Σελίδες

Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017

Τα Νανουρίσματα στην ποίηση


Νανουρίσματα, μικρά ποιητικά αριστουργήματα που επινοεί η μάνα καθώς αποκοιμίζει το μωρό της.
Στίχοι γεμάτοι ρόδα, κρίνα και παγόνια, Βυζαντινούς ρηγάδες και αρχόντισσες του ονείρου, ευχές και παινέματα για το μικρό παιδάκι, τo αστέρι στην αγκαλιά του κόσμου.

ΤΑ ΛΑΙΚΑ ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑΤΑ ΩΣ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΕΙΔΟΣ
Πλήρη αναφορά /ΕΔΩ

Νανούρισμα [Ματωμένος γάμος - Federico Garcia Lorca]
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις Στίχοι/ μετάφραση: Νίκος Γκάτσος


Νάνι το παιδί μου, νάνι
Που δεν ήθελε νερό
Τ' άλογο μας το μεγάλο
Αχ! Καρδούλα μου ποιός ξέρει
Τι να λέει το ποταμάκι στο λιβάδι το χλωρό

Νάνι, το νερό το μαύρο
μες στα πράσινα χορτάρια
που ψιλό τραγούδι πιάνει.
Νάνι την τριανταφυλλιά μου
που τη γης δάκρυο ποτίζει,
τ' άλογό μας το καλό.

Κι έχει πόδια λαβωμένα τραχηλιά κρουσταλλιασμένη
Εχει ένα ασημένιο λάζο καρφωμένο μες στα μάτια.
Μόνο μια φορά σαν είδε τ' αντρειωμένα τα βουνά
Εχλιμίντρισε κι εχάθη στα νερά τα σκοτεινά...

Αχ! Πού πήγες άλογό μου
που δεν ήθελες να πιεις;
Αχ, μαράζι μες στο χιόνι....

Νάνι το γαρούφαλό μου
που τη γης δάκρυο ποτίζει,
τ' άλογό μας το καλό...

Μην έρχεσαι - μη μπαίνεις -
το παραθύρι κλείσ'το
Με φυλλωσιές ονείρου,
μ' όνειρα φυλλωσιάς.

Κοιμάται το παιδάκι μου
Σωπαίνει το μωρό μου...

Αχ! Πού πήγες άλογό μου
που δεν ήθελες να πιεις;
Άλογο της χαραυγής.

Γιάννης Ρίτσος - Πρωινό Άστρο.
Κοριτσάκι μου, θέλω να σου φέρω
τα φαναράκια των κρίνων
να σου φέγγουν τον ύπνο σου.
...................................
Κοιμήσου,
Να μεγαλώσεις γρήγορα.

Έχεις να κάνεις πολύ δρόμο, κοριτσάκι,
κι έχεις δυο πεδιλάκια μόνο από ουρανό.
Κοιμήσου.
..................................
Κοιμήσου, κοριτσάκι.
Είναι μακρύς ο δρόμος.

Πρέπει να μεγαλώσεις.
Είναι μακρύς
μακρύς, μακρύς ο δρόμος.
...................................

Τα δέντρα ανθίζουν,
δεν ξέρουν γιατί,
ανθίζουν.
Τα λουλούδια δε νοιάζονται
να γίνουν καρποί,
γίνονται καρποί.
Κι εγώ τραγουδάω,
δεν ξέρω γιατί,
τραγουδάω.
.............................
Έχω ένα κοριτσάκι
έχω ένα κοριτσάκι.
Είμαι ένα δέντρο μες στη μέση τ' ουρανού.
..........................................
Κράτησέ με, κοριτσάκι,
με παίρνει ο αέρας
πάνω απ' τα βουνά
ψηλά, ψηλά,
γαλανά φτερά,
φτερά, φτερά,
μια θάλασσα φτερά
η χαρά.

Κράτησέ με.
......................................
Μονάχα το χαμόγελό σου
ένας ρόδινος κρίκος να πιαστώ.
Κράτησέ με.
.............................
.

Μια κίνηση
του τρυφερού χεριού σου
έσβησε μεμιάς όλο το μαύρο.
Έτσι παιδί που μ' έκανες, παιδί μου,
πώς θα τα βγάλω πέρα από τους ίσκιους
που στέκουν και παραμονεύουν
πίσω από τ' ανθισμένο σου χαμόγελο;
..............................
Γιατί δεν είναι, κοριτσάκι,
να μάθεις μόνο
εκείνο που είσαι
εκείνο που έχεις γίνει,
είναι να γίνεις
ό,τι σου λέει
κι ο ρόδινος καρπός που πέφτει
κι η μακρινή σελήνη
στον κοντινό καθρέφτη.
Άλλη χαρά
δεν είναι πιο μεγάλη
απ' τη χαρά που δίνεις.

 
Art by Abbott Handerson Thayer - 1877
Ναζίμ Χικμέτ - "Νανούρισμα στο γιο μου"

Κοιμήσου, σπλάχνο μου, κοιμήσου, νάνι...
Στον ύπνο σου έρχεται μια θάλασσα απέραντη. Βουνά τα κύματά της, φουσκώνουν αφρισμένα, λυσσομανάνε...

Κοιμήσου, σπλάχνο μου, κοιμήσου, νάνι...
Στον ύπνο σου έρχεται ένα καράβι, κι εσύ στη γέφυρα του καπετάνιου.
Στα δεξιά σου, το κύμα που χτυπιέται, και στα ζερβά σου... Για δες το που σε πολεμάει...
Μα μη σε νοιάζει, γιε μου, μη φοβάσαι! Οι μηχανές δουλεύουνε σαν την καρδιά σου. Το σκαρί γερό και το τιμόνι στα χέρια σου...

Κοιμήσου, σπλάχνο μου, κοιμήσου, νάνι...
Πελώρια αέρινη γέφυρα δένει τα περιγιάλια. Στ' αστραφτερό δοκάρι της εσύ αγναντεύεις.
Κοίτα κάτου, μη ζαλιστείς. Κοίτα πάνου, το κεφάλι σου λες κι ακουμπάει τον ουρανό...

Κοιμήσου, σπλάχνο μου, κοιμήσου, νάνι...
Τι πολλά βιβλία είν' αυτά; Όλα τα έχεις διαβάσει; Ρυτίδες στο μέτωπό σου, τα μαλλιά σου κατάλευκα.
Τα μάτια σου είναι τα μόνα στη γη που έχουν καταλαβει. Το πρόσωπό σου όμορφο σαν την αιωνιότητα.
Μην αμφιβάλλεις, μη φοβάσαι μη και δε βρήκες ό,τι έψαχνες.
Διάβαζε πολεμώντας, διάβαζε αυτό που διαβάζεις χωρίς να το ξεχωρίζεις από τη μάχη...

Κοιμήσου, σπλάχνο μου, κοιμήσου, νάνι...
Άκου, φωνές ακούς. Κοίτα τι όμορφα χρώματα που βλέπεις...
Τα χέρια σου χαϊδεύουν το μάρμαρο, και νά, του δίνουν το πιο σταθερό, πιο ζωντανό σχήμα...

Κοιμήσου, σπλάχνο μου, κοιμήσου, νάνι...
Άφοβος σαν θαλασσινός,μάστορας δημιουργός,φιλόσοφος γνώστης  και καλλιτέχνης τολμηρός
- έτσι να γίνεις...
Κοιμήσου, σπλάχνο μου, κοιμήσου, νάνι...

  Μπιέρνστιερνε Μαρτίνους Μπιέρνσον (Bjørnstjerne Martinus Bjørnson-Oi άγγελοι του ύπνου
Κοιμώταν το μικρό παιδάκι
-Στο μάγουλό του το χεράκι-

Κ' έτρεχαν αμέσως τ' αγγελάκια
Με χαρές με χίλια παιχνιδάκια.
Το παιδάκι σαν ξυπνούσε, τη μαμά του είχε στο πλάϊ:
"Μεσ' στον ύπνο το μικρό μου τι γλυκά που μου γελάει!"

Πήγε η μαμά σε κόσμον άλλο,
Κ' έγινε το παιδί μεγάλο.
Και κοιμώταν στο προσκέφαλό του
Με πικρά δάκρυα στο μάγουλό του.

Κ' άκουγε αμέσως γέλια, της μαμάς γλυκά λογάκια,
Γιατί όνειρα του φέρναν παιδακίσια τ' αγγελάκια.

Πέρασαν χρόνοι ακόμα λίγοι
Και κάθε δάκρυ του έχει φύγει.
Και κοιμάται πια χωρίς ελπίδες,
Όλο σκέψεις, έννοιες και φροντίδες.
Μα οι άγγελοι δεν φεύγουν, τις φροντίδες του κοιμίζουν.
"Έχε ειρήνη, όταν κοιμάσαι!" με αγάπη ψιθυρίζουν.

Ο Μπιέρνστιερνε Μαρτίνους Μπιέρνσον (Bjørnstjerne Martinus Bjørnson, 8 Δεκεμβρίου 1832 – 26 Απριλίου 1910) ήταν Νορβηγός συγγραφέας, βραβευμένος με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας του 1903

Διαβάστε περισότερα /ΕΔΩ 


Charles West Cope (1811-1890) English painter

Μάνος Λοίζος-Νανούρισμα

Θα κεντήσω,πάνω στου αλόγου σου τη σέλλα
Με διαμαντόπετρες σωρό
του φεγγαριού το πήγαιν' έλα
στο πελαγίσιο το νερό
Αγόρι μου,αγόρι μου
αγόρι μου να σε χαρώ

Θα κεντήσω στ' ασημοπίστολα σου πλάι
της χελιδόνας το φτερό
κι έναν σταυρό να σε φιλάει
τις νύχτες που σε καρτερώ
Θα κεντήσω πάνω στο δίκοπό σου λάζο
το βλέμμα σου το καθαρό
αυτό το βλέμμα το γαλάζιο
που δε χορταίνω να θωρώ

Mother's Lullaby - Harry Roseland

Νανούρισμα-Ἀργύρης Ἐφταλιώτης 

Ἒλ᾿ ἀγεράκι τοῦ βουνοῦ καὶ γλυκοδρόσισέ το,
κατέβ᾿ ἀχτίδα τ᾿ οὐρανοῦ καὶ γλυκοχάιδεψέ το.
Νάνι, νάνι τὸ μωρό μου,
πᾶρε, ὕπνε, τ᾿ ἀκριβό μου.

Στ᾿ ἀγγελικό του πρόσωπο τῆς Παναγιᾶς ἡ χάρη
καὶ τοῦ παιδιοῦ της ὁ σταυρὸς στὰ στήθια του καμάρι.
Νάνι, νάνι στὸ μαντρί σου,
λαγιαρνάκι μου, κοιμήσου.

Τὰ ὄνειρ᾿ ἂς κατέβουνε χρυσὰ καὶ μυρωμένα
ν᾿ ἀνθοβολοῦν στὰ χείλη σου χαμόγελα σπαρμένα.
Νάνι, νάνι τ᾿ ἀγγελούδι,
νάνι, ἀμύριστο λουλοῦδι.

῾Λᾶτε, τρυγόνες, πεῖτε μου, τί λέτε στ᾿ ἀκριβά σας,
τὸ βράδι σὰν τὰ παίρνετε στὰ μαλακὰ φτερά σας.
Νάνι, νάνι τ᾿ ἀργυρό μου,
πᾶρε, ὕπνε, τ᾿ ἀκριβό μου.

Ἂν λέτε πῶς τρελαίνεστε, ἐγὼ νὰ πῶ πεθαίνω,
γιατί σεῖς τά ᾿χετε πολλὰ κι ἐγώ ᾿να τὸ καημένο.
Νάνι, νάνι τὸ μωρό μου,
νάνι τὸ μονάκριβό μου.
Ἀργύρης Ἐφταλιώτης (Μήθυμνα 1849, Ἀντίπολη Γαλλίας 1923): ψευδώνυμο τοῦ Κλεάνθη Μιχαηλίδη, 
ποιητῆ καὶ πεζογράφου ἀπὸ τὴ Λέσβο, 
ἀπὸ τοὺς πρωτοπόρους τοῦ δημοτικισμοῦ.
  

Lullaby by Harry Roseland

Κωστής Παλαμάς (1859-1943)

 Το νανούρισμα
Διαβαίνει από το δρόμο η βασίλισσα,
κι όποιος την αγναντεύει τηνε χαίρεται,
 κι όποιος τη συντυχαίνει τηνε προσκυνά.
 Σαράντα μέρες έχει που ξεγέννησε
 πρωτόλουβο του θρόνου χρυσοβλάσταρο,
παιδάκι, σαν τον ήλιο βασιλόπουλο
 κι απάνου στις σαράντα βγήκε ολόφρεσκη. 


Και στη γωνιά του δρόμου ένας γέροντας
ακουμπισμένος παίζει με τη λύρα του.
  Και μες στη γλύκα πὄχει το δοξάρι του
 και μες στη λάβρα πὄχει το τραγούδι του

γελούν οι εμορφάδες της Ανατολής,
ο ήλιος, τα λουλούδια, οι γυναίκες της,
βογκούν οι ιστορίες της Ανατολής,
 τα πάθη κι οι ελπίδες και η δόξα της.

Διαβαίνει από το δρόμο η βασίλισσα,
 κι ο γέρος που τη βλέπει γλυκοτραγουδά.
«Μητέρα και κυρά μου και βασίλισσα!
Σαν το πετράδι μέσα σ’ αλαφρόπετρες,
 το φύλαγα για σένα τόσονε καιρό
μες στ’ άλλα μου τραγούδια το τραγούδι μου.

Σε χρόνια περασμένα, τον παλιό καιρό,
 Φράγκοι πατούν την Πόλη την απάτητη,
και στο σταυρό απάνου που κρατούσανε
  κι εδείχναν με καμάρι μάς σταυρώνουνε.
 Ύστερα ήρθ’ ο Τούρκος στα σημάδια τους,
 πρώτα το δρόμο Φράγκος τού τον έδειξε.
 Βάστα, καημένη Πόλη, βάστ’, Ανατολή,
τη φλόγα, το μαχαίρι, την ατίμωση!


Johann Georg Meyer von Bremen. (Bremen 1813–1886) 
 Εγίναν μαύρη στάχτη τα παλάτια σου,
 και κόκκινα ποτάμια τα σοκάκια σου

 και μακελειό και στάβλος η Αγιά Σοφιά.
 Κι επάρθ’ η παρθενιά σου η περήφανη,
 που ο κόσμος την προσκύνα κι έπαιρνε ζωή,
 με τα τρελά σου πλούτη, με τ’ αμέτρητα.
 Που αν θέλαν να ζυγιάσουν απ’ τη μια μεριά
 το βιος της οικουμένης κι απ’ την άλλη αυτά,
 θα βάραινε το ζύγι από τα πλούτη σου.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ξεσπιτωμένοι τρέχουν μες στην ξενιτιά
 στη γύμνι’ αδέρφια, αρχόντοι και φτωχολογιά.
 Και μια κυρά μεγάλη, ρήγισσα κυρά,
 στην εξορία σέρνει τα καμάρια της,

 τρία χλωρά κορίτσια και μωρό παιδί.

Τον πόνο της πατρίδος έχ’ η ρήγισσα
 κι έχει στα χείλη βούλα, πέτρα στην καρδιά.
 Kι οι ρηγοπούλες έχουν τη νεότη τους
κι έχουν στα χείλη μέλι, στην καρδιά φτερά·
και το βυζασταρούδι έχει τη μάνα του
και τη χρυσή του κούνια και τον ύπνο του,
  κι όταν το δέρνει αγρύπνια κι όνειρο κακό,
παράπονο το πιάνει κλαηματόπνιχτο·
— χαρά στα κλαηματάκια του μικρού παιδιού,
η μόνη λύπη πού ειναι να τη χαίρεσαι! —
 Τότε οι τρεις παρθένες οι γλυκόστομες
 αράδ’ αράδ’ αρχίζουν το νανούρισμα,

 να κλείσει τα ματάκια, ν’ αποκοιμηθεί.

— Πάρε μου, ύπνε, πάρε το παιδάκι μου,
και στόλισ’ το με γιούλια και γαρούφαλα
και θρέφ’ το με τα χάιδια και με τα φιλιά,
 το καημένο, το παραπονεμένο!


Τις ευωδιές του μόσχου δώσ’ του ανασασμό,
του έλατου το ψήλος δώσ’ του για κορμί,
 του λιονταριού τη ζόρη δώσ’ του λεβεντιά,
 το καημένο, το παραπονεμένο! —

Μα κλαίει ακόμα, κλαίει μες στην κούνια του,
κι η δεύτερ’ αδερφή του παίρνει το σκοπό.

Art by Innocenti Camillo
— Κοιμήσου, και για σένα κλώθ’ η μοίρα σου
 στ’ ανταριασμένο επάνου, στο ψηλό βουνό,
και τις σπηλιές σ’ τις φκιάνει χρυσοπάλατα· νάνι νάνι,
 ο πόνος σου να γιάνει!


Τ’ αγκάθια σού τα φκιάνει τριαντάφυλλα,
 σου κάνει τα χαλίκια διαμαντόπετρες,
σου δίνει και γυναίκα την Πεντάμορφη.
 Νάνι νάνι, ο πόνος σου να γιάνει!
Μ’ ακόμα κλαίει μες στην κούνια του
 80 κι αρχίζ’ η τρίτη κόρ’ η εμορφότερη· —

Σώπα, τρανέ μου αφέντη, κι αυτοκράτορα,
κι απ’ τη Χρυσή την Πύλη σαν αρχάγγελος θα νά μπεις μες στην Πόλη,
 στην Αγιά Σοφιά, Βασιλιά μου,
  ζωή μου και καρδιά μου! —

Μόλις χυθεί ο ήλιος της κορόνας σου
 θ’ ανοίξ’ η Ρωμιοσύνη σαν τα λούλουδα,
και θα σκορπίσει ο Φράγκος σαν την καταχνιά,
 Βασιλιά μου, ζωή μου και καρδιά μου! —

Σαν να ’νιωσε τα λόγια τα γλυκόλογα,

 στην όψη του ανθίζει το χαμόγελο,
 κι αντάμα κρυφοσειένται τα χειλάκια του,

σαν να ζητούν να μάθουν και να ξαναειπούν
 της τρίτης αδερφούλας το νανούρισμα,
 κι αποκοιμιέτ’ αμέσως το ρηγόπουλο…

Οι μοίρες εφυλάξαν το τραγούδι της,
και ριζικό το γράψαν στο βιβλίο τους·
περάσαν μέρες, μήνες, χρόνια πέρασαν,
 και το μωρό της κούνιας άντρας έγινε·
 κι απ’ τη Χρυσή την Πύλη σαν αρχάγγελος,
τρανός αφέντης, ρήγας, αυτοκράτορας,
 εμπήκε μες στην Πόλη, στην Αγιά Σοφιά·
 και χύνεται ο ήλιος της κορόνας του,
κι ανθίζει η Ρωμιοσύνη, σαν τα λούλουδα,
και χάνεται ο Φράγκος σαν την καταχνιά!
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Μητέρα και κυρά μου και βασίλισσα!
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
— Και η φωνή του γέρου ετρεμούλιασε. Κι οι δοξαριές στα τέλια εσπαρταρίσανε. —

 Εκεί που παραστέκεις το παιδάκι σου,
 και εκείνο κλαίει και σκούζει μες στην αγρυπνιά,
 ένα τού πρέπει μόνο μες στην κούνια του,
 ένα τραγούδι πάντα να του λες γλυκά:
της τρίτης ρηγοπούλας το νανούρισμα!
Ποιός ξέρει, σαν και τ’ άλλο το ρηγόπουλο,
 μήπως αυτό προσμένει για να κοιμηθεί…
 Γιατί κι αυτό αν γεννήθη από βασίλισσα μες σε χρυσό παλάτι,
θρόνον αργυρό, δεν είναι το παλάτι που του γράφτηκε,
  δεν είν’ αυτός ο θρόνος που το καρτερεί!»
Μάρτιος 1884 *

ΠΗΓΗ


Ἀργύρης Ἐφταλιώτης -Νανούρισμα

Ἒλ᾿ ἀγεράκι τοῦ βουνοῦ καὶ γλυκοδρόσισέ το,
κατέβ᾿ ἀχτίδα τ᾿ οὐρανοῦ καὶ γλυκοχάιδεψέ το.
Νάνι, νάνι τὸ μωρό μου,
πᾶρε, ὕπνε, τ᾿ ἀκριβό μου.
Στ᾿ ἀγγελικό του πρόσωπο τῆς Παναγιᾶς ἡ χάρη
καὶ τοῦ παιδιοῦ της ὁ σταυρὸς στὰ στήθια του καμάρι.
Νάνι, νάνι στὸ μαντρί σου,
λαγιαρνάκι μου, κοιμήσου.
Τὰ ὄνειρ᾿ ἂς κατέβουνε χρυσὰ καὶ μυρωμένα
ν᾿ ἀνθοβολοῦν στὰ χείλη σου χαμόγελα σπαρμένα.
Νάνι, νάνι τ᾿ ἀγγελούδι,
νάνι, ἀμύριστο λουλοῦδι.
῾Λᾶτε, τρυγόνες, πεῖτε μου, τί λέτε στ᾿ ἀκριβά σας,
τὸ βράδι σὰν τὰ παίρνετε στὰ μαλακὰ φτερά σας.
Νάνι, νάνι τ᾿ ἀργυρό μου,
πᾶρε, ὕπνε, τ᾿ ἀκριβό μου.
Ἂν λέτε πῶς τρελαίνεστε, ἐγὼ νὰ πῶ πεθαίνω,
γιατί σεῖς τά ᾿χετε πολλὰ κι ἐγώ ᾿να τὸ καημένο.
Νάνι, νάνι τὸ μωρό μου,
νάνι τὸ μονάκριβό μου.
πηγη  
A Mother With Her Sleeping Child Leon-Jean-Basile
 
Νανούρισμα-Αρης Αλεξάνδρου
Κοιμήσου και πλαγιάσανε τ’ αστέρια στις παντιέρες
είν’ το φεγγάρι στη σκοπιά κι ο ΕΛΑΣ στα καραούλια
κ’ έχεις κουβέρτα σύγνεφο και κούνια σου την πέτρα.

Κοιμήσου μέρα κόκκινη της άνοιξης αχείλι
πόχεις τον ήλιο στην καρδιά τη λευτεριά στα μάτια
και σε παινάει το δειλινό και σε ζουλεύει η αυγούλα.

Κοιμήσου κ’ έπιασε δουλειά των μπουμπουκιών η βάρδια
τα δέντρα ανασκουμπώθηκαν έβαλε μπρος ο γήλιος
να βγάλει το πεντάχρονο τα κόκκινα κεράσια.

Κοιμήσου και το Πάσχα μας προκήρυξη θα βγάλει
το γέλιο σου το σύνθημα καλοκαιριάς ελπίδα
να το μοιράσει η θάλασσα στων λιμανιών τις πόρτες.

Κοιμήσου και παράγγειλα στην ΕΣΣΔ ένα τραγούδι
να σου το λένε οι όμορφες να σου το λέει ο Μάης
να το χορεύει η ξεγνοιασιά ν’ ακούει ο κόσμος όλος.

Ποίημα της συλλογής «Ακόμα τούτη η άνοιξη» (1946) που μετά δημοσιεύτηκε στη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα 1941-1974. 
ΠΗΓΗ 

Το νανούρισμα της Παναγίας του Θωμά Κοροβίνη

Κοιμήσου τώρα που κανείς
δε θα’ ρθει να σε πάρει,
γιατί’ ναι η προίκα σου ο καημός
μαζί με τόση χάρη.
Ένας καημός αβάσταχτος,
η δύναμή σου, φως μου,
που απ’ τη θωριά σου  θα σκιαχτούν
οι δυνατοί του κόσμου.
Δε θα’ χει τόπο να κρυφτείς
απ’ το μεγάλο πόνο,
σαν πέσεις να προσευχηθείς
θα σε πετύχουν μόνο.
Οι πραίτορες κι οι δικαστές,
ο γύπας και το φίδι,
οι φαρισαίοι κι οι γραμματείς,
του Χάρου το λεπίδι.
Γιατί δεν πάτησες στη γη
στο φοβερό το βήμα
να δώσεις τόπο στην οργή
και άφεση στο κρίμα.
Ήρθες να διώξεις το άδικο
τον φθόνο να γκρεμίσεις,
για τη χλιδή του μαμωνά
φρικτά να μαρτυρήσεις.
Ποιος θρήνος, ποια κραυγή χωράει
το που θα πιω και που θα πιεις
φαρμάκι στο ποτήρι;
Ποιος τρυγητής και ποιος κιοτής
απ’ τη ζωή σου θα γευτεί
το μέλι και τη γύρη;
Ποιος Βαραββάς και ποιος ληστής
όταν εσύ θα σταυρωθείς
θα κάνει πανηγύρι;

Γκούσταφ Κλιμτ (Gustav Klimt)
Art by elizabeth nourse
Nανούρισμα... Ποίηση: Federico Garcia Lorca. Ποιητική απόδοση: Λευτέρης Παπαδόπουλος. Μουσική: Χρήστος Λεοντής.  Ασημιά κουδούνια αντηχούν στον δρόμο πούθε πας μικρό μου ηλιοχιόνιστο - Πάω στις μαργαρίτες πέρα στο λιβάδι πράσινο λιβάδι - σα ζωγραφιστό - Πούθε πας μικρό μου διόλου δεν φοβάσαι πέρα είν' το λιβάδι - ώρες μακριά - Η δικιά μου αγάπη διόλου δεν φοβάται τ'ανοιχτό τ'αγέρι την δενδροσκιά - Τότε να φοβάσαι γιόκα μου τον ήλιο ακριβό μου αγόρι ηλιοχιόνιστο - Τα μαλλιά μου ο ήλιος τάκαψε για πάντα κι είμαι ασπρομάλλης δυο χρονώ μωρό

Αrt by Louis Janmot 

Κρητικό Παραδοσιακό Νανούρισμα, Lullaby Greek

Ερμηνεία : Αλεξία Χρυσομάλλη Πάρε το ύπνε το παιδί, Κι άμε το στα περβόλια Γέμισε τα στηθάκια του, Γαρύφαλλα και ρόδα Κοιμήσου εσύ μωράκι μου, Σε κούνια καρυδένια Σε ρουχαλάκια κεντητά, Και μαργαριταρένια. Κοιμήσου με τη ζάχαρη, Κοιμήσου με το μέλι Και νίψου με το ανθόνερο, Που νίβονται οι άγγελοι
Art by William-Adolphe Bouguereau - 1875
 

Νανούρισμα

Στίχοι: Γιώργος Τσέρτος Μουσική: Ηλίας Λιούγκος
Κοιμήσου άστρο φωτεινό,
σμίξε τα βλέφαρά σου
και θα 'ρθουν όνειρα γλυκά
ο Μάης μεσ' στη θωριά σου.

Αητός να γίνεις, να πετάς,
καράβι ν' αλαργιεύεις
κι αηδόνι γλυκολάλητο
τον πόνο να μερεύεις.

Κια σα δεντρί να απλωθείς
κλώνους χίλιους ν' απλώσεις,
κάθε κλωνί κι ένα καλό
στον κόσμο θε να δώσεις.

Κοιμήσου εσύ κι εγώ αγρυπνώ,
κοιτώ σε και δε χορταίνω,
μοσχοτριανταφυλλίτσα είναι
η πνοίτσα που ανασαίνω.
 Ο Γιοχάνες Μπραμς θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες κλασικής μουσικής του 19ου αιώνα.
Το 1868 έγραψε το παρακάτω νανούρισμα.
 

Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2017

«Ο Γλάρος» του Άντον Τσέχωφ


Ο Γλάρος (Ρωσικά: Чайка) είναι θεατρικό έργο του Ρώσου συγγραφέα Αντόν Τσέχωφ. Η συγγραφή του έργου ολοκληρώθηκε το 1895. Στη σκηνή ανέβηκε για πρώτη φορά το 1896 στο Θέατρο Αλεξαντρίνσκι της Αγίας Πετρούπολης
 Μια παράσταση που δεν βρήκε ανταπόκριση και χαρακτηρίστηκε ως αποτυχημένη. Αντίθετα δεύτερο ανέβασμα του έργου το 1898, από το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, σε σκηνοθεσία Κ. Στανισλάφσκι, στάθηκε ιδιαίτερα επιτυχημένο. Από τότε "Ο Γλάρος" έχει παιχτεί αμέτρητες φορές σε όλο τον κόσμο.
Στην Ελλάδα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ηλύσια (έτος Α΄, τ. Α΄, 1906, σελ. 83-151) και πρωτοπαρουσιάστηκε από το θίασο της Μ. Κοτοπούλη, το 1932. Θεωρείται το έργο που καθιέρωσε τον Τσέχωφ, ως θεατρικό συγγραφέα στη συνείδηση κοινού και κριτικής.

Με τον "Γλάρο" εγκαινιάστηκε η ιδιότυπη σύνθεση της τσεχωφικής δραματουργίας, όπου τη θέση του ως τότε καθιερωμένου "κεντρικού ήρωα - ηρωίδας" παίρνει ένας όμιλος προσώπων, μια μικρή κοινωνία, με μοιρασμένη ανάμεσα τους τη δράση. Το ύφος του έργου είναι μικτό, μοιράζεται ανάμεσα στο δράμα και στην κωμωδία. Ο ίδιος ο Τσέχωφ χαρακτήρισε το έργο του ως «κωμωδία σε τέσσερις πράξεις».

Ο Τσέχωφ στον "Γλάρο" θίγει τις σχέσεις, τα κίνητρα, την ψυχολογία και τις διεκδικήσεις ανθρώπων που αγαπούν, υπηρετούν ή θέλουν να υπηρετήσουν την τέχνη, μέσω της συγγραφής και του θεάτρου. Γύρω τους περιστρέφονται οι άνθρωποι της καθημερινότητας που προσπαθούν να ξεπεράσουν τα αδιέξοδα της ζωής τους.

Anton Chekhov reads The Seagull with the Moscow Art Theatre company, 1899
«Ο Γλάρος» του Άντον Τσέχωφ γράφτηκε το 1890. 
Ο Γλάρος μιλάει για τη ματαιωμένη ζωή, για τα λιμνάζοντα ύδατα μιας αδιάκοπης δραστηριότητας που επιστρατεύεται για να κρύψει τον τρόμο του κενού όταν η ζωή στερείται της καθαρότητας ενός απολύτως προσωπικού και ανεπανάληπτου λόγου για να την ζεις. Μιλάει, δηλαδή, για κανονικούς, καθημερινούς ανθρώπους…

Όπως και στα άλλα δράματα του Ρώσου συγγραφέα, η θεατρική ποίηση είναι στοιχείο κυρίαρχο που εμποτίζει την πλοκή, δομεί τα συμβάντα και χρωματίζει το εσωτερικό και εξωτερικό τοπίο των ηρώων.
Η αληθινή δράση του έργου γίνεται σ΄ έναν απόλυτα μυστικό χώρο, και τα γεγονότα είναι η απόληξη αφανών καθημερινών δραμάτων, και εξαντλητικών ματαιώσεων. 

Στο Γλάρο το μεταθεατρικό στοιχείο είναι παρόν από την έναρξη του έργου. Οι βασικοί ήρωες του έργου περιστρέφονται γύρω από τον κόσμο του θεάτρου.
Ο Τρέπλεφ, ο νεαρός γιος της ηθοποιού Αρκάντινα, αναζητά νέους τρόπους έκφρασης στην ποίηση και στο θέατρο. Γράφει και παρουσιάζει το θεατρικό του έργο στο υποστατικό του Σόριν, αδελφού της μητέρας του. Η Νίνα, η αγαπημένη του Τρέπλεφ, θα είναι η ηθοποιός που θα αναλάβει να δώσει υπόσταση στο ποιητικό δράμα του. 

Η παράσταση θα τελειώσει άδοξα. Οι θεατές του έργου, που ανάμεσα τους είναι η Αρκάντινα και ο εραστής της, ο γνωστός συγγραφέας Τριγκόριν, φιλοξενούμενοι για λίγες μέρες στο υποστατικό, θα είναι ειρωνικοί και αμέτοχοι όχι μόνο στο θεατρικό αλλά και στο προσωπικό δράμα του Τρέπλεφ.
Οι περίπλοκες σχέσεις των ηρώων τους εγκλωβίζουν σ΄ ένα αναπόδραστο αδιέξοδο. Ο νεαρός Τρέπλεφ ζει έναν απελπισμένο έρωτα με τη Νίνα, που θαμπωμένη από τη γοητεία του Τριγκόριν θα αποφασίσει να γίνει επαγγελματίας ηθοποιός και να τον ακολουθήσει στην πόλη.
Δύο χρόνια αργότερα, ο Τρέπλεφ έχει καταφέρει να γίνει ένας μέτριος συγγραφέας. Εξακολουθεί να ζει στο ίδιο μέρος, να δημοσιεύει διηγήματά του σε διάφορα περιοδικά, και να παρακολουθεί από μακριά την θλιβερή προσωπική ζωή και την αποτυχημένη καριέρα της Νίνας.
Η επιδείνωση της υγείας του Σόριν θα φέρει πάλι στο υποστατικό την Αρκάντινα και τον Τριγκόριν. Στο ίδιο μέρος, τσακισμένη και ανήμπορη, σαν τον νεκρό γλάρο που κάποτε της είχε αποθέσει στα πόδια της ο Τρέπλεφ, θα γυρίσει και η Νίνα. Ερωμένη του Τριγκόριν με τον οποίο απέκτησε και ένα παιδί που πέθανε, προδομένη από τον εραστή της που ποτέ δεν έπαψε να αγαπά, επισκέπτεται τον Τρέπλεφ. Όταν πια φύγει, ένας πυροβολισμός θα ακουστεί από το δωμάτιο του. Ο γιος της Αρκάντινα, της διάσημης ηθοποιού, θα βάλει τέρμα στη ζωή του, τη στιγμή που στο διπλανό δωμάτιο η συντροφιά των ανυποψίαστων, θα παίζει ένα επιτραπέζιο παιχνίδι για να σκοτώσει την ώρα της.

ΠΗΓΗ http://www.theatro-technis.gr/o-glaros/
(Chekhov family and friends)
Anton Chekhov (1860-1904) (centre) reading his play 'The Seagull' to members of the Moscow Arts Theatre, including theatre director and actor Stanislavsky 

Anton Chekhov and his mother Eugenia Yakovlevna at their home in Yalta in 1901.(AP Photo) Photo: Associated Press
Περισότερες φωτογραφίες του Αντόν Τσέχωφ
 ΕΔΩ 
 Tolstoy , Maxim Gorky and Anton Chekhov
 Tolstoy , Maxim Gorky and Anton Chekhov
 Lydia (Lika) Mizinova & Anton Chekhov 1897.
 http://sites.duke.edu/unclevanya/dramturgy-blog/annie-and-anton/
 Anton chekhov olga knipper 641
 https://en.wikipedia.org/wiki/The_Seagull

Ο γλάρος (1957)
Σκηνή: Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή
Έργο: Ο γλάρος
Συγγραφέας: Άντον Παύλοβιτς Τσέχοφ
Μετάφραση: Αθηνά Σαραντίδη
Σκηνοθεσία: Αλέξης Σολομός
 Βάσω Μανωλίδου (Νίνα Νικολάγιεβνα Ζαρέτσναγια).

 Βάσω Μανωλίδου (Νίνα Νικολάγιεβνα Ζαρέτσναγια), Κυβέλη (Ειρήνα Νικολάγιεβνα Αρκάντινα), Θάνος Κωτσόπουλος (Βόρις Αλεξέγιεβιτς Τριγκόριν).
Δείτε όλες τις φωτογραφίες ΕΔΩ http://www.nt-archive.gr/viewFiles1.aspx?playID=712&a=712

Ο γλάρος (1976)
Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή 

Συγγραφέας: Άντον Παύλοβιτς Τσέχοφ
Μετάφραση: Αθηνά Σαραντίδη
Σκηνοθεσία: Γιώργος Θεοδοσιάδης

Στέλιος Βόκοβιτς (Πέτρος Νικολάγιεβιτς Σόριν), Μαίρη Αρώνη (Ειρήνα Νικολάγιεβνα Αρκάντινα).
Δείτε όλες τις φωτογραφίες ΕΔΩ http://www.nt-archive.gr/viewFiles1.aspx?playID=301&a=301

Ο γλάρος (1988)
Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή 

Συγγραφέας: Άντον Παύλοβιτς Τσέχοφ
Μετάφραση: Ξένια Καλογεροπούλου

Γ. Δάνης (Πιοτρ Νικολάγιεβιτς Σόριν), Κώστας Μπάλλας (Σεμιόν Σεμιόνοβιτς Μεντβεντένκο), Μιράντα Ζαφειροπούλου (Ειρήνα Νικολάγιεβνα Αρκάντινα), Ιωάννα Τσιριγκούλη (Νίνα Ζαρέτσναγια), Χρήστος Καλαβρούζος (Εβγκένι Σεργκέγιεβιτς Ντορν).
Χριστίνα Στόγια (Πωλίνα Αντρέγιεβνα), Χρήστος Καλαβρούζος (Εβγκένι Σεργκέγιεβιτς Ντορν).
Δείτε όλες τις φωτογραφίες ΕΔΩ http://www.nt-archive.gr/viewFiles1.aspx?playID=753&a=753

Το τραγούδι της λίμνης – Ελένη Καραίνδρου
 «Το τραγούδι της λίμνης», ένα τραγούδι που ακουγόταν στον «Γλάρο» του Άντον Τσέχωφ, σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν που ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο. Στην παράσταση που έκανε πρεμιέρα στις 23 Ιανουαρίου 1988, πρωταγωνιστούσαν η Μιράντα Ζαφειροπούλου, ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος, ο Δημήτρης Λιγνάδης και πολλοί άλλοι κορυφαίοι ηθοποιοί του Εθνικού. Το τραγούδι ακουγόταν ανάμεσα στην Γ’ και Δ’ πράξη.
Στίχοι: Αρλέτα Μουσική: Ελένη Καραΐνδρου
Μες στο νερό ψάρι χρυσό γλιστράς
και γω ψαράς με δίχτυ αδειανό,
θάλασσα εσύ και γω ο ναυαγός σου
στην αγκαλιά σου πεθαίνω και ζω.

Είσαι νοτιάς και γω πουλί χαμένο
εκεί που θέλεις με πηγαίνεις, με πετάς
είσαι βοριάς παγώνεις τα φτερά μου
κι ύστερα μ’ ένα φιλί ψηλά με πας.
Κρατάς εσύ τιμόνι και πανιά
και γω παιδί χαμένο, μοναχό
μάγισσα εσύ κι εγώ ακόλουθός σου
χωρίς εσένα δεν ξέρω να ζω..

Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

Νικηφόρος Βρεττάκος -Ποιήματα



Από την «υποδοχή» του Νικηφόρου Βρεττάκου στην Ακαδημία Αθηνών.
Πηγή  φωτογραφίας
Αν δε μου ’δινες την ποίηση, Κύριε, δε θα ’χα τίποτα για να ζήσω, Νικηφόρος Βρεττάκος.

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ: «Ονειρευτήκαμε πολύ για ένα άλλο φως…»!

 Ο Ν. Βρεττάκος ο πνευματικός αυτός "μεταλλωρύχος" κατάφερε με μια ποίηση μεστή νοημάτων, αλλά και έντονου συναισθηματισμού ,δημιουργικής φαντασίας επεξεργασμένης τέχνης και μουσικότητας ν'ανασύρει μέσα από τη σκοτεινή στοά το φως και την αγάπη και να τη διαδόση στον κόσμο.

"Ο ρόλος μου είναι ρόλος μεταλλωρύχου. Ναι αισθάνομαι να είμαι κάτι σαν είδος μεταλλωρύχου.

Κι εποχή μας εχει γίνει κάτι σαν είδος στοάς σκοτεινής, φορτωμένης , επικίνδυνης. Ευχαριστώ τη μοίρα που μούδωσε αυτή τη ψυχή, αυτή τη μικρή σκαπάνη και υπάρχω χάρις σ'αυτή".
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος με την ακάλυπτη από το χρόνο ποίηση του θα υπάρχει πάντα ανάμεσα μας.Το έργο του θα αποτελέσει ένα ανεξάντλητο ορυχείο ευαισθησίας και ανθρωπιάς για όλους όσοι προσπάθούν να αντισταθούν στη φθορά της εποχής μας. 

Από το ΕΝΩΠΙΟΣ ΕΝΩΠΙΩ: Ἡμερολογιακές σημειώσεις, 1991

[Σημειώσεις του ποιητή]
Ὥρα 11 π.μ. 17-5-1962

Μιά “καλημέρα” ἀκόμη. Βρίσκομαι στό μέσο ἑνός κειμένου πού γράφω γιά ἕνα περιοδικό. Κατανίκησα τήν ἀκαμψία τοῦ ἑαυτοῦ μου, τήν περηφάνεια του, τήν ἐπιμονή του νά μή θέλει νά καταπιαστεῖ μ’ ἕνα ἀνιαρό, ἐπίκαιρο, ἀναγκαστικό θέμα, κι’ ἔπιασα νά τό γράφω. Θά μοῦ φάει ὅλο τό πρωΐ, ὅλο τό μεσημέρι, ὅλες τίς πολύτιμες ὧρες μου. Εὐτυχῶς πού βάζω κι’ ἐδῶ κάτι ἀπ’ τόν ἑαυτό μου καί ξεκουράζομαι γράφοντας.

Νά μερικές φράσεις π.χ. “Ὁ ἥλιος πέφτει στό πρόσωπό μου πού τόν ρουφᾶ διψασμένο, μέ πολλή λαιμαργία. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ λαιμαργία δέν χορτάστηκε σέ ὅλη μου τή ζωή καί φοβᾶμαι πώς ὅταν θά φεύγω ἀπ’ αὐτόν τόν κόσμο, θά φεύγω μέ τό παράπονο, πώς δέν χόρτασα αὐτόν τόν ἥλιο, δέν γιόμισα τήν ψυχή μου ὥς ἀπάνω, δέν ξεχείλισα, δέν κάηκα ἀπ’ τήν ευτυχία του…”.


Από το ΕΝΩΠΙΟ ΕΝΩΠΙΩ: Ημερολογιακές σημειώσεις 1962

Στιγμές από τη ζωή του ποιητή [4]

Από την «ΟΔΥΝΗ», 1969
Τέλειωσα το Δημοτικό με άριστα. Ο κ. Βουκίδης όμως, ένας πολύ σοβαρός και πολύ καλός δάσκαλος, μου έκοψε ένα δέκατο για να μάθω, όπως μου είπε, να μην τρέχω ξυπόλητος και χωρίς καπέλο τα μεσημέρια με τους ήλιους, πότε στον Πρίνο και πότε στους Μύλους. Μου είπαν, συμπλήρωσε, πως ανεβαίνεις πάνω στα ξένα δέντρα και κόβεις φρούτα, σα να ε...ίναι όλα τα δέντρα δικά σου, αλλά για το τελευταίο αυτό δεν είμαι βέβαιος, ούτε και θέλω να το πιστέψω, αλλοιώς θα σου έκοβα άλλο ένα δέκατο.
Πάντως, όλα ήταν αλήθεια και για το τελευταίο δεν είχε δίκιο που δεν ήθελε να το πιστέψει. Εγώ είχα την ιδέα πως τα δέντρα που φυτρώνουνε στη γη, φυτρώνουνε για όλους τους ανθρώπους, πως είναι κάτι σαν τους ωκεανούς, που, όπως έλεγε ο πατέρας μου, ανήκουνε σε όλες τις χώρες. Αυτό είναι άδικο για πολύν κόσμο, σκέφτηκα.

"Πάντως δεν ανήκουν" μου απάντησε ο πατέρας μου όταν τον ρώτησα. Τότε πολλοί, πάρα πολλοί άνθρωποι, δεν θάχουν δέντρα του είπα. Κι αυτός μου απάντησε: "Αν μπορείς, εσύ που το ξέρεις, να φυτεύεις δέντρα και να μοιράζεις τους καρπούς σ' αυτούς που δεν έχουν".
Ο ποιητής μας στέκεται πλάι στους καταφρονεμένους, τους δυστυχείς, τους παρίες της ζωής. Ισως νιώθει πως κι ο ίδιος είναι ένας απ' αυτούς. Ως παράδειγμα, παρατίθενται οι
«Τρεις άστεγοι»:

Μια χειμωνιά τρεις άστεγοι, που από τον πάγο σβήναν,
σε μια ταβέρνα που έκλεινε μπήκαν ορμητικοί.
Κι ενώ πολύ διψούσανε καθόλου αυτοί δεν πίναν,
αλλά το χώμα κοίταζαν κι οι τρεις τους σκεφτικοί.
Κι ο ταβενιάρης που άλλοτε την ώρα αυτή σφαλούσε,
γιατί είχε σπίτι ερημικό και φαμελιά πολλή
να τους ειπεί πως πέρασεν η ώρα δεν τολμούσε
γιατί ήτανε παράξενοι και σκοτεινοί πολύ.
Κι όταν σαν άχνιζεν η αυγή τον αποχαιρετήσαν
ένα κρασί τους πρόσφερε κι αυτός να ζεσταθούν,
ενώ από οίκτο κι ανθρωπιά τα μάτια του δακρύσαν.
Μα αυτοί κι οι τρεις περήφανοι δεν πήρανε να πιούν.
Πηγή 
http://www.poema.gr/afieromatext.php?id=158&pid=

Πιο συμβολικό και βαθύ στις υποδηλώσεις του είναι το όμορφο σονέτο
Ο Κύκνος:

Σάμπως να αιστάνθη τη ζωή του πιο πλατιά
κι άξιο το νου του κάτι πιο βαθύ να κλείσει,
κοίταξε πένθιμος κι ασάλευτος τη φύση
απ' άστρο σ' άστρο τριγυρνώντας τη ματιά.
Δεν ήταν πιότερον η μέρα απ' τη νυχτιά
του κόσμου τ' άφεγγο μυστήριο να φωτίσει.
Και την ολόλευκη ομορφιά του είχε μισήσει,
σαν σκοταδιού νάταν πυρή σταλαγματιά.
    
Την άνοιξη έκλεινε τα βλέφαρα σφιχτά
να δείξει τ' άμετρο το πένθος του στη φύση?
κι όταν εβάρυνεν επάνω στα νερά,
σαν νάχε κάπου το βαθύ μυστήριο αγγίσει
με τη λευκή τον ήλιο εσκέπασεν ουρά
κι αποκοιμήθηκε χωρίς να τραγουδήσει.
«Συνάντηση με τη θάλασσα» (1991)
Ριζική ανανέωση ποιητικών συμβόλων Επέκταση μυθολογίας του Θάλασσα: σύμβολο της διάρκειας της ανθρώπινης ζωής και της πορείας της μέσα από τον κόσμο των φαινομένων.


Άπλωνα, θάλασσα..
Άπλωνα, θάλασσα, τα χέρια παντού,
Ζητώντας απ' όλα βοήθεια κι αγάπη.
Όλα μου έδωσαν. Κ' εκτός από τον
ομιλούντα σου φλοίσβο και τον
ρυακίζοντα ουρανό, η ψυχή μου
πήρε απ' όλα, θησαύρισε
πράγματα. Κ' έγινε ομοίωση,
σώμα μικρό του παντός. Η φωνή του
φωνή μου, φως μου το φως του.
Η ψυχή μου, ο κόσμος που γίνεται
λόγος. Η ψυχή μου, ο λόγος
 που γίνεται κόσμος.


Από το "ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ", 1991
Κι ὅταν...
Κι ὅταν ἐγώ δέν θἄχω σῶμα
νά ἔρχομαι πλέον ἐδῶ,
θά συνεχίζεις ἐσύ ἀκόμη,
ἀκόμη κι ἀκόμη, ν’ ἀκούγεσαι,
θάλασσα. Ὅμως μπορεῖ
νά μέ ἀκοῦνε καί μένα
γιά κάμποσο ἀκόμη. Μπορεῖ
νά βρίσκουνε κι ἄλλα πράγματα
ἄγνωστα, πού τούς εἶχαν
διαφύγει, μέσα στίς λέξεις μου.
http://vrettacos.blogspot.gr/2009/06/blog-post_25.html

 Νικηφόρος Βρεττάκος, "Συνάντηση με τη Θάλασσα"
 Κι όταν εγώ δεν θάχω σώμα
να έρχομαι πλέον εδώ,
θα συνεχίζεις εσύ ακόμη,
ακόμη κι ακόμη ν'ακούγεσαι, θάλασσα.

Όμως μπορεί να σε ακούνε και μένα
για κάμποσο ακόμη. Μπορεί
να βρίσκουνε και άλλα πράγματα
άγνωστα που τους είχαν διαφύγει,
μέσα στις λέξεις μου.

Ίσως είναι το μητρικό σου αλάτι
που σήμερα μ’ έφερε, θάλασσα,
κοντά σου.  
Αλλά κι αν ακόμη
δεν είσαι μητέρα μου, μοιάζουμε
πάντως. Μπορεί και τα λόγια μου
να είναι αέρας σαν τα δικά σου.
Καιρός είναι άλλωστε ν’ αφήσουμε
τα όνειρα, σαν μια φούχτα άμμο
που τη ρίχνουμε πίσω μας. Αρκεί
πως αυτός ο παράδοξα όμορφος
κόσμος μάς μάγεψε.
 Μεθύσαμε
θάλασσα!
Τόσο η ψυχή μου όσο
κ’ εσύ, τον γιομίσαμε κύματα.


Νικηφόρος Βρεττάκος, Συνάντηση με τη θάλασσα
Ότι είχα να κάνω στον κόσμο
το έκανα.
Το μήνυμα το έστειλα.
Την μποτίλια την πέταξα ήδη
στου χρόνου
το ατέρμονο πέλαγος.
Το μήνυμα
μπορεί
μερικοί
να το έλαβαν κιόλας.

Από το Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΩΝ ΛΟΥΛΟΥΔΙΩΝ, 1990


Ἐρωταπόκριση
Ἡ ὀμορφιά δέν εἶναι σιωπή.
Γι’ αὐτό κ’ ἡ φωνή μου
δέν εἶναι μονόλογος.

Τῆς ροδιᾶς τό λουλούδι,
παραδείγματος χάρη,
εἶναι ἕνα ἀριστούργημα
πού
τό ἀπαγγέλλει ἡ μέρα.

Βλέπω, ἀκούω
φῶτα φωνῶν.


Γι’ αὐτό καί μέ βλέπετε
περπατώντας (ἀκόμη
καί μέσα στήν ἔρημο)
συχνά, νά ὑποκλίνομαι.

«Αν δεν είναι κατακλυσμός
από ουράνιες δυνάμεις

τι είναι τότε, λοιπόν,αυτά τα λουλούδια;»

..Σᾶς ρωτᾶνε «Γιατί!» Ἀπαντῆστε τους!..., Από το [Ο ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΟΣ ΠΛΑΝΗΤΗΣ],1983

...Σᾶς ρωτᾶνε «Γιατί!» Ἀπαντῆστε τους!...
Ἀνταπόκριση από τους τοπικούς πολέμους

Κοιτώντας τόν κόσμο μας, διεσταλμένα
ἀπ’ τόν τρόμο τά μάτια τῶν παιδιῶν
μεγαλώνουν ὁλοένα καί περισσότερο.
Οἱ λέξεις πού ἔμαθαν ἔγιναν
ὅλες τους μόνο μιά λέξη, ἕνα «Γιατί!»
Τά μάτια τους εἶναι μιά ἀνταπόκριση
πού χωρίς διακοπή μεταδίδεται
σέ ὅλους τούς κοιμώμενους λῆπτες
τ’ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς. Ἀπαντῆστε τους!
Σᾶς ρωτᾶνε «Γιατί!» Ἀπαντῆστε τους!
Ἀνάψτε ἕνα φῶς. Ἀπαντῆστε τους!

Ἐπισκέπτες, Από το [ΕΚΚΡΕΜΗΣ ΔΩΡΕΑ], 1986

Ἐπισκέπτες
Θά προτιμοῦσα οἱ φίλοι μου πού ἔρχονται
ἀντί νά μοῦ φέρνουν, νά παίρνουν.

Κατεβαίνοντας ἔπειτα ὁ ἕνας τους
Πίσω ἀπ’ τόν ἄλλο ἀπό τοῦτον τό βράχο,
νά φεύγουν κρατώντας κι’ ἀπό ἕναν μικρό
ἀμφορέα μέ ἥλιο στό χέρι τους.


Από το "ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ - ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠ' ΤΟ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ", 1939
Ξημέρωμα στο Σούνιο
Εἶμαι ἕνα σύνθεμα ἀπὸ ξένο μεγαλεῖο!
Τὰ ὅσα θωρεῖς στὴν ὕπαρξή μου, εἶναι ὄλα ξένα.
Κάτι ἀπ’ τὴ θάλασσα, ἀπ’ τον ἥλιο κι’ ἀπὸ Σένα,
Κάτι ἀπ’ τοῦ δάσους κι’ ἀπ’ τῆς νύχτας τὸ στοιχεῖο.

Κι’ ὅταν πεθάνω το στοιχεῖο του θὰ πάρει
Τὸ φῶς, ἡ θάλασσα, τὸ δάσος, τὸ φεγγάρι,
Καὶ δῶ στὴ θέση μου θὰ μείνει πιὰ ἡ σιγή!
Κι’ αὐτὴ ἡ ψυχὴ ποὺ μὲσ’ τὸ στῆθος μου ἔχω φέρει
Ἀπ’ τ’ οὐρανοῦ ψηλὰ σὰν ἔπεσα τὰ μέρη,
Θἄχει σὲ στίχους σκορπιστεῖ πάνω στὴ Γῆ!

Τίς μέρες αὐτές, [Από το Ο ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ, 1957]

Τίς μέρες αὐτές
Τίς μέρες αὐτές
γιορτάζει τό χῶμα σου.
Στρατιές λουλουδιῶν
ἀνεβαίνουν νά βγοῦν
στό φῶς ἀπ’ τά βάθη σου.

Κλωστούλα – κλωστούλα
ὑφαίνεις τόν ἥλιο,
σκεπάζεις τή γῆ
μέ μπόλιες πολύχρωμες.

Κόψε μου, Πλούμιτσα,
ἕνα φουστάνι
γιατί ἔρχεται ἡ ἄνοιξη
καί πρέπει στίς εἴκοσι
ἕξι να βγάλω
τό Ρόδο τό Ἀμάραντο
σεργιάνι στό σύμπαν.
ΗΛΙΑΚΟΣ ΛΥΧΝΟΣ, 1984 
 Βραδινή ἐξομολόγηση

Κάθισε δίπλα μου, ἀντίκρυ στή δύση.
Ὁ ἥλιος χαμήλωσε κ’ ἔχω
πολλά νά σοῦ εἰπῶ.
Λοιπόν,
ὁ Ταΰγετος δέν ἦταν βουνό.
Δέν σέ ὑποψίασε τό ἀπίθανο ὕψος
καί τό ἀπίθανο φῶς πού τόν κάνουν
νά μοιάζει ὅπως ἕνα, πότε χρυσό
καί πότε γαλάζιο, πολυπτέρυγο
στόν ὁρίζοντα; Κι αὐτή του ἡ ἔξαρση
πού ἀνελίσσεται κάποτε καί χωρίζει
τ’ αστέρια σέ ἀπό κεῖ κι ἀπό δῶ;

Δέν ἦταν βουνό. Ἠταν τό πρῶτο ποίημα
πού ἀνοίγοντας τά μάτια μου
διάβασα, ὁ πρῶτος μου φίλος
πού συνόριαζε μέ τό φῶς.
Καί γι’ αὐτό:
μετονόμασα σέ Ταΰγετο τό ὅρος Ἀγάπη.

Από το ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΟ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΟ, 1976 [όπως δημοσιεύθηκσε στο ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 2ος τόμος]

Ἡ τιμή

Ὁ οὐρανός καί ἡ γῆς μέ τίμησαν μέ τόν πόνο.
Τό ἔμαθα ἀργότερα, ὅταν κατάλαβα
πώς τό καλύτερο φῶς γίνεται ἀπ’ τό σκοτάδι·
μετά πού ξεχείλισε μέσα μου ἡ ποίηση
κι ἀρχίσαν ν’ ἀνάβουνε κεριά ἀπό χρόνο.

Από το ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (2ος τόμος) και την ενότητα ΕΝΩΠΙΟΣ ΕΝΩΠΙΩ

Τά χαρτιά μου
Γιόμισα τά συρτάρια μου ὄνειρα, τίς βαλίτσες, τά ράφια μου.
Ὅλα μου αὐτά τά χαρτιά ἦταν ὄνειρα
γιομάτα στοχασμούς τρυφερούς γιά τή γῆ.
Γιατί μπορεῖ νά εἰπεῖ κανένας πώς ἡ ποίηση εἶναι
μίμηση τοῦ ἥλιου. Ἀφέθηκα ὅλος· σχεδόν
ἀναλώθηκα ὅλος. Ἄς μή μάθω ποτέ
ἀπ’ τά ὄνειρα αὐτά κι ἀπ’ τά χαρτιά, τί ἀνέτειλε.

Από το ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ: Ὁ χρόνος τό ταξίδι και ἡ ἀπόσταση, 1961

Καί φεύγοντας ἔρχεσαι
Τώρα τό ξέρεις:τά βουνά δέ μποροῦνε νά μᾶς χωρίσουν. Καί φεύγοντας ἔρχεσαι. Καί φεύγοντας ἔρχομαι. Δέν ὑπάρχει ἄλλος χῶρος ἔξω ἀπ’ το χῶρο μας. Κι ὁ ἄνεμος εἶναι ἡ ἁφή τῶν χεριῶν μας. Καθώς ταξιδεύουμε, ἐσύ στό βορρᾶ, ἐγώ πρός τό νότο, κοιτώντας τόν ἥλιο,ὁ καθένας μας ἔχει τόν ἄλλο στό πλάι του.

Από τη συλλογή Το βάθος του κόσμου (1961) του Νικηφόρου Βρεττάκου
 Έρωτας
Είναι τα χείλη μου μια πεταλούδα
που ζυγιάζεται ανάλαφρα κ’ είναι ένα κόκκινο
λουλούδι στα χείλη σου που
σαλεύει ανεπαίσθητα.
Τα χέρια μου
πέφτουνε πίσω στις πλάτες σου σαν
καταρράχτες νερού. Τα δικά σου το ίδιο.
Καρφιτσωθήκαν θαρρείς στον αέρα
τα έντομα, μείναν ακίνητα.
Στεκόμαστε ασάλευτοι μες σ’ ένα
όρθιο στεφάνι σιωπής. 
Το αγεράκι
που ως λίγο πιο πριν ακουγόνταν, ξεψύχησε.
Στα μαλλιά σου ένα αηδόνι προσμένει
να βγει το φεγγάρι.


Ο δρόμος του φεγγαριού
Στρωμένος με φύλλα μαλακού χρυσαφιού
που σαλεύανε λάμποντας πάνω στη θάλασσα,
σπατάλη αμύθητου φωτός ο δρόμος του φεγγαριού.
Μεσάνυχτα, Αύγουστος. Με μεγάλη πανσέληνο.
Αν σταματούσε το καράβι κι’ αν ο χρόνος
δε συνέχιζε ακόμη νάναι χρόνος
πετώντας τα κλειδιά που βάραιναν τις ζώνες μας
θα δρασκελούσαμε αλαφρά την κουπαστή και ξάφνου
πηδώντας μέσα στη θεϊκιά κοιλάδα, θα βαδίζαμε
τραβώντας ίσα για τον τέλειο χρόνο,
την τέλεια μουσική, την τέλεια ποίηση.
Χέρι με χέρι, χορευτά σχεδόν, μες απ’ ολόχρυσες
ριπές φωτός μες στη λαμπρή άπλα, θα προχωρούσαμε
όπως δυό κύκνοι με ψηλά πόδια
κάτω από τ’ άπειρο.
πηγές 

Περιμένοντας τη μουσική
Τη μουσική περιμένω να πλύνω τα χέρια μου, απ’ το
μελάνι της μέρας.  
Να πλύνω αυτούς τους αόρατους
θρόμβους του αίματος που έχω στο μέτωπο.
Το στήθος μου πλήγιασε σ’ αυτό το τραπέζι,
ριζωμένο σχεδόν, μ’ αυτές τις γωνιές του
μπασμένες στα κόκκαλα – Πληρωμή της αγίας
δωρεάς του ψωμιού, πληρωμή του νερού
που έχει στίψει το σύννεφο, πληρωμή του βουνού
και του ήλιου που βλέπω.
Τη μουσική περιμένω. Και τότε μου φαίνεται
Πως όλη τη μέρα που πέρασε ήμουνα
σε μιαν εκκλησία και μοίραζα άνθη.

Romel de la Torre/ Filipino Figurative painter

Από πού έρχεται η μουσική-Νικηφόρος Βρεττάκος

Από πού έρχεται η μουσική
Η μουσική έρχεται από σένα
όπως το νερό κατεβαίνει από το βουνό.
Καταμεσίς στην παλάμη σου αναβλύζει η πηγή
κι απ’ την κορφή του μετώπου σου. Το φως βγαίνει
απ’ τα μάτια σου
και φωτίζει τους ήχους. Τους κάνει να φαίνονται
όπως
φαίνονται τ’ άνθη
στα κλαδιά της μηλιάς. Σκεπασμένη απ’ τους ήχους
η καρδιά σου είναι κάτασπρη

Έξω απ’ την πόρτα μου
Με υψωμένα τα χέρια στο φως, σα ν’ αντλεί
νερό απ’ τα ουράνια η Μαρία.
Γνέθει στον ήλιο.
Μες στην καρδιά της
- του ανθρώπου η καρδιά είναι η πόρτα που ο Θεός -
- μπαινοβγαίνει στον κόσμο – θα ξύπνησαν φαίνεται
- πάλι και κλαίν’ τ’ ορφανά του πολέμου.
Θα κρύωσαν πάλι χωρίς πουκάμισα.
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ
«Ανθισμένο οροπέδιο»

Από το «ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ: Ὁ πόνος καί ἡ συμπαράσταση, 1961
Το άγνωστο σπίτι
Το πρωί ξαναρώτησα. Δεν μου είπε κανείς.
Δεν ήξερα βλέπεις κ’ η θάλασσα. Κι όλο περίμενα.
Που να τρέξω, δεν ήξερα, που να σε βρω.
Κ’ εσύ δεν μπορούσες, αλλιώς, απ’ το χάραμα,
ψαλιδίσαν τις άκρες της στέγης μου τόσα
χελιδόνια, σπαθίσαν το φως στα παράθυρα,
ένα – δυό τους περάσανε μέσα σχεδόν
παρασέρνοντας μάλιστα και λίγες κλωστές –
αχτίνες μαζί τους’ σε κάποιο θα τους θάδινες
ένα σημείο, ή μια μικρή
φωνή σε πεντάγραμμο.
Και τότες εγώ,
θα φόραγα γρήγορα το πι’ όμορφο ρούχο του
κι αφού πρώτα θάπλενα με ήλιο τα χέρια μου,
θα ‘ρχόμουνα στ’ άσπρο κρεβάτι σου
να σου αλλάξω σεντόνι

Από το ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ: Διάλογος μέ τόν κόσμο, 1961

Ποίηση Νικηφόρος Βρεττάκος - Μελοποίηση Τερψιχόρη Παπαστεφάνου - Τραγουδάει Η Χορωδία Τρικάλων