Painter, Conrad Kiesel
Είμαι τρελή να σ'αγαπώ - Μαρία Πολυδούρη
Είμαι τρελή να σ' αγαπώ, αφού πια έχεις πεθάνει,
να λιώνω στη λαχτάρα των φιλιών,
να νιώθω τώρα πως αυτό που μου' δωσες δε φτάνει,
δε φτάνει η δρόσος των παλιών.
Με μιαν ασίγαστη μανία να θέλω ό,τι μου λείπει,
να θέλω ό,τι μου κράτησες κρυφό,
κι έτσι να δέρνομαι μ' αυτό το μάταιο καρδιοχτύπι.
Στα μάτια σου την τρέλα να ρουφώ.
Τι θ' απογίνω, αγαπημένε, που θα σε ζητήσω ?
Άλλοτε οι μέρες φεύγανε στην προσμονή σου σκιές.
Αιώνες καρτερώντας σε μπορούσα να διανύσω,
με τ' όνειρό σου οι πίκρες μου γλυκιές.
Που να' σαι ? Τι ν' απόμεινε από σε να το ζητήσω ?
Που να' ναι το στερνό μου αυτό αγαθό ?
Ω, δεν μπορεί μια ολόκληρη ζωή γι' αυτό να ζήσω,
και μάταια καρτερώντας να χαθώ.
Άνοιξη ! Ο ήλιος χρυσαφιού πλημμύρα. Μάγια, μύρα
παντού, και σ' αγαπώ, σε καρτερώ.
Βραδύνεις κι υποψιάζομαι, ζηλεύω, δε σου πήρα
όλης σου της ψυχής το θησαυρό.
Τα λόγια σου ! Ω τα λόγια σου, μια υπόσχεση που καίει,
μια υπόσχεση που αργεί πολύ να 'ρθεί.
Τ' ακούω παντού, δεν παύουνε. Μέσα τους κάτι κλαίει,
μέσα τους τρέμει η αγάπη σου, προτού μοιραία χαθεί.
Τα λόγια σου με μέθυσαν τη μέθη του θανάτου
κι ακόμα δεν εσίγασαν. Μιλούν
και με τρελαίνουν, με μεθούν, με φέρνουν πιο σιμά σου,
ενώ πιο ακαταμάχητα στην ύπαρξή καλούν.
Αγαπημένε, αν τη ζωή τη δώσω πίσω, πε μου,
τι θα ωφελήσει, αφού δε θα σε βρω ?
Δε λογαριάζω τη ζωή, μα πως μπορεί, καλέ μου,
να σβήσει πια η αγάπη μου ? Και να μη σ' αγαπώ,
ενώ θα 'ναι Άνοιξη παντού που ακούστηκε η φωνή μας
να επικαλείται τον αιώνιον έρωτα, και μείς
στεφάνι να του πλέκουμε με μόνο το φιλί μας,
μέσα στο γιορτασμό λατρείας θερμής.
Ω ! δε μου δίνει ο θάνατος καμιά, καμιάν ελπίδα,
και μου τις έσβησε η Ζωή σα μια ψυχρή πνοή.
Τώρα μου μένει στου έρωτα την άγρια καταιγίδα
να ιδώ να μετρηθούν για με θάνατος και ζωή.
να λιώνω στη λαχτάρα των φιλιών,
να νιώθω τώρα πως αυτό που μου' δωσες δε φτάνει,
δε φτάνει η δρόσος των παλιών.
Με μιαν ασίγαστη μανία να θέλω ό,τι μου λείπει,
να θέλω ό,τι μου κράτησες κρυφό,
κι έτσι να δέρνομαι μ' αυτό το μάταιο καρδιοχτύπι.
Στα μάτια σου την τρέλα να ρουφώ.
Τι θ' απογίνω, αγαπημένε, που θα σε ζητήσω ?
Άλλοτε οι μέρες φεύγανε στην προσμονή σου σκιές.
Αιώνες καρτερώντας σε μπορούσα να διανύσω,
με τ' όνειρό σου οι πίκρες μου γλυκιές.
Που να' σαι ? Τι ν' απόμεινε από σε να το ζητήσω ?
Που να' ναι το στερνό μου αυτό αγαθό ?
Ω, δεν μπορεί μια ολόκληρη ζωή γι' αυτό να ζήσω,
και μάταια καρτερώντας να χαθώ.
Άνοιξη ! Ο ήλιος χρυσαφιού πλημμύρα. Μάγια, μύρα
παντού, και σ' αγαπώ, σε καρτερώ.
Βραδύνεις κι υποψιάζομαι, ζηλεύω, δε σου πήρα
όλης σου της ψυχής το θησαυρό.
Τα λόγια σου ! Ω τα λόγια σου, μια υπόσχεση που καίει,
μια υπόσχεση που αργεί πολύ να 'ρθεί.
Τ' ακούω παντού, δεν παύουνε. Μέσα τους κάτι κλαίει,
μέσα τους τρέμει η αγάπη σου, προτού μοιραία χαθεί.
Τα λόγια σου με μέθυσαν τη μέθη του θανάτου
κι ακόμα δεν εσίγασαν. Μιλούν
και με τρελαίνουν, με μεθούν, με φέρνουν πιο σιμά σου,
ενώ πιο ακαταμάχητα στην ύπαρξή καλούν.
Αγαπημένε, αν τη ζωή τη δώσω πίσω, πε μου,
τι θα ωφελήσει, αφού δε θα σε βρω ?
Δε λογαριάζω τη ζωή, μα πως μπορεί, καλέ μου,
να σβήσει πια η αγάπη μου ? Και να μη σ' αγαπώ,
ενώ θα 'ναι Άνοιξη παντού που ακούστηκε η φωνή μας
να επικαλείται τον αιώνιον έρωτα, και μείς
στεφάνι να του πλέκουμε με μόνο το φιλί μας,
μέσα στο γιορτασμό λατρείας θερμής.
Ω ! δε μου δίνει ο θάνατος καμιά, καμιάν ελπίδα,
και μου τις έσβησε η Ζωή σα μια ψυχρή πνοή.
Τώρα μου μένει στου έρωτα την άγρια καταιγίδα
να ιδώ να μετρηθούν για με θάνατος και ζωή.
Καλημέρα γειτόνισσες
να και κει, αγάπη μου, εκεί στη γωνιά,
κοίταξε την άνοιξη που έρχεται
κοίταξε αυτά τα παλικάρια που γνέφουνε με τα δρεπάνια
και τα κορίτσια πίσω τους που δένουν σε δεμάτια τις ακτίνες του ήλιου
κοίταξε μας γνέφουν. Όλα μας γνέφουν. Καλημέρα.
να και κει, αγάπη μου, εκεί στη γωνιά,
κοίταξε την άνοιξη που έρχεται
κοίταξε αυτά τα παλικάρια που γνέφουνε με τα δρεπάνια
και τα κορίτσια πίσω τους που δένουν σε δεμάτια τις ακτίνες του ήλιου
κοίταξε μας γνέφουν. Όλα μας γνέφουν. Καλημέρα.
Ζωγράφος, ΝΙΚΟΣ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ
Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας – Τάσος Λειβαδίτης (απόσπασμα)
Ναι, αγαπημένη μου. Πολύ πριν να σε
συναντήσω εγώ σε περίμενα.
Πάντοτε σε περίμενα.
Αλήθεια εκείνη η άνοιξη, εκείνο το πρωινό, εκείνη η
απλή κάμαρα της ευτυχίας, αυτό το σώμα σου που
κράταγα πρώτη φορά γυμνό, αυτά τα δάκρυα που
δεν μπόρεσα στο τέλος να κρατήσω πόσο σου
πήγαιναν.
Στη βροχερή αποικία =Νίκος Ασλάνογλου
Το φιλί σου δοσμένο την άνοιξη με καιει ακόμα
μισολιωμένο στα μάγουλα, στα λιγοστά μου πεσμένα μαλλιά
ήταν λαθρόβιο ή εξατμίστηκε εκείνη την ώρα
μέσα στα δάχτυλα ένα τίποτε ένας σπασμός
το φιλί σου δοσμένο στην άσφαλτο με σέρνει μέσα
σε κλινικές όπου έζησα έγκλειστος, καθώς ξανά
θα γυρίσω εκεί κάποτε όταν έρθει η αρρώστια
γιατί να δόθηκε, στη βροχερή αποικία που σε γνώρισα
ξέρω, δε θα βρεθεί ποτέ γιατρειά.
μισολιωμένο στα μάγουλα, στα λιγοστά μου πεσμένα μαλλιά
ήταν λαθρόβιο ή εξατμίστηκε εκείνη την ώρα
μέσα στα δάχτυλα ένα τίποτε ένας σπασμός
το φιλί σου δοσμένο στην άσφαλτο με σέρνει μέσα
σε κλινικές όπου έζησα έγκλειστος, καθώς ξανά
θα γυρίσω εκεί κάποτε όταν έρθει η αρρώστια
γιατί να δόθηκε, στη βροχερή αποικία που σε γνώρισα
ξέρω, δε θα βρεθεί ποτέ γιατρειά.
Από το όνομά σου ξεκινά η άνοιξη,
Απ' τις συλλαβές του κρέμουνται κόκκινα κεράσια.
Τότε ποὺ σ᾿ εἶδα νά ῾ρχεσαι...Λάμπρος Πορφύρας
Τότε ποὺ σ᾿ εἶδα νά ῾ρχεσαι μὲ τ᾿ ἄλλα χελιδόνια,τότε καὶ μόλις ἔνιωσα γιὰ ποιὰ χαρὰ μιλοῦσαν
μέσα στὰ φύλλα τὰ πουλιὰ τὰ πνεύματα στὰ κλώνια
κι οἱ πεταλοῦδες ποὺ στὸ φῶς νιογέννητες ξυπνοῦσαν.
Τὸ μονοπάτι διάβαινες κι εἶχες μία λάμψη τόση,
μιὰ τέτοιαν ἄνθινη ὀμορφιὰ στὸ νοτισμένο χῶμα,
ποῦ δίχως ἄλλο ἡ Ἄνοιξη θὰ σ᾿ εἶχεν ἀνταμώσει
καὶ κάτω ἀπ᾿ τὶς ἀμυγδαλιές σὲ φίλησε στὸ στόμα.
Painter, Émile Vernon
Γιάννης Ρίτσος
Πιασμένοι απ’ το χέριΓιάννης Ρίτσος
θα κατεβούμε τη μαρμάρινη σκάλα
που έχει φθαρεί απ’ τα βήματα
των φθινοπωρινών σκιών.
Πάμε στους αγρούς
να φορέσουμε στα δάχτυλα
τις παπαρούνες και τον ήλιο
και την καινούργια χλόη.
Διαβάστε την ''Εαρινή συμφωνία'' του Γιάννη Ρίτσου /ΕΔΩ
https://pyroessa-artemusica.blogspot.gr/2017/04/blog-post_9.html
Γιώργος Σεφέρης - Μυθιστόρημα (απόσπασμα)
"Μέσα στις παπαρούνεςόπου
την άνοιξη μάζεψες μια μαργαρίτα
ήταν ωραία τα μάτια σου
μα δεν ήξερες που να κοιτάξεις
δεν ήξερα που να κοιτάξω
μήτε και γω..."
Painter,Vittorio Matteo Corcos
Βύρων Λεοντάρης-Ψυχοστασία
Να ‘χυνες τα χέρια σουμέσα σ' αυτή τη φοβερή πληγή
ν' απίθωνες μιαν υγρασία φιλιού στο μέτωπό μου
μ' ένα χαμόγελο να μου έπλυνες τα μάτια
κόρη με τα χρυσάνθεμα μαλλιά
χέρια από αγιόκλημα/αίμα πνιγμένο μες στα γιασεμιά
άνοιξη ανάμεσα στα χέρια της Αγάπης...Να ‘σκυβες με μια θάλασσα φτερούγα πάνω μου!..
Θα σε κρατούσα σαν φλύαρο νερό στις φούχτες μου
σαν φυλλωσιά από άστρα.
Θ' ανέμιζα, έπειτα, το φόρεμα της αστραπής σου στον κόσμο
κατάματα στο θάνατο προτού χυθώ
βροχή απ' τα μάτια μου στα μάτια σου
βροχή απ' το σώμα μου στο σώμα σου...
ν' απίθωνες μιαν υγρασία φιλιού στο μέτωπό μου
μ' ένα χαμόγελο να μου έπλυνες τα μάτια
κόρη με τα χρυσάνθεμα μαλλιά
χέρια από αγιόκλημα/αίμα πνιγμένο μες στα γιασεμιά
άνοιξη ανάμεσα στα χέρια της Αγάπης...Να ‘σκυβες με μια θάλασσα φτερούγα πάνω μου!..
Θα σε κρατούσα σαν φλύαρο νερό στις φούχτες μου
σαν φυλλωσιά από άστρα.
Θ' ανέμιζα, έπειτα, το φόρεμα της αστραπής σου στον κόσμο
κατάματα στο θάνατο προτού χυθώ
βροχή απ' τα μάτια μου στα μάτια σου
βροχή απ' το σώμα μου στο σώμα σου...
Έπειτα θα μπορούσα ακόμα και να σε ξεχάσω
αίμα πνιγμένο μες στα γιασεμιά
ανοιξη στα χέρια της Αγάπης.
Μα έχεις και συ ανάμεσα στα φρύδια/την ίδια σπαθιά πίκρας
τον ίδιο κόμπο υπομονής στα χείλη σου δαγκώνεις
καίει τα χέρια σου ο ίδιος λυγμός τιμόνι-Πρόσεχε!...
Τρέμεις σαν δάκρυ σε βασανισμένο βλέφαρο
η κόμη σου αντηχεί στον άνεμο-μια μυρουδιά δαφνόφυλλου
υποφέρεις από νιότη....
Έχεις και συ την ίδια ουλή ανάμεσα στα φρύδια.
ακόμα ένα βουνό, ακόμα ένα βάλτο
να πηδήσουμε κι αυτό το κύμα
να περάσουμε κι αυτή τη πτυχή αηδίας
ακόμα ένας χειμώνας, ακόμα μια άνοιξη
ακόμα ένας σφυγμός!
Τα χέρια σου μυρίζουνε τα μανταρίνια όλης της γης
συνωμοσία χαμόγελου ξυπνάει στο πρόσωπό σου.
Δε θα βουλιάξεις! Στις κακοτοπιές
ένας ήλιος σε κρατάει από τις μασχάλες.