Σελίδες

Κυριακή 21 Απριλίου 2019

Το Θείο Πάθος και τα πάθη των ανθρώπων


 Και το ερώτημα παραμένει ίδιο-αναπάντητο ανά τους αιώνες
”Ιησούν ή Βαραβάν;”

Σάββατο 23 Μαρτίου 2019

Η Άνοιξη των Ποιητών


Art by catrin welz stein

Τότε ποὺ σ᾿ εἶδα νά ῾ρχεσαι...Λάμπρος Πορφύρας
Τότε ποὺ σ᾿ εἶδα νά ῾ρχεσαι μὲ τ᾿ ἄλλα χελιδόνια,
τότε καὶ μόλις ἔνιωσα γιὰ ποιὰ χαρὰ μιλοῦσαν
μέσα στὰ φύλλα τὰ πουλιὰ τὰ πνεύματα στὰ κλώνια
κι οἱ πεταλοῦδες ποὺ στὸ φῶς νιογέννητες ξυπνοῦσαν.

Τὸ μονοπάτι διάβαινες κι εἶχες μία λάμψη τόση,
μιὰ τέτοιαν ἄνθινη ὀμορφιὰ στὸ νοτισμένο χῶμα,
ποῦ δίχως ἄλλο ἡ Ἄνοιξη θὰ σ᾿ εἶχεν ἀνταμώσει
καὶ κάτω ἀπ᾿ τὶς ἀμυγδαλιές σὲ φίλησε στὸ στόμα.

 Τάσος  Λειβαδίτης (Παραθέματα ποιητικού λόγου)
Κύριε, όλα από σένα ξεκινούν. Κι όλα σε σένα θα
‘ρθουν να τελειώσουν.
Κι η άνοιξη δεν είναι παρά η νοσταλγία σου για κει-
νες τις λίγες ώρες που έζησες στη γη.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,
τη μάνα σου και τον κόσμο.


Artist, Yuri YaroshΤάσος  Λειβαδίτης «Τα μαλλιά σου είναι μαύρα όπως μια νύχτα, στο στόμα σου
ανασαίνει ολάκερη η άνοιξη…».

«Θα ’θελα να φωνάξω τ’ όνομά σου, αγάπη, μ’ όλη μου τη δύναμη.
Να τ’ ακούσουν οι χτίστες απ’ τις σκαλωσιές και να φιλιούνται
με τον ήλιο…
να τ’ ακούσει η άνοιξη και να ’ρχεται πιο γρήγορα…
Να τ’ ακούσει ο χρόνος και να μη σ’ αγγίξει, αγάπη μου,
ποτέ».
Από την συλλογή "Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου", Γ
 Ένα παλιό αισθηματικό κερί έκαιγε πάνω στο τραπέζι
τα φθαρμένα έπιπλα μου είχαν διδάξει την υπομονή
μόνο ένα, Θεέ μου - δεν έζησα: έχοντας να μεριμνήσω
για τόσα φύλλα την άνοιξη.

Άνοιξη-Kώστας Καρυωτάκης
Έφτασ’ η ώρια Άνοιξη —το λεν τα χελιδόνια—
 κι ο σκυθρωπός Χειμώνας εκίνησε να φύγει· 
του στέλνει κείνη λούλουδα, αυτός τής ρίχνει χιόνια,
και με τ’ αθώο γέλιο της τα δάκρυά του σμίγει.

Στο γαλανό παλάτι του ο Φοίβος τριγυρίζει
 και, χύνοντας, αφόβιστα ολόχρυσες αχτίδες,

σ’ ό,τι στο δρόμο του βρεθεί το χρώμα του χαρίζει
κι αφήνει πίσω του χαρά και άσβεστες ελπίδες.


Τα δέντρα πρασινίσανε και γιόμισαν λουλούδια·
του πιστικού ακούγεται η γέρικη φλογέρα
να σιγολέει άφταστα κάθε πρωί τραγούδια,
και τα πουλιά να κελαηδούν τον ύμνο τους στη μέρα.

Παντού ξεχύνετ’ η χαρά. Μόνον εσύ, μικρή μου,
βλέπεις τις τόσες ομορφιές με μάτια δακρυσμένα.
Έλα να βρεις παρηγοριά στ’ ολόθερμο φιλί μου!
Επρόβαλε η Άνοιξη! Ξέχνα τα περασμένα!


Μιλτιάδη Μαλακάση, «Ανοιξιάτικη μπόρα»
Βαρειές, πλατειές οι στάλες
Πέφτουν οι μεγάλες
Της βροχής,
Κι αριές·

Κλάμα βουβό και πώς αχείς!
Πώς αντηχείς
Μες στις θλιμμένες τις καρδιές!
Αντάμα με σπασμένες δοξαριές·
Και της φτωχής
Απαντοχής
Οι απελπισιές!...
Διες
Ήλιος του Μαρτιού, μαζύ
Με το χαλάζι το σκληρό
Σαν τ᾿ άστρα.
Ώ έννοια! ζη
Μες στ᾿ άλλα,
Πώχ' η μπόρα.
Ζη κι η στάλα
Ακόμα το νερό,
Αφού,
Στάζ' έτσι τώρα
Μες στη φαρφου-
-ρένια
Γλάστρα...
Απόψ', αλλοί!
Απόψ' αλυ-
σοδέθηκε όλη μου η ζωή,

Μ' ό,τι θροεί, φυλλορροεί,
Σπάζει, σπαράζει,
Κι είναι του πόνου μου αδερφός,
Απόψ' ο ήλιος που κρυφός
Ασπρογαλιάζει,
και πνίγετ' έτσι δίχως φως,
Σαν τη χαμένη μου ψυχή,
Μέσα στο βρόχι σου, ω βροχή!
Και στο χαλάζι
Το μαράζι...
[πηγή: Μιλτιάδης Μαλακάσης, Ποιήματα, εισαγ.-φιλ. επιμ. Γιάννης Παπακώστας, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2004, σ. 368-369]

Αναγκαία εξήγηση από τη συλλογή ''Ασκήσεις'' του Γιάννη Ρίτσου.(απόσπασμα)
Είναι ορισμένοι στίχοι –κάποτε ολόκληρα ποιήματα–
που μήτε εγώ δεν ξέρω τι σημαίνουν. Αυτό που δεν ξέρω
ακόμη με κρατάει. Κι εσύ έχεις δίκιο να ρωτάς. Μη με ρωτάς.
Δεν ξέρω σου λέω.
                    Δύο παράλληλα φώτα
απ' το ίδιο κέντρο. Ο ήχος του νερού
που πέφτει, το χειμώνα, απ' το ξεχειλισμένο λούκι
ή ο ήχος μιας σταγόνας καθώς πέφτει
από 'να τριαντάφυλλο στον ποτισμένο κήπο
αργά αργά ένα ανοιξιάτικο απόβραδο
σαν το λυγμό του πουλιού.

Γιώργη Παυλόπουλο "Μαρτυρία για μιαν Άνοιξη":
Την άνοιξη κατέβηκα πάλι στους δρόμους
τα χελιδόνια γύρω στο καπέλο μου
κι εγώ τυφλός που ακούει πηγαίνοντας
φωνές απ'  τις μικρές του αγάπες.

Κοντά στους κήπους κάτω απ' τα παράθυρα
βράδυασα και δεν ένιωθα ποιος είμουν.
Τη νύχτα ο ψίθυρος απ' τα πουλιά μ' ανέβαζε
σε ουράνιες αγορές, θέατρα του απείρου.

Λιλή Ιακωβίδη αναπολεί, μιλώντας για την άνοιξη, τα νιάτα και τα πάθη:
Ω, πώς σε χάρηκα Άνοιξη
Με τα γαλάζια κλώνια,
Δεντρί πολυανθισμένο!
Κεντούσες φως ολόχρυσο
Κελαηδισμούς στα χρόνια
Κι εγώ να μην χορταίνω


"Artist -Heide E. Presse"
Ο Γιώργος Σαραντάρης έγραψε το ποίημα "Ο άνεμος και η άνοιξη", από το οποίο παραθέτω την τελευταία στροφή:
Η Άνοιξη είναι μια παρθένα που δεν την ξέρουμε
Κι όλους μας φίλησε με θάρρος προτού το ζητήσουμε
Τώρα αγκαλιάζει τον άνεμο και κάνει σαν τρελή
Κι αναγκάζει κι εμάς να την αγαπήσουμε.

Sandro Botticelli, La Primavera
Νικηφόρος Βρεττάκος-Ανοιξη σ' Αγαπώ
Άνοιξη σ’ αγαπώ
Μοιάζεις με την ειρήνη.
Μοιάζεις με τις μητέρες
που θήλασαν τα βρέφη
στις εικόνες του Ραφαήλ.
Μοιάζεις με το χαμόγελο
μέσα στη μουσική.
Μου θυμίζεις το Θεό
που γράφει για την αγάπη
σε μεγάλα κατεβατά
σελίδων με αστέρια
στροφές ποταμών
και ποιήματα.



Τίς μέρες αὐτές- Νικηφόρος Βρεττάκος

    Τίς μέρες αὐτές
    γιορτάζει τό χῶμα σου.
    Στρατιές λουλουδιῶν
    ἀνεβαίνουν νά βγοῦν
    στό φῶς ἀπ’ τά βάθη σου.
    Κλωστούλα – κλωστούλα
    ὑφαίνεις τόν ἥλιο,
    σκεπάζεις τή γῆ
    μέ μπόλιες πολύχρωμες.
    Κόψε μου, Πλούμιτσα,
    ἕνα φουστάνι
    γιατί ἔρχεται ἡ ἄνοιξη
    καί πρέπει στίς εἴκοσι
    ἕξι να βγάλω
    τό Ρόδο τό Ἀμάραντο
    σεργιάνι στό σύμπαν.

 [Από το Ο ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ, 1957]

 
Jan Brueghel the Younger and Hendrick van Balen,
springtime
Προσκλητήριο -Νικηφόρος Βρεττάκος
    ...
    Πάνω ἁπ’ τὸ δροσερὸ κι’ ἥσυχο κῦμα
    Ξαναγυρίζει ἡ ἄνοιξη! τ’ ἀγέρι
    Πηδᾶ ἀπ’ τῆς χαραυγῆς τὴ ρόδινη ἄχνα
    Σ' ὅλη τὴ Γῆ! Τὰ μέτωπα ἀναπνέουν
    Κι’ ἀνθίζουν τὰ χαμόγελα ποὺ πλέκουν

    Τὸ μέλλον τῆς ζωῆς! Ἀγαπηθῆτε…
    Γιατί, ἀδελφοί, νὰ κάνουμε τὶς νύχτες
    Στοχαστικές, τὶς μέρες νὰ βαραίνουν
    Ἀπ’ τὴ μελαγχολία τους, τραβηγμένες
    Στῶν θαλασσῶν τὶς ἄκρες; Τὶ στοιχίζει,
    Στ’ ἀϊδόνι τὸ τραγούδι κι’ ἡ εὐγένεια
    Στὴν πρωϊνὴ βροχή; Ἀγαπηθῆτε…
    Ἂς κλείσουμε καὶ μεῖς τὸν προορισμό μας
    Καθὼς αὐτὸς ὁ ἥλιος ἐκεῖ πάνω.

    Ἂς φύγουμε ἀνεβαίνοντας καὶ τέλος,
    Ἂς κάμψουμε τὰ σύνορα τοῦ Κόσμου,
    Καθὼς ἐκεῖνος, μ’ ἀναμένα ρόδα…
Νεοελληνικά Γράμματα στις 22 Ιουλίου 1939
Ανοιξιάτικο βραδάκι- Γιάννης Ρίτσος

Γράφει το φεγγάρι γράφει
μ’ ασημένια κιμωλία
στο σμαράγδινο χωράφι
την καινούρια μας φιλία.

Γράφει και στις πόρτες πάνω
και στις μάντρες και στους δρόμους
δίπλα σου να γύρω κάνω
και μ’ ασήμωσε τους ώμους.

Τ’ ανοιξιάτικο φεγγάρι
θα με πάρει
κράτα με απ’ το χέρι.


Κοίτα τ’ άλλο το ζευγάρι
είναι ένα αστέρι
( αστέρι γιά μαχαίρι; )
κόψαν τ’ αξεδιάλυτο κουβάρι
και φιλί με το φιλί
σκαλί σκαλί
ανεβαίνουν στο φεγγάρι.

Ρίξε τα κλειδιά στον αέρα
κλείσε το πικρό βιβλίο
το φεγγάρι λάμπει ως πέρα
σαν τζαμένιο ανθοπωλείο,

Μήτε ξέρω τι `ναι δάκρυ
τ’ άστρα σε ραντίζουν ρύζι
τα χρυσά γαλάζια μάκρη
ο διπλός μας ίσκιος σκίζει.

Τ’ ανοιξιάτικο φεγγάρι
θα με πάρει
κράτα με απ’ το χέρι.

Κοίτα τ’ άλλο το ζευγάρι
είναι ένα αστέρι
( αστέρι γιά μαχαίρι; )
κόψαν τ’ αξεδιάλυτο κουβάρι
και φιλί με το φιλί
σκαλί σκαλί
ανεβαίνουν στο φεγγάρι.

Μπόρα ανοιξιάτικη-Παναγιώτης  Ζυγούρης
Βροχή στενάχωρη και τοξική
Υγρασία, κουφόβραση
Μία ατμόσφαιρα αποπνικτική
Τα σύννεφα πάνε ασορτί
Με το γκρίζο σκηνικό της πόλης.
– Φαίνεται πως άργησε να ξημερώσει. –

Στο τρένο,
Πρόσωπα θλιμμένα
Κουρασμένα και καταπονημένα
Απ’ τη βάρβαρη καθημερινότητα
Που σφυροκοπάει ανελέητα.
Πόσα χτυπήματα μπορεί να αντέξει ο καθένας;

Μπόρα ανοιξιάτικη
Μα δε βλέπω την Άνοιξη

Θαρρώ πως κρύφτηκε
Δεν άντεξε την τρέλα.
Πόσο λευκό υπάρχει στο γκρι;
ΠΗΓΗ










Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2019

Οι Μύστες του Έρωτα

Στη μήτρα της νύχτας 
γονιμοποίησε το σπέρμα του
 ο Ερωτας...
Ηρθαν οι μύστες
 χωρίς περιττά στολίδια
την αλήθεια να διαφυλάξουν
 εξαγνίζοντας στο βωμό του ''δαίμονα''
όλα τα αρχέγονα πάθη
που ''κατακαίνε'' τα σωθικά τους .
Λίγο πριν το πρώτο φως του Αυγερινού 
ντύθηκαν την κόκκινη βασιλική πορφύρα
 κι έκρυψαν βαθιά στο χώμα
 το σπόρο της ''άμωμης σύλληψης''
(Μαρία Λαμπράκη)



Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2019

Πόσο πολύ σ΄αγάπησα

Δεν έμαθες ποτέ /πως :
Tα βράδια που κοιμόσουν
άνοιγα κρυφά τις πόρτες
των ονείρων σου
με το αντικλείδι της σιωπής

Πλημμύριζα απο το άχραντο
δάκρυ του 'Ερωτα
Μεταλάμβανα τα μυστήρια
της Αγάπης
Και χανόμουν μαζί σου
σε πλανήτες μελλοντικούς

Δεν έμαθες ποτέ
Πόσες φορές η σκέψη μου
κοιμήθηκε μαζί σου
Στα νησιά τα Παραδείσια
των αμέτρητων μικρών  ΘΕΩΝ.

Μαρία Λαμπράκη

Δεν έμαθες ποτέ
Πόσο πολύ σ΄αγάπησα...

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2019

Λουκάς Θεοδωρακόπουλος-Ποιήματα


Όταν βλέπεις τα μάτια μου-Λουκάς Θεοδωρακόπουλος

Ὅταν βλέπεις τὰ μάτια μου νὰ σκοτεινιάζουν
κι ἀκοῦς τὸ αἷμα στὶς φλέβες μου
νὰ κατεβαίνει βουίζοντας.
Ὅταν ἀντὶ νὰ μιλήσω
βλέπεις σφαγμένα πουλιὰ
νὰ φράζουν τὸ στόμα μου
κι ἀκοῦς τὶς μαῦρες νυχτερίδες
νὰ ρημάζουν τὸ κέντρο μου.
Ὅταν στὴν ἄκρη τοῦ πνιγμοῦ
στὸ ἔλεος τοῦ πανικοῦ
ἰκετεύω—
ὢ μὴ θυμώνεις ἄγγελε μὴ σπρώχνεις.
Κᾶμε φωλιὰ τὸ χέρι σου
καὶ σκέπασε μέ...

 Ἀπὸ Σπύρου Κοκκίνη 6η ἔκδ,
«Ἀνθολογία Νεοελληνικῆς Ποίησης» Ἔκδ. Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε., Ἀθῆναι 2000.

Ξανοίγεις μέσα μου -Λουκάς Θεοδωρακόπουλος
Ξανοίγεις μέσα μου μανιάτικα τοπεῖα
μοῦ δείχνεις τὴ γύμνια μου.
Νιώθω σὰν πύργος ἐγκαταλειμμένος
μὲ τὶς φωνὲς τῶν νιούτσικων φευγάτες.
Ἀπὸ τὸ καραοῦλι μου ἀγναντεύω τὴ θάλασσα:
γριὰ μανιάτισσα ποὺ πέτρωσε θρηνολογώντας.

 Ἀπὸ Σπύρου Κοκκίνη 6η ἔκδ,
«Ἀνθολογία Νεοελληνικῆς Ποίησης» Ἔκδ. Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε., Ἀθῆναι 2000.

ΠΗΓΗ

Λουκάς Θεοδωρακόπουλος: Αναδρομή (Καστανιώτης, 1978)

 ΟΙ ΘΑΜΝΟΙ
Από τα δέντρα περισσότερο
αγαπώ τους θάμνους.
Αντέχουν πιο πολύ στη δίψα
έχουνε μνήμη πιο γερή
δίνουν πιο εύκολα φιλοξενία.

Τους λείπει βέβαια το ύψος
η δίψα του ουρανού
η μεγάλη θέα.

Όμως κοντά στο χώμα
νοιάζονται πιο πολύ
ακούν πιο έντονα
το χτυποκάρδι των κυνηγημένων.


* * *


ΤΟ ΣΩΜΑ ΣΟΥ


Το σώμα σου
γεμάτο παράθυρα
κι εγώ μέσα του εγκάθειρτος
μονάχα ό,τι μου δείχνει
βλέπω.

* * *

ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ


Μπορείτε να μετράτε τα χρυσοφόρα κοιτάσματα
του μόχθου μας, όσο κρατάει ακόμη το σκοτάδι
πάνω στις λόγχες του ακατάβλητου γρασιδιού.
Υπάρχει ίσως ακόμη καιρός να ετοιμάσετε τις αποσκευές σας.
Το πρωί θ’ ακουστούν οι οπλές των αλόγων
κι απ’ τ’ ανατολικά προάστια
θα ξεκινήσει ένας λαός από θωρακοφόρα μυρμήγκια
σέρνοντας πίσω του – τρόπαιο –
το σαστισμένο κουφάρι της βασίλισσας.

* * *

ΤΟ ΕΝΤΟΜΟ

Τα λογικά επιχειρήματα
οι θεμιτές προβλέψεις
ο κύκλος των «στοχαστικών προσαρμογών»
ο επιούσιος και ο αυριανός
ορυμαγδός των άστρων μέσα μου
τα επαχθή φορτία της μνήμης
η σύγχυση, η ολιγοπιστία των φίλων –
όλα μιλούν την αδήριτη γλώσσα
του τέλους.

Όλα. Και μόνο το σώμα σου
τεράστιο έντομο
επιμένει
να μου φράζει τον ήλιο.

ΠΗΓΗ

Λουκάς Θεοδωρακόπουλος

Βιογραφικό /ΕΔΩ


Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2019

Οι σιωπές της βροχής

Βρέχει σιωπές απόψε...
Που είσαι;
Το ξέρω, πάλι χωρίς ομπρέλα
θα βγω στις γειτονιές του κόσμου,
για να σε γυρέψω.
Που να σε βρω;
Πως να σε γνωρίσω;
Με την ομπρέλα σου ανοιχτή
σ' αυτό το τοπίο της βροχής;
Βρέχει σιωπές απόψε...
μα,
''εσύ πάντα ανοιχτή έχεις την ομπρέλα σου''(Μαρία Λαμπράκη)

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018

To χιόνι στην ποίηση των Χριστουγέννων

Χριστούγεννα
(Τέλλος Άγρας)
Όξω πέφτει αδιάκοπα και πυκνό το χιόνι,
κρύα και κατασκότεινη κι αγριωπή η νυχτιά.
Είναι η στέγη ολόλευκη, γέρνουν άσπροι κλώνοι,
μες το τζάκι απόμερα ξεψυχά η φωτιά.
Τρέμει στα εικονίσματα το καντήλι πλάγι
και φωτάει στη σκυθρωπή, στη θαμπή εμορφιά.
Να η φάτνη, οι άγγελοι κι ο Χριστός κι οι Μάγοι
και το αστέρι ολόλαμπρο μες στη συννεφιά!
Κι οι ποιμένες, που έρχονται γύρω από τη στάνη
κι η μητέρα του Χριστού στο Χριστό μπροστά
Το μικρό το εικόνισμα όλ’ αυτά τα φτάνει,
μαζεμένα όλα μαζί και σφιχτά-σφιχτά.
Πέφτει ακόμη αδιάκοπο κι άφθονο το χιόνι,
όλα ξημερώνονται μ’ άσπρη φορεσιά
στον αγέρα αντιλαλούν του σημάντρου οι στόνοι,
κάτασπρη, γιορτάσιμη λάμπει η εκκλησιά.
Χριστούγεννα του χωριού
(Κωνσταντίνος Χατζόπουλος)
Μες την αχνόφεγγη βραδιά
πέφτει ψιλό-ψιλό το χιόνι,
γύρω στην έρμη λαγκαδιά
στρώνοντας κάτασπρο σεντόνι.
Ούτε πουλιού γροικάς λαλιά,
ούτ’ ένα βέλασμα προβάτου,
λες κι απλωμένη σιγαλιά
είναι κει ολόγυρα θανάτου.
Μα ξάφνου πέρα απ’ το βουνό
γλυκός σημάντρου ήχος γροικιέται,
ωσάν βαθιά απ’ τον ουρανό
μέσα στη νύχτα να σκορπιέται.
Κι αντιλαλεί τερπνά-τερπνά
γύρω στην άφωνη την πλάση,
και το χωριό γλυκοξυπνά
την Άγια μέρα να γιορτάσει.
Ξημέρωμα Πρωτοχρονιάς
(Ε. Νέγρη)
Το χιόνι πέφτει από ψηλά,
ξημέρωσε Πρωτοχρονιά,
και γέμισαν οι κλώνοι.
Ο Αι Βασίλης τη νυχτιά,
φέρνει τα δώρα στα παιδιά,
που τραγουδούν ακόμη.
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά,
σε κάθε σπίτι και γωνιά,
για να χαρούνε όλοι.
Και με τη νέα τη χρονιά,
υγεία, αγάπη και χαρά,
να ‘ρθει στη χώρα όλη.
Χριστούγεννα
(Στέλιος Σπεράντσας)
Στη γωνιά μας κόκκινο
τ’ αναμμένο τζάκι.
Τούφες χιόνια πέφτουνε
στο παραθυράκι.
Όλο απόψε ξάγρυπνο
μένει το χωριό
και χτυπά Χριστούγεννα
το καμπαναριό.
Έλα, Εσύ, π’ Αρχάγγελοι
σ’ ανυμνούν απόψε,
πάρε από την πίτα μας
που ευωδιά και κόψε.
Έλα κι γωνίτσα μας
καρτερεί να ‘ρθεις.
Σου ‘στρωσα Χριστούλη μου
για να ζεσταθείς.
Χριστουγεννιάτικη ἱστορία – τοῦ Μιχάλη Γκανᾶ
Κάθεται μόνος
καί καθαρίζει τ’ ὅπλο του δίπλα στο τζάκι
Κανείς δέ θά’ ρθει καί τό ξέρει,
κλεῖσαν οἱ δρόμοι ἀπό το χιόνι, σάν πέρυσι,
σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα καί πάλι
καί τά ποτά κρυώνουν στό ντουλάπι.
Τό τσίπουρο στυφό, τό οὖζο γάλα καί τό κρασί ραγίζει τά μπουκάλια.
Ἐκείνη τρία χρόνια πεθαμένη.

Κάθεται μόνος του δίπλα στο τζάκι,
Δεν πίνει, δεν καπνίζει, δέ μιλάει.
Στήν τηλεόραση χιονίζει,
Τό στρώνει ἀργά στό πάτωμα καί στό τραπέζι
καί στίς παλιές φωτογραφίες,
γνώριμα μάτια τῶν νεκρῶν,
πού τόν κοιτάζουν ἀπ’ τό μέλλον.
Ἐκείνη τρία χρόνια πεθαμένη
Καί μόνο τό δικό της βλέμμα
ἔρχεται ἀπό τά περασμένα.

Κοντεύουνε μεσάνυχτα
καί καθαρίζει τ’ ὅπλο του ἀπ’ το πρωί.
Πῶς νά τοῦ πῶ «Καλά Χριστούγεννα»,
Εὐχές δέ φθάνουν ὣς ἐδῶ,
Δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα,
ἡ σκέψη ἁρπάζεται ἀπ’ τό κλαδί τῆς μνήμης,
μά νά τρυπώσει δέν μπορεῖ στή μοναξιά του.
Μιά μοναξιά πού χτίστηκε σιγά σιγά
μ’ ὅλα τά ὑλικά καί δίχως λόγια.

Κοντεύουν ξημερώματα κι ἀκόμη
Γυαλίζει τ’ ὅπλο του δίπλα στο τζάκι
μέ ἀργές κινήσεις σά νά τό χαϊδεύει.
Μένει στά δάχτυλα τό λάδι
ἀλλά τό χάδι χάνεται.
Θυμᾶται κυνηγετικές σκηνές
μέ ἀγριογούρουνα καί χιόνια ματωμένα,
πρίν γίνει θήραμα κι ὁ ίδιος
στήν μπούκα ἑνός κρυμμένου κυνηγοῦ,
πού τόν παραμονεύει ἀθέατος
ἀφήνοντας νά τόν προδίδουν κάθε τόσο
πότε μιά λάμψη κάνης,
πότε μιά κίνηση στίς κουμαριές
κι ἡ μυρωδιά ἀπ’ τό βαρύ καπνό του.
Ξέρει καλά ὅτι κρατάει
μακρύκανο παλιό μπροστογεμές
γεμάτο σκάγια καί μπαρούτι μαῦρο.
Ὅταν ἀποφασίσει νά τοῦ ρίξει
δέ θά προλάβει πάλι νά τόν δεῖ
πίσω ἀπ’ τό σύννεφο τῆς ντουφεκιᾶς του.

Ἂν σκέφτεται στ’ ἀλήθεια κάτι τέτοια,
καί δέν τόν τιμωρῶ ἐγώ μ’ αυτές τίς σκέψεις,
πῶς νά πλαγιάσει καί νά κοιμηθεῖ.
Λέω νά γίνω πατέρας τοῦ πατέρα μου,
ἕνας πατέρας πού τοῦ ἒτυχε
σιωπηλό καί δύστροπο παιδί,
καί νά τοῦ πῶ μιά ἱστορία
γιά νά τόν πάρει ὁ ὓπνος.

Ὕπνε πού παίρνεις τά παιδιά πάρε καί τόν πατέρα…
Ὕπνε πού παίρνεις τά παιδιά
πάρε καί τόν πατέρα• ἀπ’ τίς μασχάλες πιάσ’ τονε
σά νά’ ταν λαβωμένος. Ὅπου πηγαίνεις τά παιδιά
ἐκεῖ περπάτησέ τον, μέ τό βαρύ ἀμπέχωνο
στίς πλάτες του ν’ ἀχνίζει.

Δῶσ’ του κι ἕνα καλό σκυλί
καί τούς παλιούς του φίλους, καί ρίξε χιόνι ὓστερα
ἄσπρο σάν κάθε χρόνο. Νά βγαίνει ἡ μάνα νά κοιτᾶ
ἀπό τό παραθύρι, τήν ἔγνοια της νά βλέπουμε
στά γαλανά της μάτια, κι ὅλοι νά τῆς τό κρύβουμε
πώς εἶναι πεθαμένη.

Ὕπνε πού παίρνεις τά παιδιά
πάρε κι ἐμᾶς μαζί σου, μέ τούς ἀνήλικους γονεῖς,
παιδάκια τῶν παιδιῶν μας. Σέ στρωματσάδα ρίξε μας
μιά νύχτα τοῦ χειμώνα, πίσω ἀπ’ τά ματοτσίνορα
ν’ ακοῦμε τούς μεγάλους, νά βήχουν, να σωπαίνουνε,
νά βλαστημοῦν τό χιόνι. Κι ἐμεῖς νά τούς λυπόμαστε
πού γίνανε μεγάλοι καί νά βιαζόμαστε πολύ
νά μοιάσουμε σ’ εκείνους, νά δοῦν πώς μεγαλώσαμε
νά παρηγορηθοῦνε.
[Το ποίημα προέρχεται από τη συλλογή Γυάλινα Γιάννενα

Το ποίημα «Παραμονή Χριστουγέννων» του Τάσου Λειβαδίτη (1922 – 1988) ανήκει στη Συλλογή «Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο», που γράφτηκε στη Μακρόνησο, το 1950. Πρόκειται για ένα ποίημα βαθιά ανθρώπινο και απέραντα τρυφερό. Και μόνο στο άκουσμα της ευχής «Καλά Χριστούγεννα», η ψυχή του συντρόφου κατακλύζεται από θαλπωρή…

…Σηκώνεις το γιακά της χλαίνης σου. Χιονίζει.
Μια πλάκα φωνογράφου στο Διοικητήριο. Πιο μακριά
η σιωπή. Καλή νύχτα, καλά Χριστούγεννα.
Συλλογιέσαι τ’ άστρα πίσω απ’ την καταχνιά
σκέφτεσαι πως αύριο μπορεί να σε σκοτώσουν.
Μα απόψε αυτή η φωνή είναι μια τσέπη μάλλινη
χώσε τα χέρια σου.
- Καληνύχτα, Θωμά. Καλά Χριστούγεννα.
Κ’ η καρδιά σου φωτίζεται σαν χριστουγεννιάτικο τζάμι.

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2018

Αντί-δωρο στην προσμονή

Οταν η νύχτα ακουμπάει στους ώμους της το πρώτο φως της αυγής/ έρχεσαι γυμνός  και απροκάλυπτος στη χώρα του ονείρου.
Κι αρχίζουν τότε οι αισθήσεις να θωπεύουν τη μνήμη / να βγαίνει στην επιφάνεια η επιθυμία.
'Εξαψη της στιγμής στραγγίζει σταγόνα/ σταγόνα το δάκρυ στο τάσι του 'Ερωτα/ για όσα δεν υπήρξαμε παρά μόνο σε επίπεδο φαντασίας.
Παραδοθήκαμε για λίγο στο ανεκπλήρωτο/ με άχραντες λέξεις κοινωνήσαμε το μυστήριο του πάθους και σβήσαμε τη δίψα του πόθου μας / με της αγάπης τ' ακριβό κρασί.
Αντί-δωρο στην προσμονή..
Μετά-γγιση στην απουσία..
(Μαρία Λαμπράκη)