Σελίδες

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2020

Το Άναρθρο Άδειο - ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ



Πρόσωπα
:     ΕΓΩ
 
                      ΚΙΕΓΩ


Εσωτερικός διάλογος

ΕΓΩ:            Έλα τώρα, κάντο.
ΚΙΕΓΩ:        Μα, δεν…
ΕΓΩ:            Τι δεν;  Εμπρός!
ΚΙΕΓΩ:        Δεν γίνεται… δεν μπορώ!

ΕΓΩ:            Μα το υποσχέθηκες.
ΚΙΕΓΩ:        Όχι, όχι. Κάτι άλλο θα πω. Να… Τι περίεργο, αυτό που μου συμβαίνει τελευταία… περπατώ
                      στο δρόμο κι όλο τα υφάσματα κοιτώ πάνω στα σώματα!
Πού τεντώνονται, πού
                      τσαλακώνονται, πού ξεθωριάζουν. Σαν οθόνες που δείχνουν ταινίες και προσπαθώ να
                      μαντέψω τις ιστορίες…
ΕΓΩ:            Άστ’ αυτά. Δεν μας αφορούν. Βρες από πού θ’ αρχίσεις.
ΚΙΕΓΩ:        Ή τη φαντασίωση πούχα προχτές… Ψηλός αυτός με μεγάλη μύτη κι έγραφε ποιήματα… και…
ΕΓΩ:            Και τίποτα. Λοιπόν. Άρχισε.
ΚΙΕΓΩ:        Είναι τόσο παράξενο… Είχα χρόνια πολλά να ξυπνήσω το πρωί  και να θυμάμαι τα όνειρά
                      μου. Ίσως φταίει το ραδιοφωνάκι που σιγανά με αποκοιμίζει… Αλλά να θυμάσαι ένα
                      όνειρο ακόμη κι αν είναι εφιάλτης είναι… όνειρο. Χα! Χα! Χα!
ΕΓΩ:            Άσ’ τ’ αστειάκια. Δεν είναι αυτό το θέμα μας.
ΚΙΕΓΩ:        Γιατί, ξέρεις, μόνο στ’ όνειρο συμβαίνει το θαύμα: Δηλαδή, αυτό που πραγματικά έζησες,
                      αυτό που λαχταράς να ζήσεις κι αυτό που φοβάσαι ή ελπίζεις για το μέλλον να γίνονται
                      όλα ένα. Ίσως γι’ αυτό έπαιξαν τέτοιο ρόλο στην ιστορία των ανθρώπων τα όνειρα.
ΕΓΩ:            Ωχ, άσε τις κοινοτοπίες, τώρα.
ΚΙΕΓΩ:        Γιατί; Η κοινοτοπία δεν είναι πάντα για πέταμα, αρκεί να περιέχει κάποια αλήθεια κι όχι
                     μια υιοθετημένη συμπεριφορά.
ΕΓΩ:            Ακόμη διόλου δεν πλησίασες αυτό που πραγματικά είναι να πεις.
ΚΙΕΓΩ:        Τι να πω; Πως νιώθω σα να μπαινοβγαίνω σ’ ένα ακατάστατο δωμάτιο, κρεβατοκάμαρα
                      είναι; Τραπεζαρία; Κάποιος σερβίρει νεκρά φαγητά, άλλος κοιμάται με φαντάσματα…
                      Κι απ’ το ανοιχτό παράθυρο έρχεται  η μπόχα των ονείρων που τα πέταξαν στα σκουπίδια.
ΕΓΩ:            Τώρα κάτι πιο κοντά βρίσκεσαι.
ΚΙΕΓΩ:        Ναι, αλλά δεν μπορώ, ανατριχιάζω. Προτιμώ να περιγράψω μια ευλογημένη στιγμή:
                      τη συγκομιδή. Πώς κουνάς το κλαρί και πέφτει ο καρπός ζεστός από τον ήλιο, όλο άρωμα,
                      με το κοτσάνι να μοιάζει πως ματώνει. Να προχωράει η μέρα, νάναι όλο και πιο δύσκολο
                      το μάζεμα στη ζέστη…
ΕΓΩ:            Και στο τέλος να μετράτε τα τσουβάλια, να τα στοιβάζετε στη σκιά, κτλ, κτλ. Φτάνει η
                      παρελθοντολογία.
ΚΙΕΓΩ:        Και το βραδάκι να καθόμαστε γύρω απ’ το μεγάλο τραπέζι, να ξεχωρίζουμε τα κλειστά
                      απ’ τ’ ανοιχτά φιστίκια, να μιλάμε, να λέμε αστεία, να γελάμε, να όπως εκείνος, εδώ,
                      στη φωτογραφία.
ΕΓΩ:            Αυτό είναι το παρόν σου σήμερα;
ΚΙΕΓΩ:        Όχι βέβαια.
ΕΓΩ:            Περιμένω την περιγραφή του παρόντος σου.
ΚΙΕΓΩ:        Απουσία.
ΕΓΩ:            Αυτό είναι όλο;
ΚΙΕΓΩ:        Όχι. Σημασία έχει πού οδηγεί αυτή η απουσία.
ΕΓΩ:            Πού;
ΚΙΕΓΩ:        Άστο καλλίτερα.
ΕΓΩ:            Προσπάθησε.
ΚΙΕΓΩ:        Μα θαρρείς πως δεν έχω προσπαθήσει;  Είναι σα να χάνεται κι αυτό ακόμη το ένστιχτο
                     αυτοσυντήρησης.
ΕΓΩ:            Ναι, αλλά, αυτό…
ΚΙΕΓΩ:        Το ξέρω. Δίκιο έχεις, όμως…
ΕΓΩ:            Ωραία. Πες λοιπόν πως μπαίνεις σ’ ένα δωμάτιο…
ΚΙΕΓΩ:        … που είναι άδειο. Αχ, μακάρι νάταν τόσο απλό!
ΕΓΩ:            Τότε τι έχει μέσα;
ΚΙΕΓΩ:        Δεν έχει τίποτα μέσα. Έχει αδειάσει.
ΕΓΩ:            Από τι;
ΚΙΕΓΩ:        Απ’ όλα. Όμως δεν ξέρεις αν αυτά τα «όλα» ήσαν όλα δικά σου ή αν κάποιος άλλος είχε
                      κι αυτός κάτι προσθέσει.
ΕΓΩ:            Και τι σημασία έχει ποιανού ήταν; Σημασία έχει πως έχουν χαθεί.
ΚΙΕΓΩ:        Μα δεν καταλαβαίνεις πως αν ξέρεις μέσα σου πως ήταν όλα δικά σου μπορείς να ελπίζεις
                      ότι θα τα ξαναστήσεις, ενώ εάν…
ΕΓΩ:            Τώρα εσύ δεν σκέφτεσαι σωστά. Γιατί αυτό που μετράει, αυτό που γιομίζει το δωμάτιο
                      είναι το αμάλγαμα, η σύνθεση ανάμεσα στα υπάρχοντα και τα εισερχόμενα… Αυτό που
                      κουβαλάει ο άλλος και η πολυθρόνα που εσύ τον βάζεις να καθίσει. Αυτή η σύνθεση των
                      δύο είναι ανεπανάληπτη. Αλλά είπαμε· η δουλειά σου εσένα είναι να περιγράψεις το άδειο.
ΚΙΕΓΩ:        Ωραία. Ας κρατήσουμε τη συμβολική εικόνα του δωματίου. Μπαίνω και… αχ!
ΕΓΩ:            Τι έγινε πάλι;
ΚΙΕΓΩ:        Κύματα έρχονται και με σταματούν στο κατώφλι. Κύματ’ από μυρωδιές, γεύσεις, αφές.
                      Αναμνήσεις από αφές, γρατζουνιές και ψιθύρους.
ΕΓΩ:            Μα τότε κάτι υπάρχει.
ΚΙΕΓΩ:        Μα, να, χάθηκαν. Ξαφνικά χάθηκαν όλα. Οι οσμές, οι αφές…
ΕΓΩ:            Άντε πάλι. Για ξαναδοκίμασε το δωμάτιο.
ΚΙΕΓΩ:        Καλά. Μπαίνω. Προχωρώ. Με περιστοιχίζουν οι τέσσερις τοίχοι. Είναι κι ένα παράθυρο
                      που… αχ! Ξαφνικά ανοίγει, σίφουνας ορμάει μέσα. Σίφουνας όχι από αέρα αλλά από
                      πράγματα, αντικείμενα, λέξεις στροβιλίζονται, παπούτσια και τραγωδίες, συμπεράσματα 
                      και   κάλτσες…αιωρούνται όλα, θα με χτυπήσουν στο πρόσωπο… Θεέ μου δεν μπορώ.
                     Φεύγω από δω μέσα.
ΕΓΩ:            Γιατί δε μένεις; Δεν έχεις περιέργεια να δεις τι είναι αυτά τα αντικείμενα, γιατί είναι
                      στον αέρα;
ΚΙΕΓΩ:        Μα αφού το ξέρω. Δεν είναι ιπτάμενα αντικείμενα. Είναι όλα  τα πράγματα που μοιάζει
                      νάχουν χάσει το βάρος τους, τη σημασία τους, την αξία τους… οι ιδέες, οι προοπτικές,
                      οι παρουσίες που δυνατές ή αδύνατες σε στήριζαν στη ζωή...  Πότε χοροπηδούσες, πότε
                      σερνόσουνα, αλλά αυτές ήταν που σε συντηρούσαν. Τώρα όλα είναι όμοια, απρόσωπα
                      σαν τα πούπουλα π’ άφησε πίσω του κάποιο πουλί που πέταξε μακριά. Ούτε καν χρώμα
                      δεν είχε το πουλί.
ΕΓΩ:            Τώρα δηλαδή μου περιγράφεις το άδειο;
ΚΙΕΓΩ:        Ίσως να το πλησιάζω. Λοιπόν. Δεν αλλάζουμε τώρα κουβέντα;
ΕΓΩ:            Όχι.
ΚΙΕΓΩ:        Μα έχω ζήσει μια ζωή τόσο γεμάτη, έχω τόσα να διηγηθώ, τόσες φωτογραφίες να σου
                      δείξω… Γιατί τόσο επιμένεις στο άδειο;
ΕΓΩ:            Γιατί μ’ αρέσουν τα δύσκολα.
ΚΙΕΓΩ:        Και νομίζεις πως είναι εύκολο να περιγράψεις μια ευτυχισμένη στιγμή που σου άλλαξε
                      τη ζωή; Μπήκες σ’ ένα εστιατόριο να φας βιαστικα για να πας στη δουλειά σου κι όταν
                      βγήκες από κει ήσουν ένα άλλο άτομο, καμιά σχέση μ’ αυτό που ήξερες, με άλλα όνειρα
                      και σχέδια για το μέλλον.
ΕΓΩ:             Η ευτυχία δεν χρειάζεται περιγραφή ούτε ερμηνεία. Αν σου τύχει χρειάζεται μόνο
                      η εξυπνάδα να την αναγνωρίσεις κι έπειτα αυτή κυλάει σα νερό στ’ αυλάκι και
                      σε ποτίζει. Και κάποτε βέβαια στερεύει.
ΚΙΕΓΩ:        Ωραία. Τότε ας πάμε σε κάτι φοβερό, αλλά κάπως πιο…
ΕΓΩ:            Πιο εύκολο;
ΚΙΕΓΩ:        Όχι ακριβώς. Πιο ευδιάκριτο θάλεγα.
ΕΓΩ:            Σαν τι;
ΚΙΕΓΩ:        Το φόβο.
ΕΓΩ:            Φόβο για τι πράγμα;
ΚΙΕΓΩ:        Να, βλέπεις; Το ότι μπορείς να καθορίσεις τι φοβάσαι είναι σπουδαίο πλεονέκτημα.
                      Υπάρχουν δύο μεγάλοι φόβοι, ίσως και τρεις.
ΕΓΩ:            Δηλαδή;
ΚΙΕΓΩ:        Πρώτος: Να φοβάσαι για τον εαυτό σου, μην εσύ πάθεις κάτι. Είτε γιατί περιμένεις το
                      αποτέλεσμα μιας ιατρικής εξέτασης ή γιατί έχεις αναλάβει μια επικίνδυνη αποστολή
                      ή και γιατί είσαι μόνος στο σπίτι.
ΕΓΩ:            Ο δεύτερος;
ΚΙΕΓΩ:        Ο δεύτερος είναι να τρέμεις για κάποιον άλλο, έναν πολύ αγαπημένο: έρωτα, παιδί,
                      σύντροφο. Φόβος, αγωνία για το αν θα γυρίσει το βράδυ ή αν του ’τυχε κάτι στο δρόμο.
ΕΓΩ:            Δεν μπορώ να φανταστώ ποιος μπορεί να είναι ο τρίτος.
ΚΙΕΓΩ:        Ο τρίτος είναι ο πιο σπάνιος. Μπορώ να τον φανταστώ, αλλά δεν μπορώ να με φανταστώ
                      να τον νιώθω.
ΕΓΩ:            Και είναι τι;
ΚΙΕΓΩ:        Πιστεύω πως σε καταλαμβάνει όταν έχεις τόσο πλατύ νου, τόσο μεγάλους ορίζοντες,
                      τέτοια οικουμενική προσωπικότητα (ίσως και τέτοια ασήμαντη προσωπική ζωή)
                      που να φοβάσαι για το μέλλον της χώρας σου, της φυλής σου, της επιστήμης σου,
                     για το μέλλον του κόσμου.
ΕΓΩ:            Κι αυτός ο φόβος είναι σπάνιες, ε;
ΚΙΕΓΩ:        Και βέβαια είναι σπάνιος. Είμαστε όλοι τόσο σφιχτά φασκιωμένοι με τις πάνες της
                      καθημερινότητας, με τα προσωπικά μας περιστατικά κι είναι και τόσο απαιτητική η ζωή,
                      τόσο σπάνια απλόχερη…
Πού να μείνει χώρος για ν’ ανησυχήσουμε για το μέλλον του
                      κόσμου! Τώρα εσύ με κάνεις και λέω κοινοτοπίες.
ΕΓΩ:            Εσύ δεν είπες πως η αλήθεια δεν είναι ποτέ κοινοτοπία;
ΚΙΕΓΩ:        Και γι’ αυτό αμφιβάλλω τώρα… Ίσως να παίζει ρόλο και το ποιος και πώς την εκφράζει.
ΕΓΩ:            Να δούμε τι άλλο θα εφεύρεις για ν’ αποφύγεις το θέμα μας.
ΚΙΕΓΩ:        Να, προχτές ξανάδα, τυχαία, έναν παλιό μου έρωτα.
ΕΓΩ:            Άντε πάλι.   
ΚΙΕΓΩ:        Είχε ένα πρόσωπο τόσο ασυνήθιστο και τόσο συνηθισμένο μαζί… Γυαλάκια,
                      μπλε ματάκια, χαμηλή φωνή. Ποτέ δεν τον είχα ακούσει να λέει κάτι το αξιομνημόνευτο
                      κι όμως κάτι περιείχε αυτό το ον. Μείγμα σοφίας και απελπισίας; Φλαμανδός ήταν.
ΕΓΩ:            Και τι σημασία έχει από πού ήταν;
ΚΙΕΓΩ:        Πως δεν έχει! Ξέρεις τι μεγάλη γοητεία είναι ν’
                   
ανακαλύπτεις μια ξένη κουλτούρα μιαν άλλη φύση μες απ’ ένα συγκεκριμένο σώμα; Παλιά, όταν ήμουν ερωτευμένη –σχεδόν
                      πάντα με ξένο– αισθανόμουνα και λίγο εξερευνήτρια.

ΕΓΩ:            Λοιπόν, ήρθε θαρρώ η ώρα να περιγράψεις το άδειο.
ΚΙΕΓΩ:        Μα το περιέγραψα.
ΕΓΩ:            Τι;
ΚΙΕΓΩ:        Μα, ναι. Φαντάσου όλα όσα είπα, για τη συγκομιδή, το φόβο, τους φόβους, τους ανεξήγητους έρωτες, φαντάσου…
ΕΓΩ:            Εγώ να φανταστώ; Αφού εσύ περιγράφεις.
ΚΙΕΓΩ:        Φαντάσου, λέω, όλ’ αυτά να λείπουν. Να λείπουν σαν εμπειρία, ακόμη και σαν ανάμνηση εμπειρίας.
ΕΓΩ:            Τόσο απλό.
ΚΙΕΓΩ:        Και κάτι ακόμη πιο απλό. Άδειο είναι η απουσία κάθε επιθυμίας να ξαναβρείς, να ξαναζήσεις, να ξαναδοκιμάσεις, ένα οποιοδήποτε απ’ αυτά που έζησες.
 
                                                  ΑΥΛΑΙΑ
         
                           Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ     
                                                                                 14/3/07