Προσωπικό Γυάλινα Γιάννενα
Επειδή η ζωή μας μοιάζει να φυραίνει
μέρα τη μέρα, δε θα πει πως η ζωή
δεν αξίζει τον κόπο.
Επειδή σ’ αγάπησα και σ’ αγαπώ ακόμη
κι ας μην είναι όπως παλιά,
δε θα πει πως πέθανε η αγάπη,
κουράστηκε ίσως σαν καθετί που ανασαίνει.
Επειδή περνάς δύσκολες μέρες
σκυμμένη σε χαρτιά και γκρεμούς
που δεν κλείνουν, κι εγώ πηδάω
τις νύχτες επί κοντώ λαχανιάζοντας,
δε θα πει πως δεν έχουμε
μοίρα στον ήλιο, έχουμε
τη δική μας μοίρα.
Επειδή πότε είσαι άνθρωπος
και πότε πουλί, φέρνεις στο σπίτι μας
ψωμάκια μικρά της αποδημίας
κι ελπίζουνε τα παιδιά μας
σε καλύτερες μέρες.
Επειδή λες όχι και ναι κι ύστερα όχι
και δεν παραιτείσαι, ντρέπομαι
για τα ίσως, τα μπορεί τα δικά μου,
μα δεν αλλάζω, όπως δεν αλλάζεις κι εσύ,
αν αλλάζαμε θα ’μαστε πάλι
δυο άγνωστοι και θ’ αρχίζαμε
απ’ το άλφα.
Τώρα ξέρουμε πού πονάς
πού σωπαίνω πότε γίνεται παύση,
διακοπή αίματος και κρυώνουν
τα σώματα, ώσπου μυστικό δυναμό
να φορτίσει πάλι τα μέλη
με δύναμη κι έλξη και δέρμα ζεστό.
Επειδή είναι δύσκολο ν’ αγαπάς
και δυσκολότερο ν’ αγαπάς τον ίδιο άνθρωπο
για καιρό, κάνοντας σχέδια και παιδιά
και καβγάδες, εκδρομές, έρωτα, χρέη
κι αρρώστιες, Χριστούγεννα, Κυριακές
και Δευτέρες, νόστιμα φαγητά
και καμένα, θέλοντας ο καθένας
να ’ναι ο άλλος γεφύρι και δέντρο
και πηγή, κατά τις περιστάσεις
ή και όλα μαζί στην ανάγκη,
δε θα πει πως εγώ δεν μπορώ
να γίνω κάτι απ’ αυτά ή και όλα μαζί,
κι αν είναι να περάσω
μια ζωή στη σκλαβιά –έτσι κι αλλιώς–
ας είμαι, λέω, σκλάβος της αγάπης.
Της
αγάπης
Σούρουπο (Μαύρα λιθάρια, 1980)
Σούρουπο, σε γονυκλισία τα χρώματα
και πώς πεθαίνεις χωρίς το πράσινο εκ γενετής
Τα μάτια σου με τον κίτρινο λίβα,
καμένη σοδειά τα χρόνια που έζησα.
Ας φεύγει ο μικρός σκαντζόχοιρος, δε γλιτώνει
τ’ αγκάθια μεγαλώνουν ανάποδα.
Ήμερο βράδι
βελάζει σαν το χαμένο πρόβατο,
ζυγώνει στην πόλη κι αλλάζει προβιά,
σκύλος ή γάτα,
με την τρίχα ορθή
κάτω από τόσους τροχούς.
Τι γυρεύεις εδώ ψυχή τραυλή,
μακριά από τα βοσκοτόπια της πατρίδας.
Οι φίλοι πέφτουν από ψηλά μπαλκόνια
στο άσπρο μπαμπάκι που τους καταπίνει.
Τα άγρια και τα ήμερα, [ΙΧ]
Φυσάει ένα άσπρο απ’ το νερόμυλο του πάππου μου. Γύρω κι άλλα δέντρα
ανθισμένα κι άλλο αλεύρι. Χιόνια που πέφτουν μαλακά στην ξυπνημένη γη.
Πάσχα, το μύριζες παντού. Δεν είχα πού να κρύψω τη χαρά μου, δάγκωνα
τρυφερούς κορμούς. Έφτανα κάποτε στη βρώμη λάμνοντας, να δω της
Πασχαλιάς τ’ αρνιά.
Ένα μεγάλο μάτι, το ’νιωθα, με κοίταζε κι ήταν θολό απ’ τα αίματα,
μπορεί απ’ τα σπλάχνα των αρνιών, μπορεί απ’ τα σπλάχνα του χασάπη. Πάντως
από τον ουρανό.
Μετά που έβρεχε βγαίναν βελάσματα σαν ερπετά στους θάμνους, στα
χορτάρια, έφευγε η μέρα η δίκαιη, γινόταν παρελθόν κι ούτε που το ’ξερα με
τι κοτσύφια, τι νερά, τι βόμβο θα με γέμιζε μετά από τόσα χρόνια. Φυσάει
ακόμη απ’ το νερόμυλο του πάππου μου, νομίζω κιόλας πως δυναμώνει τ’
άσπρο, καθώς απλοποιούνται σε οστά οι άνθρωποι που γέμιζαν κείνα τα
χρόνια!
Σε πλάθω λίγο λίγο κάθε νύχτα, Μιχάλης Γκανάς
-Αν είναι να μιλήσει κάποιος ας πει για την αγάπη
-Κλείνομαι μες στο σώμα μου τις νύχτες
κυοφορώντας το δικό σου σώμα.
Μα πώς να πλάσω μέλη που ποθώ
που βλέπω μα δεν άγγιξα ποτέ μου.
Τυφλός κι από τα δυο μου χέρια.
-Σε πλάθω λίγο λίγο κάθε νύχτα.
Έρχεται η μέρα και γκρεμίζομαι μαζί σου.
Ολόκληρη δεν θα σε δω ποτέ.
Ούτε θα σ΄ έχω. Κάθε φορά
πρωτόπλαστα τα μέλη σου και σκόρπια.
Έγινα παντοδύναμος για χάρη σου
δεν έγινα θεός.
Τι να την κάνω τόση παντοδυναμία
όταν απαγορεύεται το θαύμα.
ΑΠΟ ΧΑΔΙ ΣΕ ΧΑΔΙ
Από χάδι σε χάδι
έγινε βότσαλο.
Καμιά παλάμη δεν τη θυμάται.
ΕΤΣΙ ΗΤΑΝ Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΑΝΤΟΤΕ
Έτσι ήταν η Ελλάδα πάντοτε
ένας δίσκος με αντίδωρα.
Κανένας δεν τη χόρτασε.
. . .
Τι να σου κάνω χωρίς άσσο στο μανίκι
μέτριος παίχτης
που δεν μαθαίνει κιόλας απ’ τα λάθη του
όλο θυμάται όσα θα ‘πρεπε να ζει
κι όλο ξεχνάει να ζήσει
Η διάρκεια είναι πάθος.
Ένα πάθος που δεν βλέπεις στο σινεμά
γιατί οι ταινίες διαρκούν το πολύ δυό ώρες
κι όταν πέφτει το τέλος
η ζωή συνεχίζεται.
Ειρήσθω εν παρόδω όχι όπως θέλουμε
αλλά όπως μπορούμε.
. . .
Εγώ τον πόνο τον βαστώ την πίκρα την αντέχω
κλαίω γιατί σε ξέχασα και όχι που δεν σ’ έχω.
«Βλέπω το υφαντό του κόσμου να ξηλώνεται/αόρατο το χέρι που ξηλώνει και τρέμω»,
«Μόνο το φίδι ξέρει τι σημαίνει να αλλάζεις το πετσί σου/γι' αυτό του περισσεύει το φαρμάκι»
«κανείς δεν βγαίνει αλώβητος από τις μυλόπετρες της Ιστορίας».
Ο Μιχάλης Γκανάς γεννήθηκε στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας το 1944.
Το 1948 βρέθηκε στην Αλβανία και μετά στην Ουγγαρία μαζί με την οικογένειά του.
Επέστρεψε στη Ελλάδα το 1954.
Το χρονικό αυτής της περιπέτειας καταγράφτηκε στο πεζό Μητριά πατρίδα (Κείμενα, Αθήνα 1981).
Το 1962 κατέβηκε στην Αθήνα, για να σπουδάσει Νομικά, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του για λόγους βιοποριστικούς.
Βιβλιοπώλης για μια δεκαπενταετία στη «Δωδώνη», συνεργάστηκε αργότερα με την κρατική τηλεόραση ως επιμελητής λογοτεχνικών εκπομπών και σεναριογράφος.
Από το 1989 ως τη συνταξιοδότησή του το 2005 εργάστηκε ως κειμενογράφος σε διαφημιστική εταιρεία.
Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες, ενώ στίχοι του έχουν μελοποιηθεί από γνωστούς Έλληνες συνθέτες. Μετέφρασε τις Νεφέλες του Αριστοφάνη για το Θέατρο Τέχνης-Κάρολος Κουν (1991), τους Επτά επί Θήβας του Αισχύλου για το ΔΗΠΕΘΕ Πατρών (1994) και το Άσμα ασμάτων (Μελάνι, Αθήνα 2005).
Το 1994 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το βιβλίο του Παραλογή.Περισσότερες πληροφορίες για το Μιχάλη Γκανά ΕΔΩ