Σελίδες

Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

ΟΦΙΣ ΚΑΙ ΚΡΙΝΟ -Νίκος Καζαντζάκης

ΟΦΙΣ ΚΑΙ ΚΡΙΝΟ: Νίκος Καζαντζάκης
Πρώτος έρωτας, πρώτο βιβλίο

 Το Όφις και Κρίνο είναι το πρώτο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη, για το οποίο ο ίδιος ο συγγραφέας έμελλε να έχει αλληλοσυγκρουόμενα αισθήματα. Εξεδόθη το 1906, υπό το φιλολογικό ψευδώνυμο “Κάρμα Νιρβαμή”.
 Ενας ζωγράφος που αποφασίζει ότι ο θάνατός του, όπως και η ζωή του, θα είναι συνδεδεμένος με τον έρωτα και την ομορφιά, είναι ο ήρωας του «Οφις και Κρίνο», του πρώτου βιβλίου του Νίκου Καζαντζάκη
«[...] Είναι μαζί ιστορία και ποίημα. Η ιστορία εκτυλίσσεται ως ένας μονότροπος μονόλογος μέσα εις τας σελίδας τού ημερολογίου τού καλλιτέχνου.
Το ποίημα είναι χυμένον πανταχού. Ποίημα νεανικόν και νοσηρόν και ωραίον και θανάσιμον, συμπλέκον αστόχαστα ομού και βαθύγνωμα τας εκστάσεις τού μυστικισμού με του πριαπισμού την λύσσαν, [...] εικών ενός Σατύρου και μιας ψυχής εις σύμπλεγμ’ αδιάρρηκτον, εφιάλτης και παραλήρημα, πάθος και κελάδημα· έργον [...] ενθυμίζον όλην την ηθικήν αντινομίαν τού αθλίου ανθρώπου, φυλακή, μέσα εις την οποίαν αλληλοσπαράσσονται αδιάκοπα η Σαρξ και το Πνεύμα. [...]

Αλλ’ εν ταυτώ ελπίζω ότι ο όφις αυτός ο δολερός και το κρίνον αυτό [.
..] δεν είναι παρά αι πρώται εκδηλώσεις τής ευαισθησίας νεαρού λογοτέχνου, όστις με τον καιρόν θα δημιουργήση έργα ωραία και υγιή, ομού συγκινούντα και ευεργετούντα, ανυψώνοντα και καθαρίζοντα την ψυχήν, ως είναι τα γεννήματα της αρτίας και ιδεώδους Τέχνης.»


Διαβάστε περισσότερα/ εδώ 
 


Νίκος Καζαντζάκης ''Οφις και Κρίνο'' (αποσπάσματα)

 "Δε νομίζεις ότι το κουράγιο και η περιέργεια μοιάζουν μεταξύ τους;" είπε η Μαγιού Κασαχάρα. ''Όπου υπάρχει ψυχή υπάρχει και περιέργεια κι όπου υπάρχει περιέργεια υπάρχει και ψυχή. Δεν έχω δίκιο;"
''Χμ, μπορεί να έχουν κάποια ομοιότητα'' είπα.''Μπορεί να έχεις δίκιο, σε ορισμένα πράγματα μπορεί να συμπίπτουν.''
''Όπως όταν μπαίνεις απρόσκλητος στις ξένες αυλές, ας πούμε.''
''Ναι, κάπως έτσι'' είπα βάζοντας άλλη μια καραμέλα λεμόνι στη γλώσσα μου.
''Όταν μπαίνεις κρυφά στην αυλή κάποιου, αυτό σημαίνει πως η περιέργεια και η ψυχή συνεργάζονται. Η περιέργεια μπορεί να βγάλει την ψυχή από την κρυψώνα της μερικές φορές, μπορεί ακόμα και να την ενεργοποιήσει. 
Όμως η περιέργεια συνήθως εξανεμίζεται. Αυτό που κρατάει είναι η ψυχή.
Η περιέργεια είναι σαν ένα περιστασιακό φιλαράκι που δεν εμπιστεύεσαι. Σε ερεθίζει λίγο στην αρχή και μετά σε αφήνει να τα βγάλεις πέρα μόνος σου -με όση ψυχή σου απομένει.''

"Όλες οι ίνες του κορμιού μου φιλούσαν κι αγαπούσαν μέσα μου. Κι όταν στα βάθη του κρεβατιού εκεί που μας χαμογελούσε κάποιος Θεός, σ' έσφιξα μ' όλο τον θρίαμβο των πόθων μου κι εδέθηκα μαζί Σου, σφιχτά σφιχτά κι άκουσα τα βλέφαρά Σου να σπαρταρούν και ν' αγωνιούν κάτω από τα χείλη μου, ένιωσα πως συνέλαβα την αιώνια Χίμαιρα, πως σπαρταρούσε μέσα στην αγκαλιά μου αιχμάλωτη η ευτυχία και η αιωνιότητα των μεγάλων φρικιάσεων.

Σ' εκύτταξα κ' ήσουν χλωμή και ώμορφη και μυστηριώδης. Κι εγονάτισα μπροστά Σου εκεί, στα βάθη του κρεββατιού κι έσμιξα τα χέρια μου απάνω στην κούραση και στη χλωμάδα του κορμιού Σου, ω Ιέρεια της Ηδονής και της Αγάπης και ω Δημιουργός των στιγμιαίων Αιωνιοτήτων.

Κι ένιωσα πως κάποιο μυστήριο ετελείτο μέσα Σου. Μια αίγλη χυνότανε από τα κλειστά Σου μάτια κι ένας φωσφορισμός έγλυφε κι εχάδευε τα μεριά Σου. Και είπα: Ω Ιέρεια των Πόθων και των Λιποθυμιών, Συ μόνη μπορείς να παρηγορήσεις και να θανατώσεις την ψυχή μου."

Όφις και Κρίνο, Νίκου Καζαντζάκη (Κάρμα Νιρβαμή).
5 του Μάη
Μέσα στην ψυχή μου επρόβαλες και το ’ξερα πως θα ’λθεις. Και Σε περίμενα. Σε περίμενα όπως η γη τον χειμώνα παγωμένη κι έρημη πονεί και περιμένει. 

Είσαι Συ η άνοιξη κι έρχεσαι και προχωρείς αγάλια, αγάλια, μέσα στην ψυχή μου. 
Στο διάβα Σου ανοίγονται κι ανθούν κι ευωδιάζουν οι σκέψεις μου. Κάτω από τα πόδια Σου φυτρώνει και χαμογελά το χρώμα της ελπίδας.
Η αναπνοή Σου θερμή και παρηγορήτρα διαβαίνει απάνω από την ψυχή μου και ξυπνούν από τη νάρκη των ανέρωτων χειμώνων τα όνειρά μου και Σε βλέπουν χωρίς έκπληξη και Σου χαμογελούν. Το ’ξεραν πως θα ’λθεις. 
Κάποια πουλιά ανοίγουν μέσα μου τα μάτια των και ξετινάσσουν τα φτερά. Κι Εσύ χαμογελάς και προχωρείς αγάλια, αγάλια, βασίλισσα μέσα στην ψυχή μου.
Αγάλια, αγάλια προχωρείς μές στην ψυχή μου με την περηφάνεια των ρόδων και τον ίμερο των μεγάλων κισσών και τη σιωπηλήν επίκληση των ντροπαλών μενεξέδων. 
Κι ένα φιλί απέραντο ανατριχιάζει κι απλώνεται και τρέμει στο κορμί μου.
Το νοιώθω – είσαι η Άνοιξη Εσύ, ω Εκλεχτή κι Ευλογημένη, και είμαι εγώ η γη, η μεγάλη και ακόλαστη μητέρα – που ανοίγει τις λαγόνες της και περιμένει.
 10 του Μάη
…Ω Πολυαγαπημένη, γιορτάζει η αγάπη μου απόψε κι από τον Κεραμεικό, κύτταξε, ανεβαίνει κι έρχεται η ιερά πομπή, φαιδρά και θορυβώδης – σαν κύμα που ανεβαίνει τραγουδώντας και φιλεί ερωτεμένο τους ώμορφους βράχους.
Ω Αγαπημένη και ω Θεά, σήκω απάνω στα μάρμαρα και χαμογέλασε. Είναι τα μεγάλα Παναθήναια της αγάπης μου. Κ’ είνε τα όνειρά μου ντυμένα στα γιορτάσιμα που εξεκίνησαν από το νεκροταφείο κι εδιάβηκαν το Δίπυλο, κι ανεβαίνουν σιγά, σιγά, τον Βράχο τον Ιερό…
 Ω Αγαπημένη και ω Θεά, σήκω απάνω στα μάρμαρα και χαμογέλασε. Η Νίκη κάθεται απάνω στο χέρι Σου. Το κορμί Σου είνε φιλντίσι και λαμποκοπά μέσα στη νύχτα.


Και κάτω στα πόδια Σου σωρειάζεται ο μεγάλος όφις – ο υποχθόνιος θεός που σκορπίζει τ’ αγαθά από τα βάθη της γης…
Ω χαμογέλασε, ω Ζωή και ω Αγάπη, στο ορφανεμένο αέτωμα και θα γυρίσουν πάλιν οι μαρμαρένιες σκέψεις του Φειδία και η Παρθένα Θεά θα γεννάται πάνοπλη και θα ’ναι γύρω οι Θεοί και θα χαμογελούν…
Ω Αγαπημένη και ω Θεά, σήκω απάνω στα μάρμαρα και υψώσου Ανέγγιχτη στο βάθος του σηκού και χαμογέλασε. 
Η πομπή ανεβαίνει τώρα τα μαρμάρινα σκαλοπάτια κι έρχεται ν’ απλωθεί στα πόδια Σου και να Σε προσκυνήσει. 
Τα μαύρα μου προαισθήματα και οι έκφυλοι πόθοι κι οι αγέλαστες σκέψεις όλες σέρνονται δεμένες στον βωμό Σου για να θυσιασθούν…
Συ είσαι η μόνη Θεά, Συ είσαι η Αλήθεια και η Νίκη! Στο μέτωπό Σου χαμογελά η Αθανασία κι ανάβει στα χείλη Σου η λαχτάρα της ζωής και κοκκινίζουν απάνω στα μάγουλά Σου όλα τ’ απόκρυφα κι όλα τα ντροπαλά της αγάπης.

Συ είσαι η Ευρυθμία, Συ η Αλήθεια και η Ζωή. Ανεβαίνει σαν κύμα κι απλώνεται κάτω από τον Παρθενώνα η πομπή η ιερά της αγάπης μου και γονατίζουν οι επιθυμίες μου και μαδούν σιωπηλές στα πόδια Σου όλα των τα λουλούδια.
Έλα, ω Λαχτάρα της ψυχής μου! κατέβα από τα μάρμαρα και δώσε μου τα χείλη Σου και δώσε μου το κορμί Σου…
Έλα να γεμίσομε τις καρδιές μας, σαν τα ποτήρια τα Παναθηναϊκά από το άδολο κρασί του Ιδανικού και θα λάμψουνε τα μάτια μας από το μεθύσι της ζωής και τα χείλη μας θα γεμίσουνε φιλιά…
Έλα. – Σαν τους αθανάτους Θεούς απάνω στη ζωφόρο, να ξαπλωθούμε κι εμείς απάνω στα μάρμαρα, εδώ, στη Σαλαμίνα απέναντι που βγαίνει μέσα από τη θάλασσα ωσάν πελώριο τρόπαιο και μας χαμογελά…

Ας ανοιχτούνε σαν κάλυκες ρόδων και σαν δοχεία αρωμάτων κι ωσάν χείλη προσευχόμενα οι καρδιές μας και ας ευχαριστήσουν τους μεγάλους θεούς γιατί έπλασαν τη ζωή τόσον ώμορφη και τα χείλη Σου τόσο κόκκινα και την αγάπη μου τόσο μεγάλη.

Ας αρχίσουνε τον χορό και τα τραγούδια και τη λειτουργιά του Καλού οι μεγάλοι ιερείς και οι ιέρειές τους, ο Σωκράτης και ο Αλκιβιάδης, ο Φειδίας και η Διοτίμα, ο Περικλής και η Ασπασία. Και ο λαός ο Εκλεχτός των θεών – όλοι οι Αθηναίοι κι όλες οι Ατθίδες – ας ψάλλουν εύθυμοι όλοι μαζί την φαιδράν επωδόν των Ιερέων.

 Και όλα τα λουλούδια ας ανοιχτούν τριγύρω και όλη η αρμονία και το μουρμουρητό της θάλασσας ας ανεβεί ίσα μ’ εδώ απάνω και όλη η ηρεμία κι η χαρά του Ολύμπου η ξενητεμένη ας γυρίσει πάλιν εδώ και ας χυθεί κάτω από τα κιονόκρανα του Παρθενώνα και από τις εσθήτες των Καρυατίδων και ας περιπλεχτεί στα μέλη τα τορνευτά των Ατθίδων και στο μέτωπο των ανδρών – η μεγάλη, η άγια, Ανατριχίλα της αγάπης.
 (σσ. 18 – 19)

"Όφις και Κρίνο" (Αποσπάσματα Α')

"... Ένας πόθος γλοιώδης σέρνεται μέσα μου και ζητά να μάθει όλα τ' άσεμνα λόγια που ξέρεις. Θέλω να ιδώ να βεβηλώνονται μοναχά των τα χείλη Σου τα ντροπαλά!
Να μην κοκκινήσεις καθόλου, να μη διστάσεις, νάχεις πολύξερο το στόμα και τολμηρό το βλέμμα και άσεμνη τη στάση.
Ν' ανεβούν όλοι Σου οι ακάθαρτοι στοχασμοί και οι ακόλαστες καμπυλότητες των γραμμών χειροπιαστές και λάγνες σε λιτανείαν αναιδή...
Να μη μου κρύψεις τίποτε και να μου φτείνεις όλα τ' άσεμνα λόγια που ξέρεις. Ίσως με κάνεις να νοιώσω κάποια καινούργια και άγνωστη ηδονή. Την ηδονή της περιφρόνησης και της αηδείας και της βεβήλωσης μιας αγάπης...
Θα Σε σφίξω τότε με τον εναγκαλισμό των ζώων μέσα στη νύχτα των οργασμών. Και θα νοιώσω να σπαρταρά στα χέρια μου μέσα κάτι τι δικό μου, ένα δημιούργημα του πόνου μου, ένα κορμί που το διέπλασα εγώ και το διέφθειρα εγώ, όργανο της βαθειάς και αγιάτρευτης διαφθοράς του νου μου..."
4 Αυγούστου
Ώ η μυστική αγωνία και το σπαρτάρισμα του κορμιού Σου απάνω στα σεντόνια!
Είχες την αγωνία των θυμάτων που σέρνονται στον βωμό. Και στα μάτια Σου λιποθυμούσαν τα νερά των αιωνίων πόθων.

Κι ήσαν τα φιλιά μας ανατριχιάσματα προαισθημάτων κι ήσαν ψυχομάχημα χαράς και κατρακυλίσματα αρμονικά όλης μας της ευτυχίας και θρήνος απαρηγόρητος όλων μου των ονείρων.
10 Αυγούστου
Πηγαίνω κι έρχομαι σαν τρελλός μέσα στο ατελιέ μου. Οι γραμμές πάλιν οι εξωτικές και τα χρυσάνθεμα και οι σταγόνες των αιμάτων πετιούνται και οργιάζουν κάτω από το χέρι μου. Αδύνατον να εργασθώ. Τίποτε λογικό δεν μπορώ να συναρμόσω και να δημιουργήσω. 

Χθες άρχισα να ζωγραφίσω Εκείνη κι εσχεδίασα το κορμί της πεσμένο όπως προχθές την νύχτα – κι άμα ετελείωσα, είδα – είχα ζωγραφίσει ένα πελώριο κρίνο κομένο και ριμένο άσπλαχνα σ’ ένα παράξενο με μύριους ελιγμούς ποτάμι.

Και σήμερα βλέπω – δεν είνε ποτάμι, αλλά ένας όφις πελώριος που τρέχει κάπου εκεί πέρα, με μύριους ελιγμούς, και κρατεί στο στόμα του ένα όμορφο πελώριο κρίνο.

11 Αυγούστου
Ώ το θαύμα των σαρκών Σου πανώρηο ριμένο στο κρεββάτι! Και τα βαριά Σου βλέφαρα φορτωμένα πόθους!
Ω το αστραποβόλημα του κορμιού Σου μέσα στα σκότη! 

 
Θάθελα ρόδα να μαδήσω και κυπαρίσων κλώνους και να σωριάσω λούλουδα και προσευχές και θρήνους και να Σε ρίξω μέσα! Και να σκύβω αιώνια από πάνω Σου, ώ Πεθαμένη μου Αγάπη, κι απάνω στα ξέπλεκα μαλλιά Σου να χύνω την ψυχή μου.

Έτσι που Σε βλέπω τώρα, απόψε πάλι, κουρασμένη και πανώρηα κι ακίνητη, ενώνω τα χέρια μου από πάνω Σου και προσεύχομαι στην μεγάλη Δύναμη που σκοτώνει. 

Να λάβει οίκτο για μας και έλεος – για μας τους δύστυχους που αγαπούμε – και να μας στείλει τώρα πούσαι χλωμή κι ακίνητη και κουρασμένη τον Μεγάλο Παρήγορο, τον αδελφό της Αγάπης, την αιώνια Χαρά και την αιώνια Ηρεμία.
Κοιμάσαι και χαμογελάς… Κάτω από την ωχρότητα των βλεφάρων Σου και πίσω από τα ματόκλαδά Σου τα μεγάλα σκύβω και διακρίνω τα μάτια Σου μουσκεμένα από την αίγλη και την νοσταλγία των απολαύσεων.
Στα χείλη Σου κυλιέται κι ανατριχιάζει, ώ Ακόρεστη, η κανθαρίδα των φιλιών, κι απάνω στα στήθη Σου εξογκώνεται κι ανεβοκατεβαίνει ένα κύμα μεγάλο , κύμα σαρκών που φουρτουνιάζει στην απόκρυφη καταιγίδα της ηδονής.

Σε σφίγγω και το κύμα σπαράσσει αιχμαλωτισμένο στην αγκαλιά μου, κυρτώνεται κάτω από τα χείλη μου και με σκεπάζει όλο σε απέραντο βελούδινο χάδι, σαν να ζητά να πνίξει κάποιο καράβι, σαν να ζητά να πνίξει και να φύγει.
Κοιμάσαι και μου χαμογελάς. Μου έρχεται να Σ’ αρπάσω από τα μαλλιά και να βάλω το χέρι μου απάνω στο εξόγκωμα εκείνο του λαιμού Σου που ανεβοκατεβαίνει και να σφίξω, και ν’ απολαύσω τον Πόνο Σου
Ώ Πολυαγαπημένη, και να ιδώ τα μάτια Σου πως θ’ ανοίξουν άξαφνα τρομασμένα και τι χρώμα θα τους δώσει η φρίκη και να ιδώ τα χείλη Σου τι θα τα κάμεις.


 Θα Σε σφίξω με τα δυό μου χέρια απάνω στο εξόγκωμα του λαιμού Σου που ανεβοκατεβαίνει και θα ιδώ πόσο όμορφα θα κυρτωθεί και θα τυλιχτεί απάνω μου ο όφις του κορμιού Σου.


Θα εξογκωθούν οι βολβοί των ματιών Σου και θάναι απόλαυση η αγωνία της φωνής Σου – σαν ροχαλητό θανάτου, σαν τις φωνές εκείνες και τις κατάρες π’ ακούω κάποτε τη νύχτα να βγαίνουν από τ’ άστρα που ψυχομαχούν.


Θα στριμωχτείς εκεί στη γωνιά του κρεββατιού και θα παρακαλέσεις και θα νοιώσω, ώ Άγρια Απόλαυση! θερμό και μαλακό το αίμα Σου να τρέχει από τα χέρια μου, μέσα από τα δάχτυλά μου, και να πέφτει απάνω στα λευκά σεντόνια και να στάσσει κάτω από τις δαντέλλες….

Τι έχω; Μα τίποτα αγάπη μου. Γιατί είμαι χλωμός; Θάναι από την κούραση και την αγάπη. Εκοιμώσουν κ’ ήμουν γερμένος και Σε κύτταζα και χαμογελούσα.
Θα ξαπλωθούμε εκεί οι δυό μας αμίλητοι, όμορφοι, ευτυχισμένοι. Θα κολλήσω τα χείλη μου απάνω στα χείλη Σου και θάναι αιώνιο το φιλί  Όχι, η φωνή μου δεν τρέμει… Γιατί να τρέμει αγάπη μου; Εκοιμώσουν και Σε κύτταζα κι άναβαν μέσα μου πόθοι παράξενοι, να σ’ αρπάξω με τα φτερά των ασμάτων μου και την παντοδυναμία των επιθυμιών μου και να πάμε αλλού, αγάπη μου, δεν ξέρω κι εγώ που … εκεί όπου αιώνια χαρά ανατέλλει μεσ’ από τ’ ακίνητα κι απόκρυφα νερά.
και θάμαστε ξαπλωμένοι απάνω στο χώμα και οι νύχτες θα περνούν από πάνω μας και τα ρόδα θα μαδούνε και θα πέφτουνε τα φύλλα και το φιλί μας θάναι ασάλευτο, μεγάλο ωσάν την αιωνιότητα κι ωσάν τη νύχτα.

Εκοιμώσουν κι εσκορπούσα το τραγούδι της αγάπης μου απάνω στα βλέφαρά Σου και στα κλειστά Σου χείλη.
Ώ Πολυαγαπημένη! μην κλαίς η αγάπη μου είνε άγρια και έκφυλη μα είναι αιώνια
 17 Αυγούστου
Τρεμουλιαστή και όμορφη με κοκκινισμένα μάτια, από το κλάμα ίσως, εμπήκεν απόψε στο δωμάτιό μου.


 Σαν νάβλεπα αϊδόνι, να μπαίνει σε φωληά γερακιού. Ένας οίκτος, μια αγάπη κι ένας οίκτος εγλύστρησαν μέσα μου κι εμαλάκωσαν τα λόγια μου.
Γιατί είσαι χλωμή, αγάπη μου; Όχι, δεν έκλαψες; Ά παρακάλεσες τον Θεό για μένα; Ένα γέλοιο άγριο εξέσκισε την καρδιά μου. Δεν είπα τίποτε. Ά δύστυχη, νάξερες, τι είπα μέσα μου!


Μου έφερε κρίνα, μιάν ανθοδέσμη. Έπιασε το κεφάλι μου και μ’ έσφιγγε στα στήθη της σιωπηλή και κάτι ψιθύριζαν τα χείλη της.
 Φοβούμαι πως ήταν προσευχή.
Ένα άρωμα βαρύ ανέβαινε από τη σάρκα της θερμό και άσεμνο κι έμαπινε στο κορμί μου.

Της είπα να σωπάσει. Εμάδησα τα κρίνα κι εζήτησα τα χείλη της. Θέλω την κοινωνία του κορμιού Σου απόψε. Το άδυτο και το άγιο Βήμα της σάρκας Σου ποθώ.
Λειτουργός του Αληθινού Θεού θα προσφέρω θυσία απόψε και θάναι ναός το σώμα Σου και ύμνοι τα παραληρήματά μας κι έκσταση θρησκευτική και υπερκόσμια η κάμαρα μετά την ηδονή μας. Θα μεταλάβω όλων Σου των κινημάτων και όλων Σου των κυρτοτήτων και όλων των μυστηρίων του κορμιού Σου. 


Και όταν εξαντλημένη γύρεις μεσ’ στα λευκά σεντόνια και αποκάμουνε τα μπράτσα Σου να σφίγγουν θάλθω να γονατίσω μπροστά Σου, ώ Αγία τράπεζα της ηδονής – και θα σμίξω τα χέρια μου και θα προσευχηθώ.

Και θ’ ανοίξω έπειτα τα μάτια Σου και θα διαβάσω μέσα εκεί στα γαλανά των βάθη το μυστήριο που μου κρύβεις.
22 Αυγούστου
Γονατίζω μπροστά Σου, ώ Εκλεχτή της ψυχής μου,  και  Σε παρακαλώ.
Δώσε μου από την αχάραχτη γαλήνη που κοιμάται και χαμογελά στο μέτωπό Σου κι από την ηρεμία τη μεγαλόπρεπη των κινημάτων Σου κι από το σεληνόφως που σκορπά η ήρεμη και λευκή βασίλισσα των νυχτών η ψυχή Σου. Σκύβω και Σε παρακαλώ.

Που βρίσκονται λοιπόν τόσοι κόσμοι σιγής και γαλήνης που πλένε και χαμογελούν στα μάτια Σου τα μεγάλα; Σκύβω απάνω των και κυττάζω.
Οι σκέψεις Σου σαν ήμερα κρίνα γέρνουν και συλλογούνται στις ατάραχτες λίμνες των ματιών Σου. Παράξενοι ουρανοί χωρίς βροντές και νέφαλα μόνο γεμάτοι φως κι αρμονία – γεμάτοι Θεό – καθρεφτίζονται και κρυφομιλούν στα νερά των ματιών Σου. 

 Ώ μην κλείς τα μάτια Σου όταν Σε φιλώ. Θέλω να ιδώ τι λένε οι αγγέλοι την ώρα που κατεβάζεις τα βλέφαρα φορτωμένα από φιλιά και πως ναυαγούν και σπούνε τα καράβια στην τρικυμιά την άγρια που σηκώνει στα μάτια Σου η καταιγίδα των επιθυμιών μου.

25 του Μάρτη
…….Κάθομαι και συλλογούμαι στον μαδημένο κήπο. Η νύχτα αρχίζει να χύνεται απάνω στα δένδρα. Στον ουρανό τ’ άστρα βάνουν αρχή ν’ ανοίγουν.
Η χαρά πλειά πένθιμη τώρα εσταμάτησε στον λαιμό μου.
Η θάλασσα από μακρυά τραγουδεί την ηδονή του θανάτου. Μυστηριώδης φλογέρα σέρνει στον ουρανό τα άστρα. Πάνω σ’ όλες τις κορφές απλώνεται η ηρεμία και τα φύλλα των δένδρων μιλούν αγάλι αγάλι….


Ώ Δύστυχη! Δύστυχη! Μ’ έρχεται να φύγω και να κρυφτώ στα βάθη των δασών και να ξαπλωθώ χαμαί στην γη και ν’ αφήσω τα δάκρυά μου να τρέξουνε, να τρέξουνε για Σένα, που Σου ήταν γραφτό να με γνωρίσεις!…
Εδώ τελείωνε το ημερολόγιο της καρδιάς του δυστυχή φίλου μου – του μεγάλου καλλιτέχνη – Γραμμένο άνω κάτω σε σκόρπια φύλλα με νευρικά ακανόνιστα γράμματα.

Ο υπηρέτης ήλθεν ένα πρωϊ τρομαγμένος και μου φώναξε να τρέξω στην έπαυλη του φίλου μου. Υπόπτευσα δυστύχημα γιατί εγνώριζα τον φίλο μου και την αγάπη του.
Εσπάσαμε την πόρτα του δωματίου και μιά πνιχτική μυρωδιά λουλουδιών μας επερίχυσε. Άνοιξα γρήγορα τα παράθυρα και τις πόρτες.


Φοβερό θέαμα! Εκείνη είχε συρθεί ίσα με το παράθυρο για να τ’ ανοίξει φαίνεται. Τα λουλούδια στα πόδια της, κάτω από το παράθυρο ήσαν πατημένα, ζουλισμένα τα δάχτυλά της ήσαν ματωμένα – όλα έδειχναν πως επάλεψεν απελπισμένα η δύστυχη ν’ ανοίξει το παράθυρο και ν’ αναπνεύσει – μα εκείνος δεν την αφήκε.

Κι είχε πέσει χλωμή κι εξαντλημένη με μάτια μεγαλωμένα από τον τρόμον.
Ένας σπασμός φρίκης και φόβου – και μίσους – παραμόρφωνε το όμορφο, το αγνό της πρόσωπο. Και το λιγερό της σώμα είχε ξαπλωθεί απελπισμένο και νεκρό απάνω στα λουλούδια.

Εκείνος μ’ ένα ήρεμο χαμόγελο είχε ξαπλωθεί χαμαί στο πλάϊ κι είχε ρίξει τα χέρια του μ’ ένα κίνημα ανέκφραστο αγάπης γύρω στον λαιμό της.

Από πάνω των ήτο κρεμασμένη μιά αλλόκοτη εικόνα που έδειχνε τον θλιβερό δρόμο πούχε πάρει τελευταία η σκέψη του δυστυχή και μεγάλου καλλιτέχνη.
Μια μεγάλη έρημος κι ο ήλιος εβασίλευεν ολοκόκκινος κι αιμάτωνε τον ουρανό. Κι ένας όφις πελώριος ξετυλισσόταν κι έτρεχεν απάνω στην άμμο.
Και στο στόμα του που έτρεχεν φαρμάκι κρατούσε κι εχαϊδευε κι εδάγκωνε ένα μικρό κάτασπρο και μαραμένο κρίνο.



Φωτογραφία  με τίτλο «Όφις και Κρίνο»,  του Στέλιου Χουστουλάκη.
Βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη.


Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015

'Ανοιξη ανάμεσα στα χέρια της Αγάπης- Ποιήματα


Painter, Conrad Kiesel

Είμαι τρελή να σ'αγαπώ - Μαρία Πολυδούρη

Είμαι τρελή να σ' αγαπώ, αφού πια έχεις πεθάνει,
να λιώνω στη λαχτάρα των φιλιών,
να νιώθω τώρα πως αυτό που μου' δωσες δε φτάνει,
δε φτάνει η δρόσος των παλιών.


Με μιαν ασίγαστη μανία να θέλω ό,τι μου λείπει,
να θέλω ό,τι μου κράτησες κρυφό,
κι έτσι να δέρνομαι μ' αυτό το μάταιο καρδιοχτύπι.
Στα μάτια σου την τρέλα να ρουφώ.


Τι θ' απογίνω, αγαπημένε, που θα σε ζητήσω ?
Άλλοτε οι μέρες φεύγανε στην προσμονή σου σκιές.
Αιώνες καρτερώντας σε μπορούσα να διανύσω,
με τ' όνειρό σου οι πίκρες μου γλυκιές.


Που να' σαι ? Τι ν' απόμεινε από σε να το ζητήσω ?
Που να' ναι το στερνό μου αυτό αγαθό ?
Ω, δεν μπορεί μια ολόκληρη ζωή γι' αυτό να ζήσω,
και μάταια καρτερώντας να χαθώ.


Άνοιξη ! Ο ήλιος χρυσαφιού πλημμύρα. Μάγια, μύρα
παντού, και σ' αγαπώ, σε καρτερώ.

Βραδύνεις κι υποψιάζομαι, ζηλεύω, δε σου πήρα
όλης σου της ψυχής το θησαυρό.


Τα λόγια σου ! Ω τα λόγια σου, μια υπόσχεση που καίει,
μια υπόσχεση που αργεί πολύ να 'ρθεί.
Τ' ακούω παντού, δεν παύουνε. Μέσα τους κάτι κλαίει,
μέσα τους τρέμει η αγάπη σου, προτού μοιραία χαθεί.


Τα λόγια σου με μέθυσαν τη μέθη του θανάτου
κι ακόμα δεν εσίγασαν. Μιλούν
και με τρελαίνουν, με μεθούν, με φέρνουν πιο σιμά σου,
ενώ πιο ακαταμάχητα στην ύπαρξή καλούν.


Αγαπημένε, αν τη ζωή τη δώσω πίσω, πε μου,
τι θα ωφελήσει, αφού δε θα σε βρω ?
Δε λογαριάζω τη ζωή, μα πως μπορεί, καλέ μου,
να σβήσει πια η αγάπη μου ? Και να μη σ' αγαπώ,

ενώ θα 'ναι Άνοιξη παντού που ακούστηκε η φωνή μας  
να επικαλείται τον αιώνιον έρωτα, και μείς
στεφάνι να του πλέκουμε με μόνο το φιλί μας,
μέσα στο γιορτασμό λατρείας θερμής.


Ω ! δε μου δίνει ο θάνατος καμιά, καμιάν ελπίδα,
και μου τις έσβησε η Ζωή σα μια ψυχρή πνοή.
Τώρα μου μένει στου έρωτα την άγρια καταιγίδα
να ιδώ να μετρηθούν για με θάνατος και ζωή.
 
Painter, Conrad Kiesel

Αγαπημένη μου, Τασος Λειβαδιτης (αποσπασμα)

Καλημέρα γειτόνισσες
να και κει, αγάπη μου, εκεί στη γωνιά,
κοίταξε την άνοιξη που έρχεται
κοίταξε αυτά τα παλικάρια που γνέφουνε με τα δρεπάνια
και τα κορίτσια πίσω τους που δένουν σε δεμάτια τις ακτίνες του ήλιου
κοίταξε μας γνέφουν. Όλα μας γνέφουν. Καλημέρα.
Ζωγράφος,  ΝΙΚΟΣ  ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ 

Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας – Τάσος Λειβαδίτης (απόσπασμα)

Ναι, αγαπημένη μου. Πολύ πριν να σε 
συναντήσω εγώ σε περίμενα.
Πάντοτε σε περίμενα.
Αλήθεια εκείνη η άνοιξη, εκείνο το πρωινό, εκείνη η
 απλή κάμαρα της ευτυχίας, αυτό το σώμα σου που 
κράταγα πρώτη φορά γυμνό, αυτά τα δάκρυα που 
δεν μπόρεσα στο τέλος να κρατήσω πόσο σου 
πήγαιναν.
Στη βροχερή αποικία =Νίκος Ασλάνογλου
Το φιλί σου δοσμένο την άνοιξη με καιει ακόμα
μισολιωμένο στα μάγουλα, στα λιγοστά μου πεσμένα μαλλιά
ήταν λαθρόβιο ή εξατμίστηκε εκείνη την ώρα
μέσα στα δάχτυλα ένα τίποτε ένας σπασμός
το φιλί σου δοσμένο στην άσφαλτο με σέρνει μέσα
σε κλινικές όπου έζησα έγκλειστος, καθώς ξανά
θα γυρίσω εκεί κάποτε όταν έρθει η αρρώστια
γιατί να δόθηκε, στη βροχερή αποικία που σε γνώρισα
ξέρω, δε θα βρεθεί ποτέ γιατρειά.

Painter, EmileVernon
Κώστας Μόντης
Από το όνομά σου ξεκινά η άνοιξη,
Απ' τις συλλαβές του κρέμουνται κόκκινα κεράσια.

Τότε ποὺ σ᾿ εἶδα νά ῾ρχεσαι...Λάμπρος Πορφύρας

Τότε ποὺ σ᾿ εἶδα νά ῾ρχεσαι μὲ τ᾿ ἄλλα χελιδόνια,
τότε καὶ μόλις ἔνιωσα γιὰ ποιὰ χαρὰ μιλοῦσαν
μέσα στὰ φύλλα τὰ πουλιὰ τὰ πνεύματα στὰ κλώνια
κι οἱ πεταλοῦδες ποὺ στὸ φῶς νιογέννητες ξυπνοῦσαν.

Τὸ μονοπάτι διάβαινες κι εἶχες μία λάμψη τόση,
μιὰ τέτοιαν ἄνθινη ὀμορφιὰ στὸ νοτισμένο χῶμα,
ποῦ δίχως ἄλλο ἡ Ἄνοιξη θὰ σ᾿ εἶχεν ἀνταμώσει
καὶ κάτω ἀπ᾿ τὶς ἀμυγδαλιές σὲ φίλησε στὸ στόμα.



Painter, Émile Vernon
Γιάννης Ρίτσος
Πιασμένοι απ’ το χέρι
θα κατεβούμε τη μαρμάρινη σκάλα
που έχει φθαρεί απ’ τα βήματα
των φθινοπωρινών σκιών.
Πάμε στους αγρούς
να φορέσουμε στα δάχτυλα
τις παπαρούνες και τον ήλιο
και την καινούργια χλόη.
Διαβάστε την 
''Εαρινή συμφωνία''  του Γιάννη Ρίτσου /ΕΔΩ

https://pyroessa-artemusica.blogspot.gr/2017/04/blog-post_9.html
               Painter,Vittorio Matteo Corcos

Γιώργος Σεφέρης - Μυθιστόρημα (απόσπασμα)

"Μέσα στις παπαρούνες
όπου
την άνοιξη μάζεψες μια μαργαρίτα
ήταν ωραία τα μάτια σου
μα δεν ήξερες που να κοιτάξεις
δεν ήξερα που να κοιτάξω
μήτε και γω..."
               Painter,Vittorio Matteo Corcos

Βύρων Λεοντάρης-Ψυχοστασία

Να ‘χυνες τα χέρια σουμέσα σ' αυτή τη φοβερή πληγή
ν' απίθωνες μιαν υγρασία φιλιού στο μέτωπό μου
μ' ένα χαμόγελο να μου έπλυνες τα μάτια
κόρη με τα χρυσάνθεμα μαλλιά
χέρια από αγιόκλημα/αίμα πνιγμένο μες στα γιασεμιά

άνοιξη ανάμεσα στα χέρια της Αγάπης...
Να ‘σκυβες με μια θάλασσα φτερούγα πάνω μου!..
Θα σε κρατούσα σαν φλύαρο νερό στις φούχτες μου
σαν φυλλωσιά από άστρα.
Θ' ανέμιζα, έπειτα, το φόρεμα της αστραπής σου στον κόσμο

κατάματα στο θάνατο προτού χυθώ
βροχή απ' τα μάτια μου στα μάτια σου
βροχή απ' το σώμα μου στο σώμα σου...

Έπειτα θα μπορούσα ακόμα και να σε ξεχάσω
αίμα πνιγμένο μες στα γιασεμιά
ανοιξη στα χέρια της Αγάπης.

Μα έχεις και συ ανάμεσα στα φρύδια/την ίδια σπαθιά πίκρας
τον ίδιο κόμπο υπομονής στα χείλη σου δαγκώνεις
καίει τα χέρια σου ο ίδιος λυγμός τιμόνι-Πρόσεχε!...
Τρέμεις σαν δάκρυ σε βασανισμένο βλέφαρο
η κόμη σου αντηχεί στον άνεμο-μια μυρουδιά δαφνόφυλλου
υποφέρεις από νιότη....

Έχεις και συ την ίδια ουλή ανάμεσα στα φρύδια.
ακόμα ένα βουνό, ακόμα ένα βάλτο
να πηδήσουμε κι αυτό το κύμα
να περάσουμε κι αυτή τη πτυχή αηδίας
ακόμα ένας χειμώνας, ακόμα μια άνοιξη
ακόμα ένας σφυγμός!


Τα χέρια σου μυρίζουνε τα μανταρίνια όλης της γης
συνωμοσία χαμόγελου ξυπνάει στο πρόσωπό σου.
Δε θα βουλιάξεις! Στις κακοτοπιές
ένας ήλιος σε κρατάει από τις μασχάλες.