Χρήστος Μαλεβίτσης)
“Το ποιο βαρύ πράγμα στο κόσμο είναι το ανθρώπινο δάκρυ.....Είναι η μόνη περίπτωση όπου η ψυχή του ανθρώπου γίνεται ύλη και σταζει σε μια σταγόνα”
Σε προσέχω σαν δάκρυ – Ερωτικο Ποιημα – Ρηνιω Παπανικολα
Σε προσέχω σαν δάκρυ, μη χάσει το σχήμα του...
Μη χάσει το σχήμα του!
Αλάτισέ μου τους κήπους, την έχασα κι αυτή τη γεύση.
Ημέρωσε τα κίτρινα. Υποφέρω.
Φέρε τη γνώμη σου κοντά μου. Εξαφανίζομαι.
Θα 'ρθω να κάτσω κοντά σου.
Θα τραγουδώ.
Θα σέπομαι.
Η καλή μέρα θρέφει το βράδυ της.
Η ανήμπορη απουσία τρώει τα σωθικά της.
Ο ήλιος, δήθεν δένει τις πληγές.
Όχι, μάτια μου.
Το χόρτο μας κοιτάει ματωμένο.
Θ' αποσυρθώ να τρελαθώ.
Λείπω. Δεν ξέρω που είμαι μα, δεν είμ' εδώ καιρό τώρα.
Όποιος με βρει, να τηλεφωνήσει και τα λοιπά.
Ποιός όμως θα ανακαλύψει το κορίτσι
πίσω απ' τις αγριομηλιές να κλαίει;
Εμείς οι δύο, θα ξεσκίσουμε τα μάτια ο ένας τ' αλλουνού.
Καλύτερα να κοιτώ τα λουλούδια της κουρτίνας
να νταντελώνουν το ανύπαρκτο.
Κλείστε τις πληγές.
Θ' ανοίξουμε άλλες!
Γιατί με αναγκάζεις να σε φορτώνω ψέματα;
Γιατί κανείς δε σηκώνει μια αλήθεια με τα οστά της
να ησυχάσω;
Σαστίζεις απ' τη δύναμη της μνήμης.
Ή μπας και δεν είναι μνήμη αυτό
που κατοικεί μέσα στα κόκκαλά μας
αλλά μια παντοτινή επιθυμία;
Θέλω να πάρεις αυτό το μαχαίρι
και να μου τραβήξεις μια απαλή, μακριά χαρακιά.
Όπου διαλέξεις!
Να κοκκινίζει σιγά το δέρμα
σα ν' ανθίζει γρατζουνιές από τριαντάφυλλα.
Να φύγει το πικρισμένο αίμα!
Όσο να βγει ένας κόμπος αίμα καθαρό
και να δω τι θα γίνει μετά.
Θα φανούν τα φώτα της πόλης μακριά;
Θ' αρχίσουν να σαλεύουν οι κορφές στις καστανιές;
Ή θα γίνουν όλα σαν μαύρη πέτρα;
Μη χάσει το σχήμα του!
Αλάτισέ μου τους κήπους, την έχασα κι αυτή τη γεύση.
Ημέρωσε τα κίτρινα. Υποφέρω.
Φέρε τη γνώμη σου κοντά μου. Εξαφανίζομαι.
Θα 'ρθω να κάτσω κοντά σου.
Θα τραγουδώ.
Θα σέπομαι.
Η καλή μέρα θρέφει το βράδυ της.
Η ανήμπορη απουσία τρώει τα σωθικά της.
Ο ήλιος, δήθεν δένει τις πληγές.
Όχι, μάτια μου.
Το χόρτο μας κοιτάει ματωμένο.
Θ' αποσυρθώ να τρελαθώ.
Λείπω. Δεν ξέρω που είμαι μα, δεν είμ' εδώ καιρό τώρα.
Όποιος με βρει, να τηλεφωνήσει και τα λοιπά.
Ποιός όμως θα ανακαλύψει το κορίτσι
πίσω απ' τις αγριομηλιές να κλαίει;
Εμείς οι δύο, θα ξεσκίσουμε τα μάτια ο ένας τ' αλλουνού.
Καλύτερα να κοιτώ τα λουλούδια της κουρτίνας
να νταντελώνουν το ανύπαρκτο.
Κλείστε τις πληγές.
Θ' ανοίξουμε άλλες!
Γιατί με αναγκάζεις να σε φορτώνω ψέματα;
Γιατί κανείς δε σηκώνει μια αλήθεια με τα οστά της
να ησυχάσω;
Σαστίζεις απ' τη δύναμη της μνήμης.
Ή μπας και δεν είναι μνήμη αυτό
που κατοικεί μέσα στα κόκκαλά μας
αλλά μια παντοτινή επιθυμία;
Θέλω να πάρεις αυτό το μαχαίρι
και να μου τραβήξεις μια απαλή, μακριά χαρακιά.
Όπου διαλέξεις!
Να κοκκινίζει σιγά το δέρμα
σα ν' ανθίζει γρατζουνιές από τριαντάφυλλα.
Να φύγει το πικρισμένο αίμα!
Όσο να βγει ένας κόμπος αίμα καθαρό
και να δω τι θα γίνει μετά.
Θα φανούν τα φώτα της πόλης μακριά;
Θ' αρχίσουν να σαλεύουν οι κορφές στις καστανιές;
Ή θα γίνουν όλα σαν μαύρη πέτρα;
«Κλαίμε λέξεις και δεν κλαίμε δάκρυα, λυτρωτικά δάκρυα:
«Α δάκρυα, πού είστε δάκρυά μου/ διαπεράστε… αναβλύστε… σαρώστε… και κάντε μου ξανά το κλάμα κλάμα».
«Α δάκρυα, πού είστε δάκρυά μου/ διαπεράστε… αναβλύστε… σαρώστε… και κάντε μου ξανά το κλάμα κλάμα».
«Ζήτα το δάκρυ να ελεήσει τα ξερά σου μάτια/ κλάψε να πλύνεις το κορμί σου από τις λάσπες και τα εγκώμια»
Μακριά, η ζωή…Κι εδώ ραγισματιά πάνω στη θλίψη»
«Δάκρυσες- κι έβρεχε όλη μέρα….(Βύρων Λεοντάρης)
” Όποιος γλυτώνει από ένα δάκρυ έναν άνθρωπο, υψώνει ένα μέτρο το μπόϊ της ανθρωπότητας…” (Γιάννης Ρίτσος)
«Ζύμωνε το χώμα
με το δάκρυ δάκρυ
φτιάξε ένα χωμάτινο πουλί
να πετάει τη νύχτα
και να κελαηδεί
για το παιδί.»(Γιάννης Ρίτσος)
με το δάκρυ δάκρυ
φτιάξε ένα χωμάτινο πουλί
να πετάει τη νύχτα
και να κελαηδεί
για το παιδί.»(Γιάννης Ρίτσος)
Κ. Καρυωτάκης, Νοσταλγία:
Δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, λες.
κι αν φούσκωσαν τα στήθη κι αν δακρύζεις
που δεν μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα,
δεν αγαπάς και δεν θυμάσαι, ας κλαις.»
κι αν φούσκωσαν τα στήθη κι αν δακρύζεις
που δεν μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα,
δεν αγαπάς και δεν θυμάσαι, ας κλαις.»
Εκείνο-Τάσος Λειβαδίτης
Έρχονται ώρες, που ξαφνικά σε πλημμυρίζει ολάκερο
η νοσταλγία του ανέκφραστου – σαν τη θολή, αόριστη ανάμνηση απ’ τη γεύση ενός καρπού,
πούφαγες κάποτε, πριν χρόνια, σαν ήσουνα παιδί,
μια μέρα μακρινή, λιόλουστη – και θέλεις να τη θυμηθείς
κι όλο ξεφεύγει.
Τα μάτια σου γεμίζουν τότε απόνα θάμπος χαμένων παιδικών καιρών.
Ή ίσως κι από δάκρυα.
Γι αυτό, σας λέω, πιστεύετε πάντοτε έναν άνθρωπο που κλαίει.
Είναι η στιγμή που σας απλώνει το χέρι του, φιμωμένο και γιγάντιο.
Εκείνο που ποτέ δε θα ειπωθεί.
Απο την ποιητική συλλογή του "Ποιήματα" 1958-1964
Έρχονται ώρες, που ξαφνικά σε πλημμυρίζει ολάκερο
η νοσταλγία του ανέκφραστου – σαν τη θολή, αόριστη ανάμνηση απ’ τη γεύση ενός καρπού,
πούφαγες κάποτε, πριν χρόνια, σαν ήσουνα παιδί,
μια μέρα μακρινή, λιόλουστη – και θέλεις να τη θυμηθείς
κι όλο ξεφεύγει.
Τα μάτια σου γεμίζουν τότε απόνα θάμπος χαμένων παιδικών καιρών.
Ή ίσως κι από δάκρυα.
Γι αυτό, σας λέω, πιστεύετε πάντοτε έναν άνθρωπο που κλαίει.
Είναι η στιγμή που σας απλώνει το χέρι του, φιμωμένο και γιγάντιο.
Εκείνο που ποτέ δε θα ειπωθεί.
Απο την ποιητική συλλογή του "Ποιήματα" 1958-1964
Τα μάτια μας θα ζήσουνε και πέρα από το θάνατό μας
για να κλαίνε.
Τάσος Λειβαδίτης - 1953
για να κλαίνε.
Τάσος Λειβαδίτης - 1953
Να μ΄αγαπάς.
Κι όταν κάποτε ξαναγυρίσω
Βαστώντας σαν ένα μεγάλο μπόγο την καρδιά μου
Θα καθίσουμε στα φαγωμένα σκαλοπάτια.
Δεν σ΄αρέσουν πια τα ροζιασμένα μου χέρια – θα πω.
Θα χαμογελάσεις και θα σφίξεις τα χέρια μου.
Έν΄άστρο θα κουδουνίζει στο βρεγμένο ουρανό.
Μπορείκαι να κλάψω.(Τάσος Λειβαδίτης)
Βαστώντας σαν ένα μεγάλο μπόγο την καρδιά μου
Θα καθίσουμε στα φαγωμένα σκαλοπάτια.
Δεν σ΄αρέσουν πια τα ροζιασμένα μου χέρια – θα πω.
Θα χαμογελάσεις και θα σφίξεις τα χέρια μου.
Έν΄άστρο θα κουδουνίζει στο βρεγμένο ουρανό.
Μπορείκαι να κλάψω.(Τάσος Λειβαδίτης)
Τρία δάκρυα του θεού
Μίλτος Σαχτούρης (1919-2005)
Σ’ αυτό το σπίτι βγάζουν τα παράθυρα σπάζουν τις πόρτες σε χίλια κομμάτια από τις πόρτες τρεις άντρες μπήκανε χαρούμενοι πέντε γυναίκες βγήκαν δακρυσμένεςαπ’ τα παράθυρα πετούν πολύχρωμα πουλιά μιλούνε —φίλοι μου— μιλούνε σαν ανθρώποι κι έπειτα ήσυχα ήσυχα πεθαίνουν τότε τα κάδρα γίνονται αυτά πουλιά και μία μία ανοίγουν τα φτερά
οι σκυθρωπές μορφές ενός χαμένου κόσμου
II
Αυτό το βουνό τόσο κοντά μου απλώνω το χέρι ξεριζώνω τα δέντρα και τους θάμνους του τους στύλους τους ηλεχτρικούς
αυτά τα πονεμένα δόντια μιας απελπιστικά μοναχικής ζωής
Πάνω του τρέχουν πρόβατα πονηρά είναι ποτέ τους πονηρά τα πρόβατα; μα αυτά δωπέρα πόνεσαν πολύ
κι έχουν απάνθρωπα βελάσματα
Οι άνθρωποι εδώ γενήκαν ένα με την πέτρα χτυπούν την πέτρα και σκίζουνε τα σπλάχνα τους απορούν κι ούτε που ξέρουνε να κλάψουν
Σήμερα κοιτάξτε καλά αυτό βουνό
κοιτάξτε καλά αυτό το δάκρυ του θεού γιατί αύριο θα στεγνώσει
Αύριο δε θα βλέπετε πια τίποτα
Ἀφήγηση(Γεώργιος Σεφέρης)
Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας
Κανεὶς δὲν ξέρει νὰ πεῖ γιατί
Κάποτε νομίζουν πὼς εἶναι οἱ χαμένες ἀγάπες
Σὰν κι αὐτὲς ποὺ μᾶς βασανίζουνε τόσο
Στὴν ἀκροθαλασσιὰ τὸ καλοκαίρι μὲ τὰ γραμμόφωνα
Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι φροντίζουν τὶς δουλειές τους
Ἀτέλειωτα χαρτιὰ παιδιὰ ποὺ μεγαλώνουν
Γυναῖκες ποὺ γερνοῦνε δύσκολα
Αὐτὸς ἔχει δυὸ μάτια σὰν παπαροῦνες
Σὰν ἀνοιξιάτικες κομμένες παπαροῦνες
Καὶ δυὸ βρυσοῦλες στὶς κόχες τῶν ματιῶν
Ἀτέλειωτα χαρτιὰ παιδιὰ ποὺ μεγαλώνουν
Γυναῖκες ποὺ γερνοῦνε δύσκολα
Αὐτὸς ἔχει δυὸ μάτια σὰν παπαροῦνες
Σὰν ἀνοιξιάτικες κομμένες παπαροῦνες
Καὶ δυὸ βρυσοῦλες στὶς κόχες τῶν ματιῶν
Πηγαίνει μέσα στοὺς δρόμους ποτὲ δὲν πλαγιάζει
Δρασκελώντας μικρὰ τετράγωνα στὴ ράχη τῆς γῆς
Μηχανὴ μιᾶς ἀπέραντης ὀδύνης
Ποὺ κατάντησε νὰ μὴν ἔχει σημασία
Δρασκελώντας μικρὰ τετράγωνα στὴ ράχη τῆς γῆς
Μηχανὴ μιᾶς ἀπέραντης ὀδύνης
Ποὺ κατάντησε νὰ μὴν ἔχει σημασία
Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν νὰ μιλᾶ μοναχὸ καθὼς περνοῦσε
Γιὰ σπασμένους καθρέφτες πρὶν ἀπὸ χρόνια
Γιὰ σπασμένες μορφὲς μέσα στοὺς καθρέφτες
Ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συναρμολογήσει πιὰ κανεὶς
Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν νὰ λέει γιὰ τὸν ὕπνο
Εἰκόνες φρίκης στὸ κατώφλι τοῦ ὕπνου
Τὰ πρόσωπα ἀνυπόφορα ἀπὸ τὴ στοργή
Γιὰ σπασμένους καθρέφτες πρὶν ἀπὸ χρόνια
Γιὰ σπασμένες μορφὲς μέσα στοὺς καθρέφτες
Ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συναρμολογήσει πιὰ κανεὶς
Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν νὰ λέει γιὰ τὸν ὕπνο
Εἰκόνες φρίκης στὸ κατώφλι τοῦ ὕπνου
Τὰ πρόσωπα ἀνυπόφορα ἀπὸ τὴ στοργή
Τὸν συνηθίσαμε εἶναι καλοβαλμένος κι ἥσυχος
Μονάχα ποὺ πηγαίνει κλαίγοντας ὁλοένα
Σὰν τὶς ἰτιὲς στὴν ἀκροποταμιὰ ποὺ βλέπεις ἀπ᾿ τὸ τρένο
Ξυπνώντας ἄσχημα κάποια συννεφιασμένη αὐγὴ
Μονάχα ποὺ πηγαίνει κλαίγοντας ὁλοένα
Σὰν τὶς ἰτιὲς στὴν ἀκροποταμιὰ ποὺ βλέπεις ἀπ᾿ τὸ τρένο
Ξυπνώντας ἄσχημα κάποια συννεφιασμένη αὐγὴ
Τὸν συνηθίσαμε δὲν ἀντιπροσωπεύει τίποτα
Σὰν ὅλα τὰ πράγματα ποὺ ἔχετε συνηθίσει
Καὶ σᾶς μιλῶ γι᾿ αὐτὸν γιατὶ δὲ βρίσκω τίποτα
Ποὺ νὰ μὴν τὸ συνηθίσατε
Προσκυνῶ
Σὰν ὅλα τὰ πράγματα ποὺ ἔχετε συνηθίσει
Καὶ σᾶς μιλῶ γι᾿ αὐτὸν γιατὶ δὲ βρίσκω τίποτα
Ποὺ νὰ μὴν τὸ συνηθίσατε
Προσκυνῶ
Ὑπόσχεση
(γραμμένη στὴν ἀπομόνωση στὸ Μπογιάτι,
τὸν Φλεβάρη τοῦ 1972.
«Γράφτηκε
-σημειώνει ὁ ποιητὴς Ἀλέκος Παναγούλης-
ὄχι γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὰ δάκρυα
ποὺ ὁ πόνος καὶ ἡ ὀργὴ ἀνέβαζαν στὰ μάτια,
μὰ γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει μιὰ ἀπόφαση.
Ἁπλοϊκὰ γραμμένο ἴσως, μὰ εἶναι ἕνας ὅρκος»
τὸν Φλεβάρη τοῦ 1972.
«Γράφτηκε
-σημειώνει ὁ ποιητὴς Ἀλέκος Παναγούλης-
ὄχι γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὰ δάκρυα
ποὺ ὁ πόνος καὶ ἡ ὀργὴ ἀνέβαζαν στὰ μάτια,
μὰ γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει μιὰ ἀπόφαση.
Ἁπλοϊκὰ γραμμένο ἴσως, μὰ εἶναι ἕνας ὅρκος»
<<Τὰ δάκρυα ποὺ στὰ μάτια μας
θὰ δεῖτε ν᾿ ἀναβρύζουν
ποτὲ μὴν τὰ πιστέψετε
ἀπελπισιᾶς σημάδια.
θὰ δεῖτε ν᾿ ἀναβρύζουν
ποτὲ μὴν τὰ πιστέψετε
ἀπελπισιᾶς σημάδια.
Ὑπόσχεση εἶναι μοναχὰ
γι᾿ Ἀγώνα ὑπόσχεση».
γι᾿ Ἀγώνα ὑπόσχεση».
«Θέλω να φτάσω στην καρδιά σου/Ποτίζω με δάκρυα τη γη/μετά τόσους καιρούς/ολοήμερα κ΄ εγώ.
Σήμερα το να είσαι άνθρωπος/ζυγίζεται με τα δάκρυα
Ζητώ μια νέα γραφή για το μέσα κόσμο.»
Μπόρις Βιαν, «Αν έβρεχε δάκρυα»
«Αν έβρεχε δάκρυα/ όταν πεθαίνει μια αγάπη/ Αν έβρεχε δάκρυα/ όταν βαραίνουν οι καρδιές/ Σ’ ολόκληρη τη γη/ για ένα σαραντάμερο/ δάκρυα πικρά/ θα πνίγανε τους πύργους.
Αν έβρεχε δάκρυα/ όταν πεθαίνει ένα παιδί/ Αν έβρεχε δάκρυα/ όταν γελάνε οι κακοί/ Σ’ ολόκληρη τη γη/ με γκρίζα κύματα και κρύα/ δάκρυα πικρά το παρελθόν θα τάραζαν.
Αν έβρεχε δάκρυα/ όταν σκοτώνουμε τις καθαρές καρδιές/ Αν έβρεχε δάκρυα/ όταν χανόμαστε κάτω απ’ τα τείχη/ Σ’ ολόκληρη τη γη/ θα γίνονταν κατακλυσμός/ από τα δάκρυα τα πικρά/ των δικαστών και των ενόχων».
*(Οι παραπάνω στίχοι του ποιήματος “Αν έβρεχε δάκρυα” είναι από το βιβλίο “Μπορίς Βιαν, ποιήματα”, Εκδ. Γνώση, μετάφραση Αντώνη Φωστιέρη και Θανάση Νιάρχου)».
ΤΟ ΔΙΑΖΕΥΚΤΙΚΟΝ ή(Κική Δημουλά)
Μ’ έκλεισε μέσα η βροχή
και μένω τωρα να εξαρτιέμαι από σταγόνες.
Όμως πού ξέρω αν αυτό είναι βροχή
ή δάκρυα από τον μέσα ουρανό μιας μνήμης;
Μεγάλωσα πολύ για να ονομάζω
τα φαινόμενα χωρίς επιφύλαξη,
αυτό βροχή, αυτό δάκρυα.
Στέγνη στέκομαι ανάμεσα
στα δύο ενδεχόμενα: βροχή ή δάκρυα,
κι ανάμεσα σε τόσα διφορούμενα:
βροχή ή δάκρυα,
έρωτας ή τρόπος να μεγαλώνουμε,
εσύ ή μικρή αποχαιρετιστήρια αιώρηση σκιάς
του τελευταίου φύλλου.
Το κάθε τελευταίο,
τελευταίο τ’ ονομάζω χωρίς επιφύλαξη.
Και μεγάλωσα πολύ
για να είναι αυτό αφορμή δακρύων.
Δάκρυα ή βροχή, πού να ξέρω;
Και μένω να εξαρτιέμαι από σταγόνες.
Και μεγάλωσα πολύ
για να περιμένω άλλο μέτρο όταν βρέχει
κι όταν δε βρέχει άλλο.
Σταγόνες για όλα.
Σταγόνες βροχής ή δάκρυα.
Από τα μάτια κάποιας μνήμης ή τα δικά μου.
Εγώ ή η μνήμη, πού να ξέρω;
Μεγάλωσα πολύ για να χωρίζω τους χρόνους.
Βροχή ή δάκρυα.
Εσύ ή μικρή αποχαιρετιστήρια αιώρηση σκιάς
του τελευταίου φύλλου.