Σελίδες

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2025

Μιροσλάβ Χόλουμπ -Miroslav Holub-Ποιήματα

Παρ’ όλον ότι ένα ποίημα γεννιέται όταν δεν μένει
τίποτ’ άλλο να γίνει, παρ’ όλον ότι ένα ποίημα είναι
μια τελευταία προσπάθεια να μπει κάποια τάξη όταν
δεν μπορεί κανείς να υποφέρει άλλο την αταξία,
παρ’ όλον ότι χρειαζόμαστε τους ποιητές πιο πολύ
όταν χρειαζόμαστε επίσης πιο πολύ την ελευθερία,
την βιταμίνη C, τις επικοινωνίες, τους νόμους και την
θεραπεία της υπέρτασης,
παρ’ όλον ότι το να ‘σαι καλλιτέχνης σημαίνει
αποτυχία και τέχνη σημαίνει αφοσίωση στην
αποτυχία, όπως λέει ο Σάμουελ Μπέκετ,
ένα ποίημα δεν είναι από τα τελευταία αλλά απ’ τα
πρώτα πράγματα του ανθρώπου.

*Μετάφραση: Βασίλης Καραβίτης

foto by  Ivica Rajcic

Μιροσλάβ Χόλουμπ, Παραμύθι                             

Έχτισε το σπιτάκι του
τα θεμέλιά του
τις πέτρες του
τους τοίχους του
τη στέγη του
το τζάκι του και τον καπνό
τη θέα του απ’ το παράθυρο.

Έφτιαξε τον κήπο του
το φράχτη του
το θυμάρι του
το σκουλίκι του
τη βραδινή δροσιά του.

Ξεχέρσωσε
ένα κομμάτι ουρανό πάνω απ’το κεφάλι του.

Και τύλιξε τον κήπο μες στον ουρανό
το σπίτι μες στον κήπο
κι όλα μαζί σ’ένα μαντήλι

και βγήκε μόνος
σαν αρκτική αλεπού
στην παγερή
ατέλειωτη
βροχή
μέσα στον κόσμο.

(μετφρ.Σπύρος Τσακνιάς)


Μίροσλαβ Χόλουμπ, Η γάτα

‘Εξω ήταν νύχτα

σαν βιβλίο χωρίς γράμματα.

Και το αιώνιο σκοτάδι

έφτανε μέχρι τ’ άστρα μεσ’ απ ‘το κόσκινο της πολιτείας.

Της είπα

μη φύγεις

μονάχα θα παγιδευτείς

και θα σου κάνουν μάγια

και μάταια θα υποφέρεις.

Της είπα

μη φύγεις

γιατί ν’αποζητάς

το τίποτε;

‘Ομως το παράθυρο ήταν ανοιχτό

κι έφυγε,

μια μαύρη γάτα μες στη μαύρη νύχτα,

διελύθη,

μια μαύρη γάτα μες στη μαύρη νύχτα

εντελώς διελύθη

κι έκτοτε κανείς δεν την ξανάδε.

Μήτε κι η ίδια τον εαυτό της.

Αλλά μπορείς να την ακούεις

κάποτε,

όταν είναι γαλήνη

και υπάρχει ένας βόρειος άνεμος

και με προσοχή ακροάζεσαι

τον εαυτό σου.

~μτφρ. Γιώργος Χριστοδουλίδης~

Love-Miroslav Holub

A hundred miles
from wall to wall.
An eternity and a half of vigils
blanker than snow.

Tons of words
old as the tracks
of a platypus in the sand.

A hundred books we didn't write
A hundred pyramids we didn't build.

Sweepings.
Dust.

Bitter
as the beggining of the world.

Believe me when I say
it was beautiful.

[Αγάπη] του Μιροσλάβ Χόλουμπ

Δυο χιλιάδες τσιγάρα. 
Εκατό μίλια από τοίχο σε τοίχο. 
Μια αιωνιότητα και μισή 
από ολονυκτίες πιο λευκές κι από χιόνι. 
Τόνοι λέξεων παλιές 
σαν ίχνη πλατύποδα στην άμμο. 
Εκατό βιβλία που δεν γράψαμε. 
Εκατό πυραμίδες που δεν χτίσαμε. 
Σκουπίδια. 
Σκόνη. 
Πικρή σαν την αρχή του κόσμου. 
Πιστέψτε με όταν λέω ήταν όμορφη. 

[μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός]

Dreams Poem by Miroslav Holub

They sap man's substance
as moon the dew.
A rope grows erect
from the crown of the head.
A black swan hatches
from a pebble.
And a flock of angels in the sky
is taking an evening class
on the skid pan.

I dream, so I dream.
I dream
that three times three is nine,
that the right-hand
rule applies;
and when the circus leaves
the trampled ground will
once more overgrow with grass.

Yes, grass.
Unequivocal grass.
Just grass.


Η πόρτα, Μίροσλαβ Χόλουμπ

Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.

Μπορεί απ’ έξω εκεί να στέκει

ένα δέντρο, ένα δάσος,

ένας κήπος

ή μια πόλη μαγική.

Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.

Μπορεί να είναι το σκυλί που ψαχουλεύει.

Μπορεί να δεις κάποια μορφή,

ή ένα μάτι,

ή την εικόνα

μιας εικόνας.


Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.

Αν είναι η καταχνιά

θα καθαρίσει.

Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.

Κι αν είναι μόνο η σκοτεινιά

που θορυβεί

κι αν είναι μόνο κούφιος άνεμος

κι αν

τίποτα

δεν είναι

έξω εκεί,

πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.

Τουλάχιστον

θα γίνει

κάποιο

ρεύμα.

μτφρ. Σπύρος Τσακνιάς

ΧΩΡΟΧΡΟΝΟΣ-Μίροσλαβ Χόλουμπ

Όταν εγώ μεγαλώσω κι εσύ μικρύνεις
τότε
(στη θεωρία του Καλούζα η πέμπτη διάσταση
παρουσιάζεται ως κύκλος
συνδεόμενος με κάθε σημείο
του χωροχρόνου)
-τότε, όταν πεθάνω, δε θα ζήσω ποτέ ξανά;
Ποτέ.
Ποτέ ποτέ;
Ποτέ ποτέ.
Ναι, αλλά ποτέ ποτέ ποτέ;
Όχι… όχι ποτέ ποτέ ποτέ
απλώς ποτέ ποτέ.
Πραγματοποιήσαμε λοιπόν
μια μικρή οικογενειακή συνεισφορά
στο κβαντικό πρόβλημα της υπερβαρύτητας των ένδεκα διαστάσεων.

(μετάφραση: Δημήτριος Μουζάκης)

Ο Μίροσλαβ Χόλουμπ (1923-1998) υπήρξε ένας από τους κορυφαίους ποιητές της νεότερης τσεχικής ποίησης. Ο Ted Hughes δε τον χαρακτήρισε «έναν από τους πέντε ή έξι σπουδαιότερους ποιητές του 20ού αιώνα».

Η κλασική του παιδεία συνδυάζεται με τη γνώση των φυσικών επιστημών, της ιατρικής,της φιλοσοφίας, της ιστορίας της επιστήμης και το λαμπρό ποιητικό του ταλέντο. Στο πρόσωπο του Χόλουμπ συναντούμε τη ξεχασμένη αρχαιοελληνική αντίληψη για τη διεπιστημονικότητα και τη συνύπαρξη της τέχνης και της επιστήμης. Ο διακεκριμένος γιατρός Χόλουμπ συναντά τον ποιητή Χόλουμπ, και ο ποιητής τον φιλόσοφο Χόλουμπ: το ιατρικό λεξιλόγιο εμπλέκεται με τον ποιητικό λόγο, η λογική με το συναίσθημα, το σκεπτικισμό και την ειρωνεία, η συστηματικότητα, η έρευνα και η επιστημονική πειθαρχία με την άρνηση να ακολουθήσει στεγανά και να υποταχθεί στους ισοπεδωτικούς μηχανισμούς του καθεστώτος.

Μια άλλη πτυχή της ποίησης του Χόλουμπ είναι ο πολιτικός της χαρακτήρας. Βίωσε από πρώτο χέρι, αρχικά, τον αυταρχισμό του ναζισμού και εν συνεχεία την ανελευθερία της σταλινικής εκδοχής του σοσιαλισμού. Λόγω της άρνησής του να εγγραφεί μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, αλλά και του οχληρού για το καθεστώς έργου του, έζησε ως πολίτης δεύτερης κατηγορίας: του αφαιρέθηκε για χρόνια η δυνατότητα να ταξιδέψει στο εξωτερικό, απολύθηκε από τη θέση του στην Ακαδημία, ενώ για περισσότερο από μια δεκαετία (από το 1971 έως το 1982) δεν του επιτρεπόταν να εκδώσει κείμενά του. 
Εξαιτίας αυτών, συχνά η ποίησή του λειτουργεί ως φορέας πολιτικών μηνυμάτων, συνήθως με τρόπο υπαινικτικό, καταφεύγοντας σε μοτίβα δανεισμένα από τη μυθολογία και την Ιστορία, προκειμένου να συνομιλήσει κριτικά με την εποχή της.


Κυριακή 13 Απριλίου 2025

Ποιήματα -Βύρων Λεοντάρης-Από τη συλλογή: Ψυχοστασία


 Κλειστό είναι το ανοιχτό βιβλίο που κρατάς.
Αλλιώς θα ανοίξει.
Όπως ανοίγει σφαλιστή δίφυλλη πόρτα. Από τη μέση.
Στο στάχωμά τους θα χωρίσουνε τα φύλλα
και με τις έξω άκρες τους στα δάχτυλά σου τρίζοντας
αργά σαν σε ρεζέδες θα περιστραφούν.
Και τότε είναι πού θα διαβάσεις το κενό
- γιατί, ποιο άνοιγμα χωρίς κενό;
Έτσι κι όταν ανοίγω την ψυχή μου.
Για το κενό του ανοίγματος και μόνο.
Όλα τ' άλλα είναι γνωστά. Σαν "ανοιχτό" βιβλίο. [Από την έκδοση]


"Το αίμα της άνοιξης" Βύρων Λεοντάρης

Ετούτη η άνοιξη έχασε πολύ αίμα
Άνοιξη όλο καρδιά
Άνοιξη όλο ξεκίνημα
Ετούτη η άνοιξη πληγώθηκε βαριά
– νιότη μας έχασες πολύ αίμα ......
Άνοιξη όλο ξαστεριά
άνοιξη όλο στήθος,
γενναία μας άνοιξη, πληγώθηκες βαριά
-νιότη μας έχασες πολύ αίμα.

Μάτωσαν όλες οι αυγές, βαρύνανε τα αρώματα,
τρομάζει ο άνεμος, τινάζεται-
αίμα μπρος και πίσω του, αίμα παντού-
δεν ξέρει πια που να καλπάσει
ετούτη η άνοιξη πληγώθηκε βαριά
-νιότη μας έχασες πολύ αίμα…

Μάτωσαν όλες οι αυγές
βαρύνανε τα αρώματα,
τρομάζει ο άνεμος,
τινάζεται ο άνεμος,τινάζεται-
αίμα μπρος και πίσω του, αίμα παντού-
δεν ξέρει πού να καλπάσει...
ετούτη η άνοιξη πληγώθηκε βαριά
-νιότη μας έχασες πολύ αίμα.

Είδαμε ουρανούς θολούς από χειρονομίες απελπισίας,
ημέρες πιο σπαραχτικές
κι από το πρόσωπο τρελού παιδιού,
βαδίσαμε στην άμμο , που βουλιάζει,
ήρθαν πειρατικά στη χώρα της καρδιάς
- πολλά χέρια χαθήκαν μέσα στα απ' τα δικά μας,
πολλά γράμματα μείνανε χωρίς απάντηση,
γράμματα που ,άσπρες πυρκαγιές εξόριστες ,
περιδινούνται στο πέλαγος της πίκρας.

Όμως παλέψαμε σκληρά ,
για να μη γίνουμε του πόνου παίγνια,
για να μην πούμε : " Φτάνει πια,
αρκετά βασανίστηκε ο άνθρωπος στη γη.
Τώρα ας χαθούμε .

Ας παραδώσουμε την ελπίδα στον όλεθρο
κι ας συντριφτεί το μέτωπό της στα παγωμένα σκαλοπάτια των μνημείων
κι ας σαλπίσει υποχώρηση το θάρρος"
Για να μην πούμε : " Φτάνει πια,
τώρα ας χαθούμε , ας μη γεννούμε άλλα παιδια",
για να μην πούμε :
" Φτάνει πια"
και μείνουν οι οχιές να γεννούν οχιές,
τα τέλματα να ξερνούν τέλματα,
και δεν είναι πια στόματα να φιλιούνται
και δεν είναι πια δάχτυλα να παρηγορούν,
βήματα να θροΐζουν την άνοιξη,
μα μοναχά τα σύννεφα να βήχουν,
μα μόνο τα παράλυτα βουνά
κι οι φρικαλέες χειρονομίες των κεραυνών
και σαν κουφοί, ακατάληπτα,
νεκροταφεία να μιλούν με νεκροταφεία…
γι' αυτό παλέψαμε σκληρά.

Ποιος έχει τώρα δάχτυλα να λογαριάσει,
χείλια να τραυλίσει,
τι χάσαμε και τι κερδίσαμε;
Όρθιοι, με ακόπαστη μανία της ομορφιάς στο πρόσωπο,
Αλύγιστοι καταμεσί στη θύελλα καταχτήσαμε
την αστραπή της δύσκολης ελπίδας.”

*Από τη “Ψυχοστασία”, εκδ. Ύψιλον


Της Άνοιξης και του Πολέμου-Βύρων Λεοντάρης

I

Δεν ξεχωρίζω πια τον ερχομό σου από την άνοιξη
Το βάδισμά σου απ’ το άνοιγμα των λουλουδιών
Τη νιότη από το χαμόγελό σου.
Δεν ξεχωρίζω το κορμί σου απ’ των περιβολιών το θρόισμα
Την αφή σου απ’ την αφή όλου του κόσμου
Τη γεύση σου απ’ τη γεύση των τρικυμισμένων μυστικών.
Δεν ξεχωρίζω πια τα μάτια σου
Μάτια; Ουρανός; Θάλασσα; Αστέρια;
– δεν ξεχωρίζω πια
Εσπαταλήθηκες πολύ μες στη ζωή μου.

III

Έξω από το χαράκωμα της μοίρας
Στόμα του τριαντάφυλλου
Μάτια της βροχής
Δάχτυλα που δεν έχουν αδερφούς
Και αδερφές στον κόσμο
Σφίγγουν τα ηνία του χαμόγελου, καθώς
Το αίμα στο χαράκωμα του ορίζοντα σαλπίζει
Σιωπητήριο καρδιάς.

VI

Πάθος ανθρώπινο
Δε γιατρεύεται τούτη η ομορφιά
Λουσμένη σε πληγές και ηφαίστεια…
Άνοιξη, άνοιξη!…κι αχ, δε γιατρεύεται
Τούτη η ελπίδα της ζωής, η ελπίδα της αγάπη…

Βύρων Λεοντάρης-Ψυχοστασία

Να ‘χυνες τα χέρια σου

μέσα σ’ αυτή τη φοβερή πληγή

ν’ απίθωνες μιαν υγρασία φιλιού στο μέτωπό μου

μ’ ένα χαμόγελο να μου έπλενες τα μάτια

κόρη με τα χρυσάνθεμα μαλλιά

χέρια από αγιόκλημα/αίμα πνιγμένο μες στα γιασεμιά

άνοιξη ανάμεσα στα χέρια της Αγάπης

Να ‘σκυβες με μια θάλασσα φτερούγα πάνω μου

Θα σε κρατούσα σαν φλύαρο νερό στις φούχτες μου

σαν φυλλωσιά από άστρα.

Θ’ ανέμιζα, έπειτα, το φόρεμα της αστραπής σου στον κόσμο

κατάματα στο θάνατο προτού χυθώ

βροχή απ’ τα μάτια μου στα μάτια σου

βροχή απ’ το σώμα μου στο σώμα σου…

Έπειτα θα μπορούσα ακόμα και να σε ξεχάσω

αίμα πνιγμένο μες στα γιασεμιά

Ανοιξη στα χέρια της Αγάπης.

Μα έχεις και συ ανάμεσα στα φρύδια/την ίδια σπαθιά πίκρας

τον ίδιο κόμπο υπομονής στα χείλη σου δαγκώνεις

καίει τα χέρια σου ο ίδιος λυγμός τιμόνι-Πρόσεχε!

Τρέμεις σαν δάκρυ σε βασανισμένο βλέφαρο

η κόμη σου αντηχεί στον άνεμο-μια μυρουδιά δαφνόφυλλου

υποφέρεις από νιότη….

Έχεις και συ την ίδια ουλή ανάμεσα στα φρύδια.

ακόμα ένα βουνό, ακόμα ένα βάλτο

να πηδήσουμε κι αυτό το κύμα

να περάσουμε κι αυτή τη πτυχή αηδίας

ακόμα ένας χειμώνας, ακόμα μια άνοιξη

ακόμα ένας σφυγμός

Τα χέρια σου μυρίζουνε τα μανταρίνια όλης της γης

συνωμοσία χαμόγελου ξυπνάει στο πρόσωπό σου.

Δε θα βουλιάξεις! Στις κακοτοπιές

ένας ήλιος σε κρατάει από τις μασχάλες.

~Ψυχοστασία, εκδ. Ύψιλον~

 Βύρων Λεοντάρης…«Λεηλασία

Αλίμονό σου, όταν αρχίσεις να ξεκόβεις απ’ τον πόνο του αδερφού σου,
κι απογυρνάς το βλέμμα απ’ τις πληγές, που σε φωνάζουν

και εξοικειώνεσαι με τη ζωή που ζουν τα τέρατα,
κι αρχίζει το ασυμβίβαστο να συμβιβάζεται
και το απαράδεχτο να μοιάζει βολικό
κι αρχίζει η αλήθεια μέσα σου να σώνεται και να ‘ρχεται το ψέμα
σιγά σιγά, όπως η μέρα γίνεται σκοτάδι
όπως το καλοκαίρι γίνεται χειμώνας.

Αλίμονό σου, όταν το δύσκολο σου γίνει βαρετό
κι αβέρτα ρίχνεις δίκιο στους αδίκους κι αρχινάς ν’ ανακαλύπτεις
σοφίες κι ομορφιές μες στα ξεράσματα της πλήξης,
ιδανικά μες στο βυθό της αηδίας
και λες, και λες και λες…

Όταν πια δε σου φαίνονται και τόσο δύσκολα τα πράγματα
η ζωή, ο έρωτας, ο ύπνος,
όταν τριγύρω μαχαιρώνουνε τη Νύχτα
κι οι λόφοι στηθοδέρνονται,
όταν παχύνουνε τα χείλια σου τόσο πολύ, που να μπορούν
να πουν: «Κατέστην ευτυχής», αλίμονό σου.

Γιατί όλοι αυτοί, που σε τριγύριζαν,
γιατί όλοι αυτοί που σε χάιδευαν,
άλλα γυρεύουν τώρα, άλλα απαιτούν
-τώρα σε θέλουν τέλεια δικό τους.

Γιατί αυτοί, που απ’ την αρχή καλά το ήξερες,
τώρα περνούν τα σύνορα,
γιατί η λεηλασία σου άρχισε – τώρα τι θα κάνεις,
τι θα κάνεις , τώρα που πια δε μένει παρά ένα βήμα ακόμα μοναχά,
για να συρθείς και να συνάψεις τη «συμμαχία» που σου ζητούν,
την τρομερή κι επαίσχυντη και μάταιη συμμαχία με το θάνατο;

Βύρων Λεοντάρης, Ψυχοστασία, Ύψιλον/βιβλία


ΣΤΑΖΕΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΑΣ--Βύρων Λεοντάρης

Στάζει το σπίτι μας απόψε, πάλι στάζει.
Σπάνε στο μέτωπό σου οι στάλες και σημαίνουν
το εγερτήριο των λυγμών.
Και να! φουσκώνουνε τα βλέφαρά σου
– φλόκοι τού ονείρου που χτυπούν
στον άνεμο της λύπης – Ξεχειλίσαν
τα μάτια σου – και πού είναι; –
πλημμύρισε το πρόσωπό σου – και πού είναι
τα μάτια σου, πού είναι το πρόσωπό σου;

Μια λίμνη, που βογκάει, το πρόσωπό σου, και μια θάλασσα το σώμα σου.
Μα εκεί μέσα θα χυθώ,
στα βάθη της μια πολιτεία φωνάζει τ’ όνομά σου,
πηδάνε τα γαλάζια φώτα της, χορεύουν
στα σταυροδρόμια οι ελπίδες των μαλλιών σου.
Εκεί σε καρτερεί ένα σπίτι από ελαφρόπετρα,
χτυπούν την πόρτα – μπαίνεις,
στο μέτωπό σου λάμπει
το χαμόγελο της βροχής,
μυρίζουν τα βρεμένα ρούχα σου νύχτα κι αγάπη…

Μια λίμνη, που βογκάει, το πρόσωπό σου.
Πόσες φορές δεν πέρασα συρματοπλέγματα κι αγκάθια
για να ‘ρθω αυτού να δω για λίγο
πόσο γλυκά χτυπά η καρδιά μου μες στα μάτια σου,
για να ‘βρω το νερόκρινο το στόμα σου,
επάνω σου σκυμμένος να γυρεύω
τους παιδικούς σεισμούς σου να τρυγήσω…

Μια λίμνη, που βογκάει, το πρόσωπό σου και μια θάλασσα το σώμα σου.
Μια λίμνη φιλώ, μια θάλασσα αγκαλιάζω,
αιώνες θα μπορούσα αυτού να ναυαγώ
μα αυτός ο ωκεανός τού πόνου μού γλιστρά απ’ τα χέρια,
υψώνει το λαιμό του ο τυφώνας και ψηλά
το πρόσωπο της θύελλας αστράφτει!

Στάζει το σπίτι μας απόψε, πάλι στάζει και χτυπούν
στο μέτωπο οι σταγόνες και χτυπούν
μια λίμνη που φιλώ, μια θάλασσα που αγκαλιάζω.
– Πού είσαι; πού είμαι; πού είναι το σπίτι μας;

– Δεν έχουμε σπίτι εμείς,
ποτέ δεν είχαμε σπίτι, ποτέ μια νύχτα αδιάβροχη στον πόνο.
Να ‘σαι σίγουρη μονάχα

γι’ αυτό που μπορούν να σκεπάσουν οι πλάτες μου
κι αγάπα αχόρταγα
τα μάτια, το στόμα και την τιμή μου.



Δευτέρα 31 Μαρτίου 2025

Ντίνος Χριστιανόπυλος -Ποιήματα

ΒΟΛΕΜΑΤΑ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ

90 ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1949-1999)

 Αλέξη, ας το πάρουμε απόφαση:
προκοπή απ' τους όμορφους δεν έχει.
Είναι καιρός να κοιτάξουμε κι εκείνους
που χέρι δεν τους χάιδεψε ακόμα,
που τα κορίτσια δε γυρίζουν να τους δούνε,
που δεν τους αποθέωσαν στα γήπεδα.
Είναι καιρός να κοιτάξουμε τους άσκημους,
που γόνιμη προσφέρεται η μοναξιά τους.

Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ρήμαγμα

Τις παγωμένες νύχτες,
όταν κι ο τελευταίος τράχηλος σʼ αρνείται,
ποια αρετή σου μένει ακόμη να ρημάξεις,
ποια χαρά να στολίσεις τα όνειρα σου,
ποια αθωότητα να δικαιωθείς;

Τις παγωμένες νύχτες,
ψυχή μου, πως αντέχεις τέτοιο ρήμαγμα,
εσύ που αναζήταγες τον ουρανό;

ΝΕΚΡΗ ΠΙΑΤΣΑ - ΝΕΩΤΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1990-1996)

 "Ποίηση 1453":
Κανένας βασιλιάς του Βυζαντίου δεν έγραψε ποτέ
ποιήματα, ενώ οι σουλτάνοι ήταν όλοι ποιητές,
διατείνεται ο Τουργκούτ Οζάλ.

Πόσο ποιητές μπορεί να ήταν οι σουλτάνοι, που
η χατζάρα τους κολύμπαγε στο αίμα των θυμάτων
τους; Ενώ ο τελευταίος Παλαιολόγος, το ένα
και μοναδικό του ποίημα, το 'γραψε με το ίδιο του
το αίμα


[Από την ενότητα Νεκρή πιάτσα]

Παλιό, ακατοίκητο αρχοντικό, με κήπο στο βάθος, και στην άκρη του κήπου ένα εκκλησάκι. Μια τρελή, που ζούσε εκεί μέσα ολομόναχη, άναβε κάθε βράδυ το καντήλι. Το έβλεπα, από μια χαραμάδα στο πορτάκι του κήπου, να λαμπυρίζει μέσ’ από τις φυλλωσιές, και γαλήνευε η ψυχή μου.

Η διάθεσή μου ήταν σχεδόν πάντα χαλασμένη, καθώς τα βράδια επέστρεφα στο σπίτι γυρνώντας από το ερωτικό μου δωμάτιο. Δεν ξέρω πώς, αυτό το καντήλι είχε γίνει η πιο κρυφή παρηγοριά μου. Και καταλάβαινα γιατί χιλιάδες άνθρωποι σ’ όλο τον κόσμο ακόμη εξακολουθούν ν’ ανάβουν το καντήλι τους.

Ένα βράδυ, το βρήκα σβηστό. Κάτι είχε πάθει, φαίνεται, η τρελή. Λίγο αργότερα έχασα κι εγώ το ερωτικό μου δωμάτιο κι έπαψα πια να περνάω από κείνο τον δρόμο. Κανένα καντήλι δεν παρηγόρησε από τότε τη ζωή μου.

Από τη συλλογή Πεζά ποιήματα (1986)

 Τα Πεζά ποιήματα αποτελούνται από τις ποιητικές συλλογές Νεκρή Πιάτσα και Η πιο βαθιά πληγή.

Ντίνος Χριστιανόπουλος, Στο νεκροταφείο

[Ενότητα Νεκρή πιάτσα]


Ήμουν σκυμμένος πάνω από τον τάφο της μητέρας μου, τακτοποιώντας τα λουλούδια που της πήγα, όταν κατάλαβα πως κάποιος είχε έρθει και στεκόταν από πίσω μου. Γύρισα κι είδα μια αδερφή, από αυτές που συναντούσα χρόνια στο Βαρδάρι. «Έχετε εδώ τη μητέρα σας;» με ρώτησε ευγενικά. Βαμμένα μαλλιά, γυναικωτά φερσίματα, η γνωστή θηλυπρεπής φωνή. «Βλέπω, την περιποιείστε πολύ», συνέχισε· «όμως δε νομίζετε πως αυτές οι μάνες μάς κατέστρεψαν; Αν σήμερα σερνόμαστε στο Βαρδάρι, αυτές δεν είναι η αιτία;» «Δεν έχει νόημα να ψάχνουμε για ευθύνες επάνω σ’ έναν τάφο», είπα με δυσφορία· «πάντως να ξέρετε ένα πράγμα: Αυτοί που δε λατρεύουνε τους πεθαμένους τους, δεν έχουνε αγάπη ούτε για τους ζωντανούς. Ίσως αυτό να οδήγησε τους πιο πολλούς μας στο Βαρδάρι – όχι η μάνα μας.»

Όταν απομακρύνθηκε, το μικρό νεκροταφείο ξαναβρήκε τη γαλήνη του. Σκυφτές γυναικούλες, εδώ κι εκεί, άναβαν με ευλάβεια τα καντήλια.

Από τη συλλογή Πεζά ποιήματα (εκδ. Ιανός, 2004)

Ντίνος Χριστιανόπουλος, Οι φτωχοί

[Ενότητα Νεκρή πιάτσα]


Όταν πέθανε η μητέρα μου, είπα να μοιράσω τα λίγα ρούχα της στους φτωχούς. Ρώτησα μια γειτόνισσα μήπως ήξερε καμιά φτωχιά γριούλα· μου απάντησε πως δεν υπήρχαν πια φτωχοί. Τα ίδια μου είπε και μια κυρία που κρατούσε το ταμείο των πτωχών στην ενορία μας: «Κανείς πια δε φοράει παλιά ρούχα. Μπλουζάκια ολοκαίνουρια τα βλέπεις στα σκουπίδια.»

Είδα κι απόειδα, αποφάσισα να τα κρατήσω. Δε θα μου έπιαναν τόπο, χώρια που κάθε ρουχαλάκι θα μου θύμιζε και μια εποχή. Άλλωστε, μπορεί και πάλι να ’ρχονταν δύσκολοι καιροί, τότε που ανοίγεις με απόγνωση παλιά μπαούλα κι ανακαλύπτεις ξεχασμένα στον πάτο τους ένα σωρό χρήσιμα πράγματα, και δοξάζεις τον πανάγαθο που δεν τα είχες πετάξει.

Από τη συλλογή Πεζά ποιήματα (εκδ. Ιανός, 2004)

 



Ντίνος Χριστιανόπουλος, Σταυροκοπιέται

[Ενότητα Νεκρή πιάτσα]

Στρογγυλοκαθισμένη, προσέχει τις εκκλησίες της Εγνατίας και κάθε λίγο κάνει ευλαβικά τον σταυρό της. Δε βλέπει το ετοιμόρροπο γεροντάκι, που στέκεται όρθιο μπροστά της κοντεύοντας να καταρρεύσει σε κάθε τράνταγμα του λεωφορείου.

Από τη συλλογή Πεζά ποιήματα (εκδ. Ιανός, 2004) 
 
Τα Πεζά ποιήματα αποτελούνται από τις ποιητικές συλλογές Νεκρή Πιάτσα και Η πιο βαθιά πληγή.

Ντίνος Χριστιανόπουλος, Το πεινασμένο σκυλί

Μια διαδήλωση κατεβαίνει στην Τσιμισκή. Ο κόσμος βρήκε θέαμα. Μονάχα ένα κοπρόσκυλο δε δίνει σημασία. Πέτυχε ένα κόκαλο σε μια σακούλα και προσπαθεί να την ξεσκίσει. Δείχνει ευτυχισμένο. Δεν περιμένει τίποτα απ’ τις ιδεολογίες.

Από τη συλλογή Πεζά ποιήματα (εκδ. Ιανός, 2004)
 
Τα Πεζά ποιήματα αποτελούνται από τις ποιητικές συλλογές Νεκρή Πιάτσα και Η πιο βαθιά πληγή.

 [Ενότητα Ο αλλήθωρος (ποιήματα 1949-1970)]

Η νύχτα επιδεινώνει τη μοναξιά,
καλλιεργεί τα κρυφά μας ερείπια.

Η νύχτα επεξεργάζεται την ομορφιά,
καταρρακώνει την ικεσία μας.

Η νύχτα ξεκουμπώνει τις φλέβες μας,
βρίσκει κρυμμένα τα όνειρά μας και τα τρώει.

Η νύχτα πετσοκόβει την τρυφερότητα,
ανανεώνει τις πληγές μας –

και σαν εξασφαλίσουμε κάνα κορμί

αμέσως αμολάει τα φεγγάρια της.

Ντίνος Χριστιανόπουλος, Μυγδαλιές

Αυτό το μέρος το λέγαν Μυγδαλιές.
Τις πρόλαβα. Μοσκοβολούσε ο τόπος.
Φίσκα η αγράμπελη, κι ένα ρυάκι
κατέβαζε ξερόφλουδα απ’ τα αλώνια.

Εδώ ερχόμασταν τα βράδια για κορμί.

Σιγά σιγά τις κόψαν όλες. Ένα ένα
ξεφύτρωναν στη θέση τους σπιτάκια.
Πρώτοι εμείς τα εγκαινιάζαμε. Η αγάπη μας
ζυμώθηκε στις σκαλωσιές και τα τσιμέντα τους.

Τώρα δεν έμεινε ούτε μία μυγδαλιά.
Γέμισε ο τόπος μαγαζιά και κατοικίες.
Μας έφαγαν ακόμα ένα τσαΐρι.

Από τη συλλογή Ανυπεράσπιστος καημός (1960)

Παρασκευή 14 Μαρτίου 2025

Φεγγάρι, Αγάπη, Χωρισμός

                                 Ακροβατώ στις λέξεις
Τεντωμένο το δοξάρι της νύχτας
Ντυμένη σε οπτασίες
Μπαλώνω τα ραγίσματα,
της θλίψης.
Ανυπεράσπιστη
στην ορμή του Ερωτα
Που είσαι;
Ακόμα και το φεγγάρι
κρύφτηκε στις φυλλωσιές
κρίμα,
τόσο ασήμι και να πάει χαμένο. (Μαρία Λαμπράκη)

     

Κυριακή 2 Μαρτίου 2025

'Ασπρες πασχαλιές φιλούν έφηβο (Κική Δημουλά)

Αδρανούσε ξαπλωμένος
πάνω στη μόλις ηλικία του

σκεπασμένη
με κάτι ανάρμοστα σκληρό
ανάξιο για την ευαίσθητη ομορφιά του

κι αν ήταν ξύλο απλό
ίσως να το μετέπειθε μιλώντας του η θλίψη
μα ήτανε καπάκι και δε μετανοούσε

λευκό βαμμένο
μα αυτό
αντί να εξημερώσει το άγριο θέλημα του
το εξαγρίωνε χειρότερα

τί κι αν ήτανε ταιριασμένο
με τα ολόασπρα λουλούδια

τίποτα
αυτό το άσπρο επάνω στο λευκό
τα μαύριζε όλα.

Ο πατέρας. Σκυφτός. Απασχολημένος
βάναυσα να πνίγει

μέσα στη γούρνα των δακρύων του
ένα ένα τα αθώα του αναφιλητά

μη και τ'ακούσει το παιδί
και καταλάβει πως δεν κοιμάται.

Αίφνης, ενώ βουβά η συντριβή
στη σειρά με τάξη αποχαιρετούσε
τον αποχωρισμό

μια γροθιά χτυπώντας άγρια το καπάκι
επάνω ακριβώς στα τελευταία χείλη
του ασπασμού
ταρακούνησε το θαύμα ουρλιάζοντας
σήκω

αλλά δεν φάνηκε Λάζαρος κανείς.

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2025

[Έχων σώας τὰς φρένας] του Αργύρη Χιόνη


 TΗΝ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ γιὰ τὰ τετράποδα πρέπει νὰ τὴν κληρονόμησα ἀπ’ τὸν πατέρα μου πού, καθότι νησιώτης, δηλαδὴ Νιώτης, ἔτρεφε σχεδὸν ἱερὴ λατρεία γιὰ τὶς γάτες.

Ἀπὸ αὐτὰ τὰ πλάσματα ξεκίνησε καὶ ἡ δική μου ἀγάπη, γιὰ νὰ ἐπεκταθεῖ, σιγὰ σιγά, καὶ σὲ ὅλα τ’ ἄλλα τετράποδα. Σήμερα, μαγκούφης πάντα καὶ συνταξιοῦχος πλέον, συζῶ, κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέγη, μὲ μία γάτα, τρία σκυλιά, δώδεκα καρέκλες, ἕνα κρεβάτι καὶ ἕνα τραπέζι.

Ὅλα αὐτὰ τὰ ὄντα χαίρουν, γιὰ διαφορετικοὺς λόγους τὸ καθένα, τῆς ἀπεριόριστης ἐκτιμήσεώς μου καὶ τοῦ εἰλικρινοῦς θαυμασμοῦ μου: ἡ γάτα, γιὰ τὴν ἀνεξαρτησία τοῦ πνεύματός της, τὴν διακριτική, ἀθόρυβη παρουσία της, τὴ διατροφική της ἐγκράτεια καὶ τὴν ἁρμονικὴ κίνησή της μέσα στὸ χῶρο· τὰ σκυλιά, γιὰ τὴν ἀνυπόκριτη ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση ποὺ τρέφουν γιὰ μένα καὶ τὴ μοναδικὴ ἱκανότητά τους νὰ ἐκφράζουν αὐτὰ τὰ συναισθήματα, καθὼς καὶ τὴ χαρὰ ἢ τὴ θλίψη τους, μὲ τὰ ἰδιαίτερα ὁμιλητικὰ μάτια τους· οἱ καρέκλες γιὰ τὴν ἀνεκτικότητά τους, τὴν ἀντοχή τους στὸ βάρος μου καὶ τὸ ὑποκριτικὸ ταλέντο τους στὸ νὰ προσποιοῦνται ὅτι προσαρμόζονται στὴ φόρμα τοῦ κορμιοῦ μου, ἐνῶ εἶναι, στὴν οὐσία, αὐτὲς ποὺ διαμορφώνουν αὐτὴ τὴ φόρμα· τὸ κρεβάτι, γιὰ τὸ νανουριστικὸ καὶ ὀνειροποιὸ χάρισμά του καί, τέλος, τὸ τραπέζι, τὸ πιστότερο καὶ λιγότερο ἀπαιτητικὸ ἀπ’ τὰ τετράποδά μου γιὰ τὴν ὑπομονή του, τὴν προθυμία του νὰ ἀνταποκρίνεται στὶς πιὸ παράταιρες ἐπιθυμίες ἢ ἀνάγκες μου καὶ τὴν ἀνθεκτικότητά του στὶς κακουχίες ποὺ ὑφίσταται ἀπὸ τοὺς χρῆστες του ἢ τὸν χρόνο.
Ὑπομονετικό, ἴσως ἀκόμη περισσότερο κι ἀπ’ τὸ τραπέζι, ἤτανε, κάποτε, στὰ νιάτα ἢ στὰ δικά μου, καὶ τὸ κρεβάτι. Καὶ τί δὲν εἶχε, τότε, ὑπομείνει ἀπὸ τὶς θυελλώδεις ἐρωτικὲς συνευρέσεις μου πάνω στὸ καταπονημένο στρῶμα του, ἀπ’ τοὺς ἀτέρμονους ὕπνους μου, μετὰ ἀπό, μέχρις ἀναισθησίας ὁλοήμερες ἢ ὁλονύχτιες κραιπάλες… Κάποια στιγμή, ὡστόσο, ἄρχισε νὰ ἐπαναστατεῖ. Τώρα ὅλο καὶ πιὸ συχνὰ ἀγριεύει κι ἀρχίζει νὰ καλπάζει γύρω γύρω στὸ δωμάτιο, νὰ μὲ τινάζει ἀπὸ πάνω του· κάποτε, μάλιστα, μὲ ποδοπατᾶ κιόλας. Ὅσο γιὰ τὸ ὀνειροποιὸ χάρισμά του, ἔχει πλέον μεταμορφωθεῖ σὲ ἐφιαλτοποιό. Ἀκόμη κι ὅταν δὲν μὲ ἀδειάζει ἀπὸ τὴ ράχη του, μάτι δὲν κλείνω ὅλη τὴ νύχτα καὶ ἀνυπομονῶ νὰ ξημερώσει γιὰ νὰ βγῶ ἀπὸ τὴν ἀφιλόξενη ἀγκαλιά του, νὰ γλιτώσω ἀπὸ αὐτὴ τὴ φρικτὴ αἴσθηση ὅτι οἱ κουβέρτες δὲν εἶναι κουβέρτες ἀλλὰ χώματα ποὺ κάποιοι φτυάρισαν ἐπάνω μου.
 
Ὡστόσο, ἐγώ, ἀναγνωρίζοντας τὶς ὑπηρεσίες πού, κάποτε, ἀφειδῶς μοῦ πρόσφερε, καθὼς καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι γιὰ τὴ σημερινὴ συμπεριφορά του εἶμαι ὁπωσδήποτε συνυπεύθυνος, δὲν ἔπαψα καὶ οὔτε ποτὲ θὰ πάψω νὰ τὸ καλύπτω γιὰ νὰ μὴ φαίνεται τὸ γῆρας του, μὲ τὰ πιὸ ὡραῖα, τὰ πιὸ φανταχτερὰ κλινοσκεπάσματα.
Τὴν ἴδια στοργὴ καὶ ἀφοσίωση ἀπολαμβάνουν καὶ τὰ ἄλλα τετράποδά μου. Μὲ τὴ γάτα καὶ τὰ σκυλιά μου τρῶμε σχεδὸν ἀπὸ τὸ ἴδιο πιάτο καὶ πάντα φροντίζω νά ’χουν καθαρὸ νερό, δροσιὰ τὸ καλοκαίρι, θαλπωρὴ τὸ χειμώνα καὶ πλουσιοπάροχα χάδια πάνω στὸ ὑγιὲς καὶ ἁπαλὸ τρίχωμά τους. Ὅσο γιὰ τὶς καρέκλες μου, αὐτὲς χρήζουν εἰδικῆς μεταχειρίσεως, καθότι, ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια τόσο καὶ λιγοστεύουν τῆς μοναξιᾶς μου οἱ ἐπισκέπτες, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ νιώθουν, οἱ καημένες, σὰν ἀπόμαχες ἀρσιβαρίστριες. Γιὰ νὰ διασκεδάσω, λοιπόν, αὐτὴ τὴ θλιβερὴ διάθεσή τους, τὶς χρησιμοποιῶ ὅλες ἐναλλάξ, κάνοντας, ἀκόμη καὶ τὴν ὥρα τοῦ φαγητοῦ, τὸν γύρο τοῦ τραπεζιοῦ, ὥστε καμιά τους νὰ μὴ μείνει παραπονεμένη.
Εἶναι σαφὲς πὼς σ’ ὅλα τα τετράποδά μου φέρομαι σὰν στοργικὸς πατέρας ποὺ παραμελεῖ, ἐντούτοις, τὸ πιὸ καλὸ παιδί του, τὸ πιὸ πιστὸ καὶ τὸ λιγότερο διεκδικητικό, γιατὶ θεωρεῖ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀφοσίωσή του δεδομένη, αὐτονόητη. Ἐνῶ, φυσικά, τὸ τραπέζι μου, τὸ πιὸ σταθερό, τὸ πιὸ ἰσορροπημένο, τὸ πιὸ συνετὸ καί, παρὰ τὸν ἀγαθὸ καὶ κάπως ἀφελὴ χαρακτήρα του, τὸ πιὸ σοφὸ ἀπ’ τὰ τετράποδά μου.
 
Στέκεται ἀκλόνητο στὰ τέσσερα χοντρά του πόδια, ἐδῶ, στὸ κέντρο τῆς κουζίνας, προσφέροντας τὴ ράχη του ὄχι γιὰ χάδια ἀλλὰ γιὰ χρήσεις, κάθε εἴδους χρήσεις.
 
Πάνω σ’ αὐτὴ τὴν ἀργασμένη ράχη, τὴ γεμάτη ρόζους καὶ καψίματα ἀπὸ τσιγάρα, ἀμέτρητες φορὲς ζυμώθηκαν ψωμιὰ καὶ φύλλα ἀνοίχτηκαν, γιὰ πίτες καὶ σκαλτσούνια, κρέατα τεμαχίστηκαν, ποτίζοντας μὲ τὸ αἷμα τους τὶς ἴνες της, σάλτσες καυτές, κρασιὰ χαρᾶς, δάκρυα πένθους καὶ καφέδες τῆς παρηγοριᾶς χυθήκανε, σκεύη μόλις κατεβασμένα ἀπὸ τὴ φωτιά, νύχια ἀνυπόμονα ἢ νευρικά, γροθιὲς ὀργῆς, ἀγκῶνες, ποὺ στηρίξανε τὴ σκέψη, τὴν ἀπόγνωση ἢ τὴν ὀνειροπόληση, ἀφῆσαν, ἀνεξίτηλα, τὰ ἴχνη τους, ποιήματα θνησιγενῆ καὶ ἄλλα, θνητὰ κι αὐτὰ ἀλλὰ μακροβιότερα, χαράχτηκαν…
 
Ἐτοῦτο τὸ τραπέζι εἶν᾽ ὁλόκληρη ἡ ζωή μου καί, τώρα, μὲ τὴ γριά μου Remington ἀκουμπισμένη πάνω του, γέρος πλέον κι ἐγώ, βλέπω ξανὰ ὅσους κατὰ καιροὺς καθίσαν γύρω του ἢ καὶ χορέψαν πάνω του (γιατὶ κι αὐτὸ συνέβη), φίλους, ἐχθροὺς ἀλλὰ καὶ ἀδιάφορους γνωστοὺς (δεχόταν, βλέπετε, ἀδιαμαρτύρητα τοὺς πάντες), ὅσους χαθήκανε γιὰ πάντα, ἀφοῦ ἄλλους τοὺς ρούφηξε ἀνεπιστρεπτὶ ἡ λαίμαργη αἰωνιότητα κι ἄλλοι ἀμαχητὶ παραδοθήκανε στῆς καθημερινότητας τὴν Κίρκη.

Μὲ τὴ γριά μου Remington ἀκουμπισμένη πάνω του, κοιτάζω τὸ τραπέζι μου καὶ τύψεις μὲ καταλαμβάνουνε φρικτές. Μετὰ ἀπὸ τόσα ποὺ ἐπὶ χρόνια ἔκανε γιὰ μένα, τίποτε ἐγὼ γι’ αὐτὸ δὲν ἔχω κάνει. Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ τὸ ἀποζημιώσω, σκέφτομαι, μὲ ἁπαλὸ γυαλόχαρτο νὰ τὸ λειάνω, μὲ ἐκλεκτὸ βερνίκι νὰ καλύψω τὶς ρυτίδες του, μὲ πλουμιστὸ τραπεζομάντιλο νὰ τὸ σκεπάσω. Μὲ ὅλ’ αὐτὰ τὰ καλλωπίσματα ὅμως θὰ ἔφραζαν οἱ πόροι του, καὶ τότε πῶς θά ’ταν δυνατὸν νὰ συνεχίσει νὰ ὀσμίζεται στὸ μέλλον καὶ τὶς ὀσμὲς τοῦ παρελθόντος νὰ ἀναδίδει; Ὄχι, ὄχι! Ἔτσι φτιασιδωμένο θὰ ἔπαυε νὰ εἶναι ὂν καὶ θὰ γινόταν ἔπιπλο, δίχως ψυχὴ ἀντικείμενο. Πῶς θά ’ταν δυνατὸν μιὰ τέτοια προσβολὴ ἐγὼ νὰ κάνω σ’ αὐτὸ τὸ πλάσμα πού, μὲ ὅσα ἔχει ζήσει κι ἔχει δεῖ, εἶναι πλέον σοφότερο ἀπ’ ὅσους κάθισαν ποτὲ τριγύρω του; Ὄχι καὶ πάλι ὄχι! Ἄλλη πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀμοιβή του, ναί, κι ἀφοῦ τὸ συνετότερο, τὸ πιὸ ἰσορροπημένο, τὸ πιὸ δίκαιο ἀνάμεσα στ’ ἄλλα τετράποδά μου εἶναι, κι ἀφοῦ εἶναι σίγουρο πὼς ἡ ζωή του πιὸ μακρὰ ἀπ’ τὴ δική μου θά ’ναι, μοναδικό μου κληρονόμο θὰ τὸ καταστήσω καὶ ὅ,τι ἔχω καὶ δὲν ἔχω σ’ αὐτὸ θὰ τὸ ἀφήσω.
 
Ναί, αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ ἀμοιβή του! Καί, γιὰ νὰ μὴ λέμε καὶ ξελέμε, καθισμένος τώρα, ἐδῶ, πλάι του, μὲ τὴ γριά μου Remington ἀκουμπισμένη πάνω του, ἀρχίζω νὰ συντάσσω τὴ διαθήκη μου ποὺ ἔχει ὡς ἑξῆς:
Ὁ κάτωθι ὑπογεγραμμένος Ἀργύριος Χιόνης τοῦ Στεφάνου καὶ τῆς Μαρίας, τὸ γένος Στυλιανουδάκη, γεννηθεὶς ἐν Ἀθήναις τὴν 22αν Ἀπριλίου τοῦ 1943, μόνιμος κάτοικος ἀπὸ τοῦ ἔτους 1992 καὶ ἐντεῦθεν τοῦ χωρίου Θροφάριον τῆς ὀρεινῆς Κορινθίας, ἐπαγγελλόμενος τὴν ποίησιν (ἐὰν ἡ ποίησις δύναται νὰ θεωρηθῆ ἐπάγγελμα) καὶ ἔχων σώας τὰς φρένας καὶ ὑγείαν φθίνουσαν μὲν ἀλλὰ οὐδόλως ἐπηρεάζουσαν τὴν πνευματικὴν διαύγειάν μου, καθιστῶ, διὰ τῆς παρούσης διαθήκης, γενικὴν κληρονόμον ὅλης τῆς κινητῆς καὶ ἀκινήτου περιουσίας μου ἀποτελουμένης ἀπὸ ἀγροτεμάχιον ἐκτάσεως ἕξι καὶ ἡμίσεος στρεμμάτων, διώροφον κατοικίαν ἑκατὸν καὶ τριάκοντα τετραγωνικῶν μέτρων, καθὼς καὶ τὸ σύνολον τῶν ( μηδαμινῆς ἢ ἀμυθήτου ἀξίας — ποῖος δύναται σήμερον νὰ γνωρίζη;) πνευματικῶν δικαιωμάτων μου, τὸ προσφιλέστερον τῶν τετραπόδων μου, τὴν τράπεζάν μου, ὑπὸ τὸν μοναδικὸν ὅρον ὅτι αὕτη θὰ ἔχη ὑπὸ τὴν σκέπην της τὰ ὑπόλοιπα τετράποδά μου, προσφιλῆ ἐπίσης, ἀνίκανα, ἐντούτοις, ὅπως μεριμνῶσιν διὰ τὴν διαβίωσίν των.
 
Ἡ παροῦσα συνετάχθη ἐν Θροφαρίῳ τὴν 16ην Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 2009.
 
Ὁ κληροδοτῶν
Ἀργύρης Χιόνης

ΥΓ. Καὶ ἐπειδὴ ὑποπτεύομαι ὅτι πλεῖστοι ὅσοι θὰ ἀποπειραθοῦν νὰ προσβάλουν τὴν παροῦσαν διαθήκην, δηλῶ, διὰ μίαν εἰσέτι φορὰν κατηγορηματικῶς, ὅτι συνέταξα ταύτην ΕΧΩΝ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΣΩΑΣ ΤΑΣ ΦΡΕΝΑΣ!

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2025

Ουίλιαμ Μπάροουζ: Η γάτα μέσα μας

«Δεν μισώ τους σκύλους. Μισώ όμως αυτό που κατάντησε ο άνθρωπος τον καλύτερο του φίλο. Το γρύλισμα ενός πάνθηρα είναι σίγουρα πιο επικίνδυνο από το γρύλισμα ενός σκύλου, αλλά δεν είναι άσχημο. Η οργή μιας γάτας είναι πανέμορφη, βράζει με μια αγνή γατίσια φλόγα, το τρίχωμά της έχει σηκωθεί όρθιο και πετάει μπλε σπίθες, τα μάτια της στραφταλίζουν και σπιθοβολούν.

Όμως το γρύλισμα ενός σκύλου είναι άσχημο, είναι το γρύλισμα του όχλου των μισαλλόδοξων λευκών που λυντσάρει έναν πακιστανό… το γρύλισμα εκείνου με το αυτοκόλλητο «Σκότωσε μια αδερφή για χάρη του Χριστού» στο αμάξι του, ένα γρύλισμα γεμάτο φαρισαϊσμό. Όταν βλέπεις αυτό το γρύλισμα, βλέπεις πως δεν έχει δικό του πρόσωπο. Η οργή ενός σκύλου δεν είναι δική του. Υπαγορεύεται από τον εκπαιδευτή του. Και η οργή του όχλου που λυντσάρει, υπαγορεύεται από εξαρτημένα αντανακλαστικά».

«Για να μυηθεί ένας ναζί στις ανώτερες βαθμίδες των SS, έπρεπε να βγάλει το μάτι μιας κατοικίδιας γάτας που την είχε ταΐσει και φροντίσει για ένα μήνα. Στόχος αυτής της άσκησης ήταν να εξαλείψει κάθε ίχνος του δηλητηρίου που λέγεται οίκτος και να διαμορφώσει έναν ολοκληρωμένο  Übermensch.

«Κάποιος είπε ότι οι γάτες είναι εκείνο το ζώο που απέχει περισσότερο από το ανθρώπινο μοντέλο. Εξαρτάται περισσότερο από το είδος των ανθρώπων στο οποίο αναφέρεσαι, και φυσικά από το είδος των γατών. Πότε-πότε βρίσκω τις γάτες αλλόκοτα ανθρώπινες».

Πρόκειται για βασική αρχή της μαγείας: ο ασκούμενος κατακτά την ιδιότητα του υπερανθρώπου, εκτελώντας μια τρομερή, αποκρουστική πράξη υπανθρώπου».


Lawrence Kansas 1986

Οι ρόλοι μπορούν να αλλάξουν, και η ίδια γάτα μπορεί να υποδυθεί διαφορετικούς ρόλους: της μητέρας μου, της γυναίκας μου της Τζόαν, της Τζέιν Μπόουλς, του γιου μου του Μπίλλυ, του πατέρα μου, του Κίκι και των άλλων αμίγκο, του Ντέντον Γουέλτς, που με επηρέασε όσο κανένας άλλος συγγραφέας, αν και δε συναντηθήκαμε ποτέ. Οι γάτες μπορεί να είναι ο τελευταίος μου ζωντανός κρίκος με ένα είδος που τείνει να εκλείψει…».

«Οι σκύλοι είχαν εξαρχής τον ρόλο των φρουρών. Και αυτό εξακολουθεί να είναι το κύριο καθήκον τους στις φάρμες και τα χωριά, να ειδοποιούν αν πλησιάσει κάποιος, ως κυνηγοί και φύλακες, και γι’ αυτό μισούν τις γάτες. "Εμείς προσφέρουμε τόσες υπηρεσίες, ενώ οι γάτες το μόνο που κάνουν είναι να χουζουρεύουν εδώ κι εκεί και να γουργουρίζουν. Κυνηγούν ποντίκια; Ναι, τους παίρνει μισή ώρα για να σκοτώσουν ένα ποντικάκι. Το μόνο που κάνουν οι γάτες είναι να γουργουρίζουν και να αποσπούν την προσοχή του Αφέντη από την τίμια κοπρίτικη φάτσα μου. Και το χειρότερο είναι ότι δεν ξεχωρίζουν το σωστό από το λάθος"»

«Κάποιος είπε ότι οι γάτες είναι εκείνο το ζώο που απέχει περισσότερο από το ανθρώπινο μοντέλο. Εξαρτάται περισσότερο από το είδος των ανθρώπων στο οποίο αναφέρεσαι, και φυσικά από το είδος των γατών. Πότε-πότε βρίσκω τις γάτες αλλόκοτα ανθρώπινες».

«Αναρωτιέμαι αν τα σκυλιά και οι γάτες αφήνουν γραπτά σημάδια, όπως οι περιπλανώμενοι αλήτες: "Προσοχή, σκύλος". "Μην πλησιάζετε". "Γεροπαράξενος με όπλο". "Καλός για ελεημοσύνη". Κι αστέρια ποιότητας, όπως στους οδηγούς της Michelin: "Φαγητό, ρούχα, λεφτά και τσιγάρα. Δύο αστέρια. Μάσα και ποτό. Τρία αστέρια". Πρόσεξα ότι κανένα σκυλί δεν πλησίασε ποτέ το Πέτρινο Σπίτι: Κωλόσπιτο με γάτες».

Απόσπασματα απο το βιβλίο του Ουίλιαμ Μπάροουζ "Η γάτα μέσα μας" στα ελληνικά κυκλοφορεί απο τις  εκδόσεις: Απόπειρα
ΠΗΓΗ



Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2025

Lautréamont - Maldoror -Έψαχνα μια ψυχή -Λωτρεαμόν


Λωτρεαμόν, Μαλντορόρ (αποσπάσματα)

Έψαχνα μια ψυχή που να μου μοιάζει, και δεν μπορούσα να τη βρω. Τις πιο απόμερες γωνιές της γης εξερευνούσα, η εμμονή μου ήταν ανώφελη. Ωστόσο, μου ήταν αδύνατο να μείνω μόνος. Χρειαζότανε κάποιος που να εγκρίνει το χαρακτήρα μου. Χρειαζότανε κάποιος που να έχει τις ίδιες ιδέες μ’ εμένα. Ήταν πρωί - ο ήλιος σηκώθηκε στον ορίζοντα, μ' όλη του τη μεγαλοπρέπεια, και νά που ορθώνεται μαζί του εμπρός στα μάτια μου ένας νεαρός, που η παρουσία του γεννούσε στο διάβα του λουλούδια. Με πλησίασε, κι απλώνοντας μου το χέρι: «Ήρθα α εσένα, εσένα, που με ψάχνεις. Ας ευλογήσουμε την ευτυχισμένη τούτη μέρα». Αλλά εγώ: «Φύγε - εγώ δεν σε κάλεσα - δεν έχω ανάγκη τη φιλία σου...».

Ήταν βράδυ - η νύχτα άρχιζε ν’ απλώνει τη μελανότητα του πέπλου της πάνω στη φύση. Μια όμορφη γυναίκα, που μόλις και τη διέκρινα, άπλωνε κι εκείνη πάνω μου τη μαγική της επιρροή, και με κοίταζε με συμπόνια – παρ’ όλα αυτά, δεν τολμούσε να μου μιλήσει. Είπα: «Έλα κοντά μου, θέλω να δω καθαρά τα χαρακτηριστικά του προσώπου σου, γιατί το φως των αστεριών δεν είναι τόσο δυνατό, για να τα φωτίσει σ' αυτή την απόσταση». Τότε, με βάδισμα συνεσταλμένο και με μάτια χαμηλωμένα, πάτησε το γρασίδι, πλησιάζοντας προς το μέρος μου.

Μόλις την είδα: «Βλέπω ότι η αγαθότητα και η δικαιοσύνη έχουν την κατοικία τους μες στην καρδιά σου, δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε μαζί. Τώρα, θαυμάζεις την ομορφιά μου, που έχει αναστατώσει πολλές γυναίκες, όμως, αργά ή γρήγορα, θα μετανιώσεις που μου αφιέρωσες τον έρωτα σου, γιατί δεν ξέρεις την ψυχή μου. Όχι πως θα σου είμαι άπιστος ποτέ - σ' εκείνη που μου δίνεται με τόση ανεμελιά κι εμπιστοσύνη, με άλλη τόση εμπιστοσύνη κι ανεμελιά τής δίνομαι κι εγώ – βάλ’ το καλά, όμως, στο νου σου, και μην το λησμονάς: οι λύκοι και τ' αρνιά δεν ανταλλάσσουν βλέμματα γλυκύτητας». Τι χρειαζόμουνα λοιπόν, εγώ, που απέρριπτα, με τόση αηδία, ό,τι ωραιότερο υπήρχε στην ανθρώπινη φύση! τι χρειαζόμουνα, δεν κατάφερνα να το πω. Δεν είχα συνηθίσει ακόμη να υποβάλλω σε ακριβή ανάλυση τα φαινόμενα του μυαλού μου χρησιμοποιώντας τις μεθόδους που προτείνει η φιλοσοφία.

Κάθισα σ' ένα βράχο, δίπλα στη θάλασσα. Ένα καράβι μόλις είχε ανοίξει όλα του τα πανιά για να μακρύνει απ' αυτά τα μέρη. Ένα ανεπαίσθητο σημάδι είχε φανερωθεί στον ορίζοντα, και πλησίαζε σιγά σιγά, σπρωγμένο από τη ριπή του ανέμου, μεγαλώνοντας με ταχύτητα. Η θύελλα όπου να 'ναι θα ξεκινούσε τις επιθέσεις της, και ήδη ο ουρανός σκοτείνιαζε, μια μαυρίλα όσο αποκρουστική και η καρδιά του ανθρώπου. Το καράβι, που ήταν ένα μεγάλο πολεμικό σκάφος, μόλις είχε ρίξει όλες του τις άγκυρες, για να μη σαρωθεί στα βράχια της ακτής. Ο άνεμος σφύριζε με μανία από τα τέσσερα κύρια σημεία και λιάνιζε τα πανιά. Οι κεραυνοί βροντούσαν με αστραπές, μη μπορώντας να ξεπεράσουν τον ήχο των θρήνων που απλώνονταν στο σπίτι χωρίς θεμέλια, τάφος μετακινούμενος.

Ο κλυδωνισμός των υδάτινων αυτών μαζών δεν κατόρθωνε να σπάσει τις αλυσίδες στις άγκυρες. Οι δονήσεις τους, όμως, είχανε μισανοίξει ένα δρόμο για το νερό, στα πλευρά του πλοίου. Ρωγμή πελώρια, αφού, οι αντλίες δεν επαρκούν για ν' αποβάλλουν οι όγκοι υδάτινης άρμης που έρχονται, αφρίζοντας, να σωριαστούν στη γέφυρα, σαν βουνά. Το καράβι εν απογνώσει κανονιοβολεί στέλνοντας σήματα κινδύνου - όμως, βουλιάζει με βραδύτητα... με μεγαλείο. Όποιος δεν έχει δει σκάφος να βουλιάζει στη μέση της λαίλαπας, με διαλείψεις αστραπών και απύθμενου σκότους, ενώ όσοι είναι μέσα του κυριεύονται από εκείνη τη γνώριμη σας απελπισία, αυτός δεν έχει ιδέα από τα πλήγματα της ζωής. Εντέλει, ξεφεύγει μια οικουμενική κραυγή οδύνης απ' τα πλευρά του σκάφους, ενώ η θάλασσα πολλαπλασιάζει τις τρομερές της επιθέσεις. Είναι η κραυγή που βγαίνει από την εγκατάλειψη των δυνάμεων του ανθρώπου.

Καθένας τυλίγεται σ' ένα μανδύα παραίτησης και παραδίδει τη μοίρα του στα χέρια του Θεού. Συνωστισμός αγέλης προβάτων. Το καράβι εν απογνώσει κανονιοβολεί στέλνοντας σήματα κινδύνου - όμως, βουλιάζει με βραδύτητα... με μεγαλείο. Έβαλαν τις αντλίες να δουλεύουνε όλη μέρα. Προσπάθειες περιττές. Η νύχτα ήρθε, πυκνή, αμείλικτη, για να οδηγήσει στο απόγειο αυτό το θέαμα το αφιλοκερδές. Οι πάντες σκέφτονται πως μόλις βρεθούν στο νερό, δεν θα μπορούν ν' ανασάνουν, αφού, όσο παλιά κι αν ανατρέξουν στη μνήμη τους, κανένα ψάρι δεν αναγνωρίζουν ως πρόγονο, αλλά πασχίζουν να κρατήσουνε την ανάσα τους όσο περισσότερο γίνεται, ώστε να παρατείνουνε τη ζωή τους για δύο ή τρία δευτερόλεπτα - μια ειρωνεία εκδικητική που έχει αποδέκτη το θάνατο.

Το καράβι εν απογνώσει κανονιοβολεί στέλνοντας σήματα κινδύνου - όμως, βουλιάζει με βραδύτητα... με μεγαλείο. Δεν ξέρουν ότι το σκάφος, καθώς βυθίζεται, προκαλεί φουσκοθαλασσιές σε ισχυρή περιέλιξη γύρω απ' τον εαυτό τους, ότι η αναβράζουσα ιλύς έχει αναμειχθεί με τα τρικυμιώδη νερά, κι ότι μια δύναμη που έρχεται από πάνω, αντιπερισπασμός της θύελλας που ασκεί ψηλά τα ολέθρια έργα της, υποβάλλει το στοιχείο σε κινήσεις απότομες και νευρικές. Έτσι, παρ' όλο το απόθεμα ψυχραιμίας που συλλέγει εκ των προτέρων, αυτός που του μέλλεται να πνιγεί, αφού το σκεφτεί ευρύτερα, θα πρέπει να νιώθει ευτυχής, αν παρατείνει τη ζωή του, στις δίνες της αβύσσου, στο μισό μιας κανονικής ανάσας, για να είμαστε γενναιόδωροι.


Άρα θα του είναι αδύνατο ν' αψηφήσει το θάνατο, ό,τι ποθεί πάνω απ' όλα. Το καράβι εν απογνώσει κανονιοβολεί στέλνοντας σήματα κινδύνου - όμως, βουλιάζει με βραδύτητα... με μεγαλείο. Αυτό είναι λάθος. Δεν ρίχνει πια κανονιοβολισμούς, δεν βουλιάζει. Το τσόφλι του καρυδιού καταποντίστηκε τελείως. Ω ουρανέ! Πώς γίνεται να ζει κανείς, άμα δοκιμάσει τόσες ηδονές! Μόλις πριν λίγο μου έτυχε να γίνω μάρτυρας στο ψυχορράγημα πάμπολλων συνανθρώπων μου.

Λεπτό προς λεπτό, παρακολουθούσα τις περιπέτειες της αγωνίας τους. Ενίοτε, το μουγκρητό κάποιας γερόντισσας, τρελής από φόβο, είχε τα πρωτεία στο πανηγύρι. Ενίοτε, το σκούξιμο ενός βρέφους στο βυζί δεν άφηνε ν' ακουστούν οι κατευθυντήριες εντολές. Το σκάφος ήταν πάρα πολύ μακριά για να μπορώ ν' αντιλαμβάνομαι ευκρινώς τις οιμωγές που μου έφερνε η ριπή του ανέμου, μα το πλησίαζα ηθελημένα, κι η οπτική παραίσθηση γινόταν πλήρης. Κάθε τέταρτο της ώρας όταν ένα φύσημα του αέρα, πιο δυνατό απ' τ' άλλα, κάνοντας ν' ακούγονται πένθιμα οι ήχοι του μέσα από την κραυγή των τρομαγμένων θαλασσοβατών, εξάρθρωνε το καράβι μ' ένα τρίξιμο καθ' όλο το μήκος του, αυξάνοντας τους θρήνους εκείνων που επρόκειτο να προσφερθούν σαν ολοκαύτωμα στο θάνατο, βύθιζα εγώ στο μάγουλο μου τη μυτερή αιχμή ενός σίδερου και σκεφτόμουνα μυστικά: «Υποφέρουνε πιο πολύ!» Είχα, τουλάχιστον, έτσι, ένα μέτρο σύγκρισης. Από την όχθη, τους απευθυνόμουν με λεκτικές αποστροφές, εξακοντίζοντας κατάρες και φοβέρες. Μου φαινόταν ότι με άκουγαν! Μου φαινόταν ότι το μίσος μου και τα λόγια μου, υπερπηδώντας την απόσταση, εξουδετέρωναν τους φυσικούς νόμους του ήχου, κι έφταναν, διακριτές, στ' αυτιά τους, που τα ξεκούφαιναν οι βρυχηθμοί του θυμωμένου ωκεανού!

Μου φαινόταν ότι μάλλον εμένα σκέφτονταν, κι εκδήλωναν την εκδικητικότητά τους με αδύναμη λύσσα! Από καιρού εις καιρόν, έστρεφα τα μάτια μου προς τις πόλεις, κοιμισμένες πάνω στην ακλόνητη γη, και, βλέποντας ότι κανείς δεν υποψιαζόταν ότι κάποιο σκάφος επρόκειτο να βυθιστεί, μερικά μίλια από την ακτή, στεφανωμένο μ' αρπακτικά πτηνά και πατώντας σε βάθρο από πεινασμένους υδάτινους γίγαντες, αναθαρρούσα, και η ελπίδα μου ξαναγύριζε - λοιπόν, ήμουνα βέβαιος για την απώλεια τους! Δεν μπορούσανε να ξεφύγουν! Για επιπλέον προφύλαξη, πήγα και βρήκα το δίκαννο μου, ώστε, αν κάποιος ναυαγός προσπαθούσε να φτάσει στα βράχια κολυμπώντας, για ν' αποφύγει τον επικείμενο θάνατο, μια σφαίρα στον ώμο να του συνέθλιβε το χέρι και να τον εμπόδιζε να ολοκληρώσει το σχέδιο του. Την αγριότερη στιγμή της θύελλας, είδα, να ξεχωρίζει κολυμπώντας στα νερά, μ' απέλπιδες προσπάθειες, ένα κεφάλι αεικίνητο, με τα μαλλιά του σηκωμένα. Κατάπινε λίτρα νερού, και βυθιζότανε στην άβυσσο, κλυδωνιζόμενο σαν φελλός.

Σύντομα, όμως, εμφανιζόταν και πάλι, με τα μαλλιά του να τρέχουνε κρουνηδόν, και, καρφώνοντας το βλέμμα στην ακτή, λες και περιφρονούσε το θάνατο. Ήταν αξιοθαύμαστα ψύχραιμος. Μια μεγάλη αιμορροούσα πληγή, απ' την αιχμή κάποιου κρυμμένου ύφαλου, σημάδευε το ατρόμητο κι ευγενικό πρόσωπο του. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από δεκάξι ετών, αφού, μέσα απ' τις αστραπές που φώτιζαν τη νύχτα, μόλις και διακρινόταν ο ίουλος του ροδάκινου πάνω απ' το χείλος του. Και τώρα δεν απείχε πάνω από διακόσια μέτρα απ' την απόκρημνη ακτή, κι εγώ τον διέκρινα χωρίς δυσκολία. Τι θάρρος! Τι πνεύμα ακατάβλητο! Πόσο η σταθερότητα της κεφαλής του έμοιαζε ν' αψηφά το πεπρωμένο, σχίζοντας σθεναρά το κύμα, που οι αυλακιές του ανοίγονταν δύσκολα εμπρός του!... Το είχα εκ των προτέρων αποφασίσει. Το χρωστούσα σ' εμένα τον ίδιο να κρατήσω την υπόσχεση μου: η ύστατη ώρα είχε σημάνει για όλους, κανείς δεν έπρεπε να της ξεφύγει. Ήταν η απόφαση μου, τίποτα δεν θα την άλλαζε... Ακούστηκε ένας ξερός κρότος και το κεφάλι αμέσως βυθίστηκε, για να μην ξαναφανεί. Δεν άντλησα απ' αυτόν το φόνο όση ευχαρίστηση θα νόμιζε κανείς, κι αυτό, γιατί ακριβώς είχα χορτάσει να σκοτώνω πάντα, έτσι ώστε να το κάνω εφεξής μόνο από απλή συνήθεια, που δεν μπορείς να την ξεπεράσεις, αλλά και που δεν σου προσφέρει πάρεξ αμυδρή ευχαρίστηση. Η αίσθηση είχε αμβλυνθεί, σκληρύνει.

Ποια ηδονή να νιώσω από το θάνατο ενός ανθρώπινου όντος, όταν υπάρχουν πάνω από εκατό άλλα, που θα μου προσφέρονταν, ως θέαμα, στην έσχατη πάλη τους με τα κύματα, μόλις το καράβι καταποντιζόταν; Σε αυτόν το θάνατο, δεν είχα καν το θέλγητρο του κινδύνου, γιατί η ανθρώπινη δικαιοσύνη, λικνισμένη από τη λαίλαπα εκείνης της φρικτής νύχτας, κοιμόταν μέσα στα σπίτια, μερικά βήματα από εμένα.

Σήμερα που τα χρόνια βαραίνουν στο σώμα μου, το λέω με ειλικρίνεια, σαν μια υπέρτατη και πανηγυρική αλήθεια: δεν ήμουν όσο απάνθρωπος είπανε οι άνθρωποι πως ήμουν. Κάποιες φορές, όμως, η κακότητά τους ασκούσε τα επίμονα ολέθρια έργα της για χρόνια ο μανία μου, δεν ήξερα πια ναν παροξυσμοί σκληρότητας και γινόμουνα τρομερός για όποιον πλησίαζε το βλοσυρό μου βλέμμα, κυρίως αν ανήκε στη ράτσα μου. Αν επρόκειτο γι’ άλογο ή για σκύλο, το άφηνα να περάσει: το ακούσατε αυτό που σας είπα; Δυστυχώς, τη νύχτα εκείνης της θύελλας, βρισκόμουν μέσα σ' έναν τέτοιο παροξυσμό, η λογική μου είχε κάνει φτερά (αφού, συνήθως, ήμουν το ίδιο στυγνός, αλλά πιο φρόνιμος) - και το καθετί που θα ‘πεφτε, αυτή τη φορά, στα χέρια μου, έπρεπε να αφανιστεί - δεν προτιθεμαι να ζητήσω συγγνώμη για τα παραπτώματα μου. Το λάθος δεν είναι όλο των ομοίων μου. Το μόνο που κάνω είναι να διαπιστώνω αυτό που συμβαίνει, περιμένοντας την έσχατη κρίση που με κάνει να ξύνω τον αυχένα μου εκ των προτέρων... Σκασίλα μου για την έσχατη κρίση! Η λογική μου δεν κάνει ποτέ φτερά, όπως σας έλεγα για να σας παραπλανήσω. Κι όταν διαπράττω ένα έγκλημα, ξέρω τι κάνω: δεν ήθελα να κάνω κάτι διαφορετικό! Όρθιος σ' ένα βράχο, ενώ η λαίλαπα μαστίγωνε τα μαλλιά και το πανωφόρι μου, παραφύλαγα εκστατικός αυτή τη δύναμη της θύελλας, να ξεσπάει σ' ένα καράβι, κάτω από έναν ουρανό χωρίς άστρα.

Παρακολούθησα, με στάση θριαμβική, όλες τις περιπέτειες αυτού του δράματος, από τη στιγμή που το σκάφος αμόλησε τις άγκυρες του, ως τη στιγμή που καταδύθηκε, μοιραίο ένδυμα που παρέσυρε, στα σπλάχνα της θάλασσας, όσους το είχαν φορέσει σαν πανωφόρι. Αλλά, η ώρα πλησίαζε, που επρόκειτο, κι εγώ, να εμπλακώ σαν ηθοποιός σε αυτές τις σκηνές της ανάστατης φύσης. Όταν η θέση όπου το σκάφος είχε αντισταθεί μαχόμενο έδειξε καθαρά ότι θα περνούσε το υπόλοιπο των ημερών του στο ισόγειο της θαλάσσης, τότε, όσοι είχαν παρασυρθεί από τα κύματα, εμφανίστηκαν μερικώς και πάλι στην επιφάνεια. Κρατούσε ο ένας τον άλλον από τη μέση, δυο δυο, τρεις τρεις - ήταν ο τρόπος για να μη σώσουνε τις ζωές τους - γιατί, οι κινήσεις τους γίνονταν δύσκολες, και πήγαιναν στον πάτο σαν τρύπια κανάτια... Ποιος είναι αυτός εκεί ο στρατός των θαλασσίων τεράτων που σχίζει τα κύματα με ταχύτητα; Είναι έξι, τα πτερύγια τους είναι σφριγηλά, κι ανοίγουν δρόμο, μέσα από τα πανύψηλα κύματα. Απ' όλα τ' ανθρώπινα όντα, που αναδεύουν τα τέσσερα μέλη τους μέσα σε αυτή την ήπειρο την ελάχιστα στέρεη, οι καρχαρίες μετά από λίγο φτιάχνουνε ομελέτα χωρίς αυγά και τη μοιράζονται κατά το νόμο του ισχυρότερου.

Το αίμα σμίγει με τα νερά και τα νερά σμίγουνε με το αίμα. Τα θηριώδη μάτια τους φωτίζουν επαρκώς τη σκηνή της σφαγής... Αλλά τι να 'ναι πάλι αυτός ο σάλος των υδάτων, κάτω εκεί, στον ορίζοντα; Θα 'λεγες ένας σίφουνας που ζυγώνει. Τι τράβηγμα κουπιών! Το βλέπω τι είναι. Ένας πελώριος θηλυκός καρχαρίας έρχεται να λάβει μέρος απ' το πατέ συκωτιού χήνας και να φάει κρύο βραστό. Είναι έξαλλη, γιατί έρχεται πειναλέα. Μια πάλη αρχίζει ανάμεσα σ' εκείνη και τους καρχαρίες, ερίζοντας για τα ελάχιστα σπαρταριστά μέλη που επιπλέουν εδώ κι εκεί άλαλα, στην επιφάνεια της ερυθρής κρέμας. Στα δεξιά, στ' αριστερά της, ρίχνει δαγκωματιές που γεννάνε πληγές θανάσιμες. Τρεις, όμως, καρχαρίες ζωντανοί την κυκλώνουν ακόμη, κι είναι υποχρεωμένη να γυρνάει σ' όλες τις κατευθύνσεις, για να χαλάει τους ελιγμούς τους. Με αυξανόμενη συγκίνηση, άγνωστη ως τώρα, ο θεατής, στητός στην όχθη, παρακολουθεί αυτή τη ναυμαχία νέου τύπου. Έχει τα μάτια καρφωμένα σ' αυτόν το θαρραλέο θηλυκό καρχαρία, με τα τόσο δυνατά δόντια. Χωρίς πια να διστάζει, στηρίζει τ' όπλο του στον ώμο, κι επιδέξια ως συνήθως, χώνει τη δεύτερη του σφαίρα στα βράγχια ενός από τους καρχαρίες, την ώρα που είχε ξεμυτίσει πάνω από ένα κύμα. Μένουνε δύο καρχαρίες που ακόμα μεγαλύτερη μανία μαρτυρούν. Ψηλά απ' το βράχο, ο άνθρωπος με το υφάλμυρο σάλιο, πέφτει στη θάλασσα και κολυμπάει προς τον εξαίσια χρωματισμένο τάπητα, έχοντας ανά χείρας το ατσάλινο μαχαίρι που δεν το εγκαταλείπει ποτέ.

Στο εξής, ο κάθε καρχαρίας θα 'χει δοσοληψίες μ' έναν μόνο εχθρό. Προχωρεί προς τον κουρασμένο καρχαρία και, μ' όλο του το πάσο, του βυθίζει μες στην κοιλιά το κοφτερό λεπίδι. Το κινητό προπύργιο απαλλάσσεται εύκολα απ' τον τελευταίο αντίπαλο... Βρίσκονται ενώπιος ενωπίω ο κολυμβητής και ο θηλυκός καρχαρίας, που έσωσε. Κοιτάζονται στα μάτια για μερικά λεπτά, ανακαλύπτοντας έκπληκτοι την ίδια θηριωδία ο ένας στο βλέμμα του άλλου. Γυρίζουνε γύρω τριγύρω, δεν σταματάνε ν' ανταλλάσσουνε ματιές, και λένε ο καθένας από μέσα του: «Ως τώρα έκανα λάθος - νά που υπάρχει κι ένας πιο μοχθηρός». Τότε, από συμφώνου, υποβρυχίως, ο ένας προς τον άλλο γλίστρησε, με αμοιβαίο θαυμασμό, ο θηλυκός καρχαρίας παραμερίζοντας το νερό με τα πτερύγια του, ο Μαλντορόρ χτυπώντας το κύμα με τα χέρια του -και κράτησαν την ανάσα τους, με βαθύ σέβας, καθένας τους επιθυμώντας ν' ατενίσει, για πρώτη φορά, το ζωντανό πορτρέτο του. Φτάνοντας στα τρία μέτρα απόσταση, χωρίς να κάνουν καμιά προσπάθεια, έπεσαν απότομα ο ένας πάνω στον άλλο, σαν εραστές, και αγκαλιάστηκαν μ' αξιοπρέπεια κι ευγνωμοσύνη, σ' ένα σφίξιμο τόσο τρυφερό σαν αδελφός και αδελφή.

Ο σαρκικός πόθος επακολούθησε αμέσως μετά απ' αυτή την επίδειξη φιλίας. Δύο νευρώδεις μηροί κόλλησαν γερά στο γλοιώδες πετσί του τέρατος, σαν δυο βδέλλες, και τα μπράτσα και τα πτερύγια πλεγμένα γύρω απ' το κορμί του αντικειμένου της αγάπης το περιέβαλαν ερωτικά, καθώς οι λαιμοί και τα στήθη τους μετά από λίγο ήταν μόνο μια γλαυκή μάζα από αναθυμιάσεις του φύκους - στη μέση της θύελλας που συνέχιζε να μαίνεται - στη λάμψη των αστραπών - έχοντας για κλίνη του υμεναίου το αφρώδες κύμα, αρπαγμένοι από ένα υποθαλάσσιο ρεύμα σαν σε λίκνο, και κυλώντας, περιστρεφόμενοι, προς τ' άγνωστα βάθη της αβύσσου, ενώθηκαν σ' ένα ζευγάρωμα αργό, αγνό και ειδεχθές!... Εντέλει, μόλις είχα βρει κάποιον που να μου μοιάζει!... Στο εξής, δεν θα 'μουν πια μόνος μες στη ζωή!... Εκείνη είχε τις ίδιες ιδέες μ' εμένα!... Ήμουν απέναντι στην πρώτη μου αγάπη!

Λωτρεαμόν, Μαλντορόρ (αποσπάσματα)

μετάφραση Στρατής Πασχάλης, εκδ. Νεφέλη, 2011 σ. 121-132