όταν μέσα σου ο άνεμος / φυλλορροεί / ψιθύρους
φτιαγμένη απο λυγμό και απόσταση / καίει το κορμί.
να γίνουν κάτι;
να ρέει στην πληγή και να ξέρω γιατί...
σε χίλια κομμάτια
(Μαρία Λαμπράκη)
«Τα μάτια σου στα κάστρα», μου ’λεγε η γιαγιά μου πρωί πρωί. «Τέτοια μέρα φέρνει βόλτες καβάλα στ’ άλογό του. Αν είσαι καλό παιδί, θα τον δεις».
Προσπαθούσα να ’μαι όσο καλύτερο παιδί μπορούσα εκείνη την ημέρα και κάθε τόσο κοιτούσα στα κάστρα της πόλης, μήπως και τον δω να τα περιδιαβάζει καβάλα στ’ άλογό του, εξακολουθώντας να προστατεύει εμάς και την πόλη του από τους εχθρούς μας. Σήμερα είμαι βέβαιος ότι τον είχα δει. Αν αυτό έγινε στην πραγματικότητα ή στην παιδική μου φαντασία, ελάχιστη σημασία έχει. Άλλωστε ξέρω και πολλούς άλλους από την εποχή εκείνη που επίσης τον είδανε όπως κι εγώ.
Προτού τελειώσει αυτή η γιορτή, άρχιζε η άλλη. Το έδαφος της πόλης
ταρακουνιόταν από τα τανκς και ο ουρανός βούιζε από τ’ αεροπλάνα. Οι
σημαίες εξακολουθούσαν να κυματίζουν σε αυλές και μπαλκόνια. Ψηλά από το
Γεντί Κουλέ το κανόνι βροντούσε, για να θυμίζει στους καλούς το καλό
και να προειδοποιεί τους κακούς για το κακό. Ο πατέρας μου έκλαιγε
χαϊδεύοντας το πόδι του, που χάλασε στο αλβανικό μέτωπο. Ο στρατός έκανε
παρέλαση, τα σχολεία έκαναν παρέλαση, τα κορίτσια το ίδιο, οι κάτοικοι
της πόλης, εγώ έκανα παρέλαση. Μια φορά μάλιστα με πηλήκιο Γυμνασίου και
μια άλλη με κράνος και τουφέκι.
ΟΧΙ. Η λέξη ΟΧΙ επικρατούσε και
βασίλευε αυτή τη μέρα. Την άκουγες από τα στόματα των μαθητριών, των
δασκάλων, των στρατηγών, των πολιτικών. ΟΧΙ λοιπόν. ΟΧΙ στον εχθρό μας,
ΟΧΙ στον κατακτητή μας, ΟΧΙ στον επιβολέα μας, ΟΧΙ σ’ αυτόν που στήνει
σκαλωσιά γύρω απ’ τα κάστρα μας. Ήταν μια μέρα που οι μεγάλοι γίνονταν
γίγαντες κι εγώ μεγάλος. Πώς μπορεί, αναρωτιόμουν, μια τόσο μικρή
λεξούλα ν’ αλλάζει τόσο πολύ τους ανθρώπους και να τους μονοιάζει; Και
γιατί δεν την έλεγαν κάθε μέρα, ώστε να είναι πάντα έτσι περήφανοι; Τι
έλεγαν όλες τις άλλες μέρες, ΝΑΙ έλεγαν; Και καλά, ας πούμε ότι δεν
υπάρχουν πια εξωτερικοί εχθροί, εσωτερικοί δεν υπάρχουν; Τη λέξη ΟΧΙ την
άκουγες ολημερίς από το ραδιόφωνο, την έβλεπες γραμμένη στους τοίχους,
ακόμα και στον ουρανό την έβλεπες γραμμένη, καθώς την έσερναν πίσω τους
μικρά αεροπλάνα.
Την έσερνα κι εγώ χρόνια ολόκληρα παντού όπου πήγαινα,
πότε πίσω μου, πότε μπρος μου. Μπορεί να πονάει το ΟΧΙ, μπορεί να σε
απομονώνει και να σε αποξενώνει, αλλά είναι το πετραδάκι που θα χτίσει
σιγά σιγά την αξιοπρέπειά σου. Και θα ετοιμάσει το δρόμο για το ΝΑΙ, που
όταν το λες πια, ίσως βλέπεις και τον καβαλάρη να περιδιαβάζει τα
κάστρα της πόλης σου, που μπορεί να είσαι κι εσύ ο ίδιος αυτός.
Έγραψε σε όλα τα είδη του πεζού λόγου. Έργα του μεταφράστηκαν σε διάφορες γλώσσες.
Για το μυθιστόρημά του Ο Χορός των Ρόδων (1994) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος και για το βιβλίο του Το μονοπάτι στη θάλασσα (2006) με τα Βραβεία Μυθιστορήματος των περιοδικών Διαβάζω και Να ένα μήλο.
Ah! nuees accourues des cotes de la Manche, Vous nous avez gate notre dernier dimanche. LAFORGUE Mε χωρίς φωτοχυσίες, μ' ολίγους ήχους βρέχει, «επί δικαίους και αδίκους»... βρέχει στην πλατεία, στη φυλακή, – οικουμενική βροχή, ευαγγελική. Bρέχει στα βαγόνια (ώ ευθυμία) που γυρνάνε απ' τα Nοσοκομεία· και στις προφητείες του Kαζαμία («τροπή του καιρού προς νότον... τρικυμία...»). Bρέχει στα νερά, βρέχει στα φύτρα, βρέχει στις γαζίες σου, μαθήτρα! Bρέχει– τυπικά, και δίχως σημασία... Bρέχει στις μαθήτρες σου, γαζία! Στου κενού τον κύκλο κατεβαίνει της βροχής σου η συνεφαπτομένη... Στ' ουρανού τη μάταιην αγκαλιά τρίγωνα, τα εξόριστα πουλιά. Xινοπωρινές Iσημερίες (ώ οι βροχές, ώ οι τριγωνομετρίες!). Kαι να μη μπορώ (με συγχωρείς) να σου μάθω εκείνα που απορείς. Bρέχει, Kυριακή... Kανείς, κανείς, άλλο από «γνωστούς» και «συγγενείς»... Kρίμας τη χαρά, κρίμας τη σχόλη! Δεν έχει σεργιάνι στο περβόλι, που θα παγαινόρχεται, σκυφτός, στο σταχτί το μουσαμά του A υ τ ό ς ! |
|||
(από το Eπιλογή απ' τα Ποιήματα, Eρμής 1996)
Πᾶν-Τέλλος ΑγραςΣώπα! Ὧρες-ὧρες, δὲν ἀκοῦς, βαθιὰ ἀπ᾿ τὸ περβόλι; (Στὶς στέρνες εἶναι ἡ ὄψη σου, Χινόπωρο, καὶ πάλι!) Ὡστόσο χτὲς -ἡ ξαστεριὰ δὲ μ᾿ εἶχε ξεπλανέσει- Ξάφνω, τ᾿ αὐτὶ ἔστησε μακριά, στὴν αὔρα ποὺ διαβαίνει, Κι εὐτὺς τὴ σύριγγά του ἁρπάει, στὰ χείλη του τὴ βάζει... Παράτονος, μὰ γλυκερός, μῖσος πνιχτὸ στὰ γέλια, Μὰ νὰ χορέψουν σήκωσε τὰ πεθαμένα φύλλα!
Ο Τέλλος Άγρας (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ευάγγελου Ιωάννου) γεννήθηκε στην Καλαμπάκα το 1899. Από το 1911 άρχισε να γράφει τακτικά στη στήλη συνεργασίας συνδρομητών της Διάπλασης με το ψευδώνυμο Τέλλος Άγρας. Η πρώτη του ποιητική δημοσίευση ήταν ο Βράχος. Η συνεργασία του με τη Διάπλαση των Παίδων συνεχίστηκε συστηματικά και ο συνολικός όγκος των νεανικών δημοσιευμάτων του υπήρξε πολύ μεγάλος. Η πρώτη επίσημη παρουσία του στις στήλες της Διάπλασης σημειώθηκε τον Μάη του 1916 με το πεζογράφημα Αποχαιρετισμός. Τη μέρα της Απελευθέρωσης της Αθήνας από τους Γερμανούς ναζί χτυπήθηκε από μια αδέσποτη σφαίρα στον αστράγαλο. Μεταφέρθηκε στον Ευαγγελισμό όπου πέθανε τον Νοέμβρη του 1944. Ο Τέλλος Άγρας τοποθετείται στους Έλληνες ποιητές του
μεσοπολέμου, τους λεγόμενους νεορομαντικούς ή παρακμιακούς (Καρυωτάκης,
Κλέων Παράσχος, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Κώστας Ουράνης κ.α.). Το ποιητικό
του έργο είναι αποτέλεσμα δημιουργικής αφομοίωσης του πνεύματος του
γαλλικού συμβολισμού και αισθητισμού αλλά και της ελληνικής ποιητικής
παράδοσης από το δημοτικό τραγούδι ως τον Ιωάννη Πολέμη, τον Κωστή
Παλαμά, τον Μιλτιάδη Μαλακάση και τον Κωνσταντίνο Καβάφη. |
«Μπολερό». Από το βιβλίο του Χούλιο Κορτάσαρ, Η σύνθλιψη των σταγώνων
Τι ματαιοδοξία να φανταστείς
ότι μπορώ να σου δώσω τα πάντα, αγάπη και ευτυχία,
δρομολόγια, μουσική, παιχνίδια.
Είναι αλήθεια ότι είναι έτσι:
Σου δίνω όλα τα δικά μου, είναι αλήθεια,
αλλά όλα τα δικά μου δεν σου φτάνουν
αφού δεν μου φτάνει που μου δίνεις
όλα δικά σου.
Γι' αυτό δεν θα είμαστε ποτέ
το τέλειο ζευγάρι, η καρτ ποστάλ,
αν δεν είμαστε σε θέση να δεχτούμε
ότι μόνο στην αριθμητική
δύο γεννιέται από ένα συν ένα.
Εκεί πέρα ένα κομμάτι χαρτί
που λέει μόνο:
ήσουν πάντα ο καθρέφτης μου,
Εννοώ ότι για να δω τον εαυτό μου έπρεπε να σε κοιτάξω.
Και αυτό το απόσπασμα:
Η αργή μηχανή της θλίψης
τα γρανάζια της παλινδρόμησης
τα σώματα που εγκαταλείπουν τα μαξιλάρια
τα σεντόνια τα φιλιά
και στέκεται μπροστά στον καθρέφτη αμφισβητώντας τον εαυτό του
ο καθένας για τον εαυτό του
δεν κοιτάζουν πια ο ένας τον άλλον
δεν είναι πια γυμνοί ο ένας για τον άλλον
Δεν σε αγαπώ πια,
αγάπη μου.
The indolent mist of autumn at last dispersed…
It hovers between the towers, like the incense full of dreams
That will linger in the naves after the most solemn Mass;
And it sleeps like cloth spread on the dejected, grey ramparts.
It comes unfolded then folds back on itself, like a wing
In imperceptible motion, yet incessant, in the fog;
All is shaded to a blur and turns slightly divine,
As beneath the pallid brushing, all is vague and lost in dreams.
All is a shade of grey, cloaked in the colour of fog:
The sky with its ancient pinions, the water and the poplars,
Old friends, reconciled, so easily, with the haze of the past autumn,
Like all things that will soon be nothing but the faintest memory.
The victorious mist, against the pale depth of air,
Has diluted even the accustomed towers,
Whose grey thoughts are now gone forever,
Like some vague dream, or a geometry of vapour.
C’est l’automne, la pluie et la mort de l’année ! La mort de la jeunesse et du seul noble effort Auquel nous songerons à l’heure de la mort : L’effort de se survivre en l’œuvre terminée. Mais c’est la fin de cet espoir, du grand espoir, Et c’est la fin d’un rêve aussi vain que les autres : Le nom du dieu s’efface aux lèvres des apôtres Et le plus vigilant trahit avant le soir. Guirlandes de la gloire, ah ! Vaines, toujours vaines ! Mais c’est triste pourtant quand on avait rêvé De ne pas trop périr et d’être un peu sauvé Et de laisser de soi dans les barques humaines. Las ! Le rose de moi je le sens défleurir, Je le sens qui se fane et je sens qu’on le cueille ! Mon sang ne coule pas ; on dirait qu’il s’effeuille… Et puisque la nuit vient, — j’ai sommeil de mourir ! |
Φθινόπωρο είναι, βρέχει, να, και ο χρόνος όλο σβήνει! Η νιότη σβήνει, σβήνεις, ω προσπάθεια ευγενική, που μόνο εσέ θα σκεφτούμε πεθαίνοντας, σεμνή προσπάθεια να περάσουμε και το Έργο μας να μείνει. Αχ! πάει κι αυτή που μ' έθρεφεν ελπίδα η πιο μεγάλη· μάταιο σαν άλλα ονείρατα, τ' όνειρο πάει κι αυτό. Όλα περνούν, οι πόθοι μας περνούν, ένα βουητό, περνούμε, τέλος οι ίδιοι εμείς για να 'ρθουν αύριο περνούμε τέλος οι ίδιος εμείς για να 'ρθουν αύριον άλλοι. Γιρλάντα η δόξα εμάδησε κι είναι οι γιορτές φυγάτες. Μόνο πικρία μένει σ' εκείνον που 'χε ονειρευτεί πολύ να μην επέθανε και λίγο να σωθεί και κάπως ναν τον αγαπούν χρόνοι, καιροί διαβάτες! Αλίμονο! Με ρόδο τον εαυτό μου παρομοιάζω, με ρόδο που μαραίνεται και γίνεται χλωμό! Αίμα δεν τρέχει· θα 'λεγε κανείς πως φυλλορροώ... Κι αφού πια τώρα ενύχτωσε — για θάνατο νυστάζω! |
“Έρχομαι” μου `λεγαν δηλαδή
(έγκλιση οριστική και χρόνος Ενεστώς)
κι έπειτα “Ερχόμουνα” (σε Παρατατικό)
“μα μ’ έπιασε η βροχή”.
“Ήρθα” σε χρόνο Αόριστο “αλλ’ είχες φύγει πια”
“θα `ρθω και πάλι αν κατορθώσω” (Μέλλων).
Και μ’ όλα τ’ “αν”, τα “θα” και τα “αλλά”
που συνοδεύαν Παρατατικό, Αόριστο και Μέλλοντα
είχα μια απεριόριστη πεποίθηση –πιστέψτε με–
(ήτανε χρόνοι Οριστικής – πώς ν’ αμφιβάλλεις;)
Αν και τότε ακόμα ο ερχομός τους
έμπαινε πια σε πλαίσια ιστορικά
μιας δηλαδή κατά το μάλλον κι ήττον πιθανής αφίξεως.
Ο Παρακείμενος με τον Υπερσυντέλικο
δε μ’ έπεισαν ποτέ βεβαίως.
Σε τι θα μ’ ωφελούσε άλλωστε;
Χρόνοι παρωχημένοι κι άσχετοι τελείως
με το τώρα ή το αύριο
που σε κάνουν παρανάλωμα.
“Έχω έρθει” κι “είχα έρθει”
Τ ό τ ε, μ’ άλλα λόγια
Και;
Το ζήτημα ήταν, τ ώ ρ α, τι γινόταν.
Τίποτα δε γινόταν, σήμερα τ’ απόγευμα
το βράδυ έστω αργά.
Οι χρόνοι της Οριστικής
τελειώσανε και κλείσανε
στο “τότε”, στο “αν”, στο “θα” και στο “αλλά”.
Μετά οι σαθρές της Ευκτικής
και τόσο λίγο προσιτές ελπίδες
(να `ρχόσουνα, να `ρχόσουν και τι να `ταν!)
Ουσιαστικά στηρίχθηκαν
στ’ ανύπαρκτα ερείσματα της Υποτακτικής:
“Αν έρθω”… “όταν έρθω”… “για να `ρθω”…
Υποθέσεις δίχως θέσεις κι αποδόσεις
σύνδεσμοι χρονικοί και τελικοί
χωρίς σκοπό, μετέωροι στο χάος του αορίστου
που διά μέσου τους μοιραία οδηγήθηκα
στης Προστακτικής τις παραισθήσεις.
Μ’ άλλα λόγια, ό,τι δεν ήταν εφικτό
με την Οριστική, την Υποτακτική
την Ευκτική (ναι, Θεέ μου, τόση ευχετική!),
είχα την ψευδαίσθηση ότι θα το πετύχαινα
προστάζοντας: “Να `ρθεις. Ξεκίνα.
Είναι τέσσερις. Στις πέντε να `σαι εδώ”.
Ενώ η Προστακτική δεν είν’ επίτευξη
πρόκειται για μια μονάχα ακόμα φαντασίωση
που διαρκεί ως τις πέντε, έξι το πολύ.
Περνάει καμιά φορά στις ικεσίες:
“ελέησον και σώσον, έλα” λόγου χάριν
και σε λίγες περιπτώσεις μόνο
λίγων τυχερών
γίνεται κυριολεκτική.
Μα ποιοι `ναι κείνοι που προστάζουν
δίχως την ψευδαίσθηση μονάχα πως προστάζουν;
Στις νόθες καταστάσεις του Απαρέμφατου
προσπάθησα ένα διάστημα μετά
να βρω μια διέξοδο.
Μα τι σημαίνουν άραγε το “ιέναι” και το “ελθείν”;
Ότι έρχεσαι, ότι ήρθες, να `ρχεσαι, να `ρθεις,
ίσως και να `ρχόσουνα, να `ρθεις; Αν έρθεις.
Γύριζα πλησίστιος στους υποθετικούς και τελικούς συνδέσμους
πάλι μ’ άλλα λόγια στα φαντάσματα της Υποτακτικής
και λίγα βήματα πιο πέρα
προσγειωνόμουνα γυμνός κι αμέτοχος
στης Μετοχής τη μπλόφα:
ερχόμενοι κι ιόντες
εληλυθότες –α! Ναι!- Κι ελθόντες:
Εκείνοι που έρχονται και θα `ρχονται
μα θα τους πιάνει πάντοτε η βροχή στο δρόμο
που ήρθανε,
που θα `ρθουν αν μπορέσουν πάλι.
Τέλος, όλοι κείνοι
που `χουν κι είχαν έρθει
όταν οι πλανήτες των εγκλίσεων
και των χρόνων του ρήματος “έρχομαι”
όλοι τους, όλοι τους
μ’ είχανε κλείσει έξω απ’ την τροχιά τους.
Βιογραφία, εργογραφία του Ποιητή, Σταύρου Βαβούρη/ ΕΔΩ