Σελίδες

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2016

Ένας λόγος για τη µοναξιά-Λένα Παππά


   Ήσυχο βράδυ Κυριακής  µε το ανοιχτό βιβλίο,  τα σκόρπια χαρτιά στην παραµέσα κάµαρα τα παιδιά γελάνε.  Αυτό το γέλιο ξαφνικά  µε αναστατώνει πλούσιο,  πηγαίο,  ξέγνοιαστο, σα σπάνιο ρόδο. Αν τη γράψω κάπου,  π.χ.  σ’ ένα ηµερολόγιο,  αυτή τη  µικρή στιγµή να τη θυµάµαι - όχι,  δεν θέλω να τη γράψω.


Κάποια  µέρα ξαναδιαβάζοντάς το θα λυπηθώ,  γιατί ο καιρός περνάει και τα παιδιά δεν θα είναι τότε πια παιδιά  - όχι δεν θέλω να γράψω τίποτε πουθενά, σκέφτοµαι και τροµάζω µ’ αυτά που σκέφτοµαι και λέω πως είναι η µοναξιά που µε κάνει να τα βλέπω όλα µ’ αυτή τη σκληρή µατιά,
όλα υπονοµευµένα µε φθορά, όλα πατιναρισµένα µε θάνατο, είναι,  λέω, η µοναξιά που καταλύει σιγά σιγά τις καλές µου δυνάµεις, αυτή η φάουσα που δίχως να θέλω µε σκέπασε σαν σφικτός κισσός, αµέσως µόλις συνειδητοποίησα την ύπαρξή µου, η λάµια που κουβαλάω στο αίµα µου µέσα η αχόρταγη, ο σκοτεινός µου έρωτας, η άσπρη στέπα που µέσα της χάνοµαι, η άλλη όψη της µοίρας µου. 


  Υπάρχουν πολλών ειδών µοναξιές:
 H µοναξιά του χρυσόψαρου στη γυάλα είναι η φοβισµένη µοναξιά.

Του πουλιού στο κλουβί είναι η βασανισµένη µοναξιά.

Του φονιά µέσα στο µυστικό του η επικίνδυνη µοναξιά.

 Του καλόγερου στη σκήτη του η ευδαιµονική  µοναξιά.

Του άρρωστου πάνω στο χειρουργικό τραπέζι, του µελλοθάνατου στο κελί του,  η εναγώνια  µοναξιά.

Του ενός  µέσα στο πλήθος το αδιάφορο η απελπισµένη  µοναξιά,  του ποιητή  µέσα στα όνειρά του η γόνιµη µοναξιά.

Μα η µοναξιά του ανθρώπου µπροστά στο αίνιγµα της ύπαρξής του είναι η κορυφαία, η πιο τραγική κι αγιάτρευτη µοναξιά. 


 Αφόντας αποκόπηκε ο λώρος που τον έδενε µε τη µητέρα και πετάχτηκε έξω απ’την αµνιακή του ευδαιµονία ο άνθρωπος,  στον ορθάνοιχτο ξένο κόσµο, µονάχος ζει κι επιβιώνει ανάµεσα σε πλήθος άλλους  µόνους,  και πάσχει και πεθαίνει µόνος, παρ’ όλα τα φώτα και τους φίλους και τους συγγενείς, δίχως να υπάρχει αγάπη, πλούτος, δόξα ικανή να εξαγοράσει αυτή τη µοίρα.
  Κι εκείνοι που ποτέ τους δεν προβληµατίζονται, έρχεται κάποια στιγµή που µένουν άναυδοι µόλις το πικρό της ρίγος τους αγγίξει, αθέλητα, γιατί για όλους έρχεται κάποτε αυτή η στιγµή, όσο κι αν την αποφεύγουν. 

Μονάχα τα παιδιά την αγνοούν µη έχοντας ακόµα δοκιµάσει το  µήλο που εξαιτίας του χάσαµε τον Παράδεισο το µήλο ήταν η Γνώση, κι η Γνώση είναι η Αλήθεια, η Αλήθεια Ελευθερία κι η Ελευθερία Μοναξιά...
   Αν µπορούσα να τη ζωγραφίσω, θα’φτιαχνα µόνο δυο  µεγάλα µαγνητικά µάτια, που σου κατακυριεύουν την όραση, καθώς το φίδι το πουλί.
Είναι αναγκαία η µοναξιά, λέει ο Ρίλκε⋅ κάποτε πρέπει να αποσύρεται κανείς στον εαυτό του, µακριά από τους αλαλαγµούς του πλήθους.
Αυτή είναι η εσωτερική µοναξιά, η πιο αληθινή, η πιο µαρτυρική, που δεν γιατρεύεται και δεν παρηγοριέται µε τίποτα.

 Όµως κι η πιο σωτήρια, η πιο κερδοφόρα. Μέσα της βρίσκω τον βαθύν εαυτό µου, τον συλλαµβάνω, τον γνωρίζω, τον ελέγχω, τον παρατηρώ, νιώθω σαν το δέντρο που σκύβει και βλέπει τις ρίζες του. Το κέρδος µου πάντα ήτανε που µου άνοιγε τα σκοτεινά, τα αλλόκοτα και τα δαιδαλώδη, ενώ απάνω µου φυσούσε ο άνεµος των άλλων κόσµων. 


Κάθε φορά µε γκρεµίζει για να µε ξαναχτίσει απ’την αρχή, µε θεµέλια βαθύτερα. Χωρίς αυτήν τι θα ήµουν -ένα πάνω- κάτω, µια σκέτη αναπνοή, ένας εαυτός χωρίς αντίκρισµα. Μέσα της σαν σε αγκαλιά  µητέρας ξαναβρίσκοµαι µαζεύοντας τα σκόρπια κοµµάτια µου που η ορµή της ζωής σφεντόνισε στους πέντε ανέµους γίνοµαι πάλι ολόκληρη να µπορώ να υπάρχω.

   Η µοναξιά είναι στάση ψυχής και προφητεία και επανάσταση, ανησυχία και δαπάνη ζωής, πυρακτωµένη αγωνία του όντος, πικρότατη σοφία και καηµός αβάσταχτος.
Η οικογένεια, η κοινωνία, ο έρωτας προσπαθούν ν’απαλύνουν το άλγος της γνωριµίας της. Μόλις όµως τη συνειδητοποιήσει κανείς, µένει απαρηγόρητος σ’όλη του τη ζωή.

Είναι ο γύπας που τρώει τα σωθικά  µας, ο φοβερός καθρέφτης, το πικρό πουκάµισο του Νέσσο, το κενό κέλυφος κάτω απ’τα δάχτυλα της δίψας μας. Αγοήτευτη, αµάραντη, µακρόσυρτη τυραννία, απάνθρωπη µητέρα, σκοτεινή γοητεία, το άλλο εγώ µας, ο πλούτος κι η πληγή µας η µυστική, κοινή µας µοίρα, η λυδία λίθος που δοκιµάζει το µέταλλό µας, πολύτιµη συντρόφισσα και λίθος  µέγας χαρά σε κείνον που σαν άλλος άγγελος τετραφτέρουγος τον αποκυλά και βγαίνει έξω αναστηµένος. 
 Όλα τα θαυµαστά γίνονται µες στη µοναξιά: το µπουµπούκι, το κουκούλι, το έργο το πνευµατικό, κι ο Θεός, τον κόσµο που τον έπλασε µονάχος, έπειτα από αιώνες µοναξιάς αβάσταχτης.

Μοναξιά δεν σηµαίνει  µόνο απόσυρση από τα εγκόσµια, αποµόνωση και περισυλλογή, ούτε φυγή, άρνηση, απραξία, που συνοδεύονται από έπαρση και χαλαρότητα και αθυµία. Σηµαίνει καµίνευµα σε υψηλές πνευµατικές, µεταφυσικές θερµοκρασίες, σηµαίνει  µόχθο Σισύφου στο κακοτράχαλο βουνό του αινίγµατος...
Λένα Παππά

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2016

«Έρωτας είναι η τέχνη του να φεύγεις» - Δημήτρης Λιαντίνης

Να φεύγεις, αλλά πώς να φεύγεις! Το πράγμα θέλει μεγάλη προσοχή.

Γιατί ο ορισμός αυτός είναι τορπίλλι που το παίζει στα χέρια του μικρό παιδί. Το παίζει στα χέρια του και δεν ξέρει τι είναι... Ο Γιωργής τ’ Αποδέλοιπο, που λέει ο Μυριβήλης.

Έρωτας είναι η τέχνη του να φεύγεις έτσι, που η σφαγή που θα νιώθεις να είναι πολύ πιο σφαγερή από τη σφαγή που νιώθει ο σύντροφος που αφήνεις.

Αν εκείνος πονάει τρεις, εσύ να πονέσεις εννιά. Εδώ σε θέλω, κάβουρα, που λένε, να περπατάς στα κάρβουνα. Χόρεψες ποτέ σου το χορό του αναστενάρη, χωρίς νά 'σαι αναστενάρης;»

Ο έρωτας είναι γνώση.

Ο έρωτας είναι ευγένεια και αρχοντιά. Είναι το μειδίαμα της σπατάλης ενός φρόνιμου Άσωτου.

Πως η φύση ορίζει το αρσενικό να γίνεται ατέλειωτη προσφορά και θεία στέρηση για το θηλυκό. Το θηλυκό να κυνηγάει τις τύψεις του. Στον έρωτα όλα γίνονται για το θηλυκό. Η μάχη και η σφαγή του έρωτα έχει το νόημα να πεθάνεις το θηλυκό, και να το αναστήσεις μέσα στα λαμπρά ερείπια των ημερών σου.

Πάντα σου μελαγχολικός και ακατάδεχτος… Στη σωστή ερωτική ομιλία το θηλυκό δίνει το ύφος της σάρκας και το αρσενικό τη σύνεση της δύναμης. Μιλώ για τα καράτια κοντά στα εικοσιτέσσερα. Για στήσιμο πολύ μεταξωτό. Και το μετάξι μόνο ζωικό παρακαλώ. …

Το πρώτο λοιπόν είναι πως όταν το θηλυκό είναι θηλυκό, την ευθύνη για να γίνει και να μείνει ως το τέλος σωστή η ερωτική σμίξη την έχει ο άντρας. Πάντα όταν φεύγει η γυναίκα, θα φταίει ο άντρας. Να το γράψετε να μείνει στον αστικό κώδικα.

Δ. Λιαντίνης - "Γκέμμα".



Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2016

Για σένα πάω πάσο...

Δεν έχω τίποτα να χάσω...
Αυτό είπες, καθώς τραβούσες την τελευταία ρουφηξιά απ' το τσιγάρο,
που καιγόταν αμέριμνο στα χείλη σου.

Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά, ανάμεσα μας
Εσύ ποντάρεις στο τίποτα 
Εγώ τα παίζω όλα για όλα
Η μαγκιά είναι να μη φοβάσαι πως θα χάσεις τη σιγουριά σου, τα κεκτημένα σου.
Να τα παίζεις όλα για όλα
Τι νομίζεις είναι ο Ερωτας, μάτια μου;
Παιχνίδι με στημένα φύλλα και κρυφούς άσσους στο μανίκι;
αχνίδι με στημένα φύλλα και κρυφούς άσσους στο μανίκ
Εγω τα ποντάρω όλα
Στο κόκκινο ;
Το μαύρο;
Τι σημασία έχει ;
Μπορεί να μείνω στον άσσο και ταπί
Δείχνω τα φύλλα μου απ' την αρχή...


Παίξε αν σου βαστά
μα,
να τα παίξεις όλα για όλα...

Μπορείς;
Μα τι λέω;
Πάντα κλειστά είχες τα χαρτιά σου.
Δως μου λοιπόν το δικό σου τίποτα
Να σου δώσω το δικό μου, όλα
Κι αν κάποτε σου τελειώσουν τα φύλλα
Μην ψάξεις να με βρεις
Θα τα έχω ξεπουλήσει όλα για όλα
Για ένα μπάρκο στο πουθενά 

 
Ετσι γουσταρει η ψυχή μου να αρμενίζει
Χωρίς ναυαγοσωστικά και δίχτυ ασφαλείας
Θεωρίες και ιδεολογίες...
Απόψε παίζω το τελευταίο μου χαρτί
Πες έστω για μια φορά
                                    Για σένα πάω πάσο...
(Μαρία Λαμπράκη)


Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

Σκέψεις ατάκτως ερριμμένες-(Μαρία Λαμπράκη)

Οταν η νύχτα γίνεται δοξάρι
στα σώματα των Εραστών

 Ο Ερωτας παίζει στα δάχτυλα
την πιο ωραία μουσική
Ηρθε κάποτε απροσδόκητα
με την αλήθεια του
να ομορφήνει τα παραμύθια της
'Ανοιξε την αγκαλιά του
κι οι γλυκόπικροι ανθοί της μοναξιάς
σκορπίστηκαν σαν τα πουλιά.
Θ' αλλάξουμε σώματα κάποτε
 απο Ερωτα  πεθαίνοντας πρώτα...  
Γιατί πληγώνουν τα δέντρα;
Τόσες πολλές καρδιές 

χαραγμένες πάνω τους...
Αναρωτιέμαι

Τι γυρεύουν τα μαχαίρια
στα χέρια των Ερωτευμένων;
Σε χρυσή βελόνα πέρασε το νήμα της η νύχτα
Παρτο (είπε) στ' όνειρο

να ράψεις τις πληγές του κόσμου....
Ανύποπτες ώρες αργοκυλούν στους λεπτοδείχτες
και πάνω τους ασθμαίνοντας οι επιθυμίες...
Για όσα δεν είπαμε,
εκείνα που ίσως...
Θυμάμαι ακόμα τα λόγια σου
Μην έρχεσαι μαζί μου (είπες)

ο έρωτας είναι γυαλί 

που κόβει βαθιά
Χμ, κανείς δεν σου είπε πως
χρόνια τώρα περπατώ με τα πόδια γυμνά

πάνω στα σπασμένα γυαλιά
του Ερωτά σου;
Ακόμα και η πιο όμορφη νύχτα
κρύβει μέσα της
μια υποψία μελαγχολίας...
Σαν να κλαίει κάπου μακριά

 ένα μοναχικό σαξόφωνο
 Οταν τραγουδάς τη νύχτα
χαμηλώνει το φεγγάρι
και ξαγρυπνά μαζί σου.
Γλυκόπικροι στοχασμοί
λέξεις και αισθήματα
Συνωμοσία στην αυγή...
Χάδι στην καινούργια μέρα...
Γύρισε ανάποδα την κλεψύδρα του ο χρόνος
Η νύχτα φωνάζει τ' όνομά σου
Απο τις στάχτες της μνήμης / θα σε ανασύρω
εκεί αφήνει πάντα /το υστερόγραφό του/ ο
Ερωτας
Για να θυμίζει πως/όλα ξεκίνησαν απο μια Φωτιά...
Στην ανάδυση του φεγγαριού
λύγισε ο μίσχος των ματιών σου
Ενα φιλί σου έστειλα
με την θάλασσα την αφροστολισμένη
κι άνθισαν τα νυχτολούλουδα
του Ερωτα...
Αν σταματούσε ο χρόνος
 στις θάλλασες του Ερωτα
θα κολυμούσαμε για πάντα στα νερά του.
Κι έτσι όπως δυο κύκνοι 
κάτω απο το φως του φεγγαριού,
τραβώντας ίσια για το νησί του ονείρου
θα δρασκελούσαμε  το φράγμα του χρόνου,
φωτίζοντας με ολόχρυσες ανταύγειες το Απειρο.
Κείμενα, Μαρία Λαμπράκη





                  

Σάββατο 23 Ιουλίου 2016

Η Θάλασσα κι εσύ

Δίπλα στη θάλασσα...
Αμήχανη να κοιτάζω τα φώτα της νύχτας
Καθώς καθρεφτιζόταν στα νερά της
Xιλιάδες σπαρμένα μάτια παντού...
Ο κόσμος ξημερώνει...
Πέρα απο τις γραμμές των οριζόντων
Φεγγοβολούσε το πρώτο φως της Αυγής
Θεέ μου (είπα)
Τόση ομορφιά πως να χωρέσει μέσα μου;

Τα χέρια όπως πάντα τους αβέβαια
Το χάδι μετέωρο στους κραδασμούς των κυμάτων
Οι λέξεις κρύβονται πίσω απο τον μπερντέ του καπνού
Ενα τσιγάρο σιγοκαίει στο τασάκι
Για όλα είπαμε ή σχεδόν για όλα...
Κανείς, όμως, δεν τόλμησε να πει μια λέξη
Σ' αυτή την πόλη των εκατομμυρίων μόνων...

Σε λίγο ξημερώνει...
Αντίο
Χάρηκα
μια βιαστική αγκαλιά...
Κανείς δεν είπε
Κανείς δεν τόλμησε
Κι έμεινε το φιλί αταξίδευτο
Στην άκρη των χειλιών μας
Να κόβει σαν γυαλί
Και τώρα;
Κάθε φορά που μιλώ για σένα
Ματώνουν οι λέξεις. (Μαρία Λαμπράκη)



Έρωτας είναι

Τα μάτια σου κι η θάλασσα

απέραντό μου γίνε

Έρωτας είναι

το κύμα που λαχτάρισε

ν' ακούσει αυτό το μείνε

Απόψε....

Σάββατο 2 Ιουλίου 2016

Ο Ερωτας Νυν και Αεί...

Αχνοφέγγει στα μάτια σου το φεγγάρι,
η θάλλασα  καθρεπτίζει τον πόθο της ηδονής
μεταγγίζοντας την ενέργεια της πανσελήνου
σε θυμίαμα, του 'Ερωτα!
Αχ, γυμνό σώμα λούζεσαι στην αστροφεγγιά
ανυπότακτο στου Ποσειδώνα τις βουλές,
η Τρίαινα αναδεύει τα ύδατα του πάθους.
Σε περίμενα σαν ανοχύρωτη πόλη,
που γκρεμίζει μόνη της τα κάστρα.
Η έλευση δεν ήταν δεδομένη,
για τους άλλους καταστροφή
για μένα λύτρωση...

Κι όταν κατακτητής και τροπαιούχος
 μπήκες μέσα μου,
άνοιξαν  ''οι πύλες της Σιών''
Παραδώθηκα
καμία αντίσταση.

Δεν είδα το ξίφος
μόνο η πληγή μαρτυρά τη μάχη
το αίμα ρέει,
Ιφιγένεια εγώ.
Εσύ ο κύριος και θεός μου, (είπα)
Ο Ερωτας Νυν και Αεί...

Η θάλασσα βάφτηκε κόκκινη
τη νύχτα που οι ανεμώνες του βυθού
έκρυψαν για πάντα στο κοχύλι 
το δικό μας μυστικό.
(Maρία Λαμπράκη)
΄

Τρίτη 21 Ιουνίου 2016

Τάκης Σινόπουλος (Ποιήματα)

Τάκης Σινόπουλος-Από τη «ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΙΞΗ» (1959)
Περί προσώπου
Τι σκέφτεσαι;
Τι σκάβεις συνέχεια το πρόσωπό σου στον καθρέφτη;
όπως η μέρα φεύγει ή κάποτε
στη μνήμη ακούς τον ήχο των παρωχημένων.
Τόσα χρόνια περπατάς, ονειρεύεσαι στο ίδιο κορμί.
Στο ίδιο σκοτάδι τη νύχτα χωνεύεις. Μα απόψε,
τα σημάδια που ψάχνεις και βρίσκεις,
απ΄ το πρόσωπο πέφτει ο ασβέστης
και το πρόσωπο τρίζει.   


Το σώμα και το μηδέν -Τάκης Σινόπουλος
Ονειρο διπλωμένο στ΄ όνειρο
η μέρα στάχτη η νύχτα τίποτα
η πέτρα που σκοντάφτεις και ξυπνάς
σιγά σιγά τα βήματα σε πάνε ως τα βουνά
φεγγάρι ασύγκριτο
περνώντας των δασών τα αινίγματα
τις αίθουσες των δέντρων.
Ναι μοναξιά
κι ένα κορμί
γεμάτο με ησυχία και μηδέν.
Πηγή

''Εσύ και το ποίημα'' από τη συλλογή ''Αντίστιξη'' του Τάκη Σινόπουλου


Έρχεσαι και ξανάρχεσαι σ’ αυτή την αίθουσα
τόσο γυμνή που σε κοιτάζουν όλοι
Βασανίζεις τα καθίσματα
σα να βασανίζεις τον ένοχο
Σου λέω να πνίξεις μέσα σου αυτά τα άγρια πουλιά
μα εσύ τα λευτερώνεις.


Γίνεσαι μαύρη από τη λύπη σου
κι έρχεσαι εδώ.
Από καιρό έρχεσαι και ξανάρχεσαι.
Τα γόνατά σου αστράφτουν μέσα στην αίθουσα.


Σου πλένω με τα δάκρυά μου
τα χέρια και τις μασχάλες.
Σου πλένω τα πόδια ως τα βουνά.
Σου χαρίζω την πιο ζεστή μου φωνή για να ντυθείς.


Μα εσύ φεύγεις
όπως ήρθες
γυμνή
για να υπάρχει πάντα ένα Ποίημα
να λέει για σένα

Art by, Vicente Romero Redondo 

ΜΑΡΙΑ-Tάκης Σινόπουλος
‘Εξω από το παράθυρο έλαμπε το πέλαγος.
Θα τρελλαθώ αν χαθεί το πέλαγος, είπε η Μαρία.
‘Εκρυβε με τα χέρια τη γυμνότητα,
παράφορη, γυρίζοντας
με μια τρομαχτικήν απόγνωση σ’ όλα τα κέντρα,
σ’ όλους τους κινηματογράφους της πρωτεύουσας.

Τον γύρευε. Ρωτούσε τους πορτιέρηδες επίμονα.
Παραξενεύονταν που δεν τον είχε ιδεί κανείς.
Πού νάναι; πού είναι; πες μου τώρα, πες μου εσύ.
Πάντα γυμνή, τόσο άμυαλη. Και ξάφνου
μέσα στο φως: Λευτέρη! φώναξε
κι όρμησε πάνς του. 
Μα εκείνος
είταν βουβός, πολύ βουβός, ένας χαμένος
ίσκιος. Και την έσυρε. Και πέθαναν.
Τους πήρε το τιμόνι στον κατήφορο, τους τσάκισε
τα κόκκαλα και τα νεφρά. Πολύν καιρό
κατόπι μας βασάνισε η ψυχή τους.
ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ-Τάκης Σινόπουλος
Λάμψε ήλιε
πανύψηλε της προπατορικής Ελλάδας, λάμψε εδώ·
σε τούτη τη στιφή αγκαλιά
της στάχτης. Λαβωμένο φως
να λούσει τη θρησκεία του σώματος
και την πικρή σου ανάμνηση, ήλιε.

‘Ηλιε βασάνισε τον ισκιερό κατήφορό της,
όπου πυρώνουν δόντια της παραφοράς,
όπου αναζούν οι καθαρές
κινήσεις των μαστών των πράσινων,
στην περιφέρεια του αδυσώπητου
φιλιού, στον κύκλο αυτής της τρομερής
γυμνότητας.

Λάμψε ήλιε των νεκρών
ποιητών.
Αχτιδοφόρος ήλιος της Ελλάδας είναι τώρα εδώ,
στον πείσμονα αρνητή της μαρτυρίας του χρόνου,
στον ηττημένο από τη μέθη του κακού
παραμυθιού. Πάνω στα κέρδη λάμπει τα πολύτιμα,
πάρα πολύ πικρά, που δεν υπάρχουν. ‘Ηλιε,
λάμψε ήλιε της φανταστικής
Ελλάδας, η πολυάνεμη,
η κόμη αυτή πολυάνεμη που κατεβαίνει ως τις ρωγμές
του σώματος βαθύσκιωτη ανεμίζοντας,
σκεπάζει ένα κεφάλι λευτεριάς
κι’ οδύνης. Ω, καθάρισε
της ανηφορικής Ελλάδας ήλιε,
την άμπωτη τη σκοτεινή της νύχτας του αίματος,
τις ανεξήγητες φωνές των προπατόρων,
ω του θανάτου αχτίδα αστραφτερή
στέμμα βαρύ της μνήμης μου ήλιε,
πάνω σ’ αυτό το σώμα που μονάχο αμύνεται,
χλοερές κοιλότητες μα πέτρινα
τα μέλη, αστείρευτοι οι μηροί.

Λάμψε ήλιε της νεκρής Ελένης.
Η σάρκα αποχαιρέτησε την έκσταση.
Αιώνια κύματα σαρώνουν την ασήκωτη καρδιά.
Σώμα έρημο περίλυπο μέσα στην κάψα του ήλιου·
κι’ εδώ στα δώματα η κραυγή μυρίζει ακόμα
τον έρωτα. Γαρύφαλλα, γαρύφαλλα
κηρύχνουν άλλη μια φορά μια ματωμένη ανάσταση.
Το πρόσωπο - αίνιγμα του πάθους ξαναγύρισε.
‘Ηλιε,
λάμψε ήλιε των μηρών των ξάστερων
της ζωντανής Ελένης, ω
μετέωρο πνεύμα, δικαιοσύνη του φωτός
πυρπόλησε το κέντρο το νωπό των τρομερών κοιλάδων
κι’ ας ζήσει μόνο ο λόγος ο γυμνός
που ξέρει
ποιες παραισθήσεις ποια όνειρα ποιες αναμνήσεις αθεράπευτες
ποια δίψα μ’ έφερε ως εδώ,
τον έρωτα να δέσω και το ποίημα τούτο το παράφορο
με την νεκρήν Ελένη.
Art by, Stanislavas Sugintas

Τάκη Σινόπουλου, «Ποίημα για την Ελένη»

Ωραία εσύ η ανείδωτη
μέσα στον ουρανό του ποιήματος
καυτερή θρησκεία γυναίκα αγέρινη,
ντυμένη χαραυγές ένα άστρο σύμβολο
με τ' όνομά σου δένοντας των εποχών τις γέφυρες.
Ωραία εσύ
νυχτερινή του απείρου εξαίσιο του θανάτου λάφυρο
από τη σκόνη του θανάτου αναγεννώμενη.
Σ' αναγνωρίζω Ελένη μου μέσα στους μαύρους έρωτες
που κάψανε μ' οράματα τα χρόνια μου. Ω ποτέ
ποτέ μη φύγεις για τους τόπους του χαμού
στις χώρες τις απάνθρωπες μη σπαταλήσεις
τούτη τη σάρκα σου από σμάλτο κι από κρύσταλλο.


Σε περιμένω.
Κοίταξε, σου 'φερα καπνούς κι αρώματα από τα βουνά
πετράδια από τη θάλασσα
ήλιους και φύλλα σου 'φερα, κατηφοριές κι ανέμους
καλάμια από τις ποταμιές βράχια και πέτρες κι όνειρα
και καταχνιές κι αφρούς για σένα προσφορά.
Με χέρια και με γόνατα σπασμένα παραμόνεψα
γυμνός πλανήθηκα πάνω στη γη σε κάθε στρίψιμο
του κόσμου παραμόνεψα. Σε περιμένω.
Είμαι νεκρός τα βράδια κάτω απ' το λυχνάρι μου
κι όμως ακόμα ζωντανός αστράφτοντας απ' τη δική σου δύναμη.


Κοιμάμαι σε κρεβάτι φορτωμένο με γεννήτορες
που μου γυρεύουν να μιλήσω. Κι ανυμνώ τη χώρα μου
κι εσένα και τη βλάστηση
γεύομαι μνήμες όνειρα και βλάστηση
και χώμα αιώνιο απ' τη δική μας γη,
προπάντων χώμα χώμα Ελένη.


Και τούτο τ' ονομάζω προσμονή. Η γέννηση του ποιήματος.


Τάχα θα' ρθείς;
Μια νύχτα Ελένη τάχα θα σε συναντήσω,
όταν ο χρόνος θα 'ναι ακίνητος από τα θαύματα,
στεφανωμένη υποταγή κι ανάσταση τρεμάμενη;
Μες στην πελώρια πόλη του ύπνου θα συναντηθούμε
σάμπως σε μια αυτοκρατορία νεκρών ποιητών
κατάμεστη από σταλαχτίτες-ποιήματα
και τάχα θα μιλήσουμε θα κοιταχτούμε
λουλουδισμένοι κι άφωνοι με τη χωμάτινη καρδιά
να ζωντανεύει και να γίνεται
ξανά ένα ρόδο πορφυρό ξανά μια πυρκαγιά απαράμιλλη
τάχα θα σμίξουμε άλλη μια φορά
μια νύχτα που η σιωπή θα 'ναι μια απέραντη σιωπή
εγώ γεμάτος διάστημα
εσύ γεμάτη μ' άστρα
πάντα άφθαρτη παρθένα ανέγγιχτη
μεταρσιωμένη;


Από τη συλλογή Ελένη (1957)
[πηγή: Τάκης Σινόπουλος, Συλλογή Ι. 1951-1964, Ερμής, Αθήνα 31990, σ. 151-152]

Artist Ana Munoz Reyes

ΑΝ-Τάκης Σινόπουλος
Απ’ το πρωί ο άνεμος ξεκάρφωνε τον ουρανό.

Απ’ το πρωί ο ήλιος κάπνιζε
ανάμεσα στα ερείπια.

Αν το πρόσωπό σου, το πρόσωπο ασπίδα. Και το σύν-
νεφο εκείνο κι ο τόπος τοπίο, και τα μάτια σου στρέ-
φοντας ξαφνικά δεν είχαν σκοτώσει την εικόνα που
κοίταζαν λίγο πιο πριν.

Αν το χέρι σου ήταν.
Αν τα μάτια σου.
Αν το χέρι σου.
Αν η λέξη που πήγες να πεις.
Λοιπόν όλη τη μέρα ο άνεμος.
Όλη τη νύχτα οι στάχτες της φωτιάς σου.
    Art by     Sergio Martinez Cifuentes

ΝΤΟΑΝΑ*Τάκης Σινόπουλος

Τσακίζεις τοῦτο τὸ κλαδί, τσακίζεις τ’ ἄλλο,

μὰ τὸ νερὸ ποὺ γύρευες δὲν εἶναι ἐδῶ.

Περνᾶς τὰ χώματα, περνᾶς τὶς πέτρες,

μὰ δὲ θὰ βρεῖς τ’ ἄσπρο ποτάμι.

Ξέρες μονάχα κι’ ἄμμους κι’ ἐρημιά,

θάμνα στὸν ἥλιο κόκκινα,

κορμοὺς καὶ βράχια κόκκινα,

πιὸ πέρα σίδερα καὶ ξύλα. Φώναξε.

θ’ ἀκούσουν τὴ φωνή σου καὶ θ’ ἀποκριθοῦν

μ’ ὅμοια φωνή. Μὰ δὲ θυμοῦνται πιὰ

πότε ἦρθαν, τί γυρεύουνε

σ’ αὐτὸ τὸ πέρασμα

τὸ σκοτεινό.

Μὴν προχωρήσεις.

Θὰ σὲ ρημάξει ἡ σκόνη, θὰ σὲ καταπιεῖ,

καὶ μὴ φωνάξεις.

Ἔτσι, μέσα στὸ φῶς τ’ ἀπέραντο τ’ ἄσπρο ποτάμι

δὲ θἄρθει, πρόσμενε, ποτὲ δὲ θἄρθει

τ’ ἄσπρο ποτάμι,

τ’ ἄσπρο ποτάμι.

Το παράθυρο

—Τάκης Σινόπουλος—

Φράξαμε το παράθυρο, ο αέρας φύσαγε απ’ το σκουπιδότοπο, τι πήραμε; τι χάσαμε;

Περπατώντας αμίλητοι σε τούτα τα δύσκολα, τ’ ασυνάρτητα χρόνια.
Υπήρχε η κάμαρα, τόση απογύμνωση. Στον τοίχο η λάμπα και το φως φωτίζοντας πότε το πρόσωπο πότε το ψέμα.
Τη στρίψαμε κατά την εποχή της μνήμης.
Μονάχα ένα μικρό ποτάμι, τ’ όνομά του χαμένο στη σιωπή των άμμων.
Κλείσαμε το παράθυρο. Το χώμα απέξω ανάστατο και το δέντρο παραμιλώντας με το μισό φεγγάρι.
Μέσα απ’ το όνειρο έβγαινε, βαρύ με τη φοβέρα του, τ’ αληθινό φεγγάρι.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΑΚΗ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ/εδω
http://3gym-n-ionias.att.sch.gr/geitonia/biografia.htm