Σελίδες

Δευτέρα 3 Μαΐου 2021

Τραγούδια και ποιήματα του Μάη

«Τώρα είναι Μάης κι Άνοιξη, τώρα είναι Καλοκαίρι, / τώρα φουντώνουν τα κλαδιά κι ανθίζουν τα λουλούδια, / τώρα κι ο ξένος βούλεται στον τόπο του να πάγει…»
painter, Emile Vernon
Το τριαντάφυλλο του Μάη (Δημοτική ποίηση)

Το τριαντάφυλλο, ο δυόσμος κι ο βασιλικός κι η δόλια μαντζουράνα, κείνα μαλώνουν μοναχά, κείνα τα τρίατ’ άνθια το ποιο είναι τ’ ομορφότερο  το ποιο μυρίζει κάλλιο.  Πετάχτη το τριαντάφυλλο, το μοσκομυρισμένο, τους είπε νασωπάσουνε, τους λέει να μημαλώνουν:– Σωπάτε βρωμολούλουδα και βρωμοχορταράκια, τι εγώ είμαι το τριαντάφυλλο, το μοσκομυρισμένο, π’ ούλοντον χρόνον κρύβουμαι στης αγκαθιάς τη ρίζα, το Μάη μήνα φαίνουμαι, την άνοιξη στολίζω, στολίζω και τις όμορφες κιούλες τις μαυρομάτες, κιούλες με πλέχουν στα μαλλιά για να μοσκοβολούνε.

Νάνι νάνι-Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (απόσπασμα)

Φύσ᾿, ἀγεράκι δροσερό,
μὲς στῶν δενδρῶν τὰ φύλλα.
Πάρ᾿ ἀπ᾿ τὰ ρόδα τὸν ἀνθὸ
ἀπ᾿ τὴ μηλιὰ τὰ μῆλα
καὶ φέρ᾿ τα στὸ παιδάκι μου.
Εἶναι καλὸ καὶ κάνει,
ἥσυχο, νάνι, νάνι.

Παίζει τ᾿ ἀγέρι τοῦ Μαγιοῦ
μέσα στὸν καλαμιῶνα,
γελοῦνε τ᾿ ἄνθη, τὰ νερά,
λαλεῖ ἡ νεροχελώνα.
Εὐτυχισμένη εἶμαι κι ἐγὼ
στὰ στήθια μου σὰν κάνει,
τὸ μαῦρο, νάνι, νάνι.

  Η ΝΕΦΕΛΗ-Νικηφόρος Βρεττάκος

Δεν είναι η Νεφέλη που σήμερα,
πέντε του Μάη, έξι το απόγευμα,
χρύσωσε τον ορίζοντα.
Η αγάπη μου είναι
που ξεπέρασε τα όρια
της καρδιάς μου και τύλιξε
όλο τον κόσμο
σαν διάφανο στέφανο.

Θλιμμένη μπαλάντα-Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα

    [Μικρό ποίημα]

Μια πεταλούδα είναι η καρδιά μου,
καλά παιδιά του λιβαδιού,
που πιάστηκε στου χρόνου την αράχνη
και της μοιραίας άρνησης έχει τη μαύρη γύρη.

Από παιδί τραγούδαγα όπως κι εσείς,

καλά παιδιά του λιβαδιού,
στον ουρανό αμολούσα το σαίνι μου
με τα φριχτά σαν του αγριόγατου τα νύχια.


Στης Καρταχένας τα περβόλια
ξόρκιζα της βερβένας το βοτάνι
και σαν περνούσα της φαντασίας το ποταμάκι
το δαχτυλίδι έχασα που 'χα για φυλαχτό.

Άι, καβαλάρης μια φορά γυρνούσα

μες στου Μαγιού το δροσερό το δείλι.
Ήταν εκείνη τότε το αίνιγμά μου,
άστρο γαλάζιο στο στέρνο μου τ' ανέγγιχτο.
Ανέβαινα αργά μέχρι τα ουράνια.
Ήτανε Κυριακή των ανθισμένων τριφυλλιών.
Την είδα τότε αντί για ρόδα και γαρύφαλλα
να κόβει με τα δυο της χέρια κρίνους.


Ήμουνα πάντα ανήσυχος,

παιδιά καλά του λιβαδιού,
το εκείνη του έρωτα με τύλιγε
σε ονείρατα όλο φως:

Ποια θα μαζέψει τα γαρύφαλλα
και του Μαγιού τα ρόδα;

Γιατί θε να τη δούνε μόνο τα παιδιά
στου Πήγασου τις πλάτες;
Η ίδια θα 'ναι τάχα που στα γιορτάσια
με θλίψη τη φωνάζαμε
άστρο, καλώντας την να βγει
στους κάμπους να χορέψει...;

Απρίλη μήνα εγώ τραγούδαγα παιδί,

καλά παιδιά του λιβαδιού,
εκείνη που η αγάπη μου δεν άγγιζε
εκεί που ξεπροβάλλει ο Πήγασος.

Τις νύχτες μιλούσα για τη θλίψη
και τη σελήνη την τρελή,
ω τι χαμόγελο που φόραγε στα χείλη!

Ποια θε να κόψει τα γαρύφαλλα
και του Μαγιού τα ρόδα;


Αχ, η κοπελίτσα η τόσον όμορφη,

η μικροπαντρεμένη από τη μάνα της,
σε ποιόνα τάφο μυστικό
τον χαλασμό της να κοιμίζει;

Μόνος εγώ κι η αγάπη μου η κρυφή

δίχως καρδιά και δίχως δάκρυ
ως τ' ουρανού τ΄αδύνατο το τέρμα
με παρηγόρια μου έναν ήλιο μέγα.

Θλίψη βαριά με σκιάζει!

Καλά παιδιά του λιβαδιού,
με πόση γλύκα η καρδιά θυμάται
τις μέρες τις ήδη μακρινές...

Ποια θε να κόψει τα γαρύφαλλα
και του Μαγιού τα ρόδα;

[Μετάφραση: Παναγιώτης Αλεξανδρίδης]
ΠΗΓΗ

ΚΑΙ ΠΑΛΙ
Και πάλι, να, ο Μάιος για νάλθει ξεκινά
Και διασκελίζει θάλασσες και κάμπους και βουνά.
Κρατεί ανθούς στα χέρια του και γύρω τους σκορπά
Κι όπου περάσει και διαβεί παντού μοσχομυρίζει.
Αχ, Μάη αν σ’ αγάπησα κι αν σ’ αγαπώ ακόμα
Ρίξε δροσάτα λούλουδα και στόλισε το χώμα
Που θα διαβεί η αγάπη μου – Δεν θέλω όπου πατήσει
Άλλο από ρόδα και μυρτιές το πόδι της ν’ αγγίξει.

Χῶμα ἑλληνικό-Γεώργιος Δροσύνης

Χῶμα δροσισμένο μὲ νυχτιᾶς ἀγέρι,
χῶμα βαφτισμένο μὲ βροχὴ τοῦ Μάη,
χῶμα μυρισμένο ἀπ᾿ τὸ καλοκαίρι,
χῶμα εὐλογημένο, χῶμα ποὺ γεννάει
μόνο μὲ τῆς Πούλιας τὴν οὐράνια χάρη,
μόνο μὲ τοῦ ἥλιου τὰ θερμὰ φιλιά,
τὸ μοσχάτο κλῆμα τὸ ξανθὸ σιτάρι,
τὴ χλωρὴ τὴ δάφνη, τὴν πικρὴν ἐλιά.

Μπόρα Του Μάη-Ρώμος Φιλύρας

Μέσα στον Μάη αλάλαζεν ο θρίαμβος του χειμώνα
και της βροχής το σύθαμπον εβρόντα ο κεραυνός
και το χαλάζι μάραινε τη τροφαντή ανεμώνα
και τα μπουμπούκια π' άνοιγαν ματάκια προς το φως.

Και μέσα στο τρισκόταδο δεν έλαμψεν η μέρα
και δεν ακούσαμε γλυκό τραγούδημα πουλιών,
μα να βογγά απόκοσμα τον καταλύτη αγέρα
στα τρίστρατα των λιβαδιών και των περιβολιών.

Και τ' όνειρο μας που 'λεγε να λουλουδίσει τώρα
προσμένοντας τόσο καιρό του Μάη το λαύρο φως,
αλίμονο! η απάντεχη το πρόφτασεν η μπόρα
και σα μπουμπούκι το 'καψεν ο μέγας κεραυνός...


Emile Vernon (1872-1919)

Κεράσια-Κωστής Παλαμάς (απόσπασμα)

Το Μάη έχ’ η άνοιξη,
τα χελιδόνια ο Μάρτης,
ο Απρίλης τα τριαντάφυλλα, κι ο Μάης τα κεράσια. Κεράσια, καλώς ήρθατε βαθιά βαθιά λουσμένα, σαν τιμημένες παρθενιές, μες στης ντροπής το χρώμα.

Διαβάστε περισσότερα /ΕΔΩ  

Άνοιξε το παράθυρο να μπει δροσιά να μπει του Μάη!



 



Πέμπτη 29 Απριλίου 2021

Νύχτα προδοσίας

Παράξενη νύχτα...
Σε στήνει και σε βάζει στο σημάδι.
Κλείνεις τα μάτια, εύχεσαι ο στόχος να μην είσαι εσύ.
Η σιωπή σαν νεκροσέντονο τύλιξε την πόλη.
Μόνο ο Ιούδας, τρεκλίζει αποκαμωμένος στους δρόμους, κρατώντας σφιχτά στη χούφτα του τα τριάκοντα αργύρια
Κάθε τόσο γυρίζει και φωνάζει: <<Δικός μου είσαι εσύ;>>
Κανείς δεν απαντά, ο τελευταίος (που απάντησε), το πλήρωσε με σταυρικό θάνατο.
Δε βαριέσαι, μονολογεί..''Σε λίγο ξημερώνει ..''
''Δεν είναι τυχαίο.
Που κάθε καινούργια μέρα.
Ξημερώνει με το λάλημα του πετεινού.
Που μαρτυράει από παλιά.
Μια προδοσία.
''

Η φράση στα εισαγωγικά, ανήκει στον  Berthold Friedrich Brecht. (  Μαρία Λαμπράκη)


Δευτέρα 26 Απριλίου 2021

Πάθη Θεία -Και ανθρώπινα

Πάθη Θεία
Και ανθρώπινα..

Εκούσια τα πρώτα
Ακούσια των ανθρώπων
Τον τελευταίο καιρό
 μοιάζουν
με τον ανηφορικό
δρόμο του Γολγοθά

Καθ' ένας μόνος σηκώνει
το δικό του Σταυρό.
Κανείς, Σίμωνας
δεν προσφέρεται
ίσως,

και να μην υπάρχει.

Οι πραίτορες
και οι λοπωδύτες

παίζουν στα ζάρια
τις τύχες μας
έχουν ήδη διαμερίσει
τα ''ιμάτια ημών ''
και σε Πιλάτια λεκάνη
''Νίπτουν τα χείρας ''

Τα τριάκοντα αργύρια
βρήκαν πρόθυμο τον Ιούδα.
Η προδοσία καραδοκεί
με ένα φιλί στο στόμα.
Ουδείς μετανιώνει -
''Πριν αλέκτωρ λαλήσει τρεις''


Το Θείο Πάθος
και τα πάθη 
των ανθρώπων..
Ενώπιόν τους στέκονται
μόνο
οι ''καταραμένοι''
οι ''τρελοί''
οι ''ποιητές''
Ολοι όσοι καρφωμένοι
στο Σταυρό τους
ψιθυρίζουν το δικό τους 
''Μνήσθητί μου''.

Και το ερώτημα παραμένει ίδιο
αναπάντητο ανά τους αιώνες
”Ιησούν ή Βαραβάν;”

Σάββατο 17 Απριλίου 2021

Δέηση τον άσαρκο 'Ερωτα

Είναι κάποιες στιγμές...
Οταν η ανάγκη
γίνεται ''μυτερή βελόνα''

Που έρχεσαι
και ακροβατείς
στα όρια
της αντοχής μου

 Ακριβώς
στην κόψη
του ελάχιστου
 Αρχίζει τότε
να βγαίνει
στην επιφάνεια
η επιθυμία
Κλείνω τα μάτια
και αφήνομαι
στην έξαψη της στιγμής


Σε νιώθω
Να εισχωρείς μέσα μου
Χωρίς άγγιγμα
Χωρίς σώμα
Χωρίς φιλί
Αφήνομαι
Βυθίζομαι
Εξαγνισμένη
Στο Απολλώνιο
Φως σου

Στη δόνηση
του πάθους
 
Στα ρίγοι
των στεναγμών

Σε στιγμές μέθεξης
Μεταλαμβάνω
τον 'Ερωτα
Προσκυνώ
Με ευλάβεια
Στον άμβωνα
 Του κορμιού σου
Ξαναγιεννιέμαι
Ζωογονούμαι
Ενσταλάζω μέσα σου
Το μύρο των χυμών μου
Σπονδή

Βάλσαμο
Δέηση
Στον άσαρκο Ερωτα...
(Μαρία Λαμπράκη)

Πέμπτη 8 Απριλίου 2021

Αντρέ Μπρετόν-André Breton, ποιήματα

ΠΑΝΤΑ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ

Πάντα για πρώτη φορά
Μετά βίας σε γνωρίζω εξ όψεως
Επιστρέφεις εκείνη την ώρα της νύχτας σε ένα σπίτι
πλάγια απ' το παράθυρό μου
Σπίτι ολάκερα φανταστικό
Είναι εκεί που από δευτερόλεπτο σε δευτερόλεπτο
Μέσα στο απαράβατο σκοτάδι
Περιμένω να συμβεί μία φορά ακόμα το συναρπαστικό ρήγμα
Το ρήγμα το μοναδικό
Στην πρόσοψη και στην καρδιά μου
Όσο πιο κοντά σου έρχομαι
Στην πραγματικότητα
Όσο περισσότερο το κλειδί τραγουδά στην πόρτα του άγνωστου δωματίου
Όπου μου φανερώνεσαι μονάχη
Στην αρχή ενώνεσαι ακέραιη με τη φωτεινή
Τη φευγαλέα γωνία μιας κουρτίνας
Είναι χωράφι γιασεμιών που ατένισα χαράματα
σε ένα δρόμο στα περίχωρα της Grasse
Με το διαγώνιο ράπισμα των κοριτσιών ενώ συλλέγουν
Πίσω τους τα σκοτεινά να πέφτουνε φτερά των γυμνωμένων φυτών
Μπροστά τους η πλατεία εκτυφλωτικού φωτός
Η αυλαία αόρατα ανεβασμένη
Σ' έναν παροξυσμό τα άνθη συρρέουν όλα μέσα
Είσαι εσύ σε πάλη ενάντια στην ώρα εκείνη την τόσο μακριά ποτέ
αρκετά θολή μέχρι τον ύπνο
Εσύ σαν να μπορούσες να 'σαι
Η ίδια παρά τ' ότι εγώ δε θα σε συναντήσω ίσως
ποτέ
Κάνεις να φαίνεται σα να μην ξέρεις πως σε παρακολουθώ
Με τρόπο θαυμαστό δεν είμαι πλέον σίγουρος ότι το ξέρεις
Η απραξία σου μου φέρνει δάκρυα στα μάτια
Ένα σμήνος ερμηνείες περιβάλλει την κάθε σου χειρονομία
Είναι ετούτο ένα κυνήγι του μελιού
Είναι καρέκλες κουνιστές του καταστρώματος είναι κλαδιά
που κινδυνεύεις να σε γδάρουν μες στο δάσος
Είναι σε μια βιτρίνα της οδού Notre-Dame-de-Lorette
Δυο σταυρωμένες γάμπες όμορφες πιασμένες με ψηλές κάλτσες
Που ξεχειλώνουν στην καρδιά ενός μεγάλου άσπρου τριφυλλιού
Είναι μια μεταξένια σκάλα που ξεδιπλώνεται πάνω από τον κισσό
Είναι
Τι άλλο από την κλίση μου πάνω από τον γκρεμό και από την δική σου απουσία
Βρήκα το μυστικό κλειδί
Του να σε αγαπώ
Πάντα για πρώτη φορά

Τι είναι η απελπισία, κατά τον Μπρετόν

«Γνωρίζω την απελπισία σε γενικές γραμμές.

Η απελπισία δε διαθέτει φτερά, δεν κάθεται απαραιτήτως σε ένα ξεστρωμένο τραπέζι, σε μια βεράντα, στην ακροθαλασσιά.

Είναι η απελπισία και όχι η επιστροφή μιας ποσότητας ασήμαντων γεγονότων όπως οι σπόροι που αφήνουν κατά το σούρουπο ένα σκαμμένο αυλάκι για ένα άλλο.

Δεν είναι τα βρύα κάτω από μια πέτρα ή το ποτήρι από το οποίο πίνουμε.

Είναι ένα πλοίο διάτρητο από χιόνι, εάν θέλετε, σαν τα πουλιά που πέφτουν και το αίμα τους δεν έχει την παραμικρή πυκνότητα.

Γνωρίζω την απελπισία σε γενικές γραμμές.

Ένα πολύ μικρό σχήμα οριοθετημένο από κοσμήματα στα μαλλιά. Αυτό είναι η απελπισία.

Ένα μαργαριταρένιο περιδέραιο για το οποίο δε μπορούμε να βρούμε κάποιο κούμπωμα και η ύπαρξη του οποίου δεν κρέμεται ούτε από μια κλωστή, να τι είναι η απελπισία.

Για τα υπόλοιπα ούτε που θέλουμε να γίνεται λόγος. Έτσι και αρχίσουμε δε μπορούμε να πάψουμε να απελπιζόμαστε.

Εγώ απελπίζομαι από το αμπαζούρ γύρω στις 4 ή ώρα, απελπίζομαι από τη βεντάλια γύρω στα μεσάνυχτα, απελπίζομαι από το τσιγάρο που καπνίζουν οι καταδικασμένοι σε θάνατο.

Γνωρίζω την απελπισία σε γενικές γραμμές.

Η απελπισία δεν έχει καρδιά, το χέρι μου όμως μένει πάντα πάνω στη λαχανιασμένη απελπισία, στην απελπισία οι καθρέφτες της οποίας δε μας λένε ποτέ εάν είναι πεθαμένη.

Βιώνω αυτή την απελπισία που με γοητεύει.

Μου αρέσει αυτή η γαλάζια μύγα που πετά στον ουρανό την ώρα που τα αστέρια σιγοτραγουδούν.

Γνωρίζω σε γενικές γραμμές την απελπισία με μακριές λεπτές εκπλήξεις, την απελπισία της υπερηφάνειας, την απελπισία της οργής.

Σηκώνομαι κάθε μέρα όπως όλος ο κόσμος και απλώνω τα χέρια μου πάνω σε μια ταπετσαρία με λουλούδια, δε θυμάμαι τίποτα και ανακαλύπτω, πάντοτε με απελπισία, τα ωραία ξεριζωμένα δέντρα της νύχτας.

Ο αέρας της νύχτας είναι ωραίος σαν τυμπανόξυλα. Κάνει έναν καιρικό καιρό.

Γνωρίζω την απελπισία σε γενικές γραμμές.

Είναι σαν τον άνεμο της κουρτίνας που μου δίνει την ευκαιρία να επανορθώσω.

Μπορείς να σκεφθείς κάποια παρόμοια απελπισία!

Φωτιά!

Α πάλι ξαναέρχονται…

Βοήθεια!

Νάτοι που πέφτουν από τη σκάλα..

Και η αγγελίες της εφημερίδας και οι φωτεινές διαφημίσεις κατά μήκος του καναλιού.

Σωρός από άμμο, άντε από κει, παλιοσωρέ από την άμμο!

Σε γενικές γραμμές η απελπισία δεν έχει καμία σημασία.

Είναι μια αγγαρεία από δέντρα που πάνε πάλι να σχηματίσουν ένα δάσος, είναι μια αγγαρεία από αστέρια που πάνε πάλι να δημιουργήσουν μια μέρα λιγότερη, είναι μια αγγαρεία από όλο και λιγότερες μέρες που πάνε πάλι να αποτελέσουν τη ζωή μου.»

Περιέχεται στον τόμο Αντρέ Μπρετόν, Γαιόφως και άλλα ποιήματα (1916-1936)

μτφρ. Σωτήρης Λιόντος, εκδ. Ύψιλον. Εξαντλημένο.
ΠΗΓΗ

[Ο Ελεύθερος Γάμος] του Αντρέ Μπρετόν

Η γυναίκα μου με τα μαλλιά της φωτιάς του ξύλου
Με σκέψεις των αστραπών της ζεστασιάς
Με τη μέση της κλεψύδρας
Η γυναίκα μου με τη σιλουέτα της ενυδρίδας μέσα στης τίγρης τα δόντια
Η γυναίκα μου με κονκάρδα το στόμα της και με το μπουκέτο
των άστρων του τελευταίου μεγαλείου
Με δόντια αποτυπώματα του λευκού ποντικού πάνω στην άσπρη γη
Mε την κεχριμπαρένια γλώσσα την καθαρισμένη
Η γυναίκα μου με τη γλώσσα της μαχαιρωμένης όστιας
Με τη γλώσσα της κούκλας που ανοίγει και κλείνει τα μάτια
Με τη γλώσσα της πέτρας της απίστευτης
Η γυναίκα μου στα βλέφαρά της κοντύλια των μικρών παιδιών
Στα φρύδια της η άκρη της χελιδονοφωλιάς
Η γυναίκα μου στους κροτάφους της οι σχιστόλιθοι σκεπής θερμοκηπίου
Και με τους αχνούς στα τζάμια
H γυναίκα μου με τους ώμους της σαμπάνιας
Και με σιντριβάνι από κεφάλια δελφινιών που ζουν κάτω απ’ τον πάγο
Η γυναίκα μου με τους καρπούς σαν τα σπίρτα
Η γυναίκα μου με τα δάχτυλα του τυχαίου και του άσσου κούπα
Με τα δάχτυλα του κομμένου χόρτου
Η γυναίκα μου με τις μασχάλες των αλεπούδων της νύχτας του Άη Γιάννη
Με μπράτσα απ’ τον αφρό της θάλασσας και του υδατοφράκτη
Και με το ανακάτωμα του σταριού και του μύλου
Η γυναίκα μου με τις γάμπες σα ρουκέτα
Με κινήσεις ρολογιού κι απελπισίας
Η γυναίκα μου με κνήμες απ’ το μεδούλι του κουφόξυλου
Η γυναίκα μου με πόδια γράμματα κεφαλαία
Με πόδια αρμαθιά κλειδιά στο πόδια των πιωμένων καλφάδων
Η γυναίκα μου με μαργαριταρένιο κριθάρι στο λαιμό
Η γυναίκα μου με χρυσή κοιλάδα στήθος
Το ραντεβού μέσα στην ίδια την κοίτη του χειμάρρου
Στα στήθια της νύχτας
Η γυναίκα μου με στήθια θαλασσινά καλύβια
Η γυναίκα μου με στήθια όρυγμα ρουμπινιών
Με τα στήθια φάντασμα του τριαντάφυλλου κάτω απ’ την τριανταφυλλιά
Η γυναίκα μου με την κοιλιά ξεδίπλωμα της βεντάλιας των ημερών
Με την κοιλιά γαμψό νύχι γιγάντιο
Η γυναίκα μου με την πλάτη του πουλιού που δραπετεύει κάθετα
Με την πλάτη του ζωηρού ασημιού
Με την πλάτη του φωτός
Με σβέρκο από τυλιγμένη πέτρα και βρεγμένη κιμωλία
Και το πέσιμο ενός ποτηριού απ’ όπου μόλις ήπιαμε
Η γυναίκα μου με τους γοφούς της βάρκας
Με τους γοφούς της γυαλάδας και τις φτερούγες του βέλους
Και από κοτσάνια φτερών του άσπρου παγωνιού
Της ζυγαριάς της άσπλαχνης
Η γυναίκα μου με τα οπίσθια από κεραμικό και από αμίαντο
Η γυναίκα μου με τα οπίσθια από την πλάτη του κύκνου
Η γυναίκα μου με τα οπίσθια της άνοιξης
Με το σεξ της γλαδιόλας
Η γυναίκα μου με το σεξ της διευθέτησης και του ορνιθόρρυγχου
Η γυναίκα μου με το σεξ από φύκια και από αρχαίες καραμέλες
Η γυναίκα μου με το σεξ του καθρέφτη
Η γυναίκα μου με τα μάτια με δάκρυα γεμάτα
Με τα μάτια μενεξεδιάς πανοπλίας και μαγνητισμένης βελόνας
Η γυναίκα μου με μάτια της σαβάνας
Η γυναίκα μου με μάτια νερό να το πιείς στην φυλακή
Η γυναίκα μου με μάτια δάσος συνέχεια κάτω απ’ το τσεκούρι
Με μάτια της στάθμης του νερού της στάθμης του αέρα της γης και της φωτιάς 
[μετάφραση: Κώστας Ριτσώνης]

Manuel Alvarez Bravo: Diego Rivera, Leon Trotsky, André Breton, Mexico, 1938
"I don't know why I came here. Mexico is 
the most surrealist country in the world".
André Breton
 «Ο Άνθρωπος είναι η απάντηση όποια κι αν είναι η ερώτηση»
«Η αγάπη είναι πάντα μπροστά σας. Αγαπήστε!»
«Μια λέξη και όλα σώζονται. Μια λέξη και όλα χάνονται.
»

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021

Ερωτικά συλλείτουργα


Μυστικές συνωμοσίες
στο βωμό της νύχτας
σαρκικά συλλείτουργα
στο ιερατείο του έρωτα
δεμένη με κλωστες
στα ύδατα του πάθους
Το σώμα
λαχταρά την ηδονή
όσο κι αν σε πίνω
τόσο φουντώνει
μέσα μου
η δίψα
του κορμιού σου

Μη με ρωτάς
αν είναι μήμη
ή όνειρο
τίποτα
ούτε μνήμη
ούτε όνειρο
μονάχα η πείνα
της επιθυμίας
αυτή κυριαρχεί
στις αισθήσεις.

Σαν το ποτάμι
που όταν ''φουσκώνει''

σπάει το φράγμα
και χύνεται
στις εκβολές του

Ανείπωτος ο πόνος
απο μέλη
που δεν ορίζω
λες,
και πλάστηκαν
μόνο για σένα
αναζητώντας
τη λύτρωση
σ' ένα άγγιγμα
σ'ενα φιλί

στο δίχως
τέλος κι αρχή
στη ζωή
και στο θάνατο
Αυτόβουλα παραδείνομαι
στου ερωτά σου το μαχαίρι
το ηδονικό...

Γιαυτό σου λεω
μη ρωτας
αν είναι μνήμη
ή όνειρο

Πάντοτε της πράξης
προηγείται η φαντασία...
Maρία Λαμπράκη

Σάββατο 20 Μαρτίου 2021

Ναυαγοί σε στέρεο έδαφος


Δυο βήματα που δεν τολμήσαμε ...
Σταθήκαμε απορημένοι να κοιτάζουμε
το μακρινό ορίζοντα
σαν το μετέωρο βλέμμα του πελαργού.
Αλυχτούσαν μέσα μας οι «ανείπωτες λέξεις»
Βουλιάξαμε στην σιωπή
Δυο μέτρα βλέμματος απόσταση
Δώσαμε τα πάντα να κρατηθούμε στην επιφάνεια
μας πήρε στο βυθό η δίνη του Πάθους
Ναυαγοί σε στέρεο έδαφος
Κάτι διάφανες ψυχές σωσίβια ήταν παντού
κρατηθήκαμε γερά.
Κι όταν βγήκαμε στην επιφάνεια

Κανείς δεν αναγνώρισε το τοπίο ...
Τι κρίμα,
κι ήταν μόλις δυο μέτρα
 βλέμματος η στεριά...
(Mαρία Λαμπράκη)


Παρασκευή 12 Μαρτίου 2021

Ερωτικό αποτύπωμα


Mariska Karto – Photo artist
Δεν ήταν ό,τι θα' ρθεις
που πέρασα με μιας
απο τη νύχτα στη μέρα
που κοιταζόμουν
στους καθρέπτες
και στολιζόμουν
διακριτικά
να σε υποδεχτώ.
Αυτό το είχες κάνει...
Είχαμε συναντηθεί
στον ατέρμωνα χώρο
πριν απο χίλια μπορεί
και τρείς χιλιάδες χρόνια.
Γνώριζα απο αιώνες
τη μορφή σου
με την ανάσα μου
τη χάραζα
στην πέτρα
των αγαλμάτων.
Ηταν,
που το ερωτικό
σου αποτύπωμα
φανέρωσε μέσα μου
όλη την αρχέτυπη
ομορφιά του.

(Μαρία Λαμπράκη)

Mariska Karto – Photo artist
Μέθυσα στην ηδονή
των απόκρυφων
μηνυμάτων
κι άρχισα να
γεννιέμαι
εκ των έσω,    
ταξιδεύοντας
στη γνώση
που αναδύει
η προσφορά
 των σωμάτων.

(Μαρία Λαμπράκη)