Σελίδες

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2024

Xινοπωρινό Σχεδίασμα-- Τέλλος 'Αγρας- Ποιήματα

Ah! nuees accourues des cotes de la Manche,
                    Vous nous avez gate notre dernier dimanche.
                                LAFORGUE


Mε χωρίς φωτοχυσίες, μ' ολίγους ήχους
βρέχει, «επί δικαίους και αδίκους»...
βρέχει στην πλατεία, στη φυλακή,
– οικουμενική βροχή, ευαγγελική.

Bρέχει στα βαγόνια (ώ ευθυμία)
που γυρνάνε απ' τα Nοσοκομεία·
και στις προφητείες του Kαζαμία
(«τροπή του καιρού προς νότον... τρικυμία...»).

Bρέχει στα νερά, βρέχει στα φύτρα,
βρέχει στις γαζίες σου, μαθήτρα!
Bρέχει– τυπικά, και δίχως σημασία...
Bρέχει στις μαθήτρες σου, γαζία!

Στου κενού τον κύκλο κατεβαίνει
της βροχής σου η συνεφαπτομένη...
Στ' ουρανού τη μάταιην αγκαλιά
τρίγωνα, τα εξόριστα πουλιά.

Xινοπωρινές Iσημερίες
(ώ οι βροχές, ώ οι τριγωνομετρίες!).
Kαι να μη μπορώ (με συγχωρείς)
να σου μάθω εκείνα που απορείς.

Bρέχει, Kυριακή... Kανείς, κανείς,
άλλο από «γνωστούς» και «συγγενείς»...
Kρίμας τη χαρά, κρίμας τη σχόλη!
Δεν έχει σεργιάνι στο περβόλι,

που θα παγαινόρχεται, σκυφτός,
στο σταχτί το μουσαμά του A υ τ ό ς !

(από το Eπιλογή απ' τα Ποιήματα, Eρμής 1996)

Πᾶν-Τέλλος Αγρας

Σώπα! Ὧρες-ὧρες, δὲν ἀκοῦς, βαθιὰ ἀπ᾿ τὸ περβόλι;
Θρηνοῦν οἱ ἀγροτικοὶ θεοὶ τὴν πράσινή τους σκόλη,
γιὰ εἶν᾿ οἱ φλογέρες ποῦ γλυκὰ λαλοῦν ἡ μιὰ στὴν ἄλλη;

(Στὶς στέρνες εἶναι ἡ ὄψη σου, Χινόπωρο, καὶ πάλι!)

Ὡστόσο χτὲς -ἡ ξαστεριὰ δὲ μ᾿ εἶχε ξεπλανέσει-
τὸν εἶδα: δρόμο γύρευε στῶν ἀμπελιῶν τὴ μέση:
τὸ μαδημένο του ἔτρεμε στὴ ράχη τὸ τομάρι,
κι ἐστάθη· ἀπάνω χάραζε καλόβουλο φεγγάρι.

Ξάφνω, τ᾿ αὐτὶ ἔστησε μακριά, στὴν αὔρα ποὺ διαβαίνει,
μ᾿ ἀκοὴ καὶ μάτια μίαν ἠχὼ ζητώντας νεκρωμένη.
Ἦταν ἡ ὥρα ποὺ ἡ νυχτιὰ στὴν παγωνιὰ μουδιάζει.

Κι εὐτὺς τὴ σύριγγά του ἁρπάει, στὰ χείλη του τὴ βάζει...

Παράτονος, μὰ γλυκερός, μῖσος πνιχτὸ στὰ γέλια,
ὁ ξωτικὸς σκοπὸς κακὸ φυσοῦσε ἀπὸ τ᾿ ἀμπέλια,
γοερὸς σκοπός, καὶ σκόρπισεν ἄγνωρη ἀνατριχίλα...

Μὰ νὰ χορέψουν σήκωσε τὰ πεθαμένα φύλλα!

Σπιτικό περιβόλι-

Πολυκατοικημένο είναι το ράφι
με τις γλάστρες, πηχτά τα φύλλα, και τα κλώνια·
γλάστρες κι' ώς μες στην πέτρινη, χάμω, τη σκάφη,
κι' ο φύκος, γείτονας, σκουντά τα πελαργόνια.

Το μούσκλο, βελονιά τη βελονιά, και βρίσκει
παντού την κούφια ρίζα να κατασκεπάζη.
Δες, κ' η φραγκοσυκιά που τρέμουν της οι δίσκοι,
ξωτική σάρκα αγκαθερή, πράσινη, μοιάζει.

Κ' έξαφνα, κάπου εδώ στα χόρτα, ή σαν πιο πέρα,
φύσημα ολίγο κίνησε να τα πειράξη:
εσύγχυσε αλαφρά τον άθυμον αέρα.
Χαλάει τα φύλλα, βιάζεται, χαλάει την τάξη,

κ' η σταχτερή, η περπατημένη η πρασινάδα,
το μελαγχολικό κορίτσι που διαβάζει,
τα ημερινά τα μάρμαρα, η περιπλοκάδα,
το σπιτικό περιβολάκι, συννεφιάζει.

Μυριστικά, ποτιστικά γύρω απ' τη βρύση,
παράταιρα, εσυγκλίναν– κ' εξανακαθήσαν·
κάτι ξένο σα νάρθε να συγκατοικήση·
και μια φούχτα σπουργίτια ομόγνωμα εσκορπίσαν...

Μα έλειψε κι' όλας. Μα ήτανε μια απάτη ακόμα,
μούχρωμα–κ' έλυωσε, κ' ίσκιος απλής ημέρας.
Για τη σάρκα πικρός, αχ! πικρός κι' ώς το στόμα,
του πρωτοχινοπώρου πέρασεν ο αγέρας...
Τέλλος 'Αγρας

Τέλλος Ἄγρας (1899-1944): ποιητὴς καὶ κριτικός (φιλολογικὸ ψευδώνυμο τοῦ Εὐαγγέλου Λ. Ἰωάννου)

«Λυρισμὸς εἶναι ὁ δρόμος ποὺ φέρνει ἀπὸ τὸ χειροπιαστὸ στὸ ἄπιαστο, ἀπὸ τὴν ὕλη στὸ μυστήριό της, ἀπὸ τὸ πρᾶγμα στὴν Ἰδέα. Μά... καὶ τὸ ἀντίθετο!»

Ο Τέλλος Άγρας (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ευάγγελου Ιωάννου) γεννήθηκε στην Καλαμπάκα το 1899. Από το 1911 άρχισε να γράφει τακτικά στη στήλη συνεργασίας συνδρομητών της Διάπλασης με το ψευδώνυμο Τέλλος Άγρας. Η πρώτη του ποιητική δημοσίευση ήταν ο Βράχος. Η συνεργασία του με τη Διάπλαση των Παίδων συνεχίστηκε συστηματικά και ο συνολικός όγκος των νεανικών δημοσιευμάτων του υπήρξε πολύ μεγάλος. Η πρώτη επίσημη παρουσία του στις στήλες της Διάπλασης σημειώθηκε τον Μάη του 1916 με το πεζογράφημα Αποχαιρετισμός. Τη μέρα της Απελευθέρωσης της Αθήνας από τους Γερμανούς ναζί χτυπήθηκε από μια αδέσποτη σφαίρα στον αστράγαλο. Μεταφέρθηκε στον Ευαγγελισμό όπου πέθανε τον Νοέμβρη του 1944.

Ο Τέλλος Άγρας τοποθετείται στους Έλληνες ποιητές του μεσοπολέμου, τους λεγόμενους νεορομαντικούς ή παρακμιακούς (Καρυωτάκης, Κλέων Παράσχος, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Κώστας Ουράνης κ.α.). Το ποιητικό του έργο είναι αποτέλεσμα δημιουργικής αφομοίωσης του πνεύματος του γαλλικού συμβολισμού και αισθητισμού αλλά και της ελληνικής ποιητικής παράδοσης από το δημοτικό τραγούδι ως τον Ιωάννη Πολέμη, τον Κωστή Παλαμά, τον Μιλτιάδη Μαλακάση και τον Κωνσταντίνο Καβάφη.
Κινήθηκε στα πλαίσια της εσωτερικότητας, της μελαγχολίας, της νοσηρότητας και της απαισιοδοξίας των συγχρόνων του, υιοθέτησε την ειδυλλιακή ενατένιση του παρελθόντος, ωστόσο παράλληλα χάρη στη βαθιά πνευματική του καλλιέργεια αρνήθηκε να παραδοθεί στην απελπισία και αγωνίστηκε να κρατηθεί από την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Πρέπει τέλος να σημειωθεί η αξία του κριτικού του έργου που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη οξυδέρκεια, ευαισθησία, βαθιά γνώση της φιλοσοφίας και επαρκή ενημέρωση για τις σύγχρονές του ευρωπαϊκές θεωρίες της λογοτεχνίας και τον τοποθετεί στην πρωτοπορία της νεοελληνικής κριτικής σκέψης.

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2024

JULIO CORTÁZAR - BOLERO


JULIO CORTÁZAR-BOLERO

Qué vanidad imaginar
que puedo darte todo, el amor y la dicha,
itinerarios, música, juguetes.
Es cierto que es así:
todo lo mío te lo doy, es cierto,
pero todo lo mío no te basta
como a mí no me basta que me des
todo lo tuyo.

Por eso no seremos nunca
la pareja perfecta, la tarjeta postal,
si no somos capaces de aceptar
que sólo en la aritmética
el dos nace del uno más el uno.

Por ahí un papelito
que solamente dice:

Siempre fuiste mi espejo,
quiero decir que para verme tenía que mirarte.

Y este fragmento:

La lenta máquina del desamor
los engranajes del reflujo
los cuerpos que abandonan las almohadas
las sábanas los besos

y de pie ante el espejo interrogándose
cada uno a sí mismo
ya no mirándose entre ellos
ya no desnudos para el otro
ya no te amo,
mi amor.

«Μπολερό». Από το βιβλίο του Χούλιο Κορτάσαρ, Η σύνθλιψη των σταγώνων

Τι ματαιοδοξία να φανταστείς
ότι μπορώ να σου δώσω τα πάντα, αγάπη και ευτυχία,
δρομολόγια, μουσική, παιχνίδια.
Είναι αλήθεια ότι είναι έτσι:
Σου δίνω όλα τα δικά μου, είναι αλήθεια,
αλλά όλα τα δικά μου δεν σου φτάνουν
αφού δεν μου φτάνει που μου δίνεις
όλα δικά σου.

Γι' αυτό δεν θα είμαστε ποτέ
το τέλειο ζευγάρι, η καρτ ποστάλ,
αν δεν είμαστε σε θέση να δεχτούμε
ότι μόνο στην αριθμητική
δύο γεννιέται από ένα συν ένα.

Εκεί πέρα ​​ένα κομμάτι χαρτί
που λέει μόνο:

ήσουν πάντα ο καθρέφτης μου,
Εννοώ ότι για να δω τον εαυτό μου έπρεπε να σε κοιτάξω.


Και αυτό το απόσπασμα:

Η αργή μηχανή της θλίψης
τα γρανάζια της παλινδρόμησης
τα σώματα που εγκαταλείπουν τα μαξιλάρια
τα σεντόνια τα φιλιά

και στέκεται μπροστά στον καθρέφτη αμφισβητώντας τον εαυτό του
ο καθένας για τον εαυτό του
δεν κοιτάζουν πια ο ένας τον άλλον
δεν είναι πια γυμνοί ο ένας για τον άλλον
Δεν σε αγαπώ πια,
αγάπη μου.

                                               



Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024

Georges Rodenbach, Épilogue (Ζωρζ Ρόντενμπαχ, μετάφραση: Καρυωτάκης)

The Indolent Mist Of Autumn

The indolent mist of autumn at last dispersed…
It hovers between the towers, like the incense full of dreams
That will linger in the naves after the most solemn Mass;
And it sleeps like cloth spread on the dejected, grey ramparts.

It comes unfolded then folds back on itself, like a wing
In imperceptible motion, yet incessant, in the fog;
All is shaded to a blur and turns slightly divine,
As beneath the pallid brushing, all is vague and lost in dreams.

All is a shade of grey, cloaked in the colour of fog:
The sky with its ancient pinions, the water and the poplars,
Old friends, reconciled, so easily, with the haze of the past autumn,
Like all things that will soon be nothing but the faintest memory.

The victorious mist, against the pale depth of air,
Has diluted even the accustomed towers,
Whose grey thoughts are now gone forever,
Like some vague dream, or a geometry of vapour.

Georges Rodenbach

Η νωχελική ομίχλη του φθινοπώρου επιτέλους σκορπίστηκε…
Αιωρείται ανάμεσα στους πύργους, σαν το θυμίαμα γεμάτο όνειρα
που θα μείνει στους ναούς μετά την πιο επίσημη Λειτουργία.
Και κοιμάται σαν ύφασμα απλωμένο στις καταβεβλημένες, γκρίζες επάλξεις.

Ξεδιπλώνεται και διπλώνει πίσω στον εαυτό του, σαν φτερό
Σε ανεπαίσθητη κίνηση, αλλά αδιάκοπη, στην ομίχλη.
Όλα σκιάζονται σε μια θαμπάδα και γίνονται ελαφρώς θεϊκά,
Καθώς κάτω από το χλωμό βούρτσισμα, όλα είναι ασαφή και χαμένα στα όνειρα.

Όλα είναι μια απόχρωση του γκρι, ντυμένη στο χρώμα της ομίχλης:
Ο ουρανός με τα αρχαία πιόνια του, το νερό και τις λεύκες,
παλιοί φίλοι, συμφιλιώθηκαν, τόσο εύκολα, με την ομίχλη του περασμένου φθινοπώρου,
Όπως όλα τα πράγματα που σύντομα θα γίνουν τίποτα άλλο από την πιο αχνή ανάμνηση.

Η νικηφόρα ομίχλη, ενάντια στο χλωμό βάθος του αέρα,
έχει αραιώσει ακόμη και τους συνηθισμένους πύργους,
των οποίων οι γκρίζες σκέψεις έχουν φύγει τώρα για πάντα,
Σαν κάποιο ασαφές όνειρο, ή μια γεωμετρία ατμού.

Ζορζ Ρόντενμπαχ
 

Georges Rodenbach, Épilogue (Ζωρζ Ρόντενμπαχ, μετάφραση: Καρυωτάκης)

C’est l’automne, la pluie et la mort de l’année !
La mort de la jeunesse et du seul noble effort
Auquel nous songerons à l’heure de la mort :
L’effort de se survivre en l’œuvre terminée.

Mais c’est la fin de cet espoir, du grand espoir,
Et c’est la fin d’un rêve aussi vain que les autres :
Le nom du dieu s’efface aux lèvres des apôtres
Et le plus vigilant trahit avant le soir.

Guirlandes de la gloire, ah ! Vaines, toujours vaines !
Mais c’est triste pourtant quand on avait rêvé
De ne pas trop périr et d’être un peu sauvé
Et de laisser de soi dans les barques humaines.

Las ! Le rose de moi je le sens défleurir,
Je le sens qui se fane et je sens qu’on le cueille !
Mon sang ne coule pas ; on dirait qu’il s’effeuille…
Et puisque la nuit vient, — j’ai sommeil de mourir !

   






Φθινόπωρο είναι, βρέχει, να, και ο χρόνος όλο σβήνει!
Η νιότη σβήνει, σβήνεις, ω προσπάθεια ευγενική,
που μόνο εσέ θα σκεφτούμε πεθαίνοντας, σεμνή
προσπάθεια να περάσουμε και το Έργο μας να μείνει.

Αχ! πάει κι αυτή που μ' έθρεφεν ελπίδα η πιο μεγάλη·
μάταιο σαν άλλα ονείρατα, τ' όνειρο πάει κι αυτό.
Όλα περνούν, οι πόθοι μας περνούν, ένα βουητό,
περνούμε, τέλος οι ίδιοι εμείς για να 'ρθουν αύριο
περνούμε τέλος οι ίδιος εμείς για να 'ρθουν αύριον άλλοι.

Γιρλάντα η δόξα εμάδησε κι είναι οι γιορτές φυγάτες.
Μόνο πικρία μένει σ' εκείνον που 'χε ονειρευτεί
πολύ να μην επέθανε και λίγο να σωθεί
και κάπως ναν τον αγαπούν χρόνοι, καιροί διαβάτες!

Αλίμονο! Με ρόδο τον εαυτό μου παρομοιάζω,
με ρόδο που μαραίνεται και γίνεται χλωμό!
Αίμα δεν τρέχει· θα 'λεγε κανείς πως φυλλορροώ...
Κι αφού πια τώρα ενύχτωσε — για θάνατο νυστάζω!















































































Σάββατο 27 Ιουλίου 2024

Tα λόγια της σιωπής

 


Mε τ' ακροδάχτυλα των λέξεων
ψηλαφίζω τη σιωπή.

Με κινήσεις ασκητικές
αναζητώ τα λόγια που,
στόλισαν το αμετάκλητο
λίγο πριν χαθείς
όπως στη θάλασσα
ο ναυαγός.

Τ' ανακαλώ όλα με ευλάβεια
στην επιφάνεια της μνήμης
μεγεθύνω την εικόνα σου
στο χώρο της ορατής
σύλληψης
των πραγμάτων
και γίνομαι μαζί σου
ένα και αυτόφωτο.

Εκεί που, το ''άλεκτο'' βγάζει στο Φως.
Γιατί, όπως, αναφέρει ο Eugène Ionesco:
''Οταν όλα θα έχουν ειπωθεί
θα ανήκουμε σε άλλους καιρούς''.

(Μαρία Λαμπράκη)
                                   


Δευτέρα 1 Ιουλίου 2024

Βράχος στη μέση του γιαλού


Βράχος στη μέση του γιαλού
τα πέλαγα  αγναντεύει
βλέπει καράβια να περνούν
γλάρους να φτερουγίζουν
δελφίνια να σκίζουν τα νερά
ψάρια να παιχνιδίζουν

Κι εκείνος στέκει ακίνητος
Χειμώνες- Καλοκαίρια
να τον νε δέρνουν  οι βροχές
ο ήλιος να το καίει
τα αφρισμένα κύματα
πάνω του να χτυπούνε

Να τανε λέει μπορετό
κι αυτός να ταξιδέψει
να δει καινούργιες θάλασσες
να μάθει για άλλος τόπους

Τον πιάνει το παράπονο
κι αρχινά να κλαίει

Το κύμα που τον άκουσε
να κλαίει λυπημένα
πάει κοντά του
κι άρχισε να τον παρηγορεί

Πονώ  κι εγώ όταν χτυπώ
πάνω σου μανιασμένα
σαν ανταριάζει  ο καιρός
κι η θάλασσα φουσκώνει
όμως ποτέ δεν έκανα
παράπονο κανένα

Πολλές  φορές ευχήθηκα
την αντοχή σου να 'χω
Γιατί άμα δεν άντεχες
πως θα σε λέγαν βράχο...

Μαρία Λαμπράκη
 
''Υπάρχουνε και στη στεριά
άνθρωποι που ναι βράχοι
όρθιοι στέκουν στη ζωή
όσες φουρτούνες να χει''

Κυριακή 16 Ιουνίου 2024

Στον αστερισμό των εγκλίσεων και των χρόνων του ρήματος “έρχομαι''-Βαβούρης Σταύρος (1925-2008)

 Που λέτε, μια ολόκληρη ζωή σχεδόν
από τον ένα άνυδρο και φυσικά παντέρημο πλανήτη
στον άλλο και στον άλλο του μεγάλου αστερισμού
των εγκλίσεων και των χρόνων
του ρήματος: έρχομαι.

“Έρχομαι” μου `λεγαν δηλαδή
(έγκλιση οριστική και χρόνος Ενεστώς)
κι έπειτα “Ερχόμουνα” (σε Παρατατικό)
“μα μ’ έπιασε η βροχή”.
“Ήρθα” σε χρόνο Αόριστο “αλλ’ είχες φύγει πια”
“θα `ρθω και πάλι αν κατορθώσω” (Μέλλων).

Και μ’ όλα τ’ “αν”, τα “θα” και τα “αλλά”
που συνοδεύαν Παρατατικό, Αόριστο και Μέλλοντα
είχα μια απεριόριστη πεποίθηση –πιστέψτε με–
(ήτανε χρόνοι Οριστικής – πώς ν’ αμφιβάλλεις;)
Αν και τότε ακόμα ο ερχομός τους
έμπαινε πια σε πλαίσια ιστορικά
μιας δηλαδή κατά το μάλλον κι ήττον πιθανής αφίξεως.

Ο Παρακείμενος με τον Υπερσυντέλικο
δε μ’ έπεισαν ποτέ βεβαίως.
Σε τι θα μ’ ωφελούσε άλλωστε;
Χρόνοι παρωχημένοι κι άσχετοι τελείως
με το τώρα ή το αύριο
που σε κάνουν παρανάλωμα.
“Έχω έρθει” κι “είχα έρθει”
Τ ό τ ε, μ’ άλλα λόγια
Και;
Το ζήτημα ήταν, τ ώ ρ α, τι γινόταν.
Τίποτα δε γινόταν, σήμερα τ’ απόγευμα
το βράδυ έστω αργά.
Οι χρόνοι της Οριστικής
τελειώσανε και κλείσανε
στο “τότε”, στο “αν”, στο “θα” και στο “αλλά”.

Μετά οι σαθρές της Ευκτικής
και τόσο λίγο προσιτές ελπίδες
(να `ρχόσουνα, να `ρχόσουν και τι να `ταν!)
Ουσιαστικά στηρίχθηκαν
στ’ ανύπαρκτα ερείσματα της Υποτακτικής:
“Αν έρθω”… “όταν έρθω”… “για να `ρθω”…
Υποθέσεις δίχως θέσεις κι αποδόσεις
σύνδεσμοι χρονικοί και τελικοί
χωρίς σκοπό, μετέωροι στο χάος του αορίστου
που διά μέσου τους μοιραία οδηγήθηκα
στης Προστακτικής τις παραισθήσεις.

Μ’ άλλα λόγια, ό,τι δεν ήταν εφικτό
με την Οριστική, την Υποτακτική
την Ευκτική (ναι, Θεέ μου, τόση ευχετική!),
είχα την ψευδαίσθηση ότι θα το πετύχαινα
προστάζοντας: “Να `ρθεις. Ξεκίνα.
Είναι τέσσερις. Στις πέντε να `σαι εδώ”.

Ενώ η Προστακτική δεν είν’ επίτευξη
πρόκειται για μια μονάχα ακόμα φαντασίωση
που διαρκεί ως τις πέντε, έξι το πολύ.
Περνάει καμιά φορά στις ικεσίες:
“ελέησον και σώσον, έλα” λόγου χάριν
και σε λίγες περιπτώσεις μόνο
λίγων τυχερών
γίνεται κυριολεκτική.
Μα ποιοι `ναι κείνοι που προστάζουν
δίχως την ψευδαίσθηση μονάχα πως προστάζουν;

Στις νόθες καταστάσεις του Απαρέμφατου
προσπάθησα ένα διάστημα μετά
να βρω μια διέξοδο.
Μα τι σημαίνουν άραγε το “ιέναι” και το “ελθείν”;
Ότι έρχεσαι, ότι ήρθες, να `ρχεσαι, να `ρθεις,
ίσως και να `ρχόσουνα, να `ρθεις; Αν έρθεις.

Γύριζα πλησίστιος στους υποθετικούς και τελικούς συνδέσμους
πάλι μ’ άλλα λόγια στα φαντάσματα της Υποτακτικής
και λίγα βήματα πιο πέρα
προσγειωνόμουνα γυμνός κι αμέτοχος
στης Μετοχής τη μπλόφα:

ερχόμενοι κι ιόντες
εληλυθότες –α! Ναι!- Κι ελθόντες:
Εκείνοι που έρχονται και θα `ρχονται
μα θα τους πιάνει πάντοτε η βροχή στο δρόμο

που ήρθανε,
που θα `ρθουν αν μπορέσουν πάλι.

Τέλος, όλοι κείνοι
που `χουν κι είχαν έρθει
όταν οι πλανήτες των εγκλίσεων
και των χρόνων του ρήματος “έρχομαι”
όλοι τους, όλοι τους
μ’ είχανε κλείσει έξω απ’ την τροχιά τους.
Βιογραφία, εργογραφία του Ποιητή, Σταύρου Βαβούρη/ ΕΔΩ
                                     



Παρασκευή 31 Μαΐου 2024

Cortázar Julio-Χούλιο Κορτάσαρ- Το Κουτσό

"Αντιμυθιστόρημα", "Xρονικό μιας τρέλας", "Ένα βίαιο τράνταγμα από το γιακά", "Κάτι σαν ατομική βόμβα", "Ένα κάλεσμα προς την αναγκαία αταξία", "Ένα γιγάντιο ευφυολόγημα", "Ένα ψέλλισμα".
Αυτά είναι λίγα από τα πάμπολλα που γράφτηκαν για το Κουτσό, το μυθιστόρημα που ο Χούλιο Κορτάσαρ άρχισε να ονειρεύεται το 1958, που εκδόθηκε το 1963 κι από τότε άλλαξε την ιστορία της λογοτεχνίας και συγκλόνισε τη ζωή χιλιάδων νέων ανά τον κόσμο. Γεμάτο λογοτεχνική φιλοδοξία, σπαρταριστό, με καινοτόμα συγγραφικά εργαλεία, κατεδαφιστικό του κατεστημένου και αναζητητικό της ρίζας της ποίησης, το Κουτσό, πάνω από μισό αιώνα τώρα, συνεχίζει να διαβάζεται με περιέργεια, με δέος, κατάπληξη, με ενδιαφέρον ή αφοσίωση. (Από την παρουσίαση της έκδοσης)

«Κανείς δεν μπορεί ν' αφηγηθεί την πλοκή ενός αφηγήματος του Κορτάσαρ κάθε αφήγημα συγκροτείται από πολύ συγκεκριμένες λέξεις σε πολύ συγκεκριμένη σειρά. Αν επιχειρήσουμε να το συνοψίσουμε, θα διαπιστώσουμε πως κάτι πολύτιμο έχει χαθεί.» (Χόρχε Λουίς Μπόρχες)

«Όποιος δεν έχει διαβάσει Κορτάσαρ είναι καταδικασμένος. Αυτό, το να μην τον έχεις διαβάσει, είναι μια σοβαρή, ύπουλη αρρώστια που με τον καιρό μπορεί να έχει τρομερές συνέπειες. Κάτι ανάλογο με κάποιον που δεν έχει φάει ποτέ ροδάκινο. Θ' αρχίσει να γίνεται όλο και πιο μελαγχολικός, θα χάνει το χρώμα του και, πολύ πιθανόν, σιγά σιγά, θα χάσει και τα μαλλιά του.» (Πάμπλο Νερούδα)

«Τελειώνει η ερωτική πράξη και την καταστρέφει ο λόγος. Τελειώνει η ονειρική πράξη και την καταστρέφει η λογική. Ο λόγος και η λογική σκοτώνουν την ενότητα, παλινορθώνουν την αντίφαση. Οπότε, γράφονται μυθιστορήματα με τα όπλα του εχθρού: το λόγο και τη λογική. Γράφεται το Κουτσό.» (Κάρλος Φουέντες)
ΠΗΓΗ


[Αγγίζω το στόμα σου] του Χούλιο Κορτάσαρ

Αγγίζω το στόμα σου, με το δάχτυλό μου αγγίζω το περίγραμμα του σώματός σου, το σχεδιάζω σαν να το δημιουργεί το χέρι μου, σαν το στόμα σου να μισανοίγει για πρώτη φορά και αρκεί να κλείσω τα μάτια μου για να το σβήσω και να ξαναρχίσω να το φτιάχνω, και κάθε φορά κάνω να γεννιέται το στόμα που ποθώ, το στόμα που επιλέγει το χέρι μου και σχεδιάζει πάνω στο πρόσωπό σου, ένα στόμα επιλεγμένο ανάμεσα σε τόσα άλλα, επιλεγμένο με ηγεμονική ελευθερία από μένα για να το ζωγραφίσει το χέρι μου πάνω στο πρόσωπό σου και που από ένα γύρισμα της τύχης που δεν προσπαθώ να καταλάβω συμπίπτει ακριβώς με το στόμα σου που χαμογελάει κάτω από εκείνο που σχεδιάζει το χέρι μου.

Με κοιτάς, με κοιτάς από κοντά, κάθε φορά και από πιο κοντά και τότε παίζουμε τον κύκλωπα, κοιταζόμαστε όλο και από πιο κοντά και τα μάτια μεγαλώνουν, πλησιάζουν το ένα το άλλο, κολλάνε το ένα στο άλλο και οι κύκλωπες κοιτιούνται, οι ανάσες τους μπλέκουν, τα στόματα συναντιούνται και παλεύουν ανόρεχτα, δαγκώνονται χείλια με χείλια, ακουμπώντας μόλις τη γλώσσα πάνω στα δόντια, παίζουν μέσα στον περίβολό τους όπου πηγαινοέρχεται ένας βαρύς αέρας με ένα παλιό άρωμα και μια σιωπή.

Τότε τα χέρια μου θέλουν να βυθιστούν στα μαλλιά σου, να χαϊδέψουν αργά τα βάθη των μαλλιών σου ενώ φιλιόμαστε σαν το στόμα μας να είναι γεμάτο λουλούδια ή ψάρια, ζωηρές κινήσεις, σκοτεινή ευωδιά. Και όταν δαγκωνόμαστε ο πόνος είναι γλυκός κι όταν πνιγόμαστε μ’ ένα σύντομο και τρομερό ταυτόχρονο ρούφηγμα της αναπνοής, αυτός ο στιγμιαίος θάνατος είναι όμορφος. Και υπάρχει ένα και μόνο σάλιο, μια και μόνη γεύση από ώριμο φρούτο κι εγώ σε νιώθω ν’ ανατριχιάζεις απάνω μου όπως η σελήνη στο νερό.
[από το Κουτσό, Kεφάλαιο 7, Μετάφραση : Κώστα Κουντούρη]

 Ο ίδιος έχει πει πως αν δεν έγραφε εκείνη την περίοδο το ‘Κουτσό’, αρχές του εξήντα, θα έπεφτε στον Σηκουάνα. 


Παρασκευή 10 Μαΐου 2024

Λορέντζος Μαβίλης -Ρώμος Φιλύρας -Δύο ποιήματα του Μάη



Ἔρως καὶ θάνατος-Λορέντζος Μαβίλης

Μὲ ἐκοίταξε ἕνα σούρουπο τὸ Μάη,
τὸ μοσκοβολισμένο Μάη τὸ μήνα,

καὶ ἡ ματιά της γιὰ πάντα μοῦ ἐπρομήνα
εὐτυχία, ποὺ τὸ οὐδὲν δὲν πεθυμάει.

Μὰ ὁ πόθος δὲ χορταίνει ὅσο κι ἂ φάει,
μέσ᾿ στὴν καρδιά μου μπήγεται σὰ σφήνα·
σὰ διψασμένη λυώνεται ἀλαφίνα
ἡ ψυχὴ ὅση γλύκα κι ἂ ρουφάει.

Μάγο, ἀνέσπερο φέγγος τοῦ θανάτου,
ἐσύ, ναί, μὲ γλυκιὰ παρηγορία
πραΰνεις καθενὸς τὰ βάσανά του.

Μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴν ἀλαβάστρινην ὑδρία
ὅ,τι κι ἂν τάζῃς δίνεις κιόλας, ἀφανίζεις
τὴν πεθυμιά, τοὺς ὕπνους αἰωνίζεις.

Μπόρα Του Μάη-Ρώμος Φιλύρας

Μέσα στον Μάη αλάλαζεν ο θρίαμβος του χειμώνα
και της βροχής το σύθαμπον εβρόντα ο κεραυνός
και το χαλάζι μάραινε τη τροφαντή ανεμώνα
και τα μπουμπούκια π' άνοιγαν ματάκια προς το φως.

Και μέσα στο τρισκόταδο δεν έλαμψεν η μέρα
και δεν ακούσαμε γλυκό τραγούδημα πουλιών,
μα να βογγά απόκοσμα τον καταλύτη αγέρα
στα τρίστρατα των λιβαδιών και των περιβολιών.

Και τ' όνειρο μας που 'λεγε να λουλουδίσει τώρα
προσμένοντας τόσο καιρό του Μάη το λαύρο φως,
αλίμονο! η απάντεχη το πρόφτασεν η μπόρα
και σα μπουμπούκι το 'καψεν ο μέγας κεραυνός...