Σελίδες

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2020

Αλλά τα βράδια -Τάσος Λειβαδίτης

Καὶ νὰ ποὺ φτάσαμε ἐδῶ

Χωρὶς ἀποσκευὲς

Μὰ μ᾿ ἕνα τόσο ὡραῖο φεγγάρι

Καὶ ἐγὼ ὀνειρεύτηκα ἕναν καλύτερο κόσμο

Φτωχὴ ἀνθρωπότητα, δὲν μπόρεσες

οὔτε ἕνα κεφαλαῖο νὰ γράψεις ἀκόμα

Σὰ σανίδα ἀπὸ θλιβερὸ ναυάγιο

ταξιδεύει ἡ γηραιά μας ἤπειρος

*******

Βέβαια ἀγάπησε

τὰ ἰδανικά της ἀνθρωπότητας,

ἀλλὰ τὰ πουλιὰ

πετοῦσαν πιὸ πέρα

 *********

Σκληρός, ἄκαρδος κόσμος,

ποῦ δὲν ἄνοιξε ποτὲ μίαν ὀμπρέλα

πάνω ἀπ᾿ τὸ δέντρο ποὺ βρέχεται

 *********

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα

ποῦ μυρίζει ἡ γῆ

 *********

Ὕστερα ἀνακάλυψαν τὴν πυξίδα

γιὰ νὰ πεθαίνουν κι ἀλλοῦ

καὶ τὴν ἀπληστία

γιὰ νὰ μένουν νεκροὶ γιὰ πάντα

 *********

Ἀλλὰ καθὼς βραδιάζει

ἕνα φλάουτο κάπου

ἢ ἕνα ἄστρο συνηγορεῖ

γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα

 *********

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα

ποῦ μυρίζει ἡ γῆ

 *********

Καθὼς μένω στὸ δωμάτιό μου,

μοῦ ᾿ρχονται ἄξαφνα φαεινὲς ἰδέες

Φοράω τὸ σακάκι τοῦ πατέρα

κι ἔτσι εἴμαστε δύο,

κι ἂν κάποτε μ᾿ ἄκουσαν νὰ γαβγίζω

ἦταν γιὰ νὰ δώσω

ἕναν ἀέρα ἐξοχῆς στὸ δωμάτιο

 *********

Κάποτε θὰ ἀποδίδουμε δικαιοσύνη

μ᾿ ἕνα ἄστρο ἢ μ᾿ ἕνα γιασεμὶ

σὰν ἕνα τραγοῦδι ποὺ καθὼς βρέχει

παίρνει τὸ μέρος τῶν φτωχῶν

 *********

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα

ποῦ μυρίζει ἡ γῆ!

 *********

Ὅσο γιὰ μένα, ἔμεινα πάντα ἕνας πλανόδιος πωλητὴς ἀλλοτινῶν πραγμάτων,

ἀλλά… ἀλλὰ ποιὸς σήμερα ν᾿ ἀγοράσει ὀμπρέλες ἀπὸ ἀρχαίους κατακλυσμούς.

 *********

Ἀλλὰ μιὰ μέρα δὲν ἄντεξα.

Ἐμένα μὲ γνωρίζετε, τοὺς λέω.

Ὄχι, μοῦ λένε.

Ἔτσι πῆρα τὴν ἐκδίκησή μου καὶ δὲ στερήθηκα ποτὲ τοὺς μακρινοὺς ἤχους.

 *********

Κι ὕστερα στὸ νοσοκομεῖο ποὺ μὲ πῆγαν βιαστικά…

Τί ἔχετε, μοῦ λένε.

Ἐγώ; Ἐγὼ τίποτα, τοὺς λέω. Μόνο πέστε μου γιατί μᾶς μεταχειρίστηκαν,

μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο.

*********

Τὸ βράδυ ἔχω βρεῖ ἕναν ὡραῖο τρόπο νὰ κοιμᾶμαι.

Τοὺς συγχωρῶ ἕναν-ἕναν ὅλους.

Ἄλλοτε πάλι θέλω νὰ σώσω τὴν ἀνθρωπότητα,

ἀλλὰ ἐκείνη ἀρνεῖται.

 *********

Ὅμως ἀπόψε, βιάζομαι ἀπόψε,

νὰ παραμερίσω ὅλη τὴ λησμονιὰ

καὶ στὴ θέση τῆς ν᾿ ἀκουμπήσω,

μιὰ μικρὴ ἀνεμώνη.

 *********

Κύριε, ἁμάρτησα ἐνώπιόν σου, ὀνειρεύτηκα πολὺ

μιὰ μικρὴ ἀνεμώνη. Ἔτσι ξέχασα νὰ ζήσω.

Μόνο καμιὰ φορᾷ μ᾿ ἕνα μυστικὸ ποὺ τὸ ᾿χὰ μάθει ἀπὸ παιδί,

ξαναγύριζα στὸν ἀληθινὸ κόσμο, ἀλλὰ ἐκεῖ κανεὶς δὲ μὲ γνώριζε.

Σὰν τοὺς θαυματοποιοὺς ποὺ ὅλη τὴ μέρα χάρισαν τ᾿ ὄνειρα στὰ παιδιὰ

καὶ τὸ βράδυ γυρίζουν στὶς σοφίτες τοὺς πιὸ φτωχοὶ κι ἀπ᾿ τοὺς ἀγγέλους.

 *********

Ζήσαμε πάντοτε ἀλλοῦ.

Καὶ μόνο ὅταν κάποιος μᾶς ἀγαπήσει, ἐρχόμαστε γιὰ λίγο

κι ὅταν δὲν πεθαίνει ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον εἴμαστε κιόλας νεκροί.

 *********

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα

ποῦ μυρίζει ἡ γῆ!

 *********

Δῶς μου τὸ χέρι σου..

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

Το τραγούδι της χαμένης Κυριακής


Κάθε Κυριακή κρύβει μέσα της
τη γεύση του''ανολοκλύρωτου''
Τα όνειρα που δε ζήσαμε
Τα λόγια που δεν ακούσαμε
Οι μουσικές
οι ζωγραφιές κι οι σελίδες
που δεν μας έφτασαν ποτέ
Η απουσία  ένα καρφί στη μνήμη
Ούτε πληγή /ούτε τραύμα
Ποια αέναη σιωπή να νιώσει τον πόνο
που σταλάζει κόμπο
κόμπο το δάκρυ της ψυχής;
Κι εσύ μια μπόρα μέσα μου
που δεν λέει να ξεσπάσει
Και τώρα πια όταν βρέχει
δεν ξέρω τι με περιμένει...

Μη την φοβάσαι τη βροχή (είπες)
Τις Κυριακές /οι ΄Αγγελοι/κλαίνε σιωπηλά.
(Μαρία Λαμπράκη)





Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2020

ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ ΤΩΝ ΑΝΩΓΕΙΩΝ: Ερωτικό του Νοέμβρη

Του Άη Γιωργιού του μεθυστή

Τρεις του Νοέμβρη

Κατέβηκα στο υπόγειο να ανοίξω το βαρέλι

Με το καινούριο το κρασί

Που θα ευφράνει τις παρέες του χειμώνα

Αυτές που μετρούνε τους φίλους…

Απ’ το μικρό φεγγίτη

Σε είδα στο μπαλκόνι να κεντάς

Καθισμένη απρόσεκτα:

Τα όμορφα σου πόδια έμεναν ακάλυπτα ως πάνω

Το εφηβικό σου στήθος

Πάλευε το στενό πουκάμισο.

Έφερες στα ροδοπέταλα τα χείλη σου

Και δάγκωσες την κόκκινη κλωστή

Η ανάσα μου βάρυνε, στέναξα

Σήκωσα τη κούπα με το κρασί

Κι ευχήθηκα στην υγειά σου

Με τα μάτια κλειστά

Ορθάνοιχτα να σε ονειρεύονται…
ΠΗΓΗ



Ο Νοέμβριος στην ποιήση και τη ζωγραφική-Πλήρη αναφορά / ΕΔΩ
https://pyroessa-logotimis.blogspot.com/2016/11/blog-post.html

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2020

Πόσο νωρίς φεύγει το φως – Κατερίνα Γώγου


REMEMBER ME: 09/27/10

Πόσο νωρίς φεύγει το φως απ’ τη ζωή μας αδερφέ μου…
Μέσα απ’ τ’ αλλεργικά μας βλέφαρα

αργά στα νύχια πατάει η ζωή

μπας και την πάρουμε πρέφα

μακραίνει χάνεται… κοίτα έγινε κουκίδα στρίβει γωνία… πάει… Σκοτεινιάααα!!

Αρνητικά φωτογραφίας κοιτάω και είναι λέει άνθρωποι

κόκκινα φωτιά τα μάτια τους παγιδευμένων λύκων

νύχια δανεικά – πως τους κατάντησαν έτσι – ξένες μασέλες

βδέλλες κολλάνε στο λαρύγγι μας τραβάνε τα κουμπιά μας

μπας και τη βγάλουνε λιγάκι ακόμα.

Είναι εκείνοι του τραίνου – τους θυμάμαι καλά

– που όταν κανονίσαμε το πρώτο μας όνειρο να πάμε εκδρομή

μας πέταξαν στις τεντωμένες ράγες του ηλεκτρικού

σαν άδεια σακιά σ’ αφύλαχτη διάβαση

για υπερβάλον βάρος.

Όσοι «ζήσαμε» γραμμένο με εισαγωγικά

χιλιάδες κάνες κεντράρουνε πάνω μας

απ’ την ταράτσα του ΟΤΕ

κρύο κρύο και μελό με το μακό μας φανελάκι

κάνουμε τάχα πως έχουμε παλτό

κι ένα – είδες – όλοι μας τόχουμε –

βυσινιό νεύρο κάτω απ’ το μάτι μας βαράει ακόμα.

Πόσο ακριβή είν’ αδερφέ μου η ζωή

πόσο φτηνήνανε τα είδη κουράγιο ρε.

Μερικές φορές – μα δεν το βάζω κάτω –

έρχονται τούμπα τα αντικαταθλιπτικά

και γέρνει η παλάτζα

δεν έχει άλλο μπρος

σκύβω τότε και παίρνω στα δόντια μου

το ματωμένο μου μυαλό και πάω πίσω πίσω

γυρίζω πίσω να σωθώ

κι ύστερα δε βρίσκω το δρόμο

γιατί και κει είναι σκατά – σαν να μην τόξερα –

παντού σπασμένες σιδεριές και θραύσματα οβίδας

τρομάζω τα χάνω με το παραμικρό δεν έχω που να πάω

μονάχα η πόρτα της ΥΠΕΡΑΓΟΡΑΣ είν’ ανοιχτή

και χώνομαι μέσα

κοιτάω σαν αρπαχτικό που πάνε τα λεφτά

και την αξία χρήσης

Ντελίριουμ Τρέμενς το λεν’ αυτοί ΕΓΩ ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΛΕΨΩ

Βάζω τότε μπροστά όλα τα στερεοφωνικά να παίζουν μαζεμένα

κάθε μάρκα κι άλλο σκοπό

και τα μεγάφωνα στο φουλ να σπάσουνε τ’ αφτιά τους

κι ύστερα μ’ ένα Σίγγερ ψαλιδάκι καλό

κόβω γύρω γύρω το στόμα τους το μεγαλώνω

κολλάω κει πάνω την ψυχή μου φιλί του θανάτου

και μέσα τους αδειάζω τα ψυχοφάρμακα

τα φαρμακεία τους και τους φαρμακοποιούς τους μαζί

Θάνατος στο Βυζάντιο σιχτίρ οι δυναστείες

το διάφραγμα της φίλης μου τις ειρηνικές επεμβάσεις

οι πουλημένες τραβηχτικές Kodak και Γ. Σταύρου

να πάνε να πεθάνουν

Θάνατος στους Αθάνατους

μαύρες σημαίες και κόκκινο το φως ανοίγει

– Θ’ ΑΝΟΙΞΕΙ – ο δρόμος το στόμα

τα μάτια η καρδιά και το μυαλό.

Έτσι να κάνουμε θα πέσει η πόρτα.

Κι η μηχανή με το αρχαίο φιλμ.

Μη. Μη συνέχεια οι άνθρωποι

μαύρα αρνητικά και μεις ΚΑΜΕΝΟΙ ΗΛΙΟΙ.

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2020

Κι αν έφερα τη ζωή μου ως εδώ -Μαρία Λαμπράκη


Κι αν έφερα τη ζωή μου ως εδώ
με τις σταλαγματιές  του 'Ηλιου
στα  πυρωμένα αλώνια του μεσημεριού
και με την όψη στραμμένη  στο πέλαγος
ήταν που ο αγέρας
 χαράζοντας ίχνη πάνω στην βρεγμένη άμμο
αποτύπωσε τα βήματά σου για να σε βρω.
Εκεί που τα αλμυρίκια στο ξέβρασμα της θάλασσας
άφηναν  το τελευταίο μουρμουρητό του φλοίσβου
και οι αλατόπετρες  έκαιγαν το πάθος  του 'Ερωτα
στη λάβα του μεσημεριού.
Κι αν έφερα τη ζωή μου ως εδώ
πάνω στο βράχο της υπομονής

ταξιδεύοντας όνειρα
σε ένα κάτασπρο φτερό του γλάρου

ήταν  που  τα μάτια σου
χάραξαν  πορεία  στο ακυβέρνητο

πλοίο της ζωή μου.
Τη νύχτα που ξέμπαρκοι
αναζητούσαμε τη πυξίδα

της καρδιάς  ''μακριά  του κόσμου τούτου
και του παντοτινού''.
Κι αν έφερα τη ζωή μου ως εδώ
΄Ηταν γιατί κανείς δε θέλησα να μάθει
απο τι  αίμα γίνεται  το κόκκινο του δειλινού
την ώρα που ο ήλιος χάνεται  πίσω απο τα βουνά
κι η θάλασσα σβήνει τη δίψα του φιλιού σου
στην υγρή της αγκαλιά .
Κι αν έφερα τη ζωή μου ως εδώ
΄Ηταν γιατί σε ήξερα, προτού να σε γνωρίσω.
 Μαρία Λαμπράκη

Η έκφραση ''έφερα τη ζωή μου ως εδώ'' είναι δάνειο απο ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη.

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2020

Η σιωπή της νύχτας


Στον κυκλώνα της αθόρυβης αναζήτησης /δυνητικά περιστρέφομαι.Τεμαχίζω το χρόνο.
Ο,τι είπες γράφτηκε στην άμμο/ πέρασε πάνω της ο αμείλικτος χρόνος/ ο καιρός ο θεριστής.
Έσβησε όλα τα ίχνη...
Αύριο θα ταξιδέψουμε μαζί σε κάποια άλλη διάσταση/ θα μας πληγώνει ένας ήλιος λαμπερός / και μια ξένη θάλασσα θα μας χωρίζει.
'Ετσι θα περνούν οι μέρες.
Κι εγώ ;
Πάντα θα αναζητώ το πρόσωπό σου στο δικό μου / που  το πήρες φεύγοντας...Μαρία Λαμπράκη

''πες μου αν μ' αγάπησες όσο η νύχτα την σιωπή''