ταύτην ΕΧΩΝ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΣΩΑΣ ΤΑΣ ΦΡΕΝΑΣ!

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2025

Ουίλιαμ Μπάροουζ: Η γάτα μέσα μας

«Δεν μισώ τους σκύλους. Μισώ όμως αυτό που κατάντησε ο άνθρωπος τον καλύτερο του φίλο. Το γρύλισμα ενός πάνθηρα είναι σίγουρα πιο επικίνδυνο από το γρύλισμα ενός σκύλου, αλλά δεν είναι άσχημο. Η οργή μιας γάτας είναι πανέμορφη, βράζει με μια αγνή γατίσια φλόγα, το τρίχωμά της έχει σηκωθεί όρθιο και πετάει μπλε σπίθες, τα μάτια της στραφταλίζουν και σπιθοβολούν.

Όμως το γρύλισμα ενός σκύλου είναι άσχημο, είναι το γρύλισμα του όχλου των μισαλλόδοξων λευκών που λυντσάρει έναν πακιστανό… το γρύλισμα εκείνου με το αυτοκόλλητο «Σκότωσε μια αδερφή για χάρη του Χριστού» στο αμάξι του, ένα γρύλισμα γεμάτο φαρισαϊσμό. Όταν βλέπεις αυτό το γρύλισμα, βλέπεις πως δεν έχει δικό του πρόσωπο. Η οργή ενός σκύλου δεν είναι δική του. Υπαγορεύεται από τον εκπαιδευτή του. Και η οργή του όχλου που λυντσάρει, υπαγορεύεται από εξαρτημένα αντανακλαστικά».

«Για να μυηθεί ένας ναζί στις ανώτερες βαθμίδες των SS, έπρεπε να βγάλει το μάτι μιας κατοικίδιας γάτας που την είχε ταΐσει και φροντίσει για ένα μήνα. Στόχος αυτής της άσκησης ήταν να εξαλείψει κάθε ίχνος του δηλητηρίου που λέγεται οίκτος και να διαμορφώσει έναν ολοκληρωμένο  Übermensch.

«Κάποιος είπε ότι οι γάτες είναι εκείνο το ζώο που απέχει περισσότερο από το ανθρώπινο μοντέλο. Εξαρτάται περισσότερο από το είδος των ανθρώπων στο οποίο αναφέρεσαι, και φυσικά από το είδος των γατών. Πότε-πότε βρίσκω τις γάτες αλλόκοτα ανθρώπινες».

Πρόκειται για βασική αρχή της μαγείας: ο ασκούμενος κατακτά την ιδιότητα του υπερανθρώπου, εκτελώντας μια τρομερή, αποκρουστική πράξη υπανθρώπου».


Lawrence Kansas 1986

Οι ρόλοι μπορούν να αλλάξουν, και η ίδια γάτα μπορεί να υποδυθεί διαφορετικούς ρόλους: της μητέρας μου, της γυναίκας μου της Τζόαν, της Τζέιν Μπόουλς, του γιου μου του Μπίλλυ, του πατέρα μου, του Κίκι και των άλλων αμίγκο, του Ντέντον Γουέλτς, που με επηρέασε όσο κανένας άλλος συγγραφέας, αν και δε συναντηθήκαμε ποτέ. Οι γάτες μπορεί να είναι ο τελευταίος μου ζωντανός κρίκος με ένα είδος που τείνει να εκλείψει…».

«Οι σκύλοι είχαν εξαρχής τον ρόλο των φρουρών. Και αυτό εξακολουθεί να είναι το κύριο καθήκον τους στις φάρμες και τα χωριά, να ειδοποιούν αν πλησιάσει κάποιος, ως κυνηγοί και φύλακες, και γι’ αυτό μισούν τις γάτες. "Εμείς προσφέρουμε τόσες υπηρεσίες, ενώ οι γάτες το μόνο που κάνουν είναι να χουζουρεύουν εδώ κι εκεί και να γουργουρίζουν. Κυνηγούν ποντίκια; Ναι, τους παίρνει μισή ώρα για να σκοτώσουν ένα ποντικάκι. Το μόνο που κάνουν οι γάτες είναι να γουργουρίζουν και να αποσπούν την προσοχή του Αφέντη από την τίμια κοπρίτικη φάτσα μου. Και το χειρότερο είναι ότι δεν ξεχωρίζουν το σωστό από το λάθος"»

«Κάποιος είπε ότι οι γάτες είναι εκείνο το ζώο που απέχει περισσότερο από το ανθρώπινο μοντέλο. Εξαρτάται περισσότερο από το είδος των ανθρώπων στο οποίο αναφέρεσαι, και φυσικά από το είδος των γατών. Πότε-πότε βρίσκω τις γάτες αλλόκοτα ανθρώπινες».

«Αναρωτιέμαι αν τα σκυλιά και οι γάτες αφήνουν γραπτά σημάδια, όπως οι περιπλανώμενοι αλήτες: "Προσοχή, σκύλος". "Μην πλησιάζετε". "Γεροπαράξενος με όπλο". "Καλός για ελεημοσύνη". Κι αστέρια ποιότητας, όπως στους οδηγούς της Michelin: "Φαγητό, ρούχα, λεφτά και τσιγάρα. Δύο αστέρια. Μάσα και ποτό. Τρία αστέρια". Πρόσεξα ότι κανένα σκυλί δεν πλησίασε ποτέ το Πέτρινο Σπίτι: Κωλόσπιτο με γάτες».

Απόσπασματα απο το βιβλίο του Ουίλιαμ Μπάροουζ "Η γάτα μέσα μας" στα ελληνικά κυκλοφορεί απο τις  εκδόσεις: Απόπειρα
ΠΗΓΗ



Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2025

Lautréamont - Maldoror -Έψαχνα μια ψυχή -Λωτρεαμόν


Λωτρεαμόν, Μαλντορόρ (αποσπάσματα)

Έψαχνα μια ψυχή που να μου μοιάζει, και δεν μπορούσα να τη βρω. Τις πιο απόμερες γωνιές της γης εξερευνούσα, η εμμονή μου ήταν ανώφελη. Ωστόσο, μου ήταν αδύνατο να μείνω μόνος. Χρειαζότανε κάποιος που να εγκρίνει το χαρακτήρα μου. Χρειαζότανε κάποιος που να έχει τις ίδιες ιδέες μ’ εμένα. Ήταν πρωί - ο ήλιος σηκώθηκε στον ορίζοντα, μ' όλη του τη μεγαλοπρέπεια, και νά που ορθώνεται μαζί του εμπρός στα μάτια μου ένας νεαρός, που η παρουσία του γεννούσε στο διάβα του λουλούδια. Με πλησίασε, κι απλώνοντας μου το χέρι: «Ήρθα α εσένα, εσένα, που με ψάχνεις. Ας ευλογήσουμε την ευτυχισμένη τούτη μέρα». Αλλά εγώ: «Φύγε - εγώ δεν σε κάλεσα - δεν έχω ανάγκη τη φιλία σου...».

Ήταν βράδυ - η νύχτα άρχιζε ν’ απλώνει τη μελανότητα του πέπλου της πάνω στη φύση. Μια όμορφη γυναίκα, που μόλις και τη διέκρινα, άπλωνε κι εκείνη πάνω μου τη μαγική της επιρροή, και με κοίταζε με συμπόνια – παρ’ όλα αυτά, δεν τολμούσε να μου μιλήσει. Είπα: «Έλα κοντά μου, θέλω να δω καθαρά τα χαρακτηριστικά του προσώπου σου, γιατί το φως των αστεριών δεν είναι τόσο δυνατό, για να τα φωτίσει σ' αυτή την απόσταση». Τότε, με βάδισμα συνεσταλμένο και με μάτια χαμηλωμένα, πάτησε το γρασίδι, πλησιάζοντας προς το μέρος μου.

Μόλις την είδα: «Βλέπω ότι η αγαθότητα και η δικαιοσύνη έχουν την κατοικία τους μες στην καρδιά σου, δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε μαζί. Τώρα, θαυμάζεις την ομορφιά μου, που έχει αναστατώσει πολλές γυναίκες, όμως, αργά ή γρήγορα, θα μετανιώσεις που μου αφιέρωσες τον έρωτα σου, γιατί δεν ξέρεις την ψυχή μου. Όχι πως θα σου είμαι άπιστος ποτέ - σ' εκείνη που μου δίνεται με τόση ανεμελιά κι εμπιστοσύνη, με άλλη τόση εμπιστοσύνη κι ανεμελιά τής δίνομαι κι εγώ – βάλ’ το καλά, όμως, στο νου σου, και μην το λησμονάς: οι λύκοι και τ' αρνιά δεν ανταλλάσσουν βλέμματα γλυκύτητας». Τι χρειαζόμουνα λοιπόν, εγώ, που απέρριπτα, με τόση αηδία, ό,τι ωραιότερο υπήρχε στην ανθρώπινη φύση! τι χρειαζόμουνα, δεν κατάφερνα να το πω. Δεν είχα συνηθίσει ακόμη να υποβάλλω σε ακριβή ανάλυση τα φαινόμενα του μυαλού μου χρησιμοποιώντας τις μεθόδους που προτείνει η φιλοσοφία.

Κάθισα σ' ένα βράχο, δίπλα στη θάλασσα. Ένα καράβι μόλις είχε ανοίξει όλα του τα πανιά για να μακρύνει απ' αυτά τα μέρη. Ένα ανεπαίσθητο σημάδι είχε φανερωθεί στον ορίζοντα, και πλησίαζε σιγά σιγά, σπρωγμένο από τη ριπή του ανέμου, μεγαλώνοντας με ταχύτητα. Η θύελλα όπου να 'ναι θα ξεκινούσε τις επιθέσεις της, και ήδη ο ουρανός σκοτείνιαζε, μια μαυρίλα όσο αποκρουστική και η καρδιά του ανθρώπου. Το καράβι, που ήταν ένα μεγάλο πολεμικό σκάφος, μόλις είχε ρίξει όλες του τις άγκυρες, για να μη σαρωθεί στα βράχια της ακτής. Ο άνεμος σφύριζε με μανία από τα τέσσερα κύρια σημεία και λιάνιζε τα πανιά. Οι κεραυνοί βροντούσαν με αστραπές, μη μπορώντας να ξεπεράσουν τον ήχο των θρήνων που απλώνονταν στο σπίτι χωρίς θεμέλια, τάφος μετακινούμενος.

Ο κλυδωνισμός των υδάτινων αυτών μαζών δεν κατόρθωνε να σπάσει τις αλυσίδες στις άγκυρες. Οι δονήσεις τους, όμως, είχανε μισανοίξει ένα δρόμο για το νερό, στα πλευρά του πλοίου. Ρωγμή πελώρια, αφού, οι αντλίες δεν επαρκούν για ν' αποβάλλουν οι όγκοι υδάτινης άρμης που έρχονται, αφρίζοντας, να σωριαστούν στη γέφυρα, σαν βουνά. Το καράβι εν απογνώσει κανονιοβολεί στέλνοντας σήματα κινδύνου - όμως, βουλιάζει με βραδύτητα... με μεγαλείο. Όποιος δεν έχει δει σκάφος να βουλιάζει στη μέση της λαίλαπας, με διαλείψεις αστραπών και απύθμενου σκότους, ενώ όσοι είναι μέσα του κυριεύονται από εκείνη τη γνώριμη σας απελπισία, αυτός δεν έχει ιδέα από τα πλήγματα της ζωής. Εντέλει, ξεφεύγει μια οικουμενική κραυγή οδύνης απ' τα πλευρά του σκάφους, ενώ η θάλασσα πολλαπλασιάζει τις τρομερές της επιθέσεις. Είναι η κραυγή που βγαίνει από την εγκατάλειψη των δυνάμεων του ανθρώπου.

Καθένας τυλίγεται σ' ένα μανδύα παραίτησης και παραδίδει τη μοίρα του στα χέρια του Θεού. Συνωστισμός αγέλης προβάτων. Το καράβι εν απογνώσει κανονιοβολεί στέλνοντας σήματα κινδύνου - όμως, βουλιάζει με βραδύτητα... με μεγαλείο. Έβαλαν τις αντλίες να δουλεύουνε όλη μέρα. Προσπάθειες περιττές. Η νύχτα ήρθε, πυκνή, αμείλικτη, για να οδηγήσει στο απόγειο αυτό το θέαμα το αφιλοκερδές. Οι πάντες σκέφτονται πως μόλις βρεθούν στο νερό, δεν θα μπορούν ν' ανασάνουν, αφού, όσο παλιά κι αν ανατρέξουν στη μνήμη τους, κανένα ψάρι δεν αναγνωρίζουν ως πρόγονο, αλλά πασχίζουν να κρατήσουνε την ανάσα τους όσο περισσότερο γίνεται, ώστε να παρατείνουνε τη ζωή τους για δύο ή τρία δευτερόλεπτα - μια ειρωνεία εκδικητική που έχει αποδέκτη το θάνατο.

Το καράβι εν απογνώσει κανονιοβολεί στέλνοντας σήματα κινδύνου - όμως, βουλιάζει με βραδύτητα... με μεγαλείο. Δεν ξέρουν ότι το σκάφος, καθώς βυθίζεται, προκαλεί φουσκοθαλασσιές σε ισχυρή περιέλιξη γύρω απ' τον εαυτό τους, ότι η αναβράζουσα ιλύς έχει αναμειχθεί με τα τρικυμιώδη νερά, κι ότι μια δύναμη που έρχεται από πάνω, αντιπερισπασμός της θύελλας που ασκεί ψηλά τα ολέθρια έργα της, υποβάλλει το στοιχείο σε κινήσεις απότομες και νευρικές. Έτσι, παρ' όλο το απόθεμα ψυχραιμίας που συλλέγει εκ των προτέρων, αυτός που του μέλλεται να πνιγεί, αφού το σκεφτεί ευρύτερα, θα πρέπει να νιώθει ευτυχής, αν παρατείνει τη ζωή του, στις δίνες της αβύσσου, στο μισό μιας κανονικής ανάσας, για να είμαστε γενναιόδωροι.


Άρα θα του είναι αδύνατο ν' αψηφήσει το θάνατο, ό,τι ποθεί πάνω απ' όλα. Το καράβι εν απογνώσει κανονιοβολεί στέλνοντας σήματα κινδύνου - όμως, βουλιάζει με βραδύτητα... με μεγαλείο. Αυτό είναι λάθος. Δεν ρίχνει πια κανονιοβολισμούς, δεν βουλιάζει. Το τσόφλι του καρυδιού καταποντίστηκε τελείως. Ω ουρανέ! Πώς γίνεται να ζει κανείς, άμα δοκιμάσει τόσες ηδονές! Μόλις πριν λίγο μου έτυχε να γίνω μάρτυρας στο ψυχορράγημα πάμπολλων συνανθρώπων μου.

Λεπτό προς λεπτό, παρακολουθούσα τις περιπέτειες της αγωνίας τους. Ενίοτε, το μουγκρητό κάποιας γερόντισσας, τρελής από φόβο, είχε τα πρωτεία στο πανηγύρι. Ενίοτε, το σκούξιμο ενός βρέφους στο βυζί δεν άφηνε ν' ακουστούν οι κατευθυντήριες εντολές. Το σκάφος ήταν πάρα πολύ μακριά για να μπορώ ν' αντιλαμβάνομαι ευκρινώς τις οιμωγές που μου έφερνε η ριπή του ανέμου, μα το πλησίαζα ηθελημένα, κι η οπτική παραίσθηση γινόταν πλήρης. Κάθε τέταρτο της ώρας όταν ένα φύσημα του αέρα, πιο δυνατό απ' τ' άλλα, κάνοντας ν' ακούγονται πένθιμα οι ήχοι του μέσα από την κραυγή των τρομαγμένων θαλασσοβατών, εξάρθρωνε το καράβι μ' ένα τρίξιμο καθ' όλο το μήκος του, αυξάνοντας τους θρήνους εκείνων που επρόκειτο να προσφερθούν σαν ολοκαύτωμα στο θάνατο, βύθιζα εγώ στο μάγουλο μου τη μυτερή αιχμή ενός σίδερου και σκεφτόμουνα μυστικά: «Υποφέρουνε πιο πολύ!» Είχα, τουλάχιστον, έτσι, ένα μέτρο σύγκρισης. Από την όχθη, τους απευθυνόμουν με λεκτικές αποστροφές, εξακοντίζοντας κατάρες και φοβέρες. Μου φαινόταν ότι με άκουγαν! Μου φαινόταν ότι το μίσος μου και τα λόγια μου, υπερπηδώντας την απόσταση, εξουδετέρωναν τους φυσικούς νόμους του ήχου, κι έφταναν, διακριτές, στ' αυτιά τους, που τα ξεκούφαιναν οι βρυχηθμοί του θυμωμένου ωκεανού!

Μου φαινόταν ότι μάλλον εμένα σκέφτονταν, κι εκδήλωναν την εκδικητικότητά τους με αδύναμη λύσσα! Από καιρού εις καιρόν, έστρεφα τα μάτια μου προς τις πόλεις, κοιμισμένες πάνω στην ακλόνητη γη, και, βλέποντας ότι κανείς δεν υποψιαζόταν ότι κάποιο σκάφος επρόκειτο να βυθιστεί, μερικά μίλια από την ακτή, στεφανωμένο μ' αρπακτικά πτηνά και πατώντας σε βάθρο από πεινασμένους υδάτινους γίγαντες, αναθαρρούσα, και η ελπίδα μου ξαναγύριζε - λοιπόν, ήμουνα βέβαιος για την απώλεια τους! Δεν μπορούσανε να ξεφύγουν! Για επιπλέον προφύλαξη, πήγα και βρήκα το δίκαννο μου, ώστε, αν κάποιος ναυαγός προσπαθούσε να φτάσει στα βράχια κολυμπώντας, για ν' αποφύγει τον επικείμενο θάνατο, μια σφαίρα στον ώμο να του συνέθλιβε το χέρι και να τον εμπόδιζε να ολοκληρώσει το σχέδιο του. Την αγριότερη στιγμή της θύελλας, είδα, να ξεχωρίζει κολυμπώντας στα νερά, μ' απέλπιδες προσπάθειες, ένα κεφάλι αεικίνητο, με τα μαλλιά του σηκωμένα. Κατάπινε λίτρα νερού, και βυθιζότανε στην άβυσσο, κλυδωνιζόμενο σαν φελλός.

Σύντομα, όμως, εμφανιζόταν και πάλι, με τα μαλλιά του να τρέχουνε κρουνηδόν, και, καρφώνοντας το βλέμμα στην ακτή, λες και περιφρονούσε το θάνατο. Ήταν αξιοθαύμαστα ψύχραιμος. Μια μεγάλη αιμορροούσα πληγή, απ' την αιχμή κάποιου κρυμμένου ύφαλου, σημάδευε το ατρόμητο κι ευγενικό πρόσωπο του. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από δεκάξι ετών, αφού, μέσα απ' τις αστραπές που φώτιζαν τη νύχτα, μόλις και διακρινόταν ο ίουλος του ροδάκινου πάνω απ' το χείλος του. Και τώρα δεν απείχε πάνω από διακόσια μέτρα απ' την απόκρημνη ακτή, κι εγώ τον διέκρινα χωρίς δυσκολία. Τι θάρρος! Τι πνεύμα ακατάβλητο! Πόσο η σταθερότητα της κεφαλής του έμοιαζε ν' αψηφά το πεπρωμένο, σχίζοντας σθεναρά το κύμα, που οι αυλακιές του ανοίγονταν δύσκολα εμπρός του!... Το είχα εκ των προτέρων αποφασίσει. Το χρωστούσα σ' εμένα τον ίδιο να κρατήσω την υπόσχεση μου: η ύστατη ώρα είχε σημάνει για όλους, κανείς δεν έπρεπε να της ξεφύγει. Ήταν η απόφαση μου, τίποτα δεν θα την άλλαζε... Ακούστηκε ένας ξερός κρότος και το κεφάλι αμέσως βυθίστηκε, για να μην ξαναφανεί. Δεν άντλησα απ' αυτόν το φόνο όση ευχαρίστηση θα νόμιζε κανείς, κι αυτό, γιατί ακριβώς είχα χορτάσει να σκοτώνω πάντα, έτσι ώστε να το κάνω εφεξής μόνο από απλή συνήθεια, που δεν μπορείς να την ξεπεράσεις, αλλά και που δεν σου προσφέρει πάρεξ αμυδρή ευχαρίστηση. Η αίσθηση είχε αμβλυνθεί, σκληρύνει.

Ποια ηδονή να νιώσω από το θάνατο ενός ανθρώπινου όντος, όταν υπάρχουν πάνω από εκατό άλλα, που θα μου προσφέρονταν, ως θέαμα, στην έσχατη πάλη τους με τα κύματα, μόλις το καράβι καταποντιζόταν; Σε αυτόν το θάνατο, δεν είχα καν το θέλγητρο του κινδύνου, γιατί η ανθρώπινη δικαιοσύνη, λικνισμένη από τη λαίλαπα εκείνης της φρικτής νύχτας, κοιμόταν μέσα στα σπίτια, μερικά βήματα από εμένα.

Σήμερα που τα χρόνια βαραίνουν στο σώμα μου, το λέω με ειλικρίνεια, σαν μια υπέρτατη και πανηγυρική αλήθεια: δεν ήμουν όσο απάνθρωπος είπανε οι άνθρωποι πως ήμουν. Κάποιες φορές, όμως, η κακότητά τους ασκούσε τα επίμονα ολέθρια έργα της για χρόνια ο μανία μου, δεν ήξερα πια ναν παροξυσμοί σκληρότητας και γινόμουνα τρομερός για όποιον πλησίαζε το βλοσυρό μου βλέμμα, κυρίως αν ανήκε στη ράτσα μου. Αν επρόκειτο γι’ άλογο ή για σκύλο, το άφηνα να περάσει: το ακούσατε αυτό που σας είπα; Δυστυχώς, τη νύχτα εκείνης της θύελλας, βρισκόμουν μέσα σ' έναν τέτοιο παροξυσμό, η λογική μου είχε κάνει φτερά (αφού, συνήθως, ήμουν το ίδιο στυγνός, αλλά πιο φρόνιμος) - και το καθετί που θα ‘πεφτε, αυτή τη φορά, στα χέρια μου, έπρεπε να αφανιστεί - δεν προτιθεμαι να ζητήσω συγγνώμη για τα παραπτώματα μου. Το λάθος δεν είναι όλο των ομοίων μου. Το μόνο που κάνω είναι να διαπιστώνω αυτό που συμβαίνει, περιμένοντας την έσχατη κρίση που με κάνει να ξύνω τον αυχένα μου εκ των προτέρων... Σκασίλα μου για την έσχατη κρίση! Η λογική μου δεν κάνει ποτέ φτερά, όπως σας έλεγα για να σας παραπλανήσω. Κι όταν διαπράττω ένα έγκλημα, ξέρω τι κάνω: δεν ήθελα να κάνω κάτι διαφορετικό! Όρθιος σ' ένα βράχο, ενώ η λαίλαπα μαστίγωνε τα μαλλιά και το πανωφόρι μου, παραφύλαγα εκστατικός αυτή τη δύναμη της θύελλας, να ξεσπάει σ' ένα καράβι, κάτω από έναν ουρανό χωρίς άστρα.

Παρακολούθησα, με στάση θριαμβική, όλες τις περιπέτειες αυτού του δράματος, από τη στιγμή που το σκάφος αμόλησε τις άγκυρες του, ως τη στιγμή που καταδύθηκε, μοιραίο ένδυμα που παρέσυρε, στα σπλάχνα της θάλασσας, όσους το είχαν φορέσει σαν πανωφόρι. Αλλά, η ώρα πλησίαζε, που επρόκειτο, κι εγώ, να εμπλακώ σαν ηθοποιός σε αυτές τις σκηνές της ανάστατης φύσης. Όταν η θέση όπου το σκάφος είχε αντισταθεί μαχόμενο έδειξε καθαρά ότι θα περνούσε το υπόλοιπο των ημερών του στο ισόγειο της θαλάσσης, τότε, όσοι είχαν παρασυρθεί από τα κύματα, εμφανίστηκαν μερικώς και πάλι στην επιφάνεια. Κρατούσε ο ένας τον άλλον από τη μέση, δυο δυο, τρεις τρεις - ήταν ο τρόπος για να μη σώσουνε τις ζωές τους - γιατί, οι κινήσεις τους γίνονταν δύσκολες, και πήγαιναν στον πάτο σαν τρύπια κανάτια... Ποιος είναι αυτός εκεί ο στρατός των θαλασσίων τεράτων που σχίζει τα κύματα με ταχύτητα; Είναι έξι, τα πτερύγια τους είναι σφριγηλά, κι ανοίγουν δρόμο, μέσα από τα πανύψηλα κύματα. Απ' όλα τ' ανθρώπινα όντα, που αναδεύουν τα τέσσερα μέλη τους μέσα σε αυτή την ήπειρο την ελάχιστα στέρεη, οι καρχαρίες μετά από λίγο φτιάχνουνε ομελέτα χωρίς αυγά και τη μοιράζονται κατά το νόμο του ισχυρότερου.

Το αίμα σμίγει με τα νερά και τα νερά σμίγουνε με το αίμα. Τα θηριώδη μάτια τους φωτίζουν επαρκώς τη σκηνή της σφαγής... Αλλά τι να 'ναι πάλι αυτός ο σάλος των υδάτων, κάτω εκεί, στον ορίζοντα; Θα 'λεγες ένας σίφουνας που ζυγώνει. Τι τράβηγμα κουπιών! Το βλέπω τι είναι. Ένας πελώριος θηλυκός καρχαρίας έρχεται να λάβει μέρος απ' το πατέ συκωτιού χήνας και να φάει κρύο βραστό. Είναι έξαλλη, γιατί έρχεται πειναλέα. Μια πάλη αρχίζει ανάμεσα σ' εκείνη και τους καρχαρίες, ερίζοντας για τα ελάχιστα σπαρταριστά μέλη που επιπλέουν εδώ κι εκεί άλαλα, στην επιφάνεια της ερυθρής κρέμας. Στα δεξιά, στ' αριστερά της, ρίχνει δαγκωματιές που γεννάνε πληγές θανάσιμες. Τρεις, όμως, καρχαρίες ζωντανοί την κυκλώνουν ακόμη, κι είναι υποχρεωμένη να γυρνάει σ' όλες τις κατευθύνσεις, για να χαλάει τους ελιγμούς τους. Με αυξανόμενη συγκίνηση, άγνωστη ως τώρα, ο θεατής, στητός στην όχθη, παρακολουθεί αυτή τη ναυμαχία νέου τύπου. Έχει τα μάτια καρφωμένα σ' αυτόν το θαρραλέο θηλυκό καρχαρία, με τα τόσο δυνατά δόντια. Χωρίς πια να διστάζει, στηρίζει τ' όπλο του στον ώμο, κι επιδέξια ως συνήθως, χώνει τη δεύτερη του σφαίρα στα βράγχια ενός από τους καρχαρίες, την ώρα που είχε ξεμυτίσει πάνω από ένα κύμα. Μένουνε δύο καρχαρίες που ακόμα μεγαλύτερη μανία μαρτυρούν. Ψηλά απ' το βράχο, ο άνθρωπος με το υφάλμυρο σάλιο, πέφτει στη θάλασσα και κολυμπάει προς τον εξαίσια χρωματισμένο τάπητα, έχοντας ανά χείρας το ατσάλινο μαχαίρι που δεν το εγκαταλείπει ποτέ.

Στο εξής, ο κάθε καρχαρίας θα 'χει δοσοληψίες μ' έναν μόνο εχθρό. Προχωρεί προς τον κουρασμένο καρχαρία και, μ' όλο του το πάσο, του βυθίζει μες στην κοιλιά το κοφτερό λεπίδι. Το κινητό προπύργιο απαλλάσσεται εύκολα απ' τον τελευταίο αντίπαλο... Βρίσκονται ενώπιος ενωπίω ο κολυμβητής και ο θηλυκός καρχαρίας, που έσωσε. Κοιτάζονται στα μάτια για μερικά λεπτά, ανακαλύπτοντας έκπληκτοι την ίδια θηριωδία ο ένας στο βλέμμα του άλλου. Γυρίζουνε γύρω τριγύρω, δεν σταματάνε ν' ανταλλάσσουνε ματιές, και λένε ο καθένας από μέσα του: «Ως τώρα έκανα λάθος - νά που υπάρχει κι ένας πιο μοχθηρός». Τότε, από συμφώνου, υποβρυχίως, ο ένας προς τον άλλο γλίστρησε, με αμοιβαίο θαυμασμό, ο θηλυκός καρχαρίας παραμερίζοντας το νερό με τα πτερύγια του, ο Μαλντορόρ χτυπώντας το κύμα με τα χέρια του -και κράτησαν την ανάσα τους, με βαθύ σέβας, καθένας τους επιθυμώντας ν' ατενίσει, για πρώτη φορά, το ζωντανό πορτρέτο του. Φτάνοντας στα τρία μέτρα απόσταση, χωρίς να κάνουν καμιά προσπάθεια, έπεσαν απότομα ο ένας πάνω στον άλλο, σαν εραστές, και αγκαλιάστηκαν μ' αξιοπρέπεια κι ευγνωμοσύνη, σ' ένα σφίξιμο τόσο τρυφερό σαν αδελφός και αδελφή.

Ο σαρκικός πόθος επακολούθησε αμέσως μετά απ' αυτή την επίδειξη φιλίας. Δύο νευρώδεις μηροί κόλλησαν γερά στο γλοιώδες πετσί του τέρατος, σαν δυο βδέλλες, και τα μπράτσα και τα πτερύγια πλεγμένα γύρω απ' το κορμί του αντικειμένου της αγάπης το περιέβαλαν ερωτικά, καθώς οι λαιμοί και τα στήθη τους μετά από λίγο ήταν μόνο μια γλαυκή μάζα από αναθυμιάσεις του φύκους - στη μέση της θύελλας που συνέχιζε να μαίνεται - στη λάμψη των αστραπών - έχοντας για κλίνη του υμεναίου το αφρώδες κύμα, αρπαγμένοι από ένα υποθαλάσσιο ρεύμα σαν σε λίκνο, και κυλώντας, περιστρεφόμενοι, προς τ' άγνωστα βάθη της αβύσσου, ενώθηκαν σ' ένα ζευγάρωμα αργό, αγνό και ειδεχθές!... Εντέλει, μόλις είχα βρει κάποιον που να μου μοιάζει!... Στο εξής, δεν θα 'μουν πια μόνος μες στη ζωή!... Εκείνη είχε τις ίδιες ιδέες μ' εμένα!... Ήμουν απέναντι στην πρώτη μου αγάπη!

Λωτρεαμόν, Μαλντορόρ (αποσπάσματα)

μετάφραση Στρατής Πασχάλης, εκδ. Νεφέλη, 2011 σ. 121-132

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

Άντον Τσέχωφ, O Βάνκας


 Το διήγημα “Ο Βάνκας” ανήκει στη συλλογή των διηγημάτων που εξέδωσε ο `Αντον Τσέχοφ το 1886 με τον τίτλο “Ποικίλα διηγήματα”.

Άντον Τσέχωφ, O Βάνκας

Στο διήγημα που ακολουθεί ο μεγάλος Pώσος συγγραφέας Άντον Τσέχωφ προβάλλει με ρεαλισμό και ευαισθησία το θέμα της παιδικής βιοπάλης. O Βάνκας είναι ένα εννιάχρονο, ορφανό παιδί που οι συνθήκες της ζωής το αναγκάζουν να στερηθεί το πιο αγαπημένο του πρόσωπο, τον παππού του, και να βιώσει μακριά του τη σκληρότητα των ανθρώπων. Τραγικό και χιουμοριστικό στοιχείο συμπλέκονται στο διήγημα μέσα από την αθώα ματιά του μικρού αφηγητή-ήρωα.


O Βάνκας Ζούκοφ, ένα παιδάκι εννιά χρονών, δουλεύει εδώ και τρεις μήνες κάλφας στο τσαγκαράδικο του Αλιάχιν. Τη νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων δεν πλάγιασε. Περίμενε να φύγει το αφεντικό με τους μαστόρους για τον όρθρο. Και μόλις απόμεινε μονάχος στο μαγαζί, πήρε από το ντουλάπι του αφεντικού το καλαμάρι με το μελάνι, έναν κοντυλοφόρο με σκουριασμένη πένα, άπλωσε το χαρτί στο παλιοτράπεζο με τα εργαλεία και ετοιμάστηκε να γράψει. Προτού ζωγραφίσει το πρώτο γράμμα, γύρισε πολλές φορές το κεφαλάκι του κατά την πόρτα και το παραθύρι, ρίχνοντας κλεφτές, φοβισμένες ματιές, λοξοκοίταξε το μαυρισμένο εικόνισμα που ήταν σφηνωμένο ανάμεσα στα ράφια με τα καλαπόδια και αναστέναξε προσπαθώντας να λευτερώσει το λαιμό του από έναν κόμπο που τον έπνιγε. Ύστερα γονάτισε μπροστά στον τσαγκαράδικο πάγκο και άρχισε να γράφει:


Πολυαγαπημένε μου παππού Κωσταντή Μακάριτς.

Σου γράφω γράμμα. Σου εύχομαι καλά Χριστούγεννα και

ο Θεός να σου δίνει όλα τα καλά. Δεν έχω πια ούτε

πατέρα ούτε μάνα, μονάχα εσύ μου απόμεινες.

O Βάνκας κοίταξε κατά το σκοτεινό παραθύρι και κει πάνω στο σκοτεινό τελάρο που τρεμούλιαζε το φως του κεριού ζωντάνεψε τη μορφή του παππού του, του Κωσταντή Μακάριτς, νυχτοφύλακα στο σπίτι του κυρίου και της κυρίας Ζιβάρεφ. Ήταν ένα γεροντάκι κοντό και ξερακιανό, μα πολύ σβέλτο και ζωηρό κάπου εξηνταπέντε χρονών. Η όψη του ήταν πάντοτε γελαστή και τα μάτια του μπιρμπίλιζαν. Την ημέρα κοιμόταν στην κουζίνα ή έπιανε κουβεντολόι με τις μαγείρισσες και τη νύχτα τυλιγμένος σε μια φαρδιά προβατόγουνα έφερνε γυροβολιά το χτήμα χτυπώντας τη ροκάνα του.

Τον ακολουθούσαν τα σκυλιά του, η γριά Καστάνκα και ο Χέλης, έτσι τον έλεγαν, γιατί είχε μαύρη τρίχα και το κορμί του ήταν μακρουλό. Αυτός ο Χέλης ήταν ένα πολύ υπάκουο και παιγνιδιάρικο σκυλί. Γλυκοκοιτούσε όλο τον κόσμο, ξένους και δικούς, μα μπέσα δεν είχε. Κάτω απ’ αυτά τα παγνιδιάρικα βλέμματα και την ταπεινοφροσύνη έκρυβε μια φαρμακερή κακία Ιησουίτη! Ήταν μοναδικός να ζυγώνει κρυφά και να κόβει δαγκωνιά στο πόδι του διαβάτη, να τρυπώνει στο κελάρι ή να αρπάζει από το λαιμό την κότα του χωριάτη. Πολλές φορές του είχαν λιώσει με τις μπαστουνιές τα πισινά του πόδια. Δυο φορές τον κρέμασαν στο δέντρο, κάθε βδομάδα τον σάπιζαν στο ξύλο και τον πετούσαν ψόφιο στο χαντάκι. Και όμως πάντα ζωντάνευε! Εφτάψυχος!

Αυτήν τη στιγμή, χωρίς άλλο, ο παππούς θα στέκεται μπροστά στην αυλόπορτα. Θα μισοκλείνει τα μάτια και θα αγναντεύει τα βαθυκόκκινα παράθυρα της εκκλησιάς του χωριού. Χτυπάει τα ποδήματά του στο κατώφλι να ζεσταθεί και ψιλοκουβεντιάζει με τις δούλες. Η ροκάνα κρέμεται στο ζουνάρι του. Τρίβει τα χέρια, κουλουριάζεται από το κρύο και με ένα γεροντικό γέλιο πειράζει πότε την καμαριέρα και πότε τη μαγείρισσα.

— Θα πάρετε λίγη πρέζα;, λέει στις γυναίκες και προσφέρει την ταμπακέρα του.

Oι γυναίκες παίρνουν ταμπάκο και φταρνίζονται και ο παππούς καταυχαριστιέται και ξεκαρδίζεται στα γέλια ευτυχισμένος. Δίνει και στα σκυλιά του πρέζα. Η Καστάνκα φταρνίζεται, στραβομουτσουνιάζει και τρυπώνει σε μια γωνιά παραπονεμένη. O Χέλης, σεβαστικός πάντοτε, δε φταρνίζεται, κουνάει μονάχα την ουρά του…

Και ο καιρός είναι θαυμάσιος. Ησυχία, όλα διάφανα και δροσερά. Η νύχτα είναι σκοτεινή, και όμως ξεχωρίζεις όλο το χωριό με τις άσπρες του στέγες και τον καπνό που ανεβαίνει από τις καμινάδες, τα δέντρα ασημωμένα από την πάχνη, τις στοίβες του χιονιού. O ουρανός είναι σπαρμένος με αστέρια που λαμπυρίζουν χαρούμενα και ο γαλαξίας αστράφτει, έτσι που νομίζεις πως τον σφουγγάρισαν και τον έτριψαν με χιόνι για τις γιορτές…

O Βάνκας αναστέναξε, βούτηξε την πένα στο καλαμάρι και εξακολούθησε το γράμμα του:

Σου γράφω τα βάσανά μου, παππού. Χθες το αφεντικό με άρπαξε από τα μαλλιά, με τράβηξε στην αυλή και με ρήμαξε στο ξύλο γιατί εκεί που κουνούσα το μωρό με πήρε ο ύπνος. Την άλλη βδομάδα πάλι η κυρά μού είπε να καθαρίσω μια ρέγγα και ’γω άρχισα από την ουρά. Και τότε μου άρπαξε τη ρέγγα και την έτριβε στα μούτρα μου. Και οι καλφάδες του μαγαζιού όλοι με βασανίζουν. Με στέλνουν στην ταβέρνα να πάρω βότκα και με βάνουν να κλέβω το τουρσί του αφεντικού και κείνος με κοπανάει με ό,τι κρατάει στα χέρια του. Όσο για φαΐ, άσ’ τα! Το πρωί ξεροκόμματο, το μεσημέρι κουρκούτι, το βράδυ πάλι ξεροκόμματο. Oύτε τσάι, ούτε λαχανόσουπα, όλα τα περιδρομιάζουν τα αφεντικά.

Με βάζουν και κοιμάμαι μπροστά στην πόρτα και όταν κλαίει το μωρό, εγώ δεν κλείνω μάτι, γιατί πρέπει να κουνάω την κούνια. Αγαπημένε μου παππού, για όνομα του Θεού, κάνε μου μια χάρη: πάρε με από δω, πάρε με στο σπίτι, στο χωριό, δεν αντέχω άλλο… Τα πόδια θα σου φιλήσω, όλη μου τη ζωή θα παρακαλώ το Θεό για σένα, πάρε με από δω, γιατί θα πεθάνω…

O Βάνκας ζάρωσε τα χείλη του από το παράπονο, σφούγγισε τα μάτια με τη μουτζουρωμένη του γροθίτσα και ένα λυγμός ανέβηκε στο λαιμό του.

Θα σου τρίβω ταμπάκο, θα παρακαλώ το Θεό και αν δε σ’ ακούω, να με δέρνεις όσο βαστούν τα χέρια σου. Και αν δε βρίσκεται δουλειά για μένα, να γυαλίζω παππού τις μπότες του αφεντικού ή να βοηθάω τον τσοπάνη στη Φιέτκα. Παππού, αγαπημένε μου, δε μπορώ πια. Θα πεθάνω, να το ξέρεις! Θα ’ρχόμουνα με τα πόδια στο χωριό, μα δεν έχω παπούτσια και φοβάμαι το κρύο. Και όταν θα μεγαλώσω, εγώ θα σε ταΐζω και δε θα αφήσω κανένα να σου κάνει κακό. Και όταν πεθάνεις, θα παρακαλώ το Θεό ν’ αναπαύσει την ψυχή σου, όπως κάνω και για τη μάνα μου την Πελαγία.

Που λες, παππού, η Μόσχα είναι μεγάλη πολιτεία. Όλο πλουσιόσπιτα και άλογα, άλογα να δουν τα μάτια σου! Πρόβατα όμως δεν είδα και τα σκυλιά δε δαγκώνουν.

Εδώ τα παιδιά δε γυρίζουν στα σπίτια να πουν τα κάλαντα, ούτε ψέλνουν στην εκκλησία και, ξέρεις, μια μέρα είδα σ’ ένα μαγαζί να πουλάνε αγκίστρια με το δόλωμα επάνω και πιάνουν ό,τι ψάρι θέλεις. Είναι πολύ ακριβά και είδα ένα αγκίστρι που μπορεί να σηκώσει ολόκληρο γουλιανό δέκα οκάδες. Είδα και μαγαζιά που πουλάνε ντουφέκια. Ό,τι λογής θέλεις, σαν εκείνα που έχει ο αφέντης. Αυτά θα ’χουνε το λιγότερο εκατό ρούβλια το κομμάτι. Και στα χασάπικα πουλάνε τσαλαπετεινούς και πέρδικες και λαγούς, μα πού τα σκοτώνουν; Oι μαγαζάτορες δε λένε τίποτα.

Αγαπημένε μου παππού, όταν κάνουν το χριστουγεννιάτικο δέντρο στου αφέντη με τα γλυκά, ζήτησε για μένα ένα χρυσό καρύδι και κρύψε το στην πράσινη κασέλα. Παρακάλεσε τη δεσποινίδα Όλγα Ιγκνάτιεβνα και πες της: «είναι για το Βάνκα».


Αναστέναξε βαθιά και στύλωσε ξανά το βλέμμα του στο παραθύρι. Θυμήθηκε πως ο παππούς πήγαινε στο δάσος να κόψει έλατο για τον αφέντη και έπαιρνε πάντοτε μαζί και το εγγονάκι του. Τι όμορφα που ήταν! O παππούς σφύριζε, τριζοβολούσε ο πάγος στο μονοπάτι και ο Βάνκας τα άκουγε όλα και σφύριζε κι αυτός. Πολλές φορές ο παππούς, προτού κόψει το έλατο, κάπνιζε την πίπα του ή έπαιρνε πρέζα και όλο κορόιδευε το εγγονάκι που τουρτούριζε. Τα ελατάκια κουκουλωμένα με χιόνι, παγωμένα, καρτερούσαν ακίνητα: Ποιο έχει σειρά να πεθάνει; Ξαφνικά, ένας λαγός ξεπετιέται πάνω στις στοίβες του χιονιού. O παππούς δεν κρατιέται πια, βάζει τις φωνές:

— Πιασ’ τον, πιάσ’ τον! Άι! Διάολε τρικέρη!

O παππούς έσερνε το κομμένο ελάτι ως το σπίτι του αφέντη και κει άρχιζε το στόλισμα. Και πρώτη και καλύτερη η δεσποινίς Όλγα Ιγκνάτιεβνα, η αγαπημένη του Βάνκα. Όταν ζούσε ακόμα η Πελαγία, η μάνα του Βάνκα, ήταν καμαριέρα της κυράς και η δεσποινίς Όλγα φόρτωνε το Βάνκα γλυκά και για να περάσει την ώρα της τον μάθαινε να διαβάζει, να γράφει και να λογαριάζει ως το εκατό. Και όχι μονάχα αυτά. Τον έμαθε να χορεύει και καντρίλιες. Μα σαν πέθανε η Πελαγία, έστειλαν το ορφανό στον παππού του στην κουζίνα και από κει στη Μόσχα ψυχογιό στον Αλιάχιν, τον τσαγκάρη.

Έλα γρήγορα, αγαπημένε μου παππού, για όνομα του Θεού. Σε παρακαλώ, πάρε με από δω! Λυπήσου με το δύστυχο ορφανό, γιατί όλοι με δέρνουν και πεινάω πολύ. Και έχω τόση στενοχώρια που δεν ξέρω πώς να σου την πω. Όλο κλαίω, παππού. Και μια μέρα το αφεντικό μού 'δωσε μια στο κεφάλι με το καλαπόδι, τόσο δυνατά που έπεσα κάτω και έλεγα πως δε θα σηκωθώ. Δεν είναι ζωή αυτή, χειρότερη και από του σκύλου… Χαιρετίσματα στην Αλιόνα, στον Ιγκόρ το στραβό και στον αμαξά. Και τη φυσαρμόνικά μου να μην την δώσεις σε κανέναν. O εγγονός σου, Ιβάν Ζούκοφ, αγαπημένε μου παππού, έλα.

O Βάνκας δίπλωσε το γράμμα στα τέσσερα και το έβαλε στο φάκελο που είχε αγοράσει την προηγούμενη μέρα ένα καπίκι. Ύστερα, σκέφτηκε λίγο, βούτηξε την πένα στο καλαμάρι και έγραψε τη διεύθυνση:

Για τον παππού. Στο χωριό.

Έξυσε λίγο το κεφάλι του, ξανασκέφτηκε και πρόσθεσε στον φάκελο:

Κωσταντή Μακάριτς.

Ευχαριστημένος που δεν τον ενόχλησε κανείς, έβαλε το κασκέτο του και χωρίς να ρίξει απάνω του την ξεσχισμένη γουνίτσα πετάχτηκε στο δρόμο με το πουκάμισο μονάχα.

Τα παιδιά του χασάπικου που είχε ρωτήσει την προηγούμενη μέρα του είχαν πει πως έριχναν τα γράμματα σ’ ένα κουτί και αποκεί τα κουβαλούσαν σε όλο τον κόσμο με τρόικες που έχουν βροντερά κουδουνάκια και μεθυσμένους αμαξάδες.


Γρήγορα γρήγορα ο Βάνκας έτρεξε στο κοντινότερο κουτί και πέρασε το πολύτιμο μήνυμά του στη χαραμάδα.

Ύστερα από μια ώρα κοιμόταν με σφιγμένες τις γροθίτσες νανουρισμένος από τις γλυκές ελπίδες του. Ονειρευόταν το πατάρι στο χωριό. Ο παππούς κάθεται στο πατάρι και τα πόδια του κρέμονται. Διαβάζει το γράμμα στις δούλες... Και ο Χέλης φέρνει σβούρα το πατάρι κουνώντας την ουρά του...

Ά. Τσέχωφ, Διηγήματα, μτφρ. Κυριάκος Σιμόπουλος, Θεμέλιο

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024

Η σύνθλιψη των σταγόνων: Julio Cortazar ( Χούλιο Κορτάσαρ)

 


Εγώ δεν ξέρω, κοίτα, είναι τρομερό το πώς βρέχει.

Βρέχει όλη την ώρα, έξω πυκνά και γκρίζα, εδώ κόντρα στο μπαλκόνι με σταλαγματιές πηχτές και σκληρές, που κάνουν πλαφ και συνθλίβονται σαν γροθιές μιά μετά την άλλη, τί αηδία.

Τώρα εμφανίζεται μια σταγονίτσα στο πάνω μέρος στο περβάζι του παραθύρου, μένει τρεμάμενη απέναντι στον ουρανό που την κομματιάζει σε χίλιες σβησμένες λάμψεις, μεγαλώνει και ταλαντεύεται, τώρα θα πέσει και δεν πέφτει, ακόμα δεν πέφτει. Είναι κολλημένη με όλα της τα νύχια, δεν θέλει να πέσει και φαίνεται πως γατζώνεται με τα δόντια, ενώ της μεγαλώνει η κοιλιά, πια είναι μια σταγονάρα που κρέμεται μεγαλοπρεπής, και ξαφνικά, ωπ, να την, πλαφ, διαλύεται, τίποτα, ένας λεκές στο μάρμαρο.

Μα υπάρχουν κι αυτές που αυτοκτονούν που παραδίνονται αμέσως, εμφανίζονται στο περβάζι και την ίδια στιγμή πέφτουν, μου φαίνεται ότι βλέπω το τρέμισμα του άλματος, τα ποδαράκια τους ν’ απλώνονται και την κραυγή που τις μεθάει σ’ αυτό το τίποτα της πτώσης και της εξαφάνισης. Θλιβερές σταγόνες, στρογγυλές αθώες σταγόνες.

Αντίο σταγόνες. Αντίο.


Julio Cortázar el aplastamiento de las gotas

I don’t know, look, it’s terrible how it’s raining. It’s raining all the time, dense and gray outside, here drops, dull and hard, come against the balcony with a splat!, squashing themselves like slaps piling one onto another, how tedious. Now a droplet appears just at the top of the window frame; stays there quivering against the sky, shattered into a thousand subdued glints, about to fall down but won’t fall, still won’t fall. It holds on tight, all nails, doesn’t want to fall and it’s clear it grips with its teeth while its belly grows bigger and bigger; it’s now a majestic drop hanging there, and then plonk, there it goes, splat, undone, nothing, only a clammy something on the marble.

But there are those that kill themselves and surrender right away, sprouting in the frame whence they jump off outright; I can even make out the dive’s vibration, their little legs falling off and the inebriating scream in the fleetingness of the fall and their annihilation. Sad, gloomy, despondent drops, plump and gullible drops. Good-bye drops. Good-bye.I don’t know, look, it’s terrible how it’s raining. It’s raining all the time, dense and gray outside, here drops, dull and hard, come against the balcony with a splat!, squashing themselves like slaps piling one onto another, how tedious.

Now a droplet appears just at the top of the window frame; stays there quivering against the sky, shattered into a thousand subdued glints, about to fall down but won’t fall, still won’t fall. It holds on tight, all nails, doesn’t want to fall and it’s clear it grips with its teeth while its belly grows bigger and bigger; it’s now a majestic drop hanging there, and then plonk, there it goes, splat, undone, nothing, only a clammy something on the marble.
But there are those that kill themselves and surrender right away, sprouting in the frame whence they jump off outright; I can even make out the dive’s vibration, their little legs falling off and the inebriating scream in the fleetingness of the fall and their annihilation. Sad, gloomy, despondent drops, plump and gullible drops. Good-bye drops. Good-bye.

 Σε αυτή την κομψή έκδοση, η ιστορία του Χούλιο Κορτάσαρ μας λέει την τύχη των σταγόνων που πέφτουν στο τζάμι, ενώ έξω βρέχει. Σε κανένα σημείο ο εικονογράφος δεν μας δείχνει τις σταγόνες που χορεύουν σε όλη την επιφάνεια. Περιορίζεται στο να δώσει σχήμα στη φωνή που μας προκαλεί στο κείμενο και που δεν είναι άλλη από εκείνη αυτού που παρακολουθεί, παρατηρεί, επιδιώκει και περιγράφει τις γενναίες σταγόνες στα κατορθώματά τους. Ένα βουβό πορτρέτο των δύο θεατών, που με το σώμα και την έκφρασή τους συνοδεύουν τις εμπειρίες των σταγόνων σε αυτή την πλευρά της αυλαίας.

''Μου φαίνεται ότι βλέπω
το τρέμισμα του άλματος, τα ποδαράκια τους
ν' απλώνονται και την κραυγή που τις μεθάει
σ' αυτό το τίποτα της πτώσης
και της εξαφάνισης.
Θλιβερές σταγόνες, στρογγυλές
αθώες σταγόνες. Αντίο σταγόνες. Αντίο.΄'
(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

                    

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2024

Μιχάλης Γκανάς -«κανείς δεν βγαίνει αλώβητος από τις μυλόπετρες της Ιστορίας» -Ποιήματα








Προσωπικό     Γυάλινα Γιάννενα

Επειδή η ζωή μας μοιάζει να φυραίνει

μέρα τη μέρα, δε θα πει πως η ζωή

δεν αξίζει τον κόπο.

 

Επειδή σ’ αγάπησα και σ’ αγαπώ ακόμη

κι ας μην είναι όπως παλιά,

δε θα πει πως πέθανε η αγάπη,

κουράστηκε ίσως σαν καθετί που ανασαίνει.

 

Επειδή περνάς δύσκολες μέρες

σκυμμένη σε χαρτιά και γκρεμούς

που δεν κλείνουν, κι εγώ πηδάω

τις νύχτες επί κοντώ λαχανιάζοντας,

δε θα πει πως δεν έχουμε

μοίρα στον ήλιο, έχουμε

τη δική μας μοίρα.

Επειδή πότε είσαι άνθρωπος

και πότε πουλί, φέρνεις στο σπίτι μας

ψωμάκια μικρά της αποδημίας

κι ελπίζουνε τα παιδιά μας

σε καλύτερες μέρες.

Επειδή λες όχι και ναι κι ύστερα όχι

και δεν παραιτείσαι, ντρέπομαι

για τα ίσως, τα μπορεί τα δικά μου,

μα δεν αλλάζω, όπως δεν αλλάζεις κι εσύ,

αν αλλάζαμε θα ’μαστε πάλι

δυο άγνωστοι και θ’ αρχίζαμε

απ’ το άλφα.

Τώρα ξέρουμε πού πονάς

πού σωπαίνω πότε γίνεται παύση,

διακοπή αίματος και κρυώνουν

τα σώματα, ώσπου μυστικό δυναμό

να φορτίσει πάλι τα μέλη

με δύναμη κι έλξη και δέρμα ζεστό.

 

Επειδή είναι δύσκολο ν’ αγαπάς

και δυσκολότερο ν’ αγαπάς τον ίδιο άνθρωπο

για καιρό, κάνοντας σχέδια και παιδιά

και καβγάδες, εκδρομές, έρωτα, χρέη

κι αρρώστιες, Χριστούγεννα, Κυριακές

και Δευτέρες, νόστιμα φαγητά

και καμένα, θέλοντας ο καθένας

να ’ναι ο άλλος γεφύρι και δέντρο

και πηγή, κατά τις περιστάσεις

ή και όλα μαζί στην ανάγκη,

δε θα πει πως εγώ δεν μπορώ

να γίνω κάτι απ’ αυτά ή και όλα μαζί,

κι αν είναι να περάσω

μια ζωή στη σκλαβιά –έτσι κι αλλιώς–

ας είμαι, λέω, σκλάβος της αγάπης.

Της αγάπης


Σούρουπο      (Μαύρα λιθάρια, 1980)

Σούρουπο, σε γονυκλισία τα χρώματα

και πώς πεθαίνεις χωρίς το πράσινο εκ γενετής

Τα μάτια σου με τον κίτρινο λίβα,

καμένη σοδειά τα χρόνια που έζησα.

Ας φεύγει ο μικρός σκαντζόχοιρος, δε γλιτώνει

τ’ αγκάθια μεγαλώνουν ανάποδα.

 

Ήμερο βράδι

βελάζει σαν το χαμένο πρόβατο,

ζυγώνει στην πόλη κι αλλάζει προβιά,

σκύλος ή γάτα,

με την τρίχα ορθή

κάτω από τόσους τροχούς.

 

Τι γυρεύεις εδώ ψυχή τραυλή,

μακριά από τα βοσκοτόπια της πατρίδας.

Οι φίλοι πέφτουν από ψηλά μπαλκόνια

στο άσπρο μπαμπάκι που τους καταπίνει.


Τα άγρια και τα ήμερα,  [ΙΧ]

Φυσάει ένα άσπρο απ’ το νερόμυλο του πάππου μου. Γύρω κι άλλα δέντρα

ανθισμένα κι άλλο αλεύρι. Χιόνια που πέφτουν μαλακά στην ξυπνημένη γη.

Πάσχα, το μύριζες παντού. Δεν είχα πού να κρύψω τη χαρά μου, δάγκωνα

τρυφερούς κορμούς. Έφτανα κάποτε στη βρώμη λάμνοντας, να δω της

Πασχαλιάς τ’ αρνιά.

Ένα μεγάλο μάτι, το ’νιωθα, με κοίταζε κι ήταν θολό απ’ τα αίματα,

μπορεί απ’ τα σπλάχνα των αρνιών, μπορεί απ’ τα σπλάχνα του χασάπη. Πάντως

από τον ουρανό.

Μετά που έβρεχε βγαίναν βελάσματα σαν ερπετά στους θάμνους, στα

χορτάρια, έφευγε η μέρα η δίκαιη, γινόταν παρελθόν κι ούτε που το ’ξερα με

τι κοτσύφια, τι νερά, τι βόμβο θα με γέμιζε μετά από τόσα χρόνια. Φυσάει

ακόμη απ’ το νερόμυλο του πάππου μου, νομίζω κιόλας πως δυναμώνει τ’

άσπρο, καθώς απλοποιούνται σε οστά οι άνθρωποι που γέμιζαν κείνα τα

χρόνια!

Σε πλάθω λίγο λίγο κάθε νύχτα, Μιχάλης Γκανάς

-Αν είναι να μιλήσει κάποιος ας πει για την αγάπη

-Κλείνομαι μες στο σώμα μου τις νύχτες
κυοφορώντας το δικό σου σώμα.

Μα πώς να πλάσω μέλη που ποθώ
που βλέπω μα δεν άγγιξα ποτέ μου.

Τυφλός κι από τα δυο μου χέρια.

-Σε πλάθω λίγο λίγο κάθε νύχτα.

Έρχεται η μέρα και γκρεμίζομαι μαζί σου.

Ολόκληρη δεν θα σε δω ποτέ.

Ούτε θα σ΄ έχω. Κάθε φορά
πρωτόπλαστα τα μέλη σου και σκόρπια.

Έγινα παντοδύναμος για χάρη σου
δεν έγινα θεός.

Τι να την κάνω τόση παντοδυναμία
όταν απαγορεύεται το θαύμα.

ΑΠΟ ΧΑΔΙ ΣΕ ΧΑΔΙ

Από χάδι σε χάδι
έγινε βότσαλο.
Καμιά παλάμη δεν τη θυμάται.

ΕΤΣΙ ΗΤΑΝ Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΑΝΤΟΤΕ

Έτσι ήταν η Ελλάδα πάντοτε
ένας δίσκος με αντίδωρα.

Κανένας δεν τη χόρτασε.


. . .
Τι να σου κάνω χωρίς άσσο στο μανίκι
μέτριος παίχτης
που δεν μαθαίνει κιόλας απ’ τα λάθη του
όλο θυμάται όσα θα ‘πρεπε να ζει
κι όλο ξεχνάει να ζήσει

Η διάρκεια είναι πάθος.
Ένα πάθος που δεν βλέπεις στο σινεμά
γιατί οι ταινίες διαρκούν το πολύ δυό ώρες
κι όταν πέφτει το τέλος
η ζωή συνεχίζεται.
Ειρήσθω εν παρόδω όχι όπως θέλουμε
αλλά όπως μπορούμε.

. . .

Εγώ τον πόνο τον βαστώ την πίκρα την αντέχω
κλαίω γιατί σε ξέχασα και όχι που δεν σ’ έχω.

Μιχάλης Γκανάς


«Βλέπω το υφαντό του κόσμου να ξηλώνεται/αόρατο το χέρι που ξηλώνει και τρέμω»,

 «Μόνο το φίδι ξέρει τι σημαίνει να αλλάζεις το πετσί σου/γι' αυτό του περισσεύει το φαρμάκι»
  «κανείς δεν βγαίνει αλώβητος από τις μυλόπετρες της Ιστορίας».

ΕΡΓΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ-

Πληροφορίες γέννησης: 17 Ιανουαρίου 1944, Τσαμαντάς
Απεβίωσε: 12 Νοεμβρίου 2024, Αθήνα

Ο Μιχάλης Γκανάς γεννήθηκε στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας το 1944.

Το 1948 βρέθηκε στην Αλβανία και μετά στην Ουγγαρία μαζί με την οικογένειά του.

Επέστρεψε στη Ελλάδα το 1954.

Το χρονικό αυτής της περιπέτειας καταγράφτηκε στο πεζό Μητριά πατρίδα (Κείμενα, Αθήνα 1981).

Το 1962 κατέβηκε στην Αθήνα, για να σπουδάσει Νομικά, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του για λόγους βιοποριστικούς.

Βιβλιοπώλης για μια δεκαπενταετία στη «Δωδώνη», συνεργάστηκε αργότερα με την κρατική τηλεόραση ως επιμελητής λογοτεχνικών εκπομπών και σεναριογράφος.

Από το 1989 ως τη συνταξιοδότησή του το 2005 εργάστηκε ως κειμενογράφος σε διαφημιστική εταιρεία.

Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες, ενώ στίχοι του έχουν μελοποιηθεί από γνωστούς Έλληνες συνθέτες. Μετέφρασε τις Νεφέλες του Αριστοφάνη για το Θέατρο Τέχνης-Κάρολος Κουν (1991), τους Επτά επί Θήβας του Αισχύλου για το ΔΗΠΕΘΕ Πατρών (1994) και το Άσμα ασμάτων (Μελάνι, Αθήνα 2005).

Το 1994 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το βιβλίο του Παραλογή.

Περισσότερες πληροφορίες για το Μιχάλη Γκανά  ΕΔΩ