Του Άη Γιωργιού του μεθυστή
Τρεις του Νοέμβρη
Κατέβηκα στο υπόγειο να ανοίξω το βαρέλι
Με το καινούριο το κρασί
Που θα ευφράνει τις παρέες του χειμώνα
Αυτές που μετρούνε τους φίλους…
Απ’ το μικρό φεγγίτη
Σε είδα στο μπαλκόνι να κεντάς
Καθισμένη απρόσεκτα:
Τα όμορφα σου πόδια έμεναν ακάλυπτα ως πάνω
Το εφηβικό σου στήθος
Πάλευε το στενό πουκάμισο.
Έφερες στα ροδοπέταλα τα χείλη σου
Και δάγκωσες την κόκκινη κλωστή
Η ανάσα μου βάρυνε, στέναξα
Σήκωσα τη κούπα με το κρασί
Κι ευχήθηκα στην υγειά σου
Με τα μάτια κλειστά
Ορθάνοιχτα να σε ονειρεύονται…
ΠΗΓΗ