Σελίδες

Κυριακή 9 Απριλίου 2017

Γιάννης Ρίτσος, ''Εαρινή Συμφωνία ''


Η ''Εαρινή Συμφωνία'' γράφτηκε απο το Γιάννη Ρίτσο, ένα χρόνο μετά τη νοσηλεία του στο σανατόριο της Πάρνηθας, και την αρρώστια της πολυαγαπημένης του αδερφής, Λούλας.
Η ''Εαρινή συμφωνία'' (1937-38
) έρχεται να επουλώσει πληγές: ψυχική ανάταση και θάμβος μπροστά στο θαύμα του πρωτοφανέρωτου έρωτα.

 Γεννήθηκα για να προφτάσω
να χαιρετίσω στην άκρη του δρόμου
τον ήλιο των ματιών σου.
Εάν δεν είχες έλθει, αγάπη,
τι θ' απαντούσα στο θεό
όταν μια νύχτα
κάτω από τους πυρσούς των άστρων
θα με ρωτούσε
πώς όργωσα το κόκκινο χώμα
πώς ξόδεψα
τους σπόρους των ανθών
που μου εμπιστεύτηκε;
Αφησέ με να κλάψω
στα γόνατά σου μες στην ευεργεσία του χαδιού σου.


Στίχοι:  
Γιάννης Ρίτσος
Μουσική:  
Γιάννης Μαρκόπουλος
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΝΘΕΤΗ
Χίλια εννιακόσια τριάντα οκτώ. Ο Ρίτσος τελειώνει την εαρινή συμφωνία.
Η εαρινή συμφωνία είναι ένα ποίημα κοινωνικό ερωτικό, γεμάτο με όλα
τα χρώματα της ίριδος. Ο ποιητής δίνει ένα παγκόσμιο μήνυμα εναντίον
του επερχομένου πολέμου, αντιπαραθέτοντας την ομορφιά της ζωής.
"Ανοίχτε τα παράθυρα να μπει το σύμπαν ανθισμένο μ’ όλες τις παπαρούνες
του αίματός μας",
μερικές φράσεις. Και.......

Απλώνουμε τα χέρια στον ήλιο στον ήλιο
και τραγουδάμε και τραγουδάμε.

Το φως κελαηδάει, άιντε κελαηδάει
στις φλέβες του χόρτου και της πέτρας.
Άξιζε να υπάρξουμε για να συναντηθούμε.


Αγαπούμε τη γη, τους ανθρώπους και τα ζωα.
Τα ερπετά, τον ουρανό και τα έντομα.
Είμαστε, είμαστε κι εμείς όλα μαζί.
Μαζί κι ο ουρανός και η γη.


Απλώνουμε τα χέρια στον ήλιο στον ήλιο
και τραγουδάμε και τραγουδάμε.
Ο ήλιος με φωνάζει, ο ήλιος με φωνάζει.


Χαρά, χαρά. Δε μας νοιάζει τι θ’ αφήσει
το φιλί μας μες στο χρόνο και στο τραγούδι.

Γιάννης Ρίτσος - ''Ἐαρινὴ Συμφωνία''

  -Θ' ἀφήσω / τὴ λευκή χιονισμένη κορυφή / ποὺ ζέσταινε μ' ἕνα γυμνό χαμόγελο / τὴν ἀπέραντη μονωσή μου. // Θὰ τινάξω ἀπ' τοὺς ὤμους μου / τὴ χρυσή τέφρα τῶν ἄστρων, / καθὼς τὰ σπουργίτια / τινάζουν τὸ χιόνι / ἀπ' τὰ φτερά τους. // 
Ἔτσι σεμνός, ἀνθρώπινος, ἀκέριος / ἔτσι πασίχαρος κι ἀθῶος / θὰ πέρασω / κάτω ἀπ' τὶς ἀνθισμένες ἀκακίες / τῶν χαδιῶν σου / καὶ θὰ ραμφίσω / τὸ πάμφωτο τζάμι τοῦ ἔαρος!.. // 
 
 Κοίταξε, ἀγαπημένη, / πῶς σὲ κοιτάζουν τὰ λυπημένα χέρια μου! // Σὰ δυό παιδιά ὀρφανά, / ποὺ κλαίγαν μὲς στὸ βράδυ, / χωρὶς ψωμί, / καὶ κοιμηθῆκαν τρέμοντας / πάνω στὸ χιόνι.  // Ἀγαπημένη, / κοίταξε πῶς διστάζουν / τὰ νυχτωμένα χέρια μου. 



 Βηματίζεις / μέσα στὰ σκονισμένα δώματά μου / μ' ἕνα πλατύ ἀνοιξιάτικο φόρεμα, / ποὺ εὐωδιάζει πράσινα φύλλα, / φρεσκοπλυμένο οὐρανό / καὶ φτερά γλαρῶν / πάνω ἀπὸ θάλασσα πρωινή. //
Ποὖναι ἕνας ἀχθοφόρος, / νὰ μεταφέρῃ αὐτά τὰ ἔπιπλα / στὸ ὑπόγειο;.. //Πᾶμε στοὺς ἀγρούς, / νὰ φορέσουμε στὰ δάχτυλα / τὶς παπαροῦνες καὶ τὸν ἥλιο / καὶ τὴ νέα χλόη. // Στὰ μάτια σου δέ λιμνάζει / μήτ' ἕνας κόκκος ἴσκιου...
-Ἡ κωδωνοκρουσία τοῦ φωτός / μας ὑποδέχεται / στὸ ξανθό ἀκροθαλάσσι. // Ἡ αὐγή περνάει στὴν ἀμμουδιά / βρέχοντας μόλις τὰ γυμνά της πέλματα / στὸ χρυσό κῦμα. //
Κοίταξε τὶς φωτογραφίες: / ἡ πεθαμένη μητέρα, / ὁ πεθαμένος ἀδελφός, / κ' οἱ χλωμές ἀδελφοῦλες μου / μὲ τὶς φεγγαρίσιες μποῦκλες / καὶ μ' ἕνα μακρυνό χαμόγελο / κρεμασμένο στὴ μορφή τους, / καθὼς ἕνα κλουβὶ μὲ καναρίνια, / κρεμασμένο σὲ σπίτι φτωχικό, / ποὺ ἔχουν ὅλοι πεθάνει... //

  Μιὰ νέα κοπέλλα / ἄνοιξε τὸ παράθυρο, / χαμογέλασε στὴ θάλασσα / κ' ἔκλεισε τὰ μάτια στὸ φῶς, / γιὰ ν' ἀτενίσῃ βαθιά τῆς / τὴν ὑπόκωφη λάμψη /τοῦ χαμογέλοιου της..


  - - - -Ἄκου τὰ σήμαντρα / τῶν ἐξοχικῶν ἐκκλησιῶν! / Φτάνουν ἀπὸ πολύ μακρυά, / ἀπὸ πολύ βαθιά. / Ἀπ'τὰ χείλη τῶν παιδιῶν, / ἀπ' τὴν ἄγνοια τῶν χελιδονιῶν, / ἀπ' τὶς ἄσπρες αὐλές τῆς Κυριακῆς, / ἀπ' τ' ἁγιοκλήματα καὶ τοὺς περιστεριῶνες / τῶν ταπεινῶν σπιτιῶν!.. // Ἄκου τὰ σήμαντρα / τῶν ἐαρινῶν ἐκκλησιῶν!..
-Ἀγαπημένη, / κόβοντας χαμομήλια / καὶ βλέποντας τὴ θάλασσα, / θὰ ξαναποῦμε / τὴν παιδική μας δέηση / μαζί μὲ τὰ πουλιά καὶ μὲ τὰ φύλλα. // Κι ἀπὸ βαθιά, κι ἀπὸ μακρυά, τὰ σήμαντρα / τῶν παιδικῶν ἐκκλησιῶν / θὰ τραγουδοῦν τὸ τραγούδι / τῆς τρυφερῆς Ναζαρέτ / πάνω ἀπ' τοὺς πράσινους κάμπους...

painter, Csaba Markus

Πόσο εἶμαι νέος, / πόσο εἶμαι νέος / κάτω ἀπ' τὰ βλέφαρά σου! // Ἡ μνήμη τῶν ἀποχαιρετισμῶν / δέ ρυτιδώνει τὰ χέρια μου / ποὺ ὤρθρισαν μέσα στὰ χέρια σου. //
Γεύομαι στὰ χείλη σου / τὴν πρασινάδα τῆς ἔξοχης, /ἡ ζέστα τοῦ κορμιοῦ σου / μὲ ντύνει τὸν ἥλιο, //  τὸ φῶς τῶν ἡγεμονικῶν μαλλιῶν σου / σκεπάζει τοὺς ὤμους τῆς νύχτας! //
Βυθίζονται τ' ἄστρα / στοὺς βυθούς τῶν ματιῶν σου / κι ἀνθίζουμε μεῖς / ἔμπιστοι κι ὡραῖοι, / καθὼς τὰ πλάσματα / στὴν πρώτη μέρα τοῦ θεοῦ, / ποὺ δέν εἰχαν ρωτήσει κι ἀπορήσει. // Πέταξα / στὸ φωτεινό σου διάδρομο / τὴν πανοπλία μου! //

painter, Alex Alemany

Ἤμουν γυμνός ὅταν ἐχτύπησα / τὴ θύρα τοῦ κοιτῶνα σου! // Λουσμένος τὰ φέγγη / τῆς προσδοκίας / μιᾶς ἀκέριας ζωῆς / ἔσταζαν ἀπ' τὰ μέλη μου / σταγόνες ἥλιου ! // Κι ὅταν ἡ κλίνη ἀνοίχτηκε / πρὸς τὸ βαθύφωτο οὐρανό σου / κατέθεσα στὰ πόδια σου / τὴν τελευταία μου προσωπίδα! // 

Ἕνας θεὸς ἐγκατέλειψέ / τη βαρειά του ἐξουσία / καί  / ντυμένος τὸ λευκό φόρεμα τῆς ἁγνότη- τὰς / ἦρθε νὰ τύλιξῃ τὸ λαιμό του / γύρω στοὺς ρόδινους μηρούς / τῆς Λήδας ! // 

 Ἀγαπημένη, / ὅλη ἡ ψυχή μου τρέμει / φύλλωμα εὐγνωμοσύνης ! // Γονατισμένος προσεύχομαι:  Θεέ μου, θεέ μου, / ἡ ἀγάπη μοὖχε λείψει / γιὰ νὰ χαρῶ καὶ νὰ νοήσω / τὸ μεγαλεῖο σου! // 

painter, Csaba Markus

Τὸ κορμί σου γυμνό, / γυμνό τὸ κορμί σου / ὁλόγυμνο / καρφωμένο στὴ καρδιά τῆς νύχτας / χρυσή ἀνατολή / – τὸ ἐνσαρκωμένο φῶς!

 // Τυλιγμένος ἐγώ τὸ κορμί σου / γυμνός / κανένα φῶς ἄλλο / νὰ μὴν ἰσκιώνῃ τὸ φῶς / ποὺ ἀνατέλλει ἀπ' τὴ σάρκα σου ! /

/ Ἡ ἀγάπη / γεμίζει τὸ χάσμα / μὲ φτερά καὶ λουλούδια! // Κλείνω τὰ μάτια! / Ζῶ κι ἀγαπῶ! /  

Μουσική χορδή / τεντωμένη στὰ μέλη σου / ἀγρυπνᾶ κι ἀπαντᾶ / στὸ σφρῖγος τ' οὐρανοῦ / καὶ τοῦ χώματος! //Γόος εὐτυχίας /  ἀπ' τὰ σπλάχνα τῆς γῆς, / ἀπ' τὰ σπήλαια τοῦ δάσους, / μὲς στὴν ἔκθαμβη νύχτα / διαπερνάει τὸ χρόνο / καὶ τὸ διάστημα! / Μέσα του σφαδάζει / ὅλη ἡ ζωή κι ὅλος ὃ θάνατος!..

painter, Csaba Markus

 -Ἀγάπη, Ἀγάπη, δέ μοὖχες φέρει ἐμένα / μητ' ἕνα ψίχουλο φωτός γιὰ νὰ δειπνήσω! / Νήστης, γυμνός κι ἀδάκρυτος / περιφερόμουν στὰ ὄρη, / καὶ τ' ἀνένδοτα ματιά μου στύλωνα / στοὺς οὐρανούς / γυρεύοντας τὴν ἀμοιβή μου / ἀπ' τὴ σιωπή καὶ τὸ τραγοῦδι. // Τὰ τρυφερά λυκόφωτα, / οἱ πρᾶες καμπύλες τῶν βουνῶν / καὶ τὰ λαμπρά βράδυα τοῦ θέρους / μὲ ρωτούσανε ποῦ εἶσαι, ὦ Ἀγάπη!

 // Μὰ ἐγώ δὲν εἶχα τί ν' ἀποκριθῶ / κ' ἔφευγα σιωπηλός / ρίχνοντας χάμω τὴ μορφή μου / γιὰ νὰ καλύψω τὴν ταπείνωσή μου. / Οἱ ὠχρὲς αὐγές / ἀκουμποῦσαν στὸ περβάζι μου / τὸ διάφανο πηγούνι τους, / κάρφωναν στὸ πλατύ μου μέτωπο / τὰ μεγάλα γαλάζια τους μάτια / καὶ μὲ κοιτοῦσαν μὲ πικρία / ζητῶντας ν' ἀπολογηθῶ... // Τί ν' ἀπαντήσω, Ἀγάπη;..

  Καὶ δρασκελοῦσα τὸ κατώφλι, / τίναζα τὰ κατάμαυρα μαλλιά μου μὲς στὸ φῶς / καὶ τραγουδοῦσα πλατιά στοὺς ἀνέμους / τὸ τραγοῦδι τοῦ ἀδέσμευτου! // Πεισμωμένος, χλωμός κι ἀκατάδεχτος, / κοιτοῦσα τδν κόσμο καὶ κραύγαζα: / Δέν ἔχω τίποτα! / Δικά μου εἶναι τὰ πάντα!.. //
Κι ὅμως μιὰ παιδική φωνή / ἐπίμονα ἔκλαιγε βαθιά μου, / γιατί δέν εἰχες ἔρθει, Ἀγάπη !// Τὶς νύχτες τοῦ ἔαρος, / ποὺ ἡ γύρη τῶν ἄστρων / καὶ τῶν λουλουδιῶν / ἀγρυπνοῦσε στὸ δέρμα μου, / μιὰ λυπημένη ἀνταύγεια / σερνόταν στὴν ἀπέραντη ψυχή μου / γιατί ἀργοῦσες νἄρθης, Ἀγάπη! // 

Ζητῶντας τὸ θεό, / ζητοῦσα ἐσένα! // Γιὰ σένα, Ἀγάπη, ἑτοίμασα τὰ πάντα! / Κι ἂν ἔμαθα νὰ τραγουδῶ,  / ἦταν γιατὶ στὴν ἴδια τη φωνή μου / ζητοῦσα νἄβρω τὰ ἴχνη τῶν βημάτων σου / – ζητοῦσα νὰ φιλήσω / μονάχα καὶ τὴ σκόνη τοῦ ἴσκιου σου, / ὦ Ἀγάπη!.. 

Τόσο φτωχός ἤμουν, Ἀγάπη, / τόσο φτωχός, / ποὺ δέν εἶχα στὴν παλάμη ἕνα χάδι / γιὰ ν' ἀγοράσω τὶς ὦρες μου, / ποὺ δέν εἶχα ἕνα νόμισμα φιλιοῦ, / γιὰ νὰ δώσω τοῦ σκιώδη καπετάνιου / νὰ μὲ περάσῃ στὴν ἀντίπερα ὄχθη!..

painter, Alex Alemany

 Ἄξιζε νὰ ὑπάρξουμε, / γιὰ νὰ συναντηθοῦμε!.. //  Τίποτ' ἄλλο! / Τίποτ' ἄλλο!.. //  Τί θὰ πρόσθεσῃ ἕνα διάδημα / στὸ διάδημα / τῶν φιλημένων μαλλιῶν μας;.. // Ἕνα μικρό παράθυρο / βλέπει τὸν κόσμο. / Ἕνα σπουργίτι λέει / τὸν οὐρανό. / Σώπα! // Στὴν κόγχη τῶν χειλιῶν μας / ἑδρεύει τὸ ἀπόλυτο!.. //  Ἕνα ἄστρο ἔπεσε / – εἶδες;.. / Σιωπή... / Κλεῖσε τὰ μάτια!..

- - - -Δέ φοβοῦμαι! / Ντυμένος τὸ φέγγος / τῆς θωπείας σου / περνῶ τολμηρός / μὲς ἀπ'τὴ λόχμη τοῦ σκότους. //  Ἂς ἔλθουν οἱ θύελλες, /  ἂς κλείσῃ τὸ χιόνι τὴ θύρα μου, / ἂς καλύψῃ / μὲ τὴν παλάμη της ἡ νύχτα / τὸν τελευταῖο φεγγίτη μου! //

 Ἐγώ θὰ δείχνω στὴ βροχὴ / αὐτό τὸ ἐαρινό τριαντάφυλλο / που ἀπόθεσε στὰ χέρια μου ἡ θωπεία σου / καὶ θὰ χαμογελῶ ἱλαρός!../ Ποιά τιμωρία θ'ἀπαλείψῃ / τὰ παμφωτα ἴχνη τῶν ματιῶν σου / ἀπ' τὰ μάτια μου;..

painter, Bruno Di Maio

 -Κλείνω τὰ βλέφαρα / κάτω ἀπ' τὴν ἤρεμη νύχτα / κι ἀκούω νὰ κελαηδοῦν / μυριάδες ἄστρα / ὅπου συρθῆκαν / τὰ λευκά δάχτυλά σου / πάνω στὴ σάρκα μου.
// Εἶμαι / ὁ ἔναστρος οὐρανός / τοῦ Θέρους. // Τόσο βαθύς κι ὡραῖος, / τόσο μεγάλος ἔγινα / ἀπ' τὴν ἀγάπη σου, / ποὺ δέ δύνεσαι πιά / νὰ μ' ἀγκαλιάσῃς!.. //
Ἀγαπημένη, / ἔλα νὰ μοιραστοῦμε / τὰ δῶρα ποὺ μοῦ ’φερες!.. // Ἰδού, τὸ δάσος λυγίζει / ἀπ' τὸ βάρος τῶν ἄσπρων ἀνθῶν του!..

  -Ἡ καλοκαιρινὴ βραδυά / ἔμπαινε ἀπ’ τὸ παράθυρο / στὴ λευκή κάμαρα / τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ μου. //  Μιὰ μυρωδιά χόρτου νωποῦ καὶ γιασεμιοῦ / κυμάτιζε στὸν ἤπιο ἀέρα∙ / κ' ἕνα βῆμα ἐλαφρό, / σὰν ἀπὸ ἀκτινοβόλο πόδι ἀγγέλου, / τριγύριζε τὸ σπίτι μας... // Ἦταν τὸ βῆμα σου, ὦ Ἀγάπη, / ποὺ ἔψαχνε τόσα χρόνια πρίν / κάτω ἀπ' τὴ θερινή σελήνη / νὰ μ' ἀνταμώσῃ !

  Ὅλη μου ἡ ὀμορφιά συνάζεται / νὰ στολίσῃ τὰ μαλλιά σου. / Κι ὅ,τι γλυκό καὶ τρυφερό, / πού ’ταν δικό μου κ' ἔμενε σὰν ξένο / καὶ μ' εἶχε λησμονήσει, / ξανάρχεται στὰ χέρια σου / νὰ ζεσταθῇ, / νὰ ξαναζήσῃ / καὶ νὰ σὲ φιλήσῃ! // 
Πῶς θὰ βαστάξουμε / στοὺς φιλημένους ὤμους μας / ὅλη τὴν πλάση;..

Ἔντρομο πουλί / τὸ φιλί μας / νωπό ἀκόμη / ρωτάει: / Ἀγάπη γιατί ἦρθες; / Ἄν φύγῃς, Ἀγάπη;..

painter, Serge Marshennikov

- - - -Ἡ ἐσθῆτα τῆς βραδιᾶς μενεξεδένια, / μὲ μιὰ λεπτή χρυσή παρυφή / στὸ μακρὺ κράσπεδο, / περνάει σαρώνοντας / τὰ πεθαμένα φιλιά μας / κι ἀγγίζοντας / τὰ λευκά γόνατά σου... // 

Κρυώνεις;.. / Τὰ φύλλα θρόισαν... //  Τοῦ χεριοῦ σου ἡ λευκότης / θαμπώνει καὶ δύει / στὴ γαλανή διαφάνεια τῶν σκιῶν, / κρίνος χλωμός ποὺ βυθίζεται / σὲ βραδυνά νερά... //
Ἄκου τὶς ὁπλές / τῶν μαύρων ἀλόγων / ἔξω στὸ λιθόστρωτό τῆς νύχτας!.. //  Μή σηκωθῇς / νὰ κοιτάξῃς ἀπ' τὸ παράθυρο. / Πρὸς τί μιὰ κίνηση, / ἀφοῦ γνωρίζουμε;.. 

painter, Tomasz Rut

- - - -Ὄχι, ὄχι. / Δέ θέλω νὰ φύγω! / Κράτησέ με! // Φοβοῦμαι σιμά σου, / κι ὅμως ἀγαπῶ τὸ δέος μου... // (Στὸν πλατύ ἐρημωμένο κάμπο / οἱ γυμνές λεῦκες / ὑψώνουν τοὺς κλώνους τοὺς / σ' ἕναν ἄλλο οὑρανό...
// Ἄ, πάλι ὁ γέρος / περνάει σκυμμένος / κάτω ἀπ'τὴ βροχή!..) //  Μᾶς ἄγγιξε ψυχρό / τὸ φθινοπωρινό λυκόφως. //Χλωμό τὸ φῶς ἀργεῖ / – λησμονημένη προτομή ποιητοῦ / σ' ἐγκαταλελειμμένο πάρκο... 

//Ποῦ μοιράσαμε τὸν ἥλιο;.. // Στὸ ἄνοιγμα αὐτό τοῦ δάσους / φτάνουν τὴ νύχτα / τὰ φοβισμένα ἐλάφια / καὶ κοιτάζουν μὲ μάτια νωπά / τὴν κίτρινη σελήνη τοῦ Νοεμβρίου... 

// Ἔρχεται ἡ νύχτα... / Μιὰ σιωπηλή ἀστραπή / ρυτιδώνει χαμηλά / τὸν ὁρίζοντα... / Παντοῦ σαλεύουν / ἀποχαιρετισμῶν μαντίλια... /Γιατί ἀργοῦμε; / Μιὰ σειρῆνα θὰ σφυρίξῃ / τὰ μεσάνυχτα, / κ' ἡ ἀποδημία ποὺ δίσταζε / θ' ἀκολουθήσῃ τοὺς γερανούς... // Ὁ ἥλιος μὲ φωνάζει! // Ξημερώνει...

- - - -Νάτος ὁ ἥλιος, / πάνω ἀπ' τὶς μπρούτζινες πολιτεῖες, / πάνω ἀπ' τοὺς πράσινους ἀγρούς / – μές στὴν καρδιά μας!.. // Νιώθω στοὺς ὤμους / τὸ γλυκό μυρμήγκιασμα / καθὼς φυτρώνουν / ὅλο πιό νέα καὶ πιό μεγάλα / τὰ φτερά μας!..

- - - -Καλοί μου ἄνθρωποι, / πῶς μπορεῖτε νὰ σκύβετε  / <καί> νὰ μή χαμογελᾶτε;.. // Ἀνοῖχτε τὰ παράθυρα!..
– Νίβομαι στο φως/ βγαίνω στον εξώστη/ γυμνός/ ν΄ αναπνεύσω βαθιά/ τον αιώνιο αγέρα/ με τ΄ αδρά μύρα/ του νοτισμένου δάσους/ με την αλμύρα της απέραντης θάλασσαςΑστράφτει ο κόσμος ακούραστος. Κοιτάχτε.»
http://www.iloveithaki.gr/wp-content/uploads/2015/04/%CE%A1%CE%B9%CC%81%CF%84%CF%83%CE%BF%CF%82.jpg

Δευτέρα 13 Μαρτίου 2017

H προσφορά των σωμάτων

Δεν ήταν ό,τι θα' ρθεις
που πέρασα με μιας
απο τη νύχτα στη μέρα
που κοιταζόμουν στους καθρέπτες
και στολιζόμουν διακριτικά να σε υποδεχτώ.
Αυτό το είχες κάνει...
Είχαμε συναντηθεί στον ατέρμωνα χώρο
πριν απο χίλια μπορεί και τρείς χιλιάδες χρόνια.
Γνώριζα απο αιώνες τη μορφή σου
με την ανάσα μου τη χάραζα
στν πέτρα των αγαλμάτων.
Ηταν που το ερωτικό σου αποτύπωμα
φανέρωσε μέσα μου
όλη την αρχέτυπη ομορφιά του.

Ανοιξες τα βλεφαρά σου
 και τυλίχτηκα με φως....
 Δραπέτευσα στον άνεμο της γνώσης
 χάθηκα μαζί σου,
 σε πλανήτες ''μελλοντικούς''
Ανακαλύπτοντας έναν προς έναν
τους κώδικες,
της πανάρχαιας γραφής σου.
                         Μέθυσα στην ηδονή
                       των απόκρυφων μηνυμάτων
                       κι άρχισα να γεννιέμαι εκ των έσω,    
                      ταξιδεύοντας στη γνώση
                     που αναδύει η προσφορά
                             των σωμάτων.
(Μαρία Λαμπράκη)
                     



Τρίτη 7 Μαρτίου 2017

Τάσος Λειβαδίτης «Ο αιώνιος διάλογος»

Hamish Blakely, painter
Η γυναίκα στην ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη 

 Η γυναίκα, η ''ιδανική γυναίκα'' σχηματίζεται ανάγλυφα στα έργα του και αποτελεί σταθερό σταθμό έμπνευσης , δημιουργίας και αλήθειας.
 Σαν ένα ''αιώνιο διάλογο'' ανάμεσα στον άνδρα και την γυναίκα, αναφορά στη μήτρα της Ζωής και του Ερωτα.
.....κι ο έρωτας είναι η τρέλα μας μπροστά στο ανέφικτο ναγνωρίσει ο ένας τον άλλον....

"O αιώνιος διάλογος" - Του Τάσου Λειβαδίτη   

Κι ο άντρας είπε: *Πεινώ*. Κι η γυναίκα του' βαλε ψωμί πάνω στο τραπέζι.
Κι ο άντρας απόφαγε. Κι η γυναίκα τον κοίταζε πάντα.
Κι η γυναίκα είπε: Είσαι δυνατός, μα δεν σε τρομάζω.
Κι ο άντρας είπε: είσαι όμορφη, και όμως φοβάμαι.
Κι ο άντρας έδειξε το κρεβάτι τους. κι η γυναίκα ανέβηκε, σαν έτοιμη για θυσία.
Κι ο άντρας είπε:*διψώ*. Κι εκείνη, σήκωσε σα πηγή τον μαστό της.
Κι ο άντρας την άγγιξε. Κι η γυναίκα επληρωθη.
Κι η γυναίκα ακούμπησε ταπεινά το κεφάλι της στα πλευρά του. Και εκείνος κοίταζε πέρα, πολύ μακριά.
Κι ο άντρας είπε: θα' θελα να μαι ο Θεός. Κι η γυναίκα είπε:θα γεννήσω σε λίγο.
Κι η γυναίκα αποκοιμήθηκε. Κι ο άντρας αποκοιμήθηκε.
Και μια καινούργια μέρα ξημέρωσε.



Τ. Λειβαδίτης, «Ο διάλογος δεν είναι αιώνιος»

«Η πόρτα άνοιξε, κι ο άντρας μπήκε στο σπίτι.
Η γυναίκα ακούμπησε στο τραπέζι ένα πιάτο φακή. Χιόνιζε.
Ο άντρας σηκώθηκε κι αγνάντεψε από το παράθυρο.
Η γυναίκα πήρε το πιάτο του άντρα, κι αργά, άρχισε να τρώει
Το λίγο φαϊ που ‘χε απομείνει. 
Όταν πλάγιασαν
ο άντρας της χούφτωσε τα στήθια. 
Ήθελε να ξεχάσει.
Η γυναίκα έκανε να τον αποφύγει.
 Μα ήταν νέα ακόμα.
Τέλειωσαν, χωρίς καν να φιληθούν.
Ο άντρας έμεινε λίγο με τα μάτια ανοιχτά
μες στο σκοτάδι κι αποκοιμήθηκε.
Η γυναίκα σηκώθηκε αθόρυβα, και πηγαίνοντας
στην άκρη της κάμαρας, απόμερα, έκλαψε.
Έξω, χιόνιζε».
Ἀλκοολισμὸς
……Κρατοῦσα μιὰ λάμπα καὶ κατέβαινα τὴ σκάλα, ἔπρεπε ν᾿ ἀνακαλύψω ποιὸς εἶμαι, τί εἶχα κάνει στὸ παρελθόν, καὶ τὸ σπίτι πῶς ἔστεκε ἀκόμα, ἀφοῦ ἐμεῖς εἴχαμε κάποτε γκρεμίσει ὅλους τους τοίχους, γιὰ νὰ χωρέσουν ἐκεῖνοι ποὺ ἔφευγαν,
……στὸ βάθος, σακάτηδες χωρὶς χέρια παῖζαν τὴν τύχη μου στὰ χαρτιά, ὁ Ἰησοῦς τῶν μεθυσμένων περνοῦσε τὸ βράδυ μὲς στὰ θαμπὰ φανάρια, κι ἔπαιρνα ἀπὸ πίσω τὸ φονιὰ σκουπίζοντας τὰ ἴχνη τοῦ πάνω στὸ χιόνι, γιατί τώρα ἤξερα,
…κι ἡ γυναῖκα, ὅταν πῆγα νὰ τὴν ἀγκαλιάσω, ἔκανε μιὰ μικρὴ κίνηση καὶ μπῆκε σὲ μιὰ δική της πόρτα, κλειστῆ, ἀφήνοντας μὲ ἔξω.

……Δῶσε μου, Κύριε, νὰ ᾿μαὶ νεκρὸς καὶ μεθυσμένος.
……Ἄσε μου μόνο τ᾿ ἄστρα, ποὺ ἦταν τὸ ἴδιο φιλικὰ ἀκόμα καὶ στοὺς δρόμους ποὺ πυροβολοῦσαν.

Τάσος Λειβαδίτης, Ἀλκοολισμός, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972)
Morning glory, 1879 (detail) by Jules Joseph LEFEBVRE (Paris,1836 –1911)

"Μια γυναίκα" - Τάσος Λειβαδίτηςαπό τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1958-1964

 1.
Ενα πλατύ, δροσερό χαμόγελο έτρεχε πάνω στο γυμνό κορμί σου
σαν ένα κλωνάρι πασχαλιάς, πρωί, την άνοιξη

έσταζες ολόκληρη από ηδονή, οι ερωτικές κραυγές μας
τινάζονταν μέσα στον ουρανό σα μεγάλα γιοφύρια

απ' όπου θα περνούσαν οι αιώνες - ά, για να γεννηθείς εσύ,
κι εγώ για να σε συναντήσω
γι' αυτό έγινε ο κόσμος.

 Κι η αγάπη μας ήταν η απέραντη
σκάλα που ανέβαινα
πάνω απ' το χρόνο και το Θεό και την αιωνιότητα
ως τ' ασύγκριτα, θνητά σου χείλη. 

 

Oil Paintings by Pino Daeni

 2.
"Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ" έλεγα. Εσύ έβαζες βιαστικά το φόρεμά σου: "Εχει ψύχρα απόψε".
Τα μάτια σου καρφώνονταν πάνω στην πόρτα
μ' εκείνο το ακαθόριστο βλέμμα
που έχουν οι αιχμάλωτοι και τα κλειδωμένα παιδιά.
Κι έκλαιγα και σε φιλούσα παράφορα και σ' αγκάλιαζα με απεγνωσμένα χέρια
μα ήταν σα να 'ξυνα με τα νύχια μου το αδιάφορο χώμα ενός τάφου
που είχαν θάψει κιόλας ολόκληρη τη ζωή μου. 

 3.
Τώρα βαδίζω άσκοπα στους δρόμους, κοιτάζω τις βιτρίνες
προσπαθώ να συλλαβίσω ανάποδα τις επιγραφές των μαγαζιών
αγοράζω κάστανα, και βρίζομαι με τους αστυφύλακες της τροχαίας
που μου παρατηρούν αδιάκοπα πως σταματάω την κυκλοφορία
Και κάθε τόσο: έφυγε, σκέφτομαι. Μα να που μπορώ και ζω!
Οπως μεγαλώνουν για λίγο ακόμα τα γένια και τα νύχια των νεκρών.

Daniel F. Gerhartz 1965 | American Figurative painter

4.
Πέρασαν μήνες. Κι είναι στιγμές που ξεχνάω ακόμα και το πρόσωπό της,
πασχίζω να θυμηθώ - τίποτα.

 Μονάχα αυτό το βάρος στην καρδιά, που είναι κάτι περισσότερο
κι απ' την ίδια την ανάμνησή της. Που είναι, αυτή, ολόκληρη, μέσα μου.

Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό έξω απ' την πόρτα σου
εσύ θα ξέρεις
πως πέθανε σφαγμένος απ' τα μαχαίρια των φιλιών
που ονειρευότανε για σένα. 

Σε μια γυναίκα (Τάσος Λειβαδίτης)

Θυμάσαι τις νύχτες; Για να σε κάνω να γελάσεις περπατούσα πάνω ……στο γυαλί της λάμπας.
«Πώς γίνεται αυτό;» ρώταγες. Μα ήταν τόσο απλό
αφού μ’ αγαπούσες

SERGE MARSHENNIKOV - Russian Figurative Painter

 Φύλλα ημερολογίου

Τάσος Λειβαδίτης (1922-1988), Ανθολογία-Ποιητική Εργογραφία

Ποιος ξέρει τι θα συμβεί αύριο, ή ποιος έμαθε ποτέ τι συνέβη χτες,
τα χρόνια μου χάθηκαν εδώ κι εκεί, σε δωμάτια, σε τραίνα, σε
όνειρα
αλλά καμιά φορά η φωνή μιας γυναίκας καθώς βραδιάζει μοιάζει
με το αντίο μιας ηλικίας που τέλειωσε

κι οι μέρες που σου λείπουν, ω Φεβρουάριε, ίσως μας αποδοθούν
στον παράδεισο-
συλλογιέμαι τα μικρά ξενοδοχεία όπου σκόρπισα τους στεναγμούς
της νιότης μου

ώσπου στο τέλος δεν ξεφεύγει κανείς, αλλά και να πάει που;
κι ο έρωτας είναι η τρέλα μας μπροστά στο ανέφικτο να γνωρίσει ο
ένας τον άλλον-
Κύριε, αδίκησες τους ποιητές δίνοντάς τους μόνο έναν κόσμο,
κι όταν πεθάνω θα ’θελα να με θάψουν σ’ ένα σωρό από φύλλα ημε-
ρολογίου
για να πάρω και το χρόνο μαζί μου. 

Κι ίσως ό,τι μένει να ’ναι στην άκρη του δρόμου μας
ένα μικρό μη με λησμονεί.

Art by Irina Karkabi

 Αιχμαλωσία-Τάσος Λειβαδίτης
Παρ’ όλο που σε όλη μου τη ζωή βιαζόμουν, η νύχτα μ’ έβρισκε πάντα απροετοίμαστο ή μάζευα τα φύλλα του φθινοπώρου,

 έχουν μια μυστηριώδη τύχη που μας ξεπερνά και γενικά τ’ ανθρωπιστικά αισθήματα δε σ’ ανεβάζουν ψηλά, το πολύ να φτάσεις ως τη λαιμητόμο ή έστω ως το παράθυρο μιας γυναίκας με κόκκινα μαλλιά, και λέω κόκκινα γιατί αγαπώ το μέλλον, όπως και τα φαρμακεία τη νύχτα μοιάζουν με φανταστικές εξόδους κι οι ποιητές ονειρεύονται ρωμαϊκές γιορτές ή αρνούνται να πεθάνουν,

 κατά τα άλλα συνήθως καίγομαι, έτσι ξεχειμωνιάζω καλύτερα ή στα σπίτια που μ’ έδιωχναν άφηνα πάντα πίσω απ’ την πόρτα ένα τσεκούρι.
Aλλά οι καλύτερες στιγμές μου είναι τα βράδια, όταν ανοίγω το παράθυρο κι αφήνω ελεύθερα τα ωραία ωδικά πουλιά που εκγυμνάζω τις ατέλειωτες ώρες της αιχμαλωσίας

Tomasz Rut,

painter

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ - Καντάτα

Ένα περίεργο επεισόδιο διαβάζαμε τελευταία στις εφημερίδες,
ένας άντρας πήγε σ’ ένα απ’ αυτά τα «σπίτια»,
πήρε μια γυναίκα,
μα μόλις μπαίνουν στο δωμάτιο,
αντί να γδυθεί και να επαναλάβει την αιώνια κίνηση,
γονάτισε μπροστά της, λέει, και της ζητούσε να τον αφήσει
να κλάψει στα πόδια της.
 Εκείνη βάζει τις φωνές,
«εδώ έρχονται για άλλα πράγματα»,
οι άλλοι απ’ έξω δώστου χτυπήματα στην πόρτα.
Με τα πολλά άνοιξαν και τον διώξανε με τις κλωτσιές
— ακούς εκεί διαστροφή να θέλει, να κλάψει μπρος σε μια γυναίκα.
Εκείνος έστριψε τη γωνία και χάθηκε καταντροπιασμένος.
Κανείς δεν τον ξανάδε πια.
Και μόνο εκείνη η γυναίκα,
θα ‘ρθει η αναπότρεπτη ώρα μια νύχτα, που θα νοιώσει τον τρόμο ξαφνικά,
πως στέρησε τον εαυτό της απ’ την πιο βαθιά,
την πιο μεγάλη ερωτική πράξη
μην αφήνοντας έναν άντρα να κλάψει στα πόδια της.

Eugen von Blaas
(1843-1931)
Τάσος Λειβαδίτης «Η περιπέτεια»
«Και θα μπορούσε κάποτε να γραφτεί η συγκλονιστική περιπέτεια μιας γυναίκας που της έπεσε η βελόνα στο πάτωμα, εκείνη γονατίζει κι αρχίζει να ψάχνει, εκεί συναντάει την παλιά της ζωή: χαμένα όνειρα, σφάλματα, νεκροί, μα η βελόνα πρέπει να βρεθεί, το φόρεμα να παραδοθεί, ο Χριστός να σταυρωθεί κι η γυναίκα ψάχνει, ψάχνει ώσπου ξαναβρίσκει τη βελόνα – σηκώνεται τότε, κάθεται στην καρέκλα εξαντλημένη και συνεχίζει να ράβει, ενώ κλαίει σιγανά γιατί κατάλαβε άξαφνα

       πως γυρισμός δεν υπάρχει…»

Tomasz Rut,

painter


 Οι γυναίκες με τ' αλογίσια μάτια (απόσπασμα)
Τέλος, όταν ύστερ' απ' τον έρωτα,
ξανασμίγαν, μέναν για ώρα αμίλητοι, ακούγοντας μακριά την
πόλη να βουίζει ακαθόριστα, σα να κουρντίζαν τα
όργανά τους
χιλιάδες τυφλοί.
 

Για ποιά παράσταση άραγε! Μια πόλη
ανάμεσα στις χιλιάδες πόλεις της γης, με τα σπίτια, τους
δρόμους, τα μνημεία της
με τους πλανόδιους οργανοπαίχτες, τα νεκροταφεία, τους
τρελλούς της
μ' αυτούς που τρέχουν πίσω απ' το ψωμί, και με τους άλλους
που τρέχουν
πίσω απ' τα όνειρα, μ' εκείνους που σωπαίνουν, εκείνους που
αναβάλλουν, αυτούς που προδίνουν
με τους πελώριους, επιβλητικούς ναούς της και τα μικρά,
απόμερα καπηλιά
σαν ξεχασμένες, θαμπές γωνιές ενός ταπεινού παραδείσου
με τους γυμνούς της, τους ρουφιάνους, τους εγωιστές, τους
συμβολαιογράφους της
με τα δάκρυα και τις μεγάλες αποφάσεις της νύχτας,
με τα χαμόγελα και τους μικροσυμβιβασμούς της μέρας-
μια πόλη καταποντισμένη μες στη σκόνη και τη σύγχυση και
τα φώτα και τα όνειρα.

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017

Ιερόσυλοι Εραστές

Νηστέψαμε τον 'Ερωτα προφασιζόμενοι  την  ''κάθαρση των σωμάτων''
Νηστικοί διασχίσαμε την έρημο της Αγάπης
Στεγνοί και άνυδροι /δεν ποτίσαμε ούτε μ' ένα δάκρυ/ τη γη της Επαγγελίας.
Στον κήπο της Γεσθημανή/ πρόθυμα παραδώσαμε εαυτόν και αλλήλους /μ' ένα φιλί προδοσίας.

Ιερόσυλοι Εραστές
Το σώμα είναι ο ναός του 'Ερωτα

Οταν το  πάθος καιώμενη βάτος/ αναγαλιάζει και φλέγεται /απο τα πέρατα της  γης/  μήνυμα φτάνει μέγα.

Ενα αντίδωρο ήταν πάντα ο 'Ερωτας /στα χείλη των πιστών.
Μα τόσο  λίγοι οι μυημένοι ...(Μαρία Λαμπράκη)

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2017

Απόσπασμα από γράμμα του Αντόν Τσέχωφ στον αδερφό του Νικολάι

"Οι καλλιεργημένοι άνθρωποι σέβονται την ανθρώπινη ατομικότητα και γι' αυτό είναι πάντοτε συγκαταβατικοί, γελαστοί, ευγενικοί, υποχρεωτικοί. Δεν χαλούν τον κόσμο για το σφυρί ή για τη γομολάστιχα που χάθηκαν... Δεν αγανακτούν για τους θορύβους ή το κρύο... 

 Δέχονται με καλοσύνη τα χωρατά και την παρουσία ξένων ανθρώπων στο σπιτικό τους. Δεν συμπονούν μονάχα τους κατώτερους, τους αδύναμους και τις γάτες. Πονάει η ψυχή τους και για κείνο που δεν φαίνεται με γυμνό μάτι..

Είναι ντόμπροι και φοβούνται το ψέμα σαν τη φωτιά. Δεν λένε ψέματα ακόμα και για τιποτένια πράγματα.
Το ψέμα προσβάλλει εκείνους που το ακούνε και ταπεινώνει στα μάτια τους εκείνους που το λένε.

Δεν παίρνουν ποτέ πόζα, στο δρόμο είναι όπως και στο σπίτι τους, δεν ρίχνουν στάχτη στα μάτια του κατώτερου τους..
Young Chekhov (left) with brother Nikolai in 1882-Wikipedia
Δεν είναι φλύαροι και δεν αναγκάζουν τον άλλο να ακούει τις εκμυστηρεύσεις τους όταν δεν τους ρωτάει. Δεν ταπεινώνονται για να κεντήσουν τη συμπόνια του διπλανού. 

Δεν παίζουν με τις ευαίσθητες χορδές της ψυχής των άλλων για να κερδίζουν σαν αντάλλαγμα αναστεναγμούς και χάδια. 

Δεν λένε "εμένα κανείς δεν με καταλαβαίνει", ούτε "πουλήθηκα για πέντε δεκάρες", γιατί αυτά δείχνουν πως αποζητάν τις φτηνές εντυπώσεις. Είναι πρόοστυχα τερτίπια, ξεθωριασμένα, ψεύτικα... 


Δεν είναι ματαιόδοξοι . Δεν τους απασχολούν τέτοια ψεύτικα διαμάντια όπως οι γνωριμίες με εξοχότητες.
Όταν κάνουν δουλειά που δεν αξίζει ένα καπίκι, δεν γυρίζουν με χαρτοφύλακα των εκατό ρουβλιών και δεν καμαρώνουν πως τάχα τους άφησαν να μπουν εκεί που δεν επιτρέπουν στους άλλους. 

 Κι ο Κριλώφ ακόμα λέει πως το άδειο βαρέλι ακούγεται πιο πολύ από το γεμάτο. 
Αν έχουν ταλέντο, το σέβονται. Θυσιάζουν γι' αυτό την ησυχία τους, τις γυναίκες, το κρασί, την κοσμική ματαιότητα. 
Είναι περήφανοι για την αξία τους και έχουν συνείδηση της αποστολής τους. 

Αηδιάζουν από την ασχήμια και καλλιεργούν μέσα τους την ομορφιά. Δεν μπορούν να κοιμηθούν με τα ρούχα, δεν μπορούν να βλέπουν στο τοίχο κοριούς, να πατούν σε φτυσιές.. 


 Δαμάζουν όσα μπορούν και εξευγενίζουν το ερωτικό ένστικτο. Δεν κατεβάζουν βότκα όπου βρεθούν... Πίνουν μονάχα όταν είναι ελεύθεροι και τους δίνεται ευκαιρία.. Γιατί τους χρειάζεται "γερό μυαλό σε γερό κορμί".

Άντον Τσέχωφ, «Το στοίχημα»

Χτύπησεν η ώρα τρεις. Ο τραπεζίτης έβαλε τ' αφτί του ν' αφουγκραστεί. Στο σπίτι, όλοι κοιμόντουσαν και το μόνο που ακουγόταν ήταν ο θόρυβος έξω από τα παράθυρα που κάνανε τα παγωμένα από το κρύο δέντρα, να γέρνουν ακατάπαυστα από 'δω κι από κει. Προσπαθώντας να μη βγάλει μήτε άχνα, πήρε από το χρηματοκιβώτιο το κλειδί της φυλακής, που επί δεκαπέντε χρόνια δεν άνοιξε ποτέ, φόρεσε το παλτό του και βγήκεν από το σπίτι.

Έξω ήτανε σκοτεινιά κι έκανε κρύο. Έβρεχε. Στο αλσύλλιο φυσούσε με βουή, δυνατός, υγρός αγέρας. Ο τραπεζίτης προσπαθούσε να εντείνει την όρασή του, αλλά δεν έβλεπε μήτε γη, μήτε τα λευκά αγάλματα, μήτε τα δέντρα, μήτε τη πτέρυγα. Πλησιάζοντας προς το μέρος της, φώναξε δυο-τρεις φορές τον φύλακα. Απάντηση καμμιά. Ήτανε φανερό πως είχε πάει να καλυφθεί από τη κακοκαιρία και τώρα θα κοιμότανε κάπου στη κουζίνα ή στο θερμοκήπιο.

«Αν έχω το κουράγιο να κάμω αυτό που σκοπεύω», σκέφτηκεν ο γέρος, «οι υποψίες θα πέσουνε πρώτα απ' όλα στον φύλακα». Και ψηλαφώντας στο σκοτάδι τα σκαλοπάτια και τη πόρτα, μπήκε στον προθάλαμο της πτέρυγας. Προχώρησε λίγο χωρίς να βλέπει και βρέθηκε σ' ένα μικρό δωμάτιο. Άναψε ένα σπίρτο. Δεν υπήρχε ψυχή. 
Είδε μόνο το κρεβάτι χωρίς στρώμα, ενώ στη γωνιά μαύριζε μια μαντεμένια σόμπα. Οι σφραγίδες στη πόρτα που οδηγούσε στο δωμάτιο του φυλακισμένου, ήταν άθικτες. Όταν έσβησε το σπίρτο, ο γέρος, τρέμοντας από τη ταραχή, κοίταξε στο παραθυράκι.


Μες στο δωμάτιο φώτιζεν αμυδρά ένα κερί. Ο ίδιος ο φυλακισμένος καθότανε κοντά στο τραπέζι. Φαινόταν μόνον η ράχη του, τα μαλλιά και τα πόδια. Πάνω στο τραπέζι, στα δυο καθίσματα και στο χαλί κοντά στο τραπέζι, βρίσκονταν ανοιχτά βιβλία. Πέρασαν πέντε λεπτά κι ο φυλακισμένος δε κουνήθηκε διόλου.

 Τα δεκαπέντε χρόνια στη φυλακή τονε δίδαξαν να κάθεται ακίνητος. Ο τραπεζίτης χτύπησε με το δάχτυλο στο παράθυρο, αλλά ο φυλακισμένος δεν απάντησε στο χτύπο, μήτε με μια κίνηση. Ο τραπεζίτης τότε έβγαλε προσεχτικά τις σφραγίδες από τη πόρτα κι έβαλε το κλειδί στη κλειδωνιά. Από τη σκουριασμένη κλειδαριά ακούστηκε ένας βραχνός ήχος κι η πόρτα άνοιξε. Ο τραπεζίτης περίμενε πως θ' ακουστεί αμέσως κραυγή έκπληξης και βήματα, μα περάσανε δυο-τρία λεπτά και μέσα ήταν ησυχία όπως πριν. Αποφάσισε να μπει στο δωμάτιο.

Στο τραπέζι καθόταν ακίνητος ένας άνθρωπος που δεν έμοιαζε με τους συνηθισμένους. Ήτανε σκελετός τυλιγμένος εφαρμοστά με δέρμα, είχε μακρυά σγουρά μαλλιά όπως οι γυναίκες και τραχύμαλλη γενειάδα. Το χρώμα στο πρόσωπό του ήτανε κίτρινο μ' απόχρωση χωματένια, τα μάγουλα βαθουλωτά, η ράχη μακρουλή και στενή και το χέρι που κρατούσε το μαλλιαρό κεφάλι ήτανε τόσο λεπτό κι αδύνατο, που, όταν το κοίταζες ένιωθες φρίκη. 

Τα μαλλιά του λάμπανε σαν ασήμι και κοιτάζοντας το γεροντικό κι εξαντλημένο πρόσωπο, κανείς δε θα πίστευε πως ήταν μόνο σαράντα ετών. Κοιμόταν... Μπροστά στο γερμένο κεφάλι του, πάνω στο τραπέζι, ήταν ένα φύλλο χαρτιού, που 'χε κάτι γραμμένο με ψιλά γράμματα.

«Απαίσιος άνθρωπος!» σκέφτηκεν ο τραπεζίτης. «Κοιμάται και στα όνειρά του ίσως βλέπει εκατομμύρια! Αρκεί να πάρω αυτό τον μισοπεθαμένο, να τονε πετάξω στο κρεβάτι και να τονε πνίξω απλά με το μαξιλάρι. Ακόμα κι η πιο ευσυνείδητη πραγματογνωμοσύνη δε πρόκειται να βρει σημάδια βίαιου θανάτου. Αλλά για να δούμε τί γράφει εδώ...» Άπλωσε το χέρι, πήρε από το τραπέζι το χαρτί και διάβασε τα εξής:

«Αύριο στις δώδεκα το μεσημέρι, παίρνω την ελευθερία μου και το δικαίωμα να επικοινωνώ με τους ανθρώπους ξανά. Προτού όμως αφήσω τούτο το δωμάτιο και προτού δω τον ήλιο, θεωρώ αναγκαίο να σας πω λίγα λόγια. Με καθαρή τη συνείδηση μπρος στον Θεό που με βλέπει, σας δηλώνω πως περιφρονώ και την ελευθερία και τη ζωή και την υγεία κι όλα όσα ονομάζονται στα βιβλία σας αγαθά του κόσμου.

Επί δεκαπέντε χρόνια σπούδασα προσεχτικά τη ζωή. Είναι αλήθεια πως δεν είδα γη κι ανθρώπους, αλλά διαβάζοντας τα βιβλία σας, γεύτηκα το αρωματικό κρασί, τραγούδησα τραγούδια, κυνήγησα ελάφια κι αγριογούρουνα, αγάπησα γυναίκες... Αιθέριες καλλονές, πλασμένες με τη μαγεία που τους εμφύσησε η μεγαλοφυία των ποιητών σας, μ' επισκέπτονταν τα βράδια σα πανάλαφρο νέφος και μου 'λεγαν ψιθυριστά, θαυμάσια παραμύθια, που μεθούσανε το νου μου. 

Μες από τα βιβλία σας σκαρφάλωνα στις κορφές του Έλμπορους και του Μονμπλάν, απ' όπου τα πρωινά έβλεπα τον ήλιο ν' ανατέλλει και τα δειλινά να πλημμυρίζει τον ουρανό και τις κορφές των βουνών με το πορφυρό του χρυσάφι. 

Από κει ψηλά, έβλεπα πώς λάμπαν οι αστραπές, όταν πάνω από το κεφάλι μου χαράκωναν εκτυφλωτικά τα νέφη. Έβλεπα πράσινα δάση, λιβάδια, ποτάμια, λίμνες, πόλεις, άκουγα τις Σειρήνες να τραγουδάνε και τους βοσκούς να παίζουνε τις φλογέρες τους, ψηλάφιζα τα φτερά εξαίσιων διαβόλων που 'ρχονταν πετώντας να μιλήσουμε για τον Θεό... Ριχνόμουν μες στην απύθμενην άβυσσο των βιβλίων σας, έκανα θαύματα, σκότωνα, έκαιγα πόλεις, έκανα κηρύγματα νέων θρησκειών, κατακτούσα ολάκερα βασίλεια...

Τα βιβλία σας μου δώσανε σοφία. Όλα τούτα που για αιώνες δημιουργούσεν η ακούραστη ανθρώπινη σκέψη, στριμωχτήκαν μες στο νου μου, σ' ένα μικρό σβώλο. Ξέρω πως είμαι πιο γνωστικός απ' όλους σας. Περιφρονώ τα βιβλία σας κι όλα τα καλά του κόσμου, περιφρονώ τη σύνεση και τη σοφία. Είν' όλα εφήμερα, ασήμαντα, πλασματικά κι απατηλά. 

Είναι αρρωστημένη φαντασία. Είστε σοφοί και περήφανοι, αλλά ο θάνατος θα σας εξαφανίσει από προσώπου γης, ακριβώς όπως θα κάνει και με τα ποντίκια, που 'ναι κάτω από το πάτωμα. Όσο για τους απογόνους σας, την ιστορία, την αθανασία των μεγαλοφυών ανθρώπων σας, θα παγώσουν όλα ή θα καούν κι αυτά μαζί με τη γήινη σφαίρα.

Έχετε χάσει τα λογικά σας και δε βαδίζετε στο σωστό δρόμο. Το ψέμμα το δέχεστε σαν αλήθεια και την ασχήμια για ομορφιά. Θα σας έκανεν έκπληξη αν σαν αποτέλεσμα κάποιων συνθηκών, στις μηλιές και στις πορτοκαλιές μεγαλώνανε ξαφνικά αντί καρποί, βατράχια και σαύρες ή αν τα τριαντάφυλλα αρχίζανε ν' αναδίδουν μυρωδιά ιδρωμένων αλόγων. Εκπλήσσομαι λοιπόν, με σας που ανταλλάξατε τον ουρανό με τη γη. Δε θέλω να σας καταλάβω.

Για να σας αποδείξω στη πράξη τη περιφρόνησή μου σε κάτι με τ' οποίο εσείς ζείτε, αρνούμαι να πάρω τα δυο εκατομμύρια που κάποτε ονειρευόμουνα σα να 'ταν ο παράδεισος και που τώρα καταφρονώ. Για ν' αφαιρέσω από τον εαυτό μου το δικαίωμα αυτό, θα φύγω από δω πέντε ώρες πριν από τον προσυμφωνημένο χρόνο και με τον τρόπον αυτό, θα καταπατήσω τη συμφωνία».

Αφού τα διάβασεν αυτά ο τραπεζίτης, άφησε το χαρτί στο τραπέζι, φίλησε τον παράξενον αυτόν άνθρωπο στο κεφάλι, άρχισε να κλαίει και βγήκε από τη πτέρυγα. Ποτέ άλλη φορά, ακόμα κι ύστερα από μεγάλες χασούρες στο χρηματιστήριο, δεν αισθανόταν τέτοια καταφρόνεση για τον εαυτό του, όπως τώρα δα.
 Όταν έφτασε στο σπίτι, ξάπλωσε στο κρεβάτι, αλλά η συγκίνηση και τα κλάματα δε τον αφήναν να κοιμηθεί για πολλήν ώρα.

Την άλλη μέρα το πρωί, τρέξανε χλωμοί οι φύλακες και του ανακοινώσανε πως ο άνθρωπος που 'μενε στη πτέρυγα, βγήκεν από το παράθυρο στον κήπο, πήγε στην εξώπορτα κι ύστερα κάπου εξαφανίστηκε. Ο τραπεζίτης μαζί με τους υπηρέτες πήγεν αμέσως στη πτέρυγα και διαπίστωσε την απόδραση του φυλακισμένου του. 
Για να μη προκληθούνε περιττές διαδόσεις, πήρε από το τραπέζι το χαρτί με την απάρνηση κι επιστρέφοντας στο σπίτι του, το κλείδωσε μες στο χρηματοκιβώτιο.

[πηγή: Άντον Τσέχωφ, Διηγήματα και Μονόπρακτα. Μια επιλογή, μετάφραση Βασίλης Ντινόπουλος, Γιώργος Τσακνιάς, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2004, σ. 48-53]